Η ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ
Η πρώτη κοινότητα πιστών των Ιεροσολύμων, αυτοπροσδιόσισε με την ονομασία “Εκκλησία”. Η Εκκλησία του Χριστού, αυτοδίκαια και αυτόνομα από κάθε εξουσία, δημιούργησε δικούς της θεσμούς. Την “διακονία του λόγου”, την “διακονία των τραπεζών”, τα μυστήρια του βαπτίσματος, της “θείας ευχαριστίας”, την “ομοθυμαδόν” λήψη αποφάσεων, την κοινή προσευχή και την κοινοκτημοσύνη. (Πραξ. Αποστόλων,Α 8, Β 47, ΣΤ 8-15, Ζ 1-60).
Στη δεύτερη δίκη του στο συνέδριο στην Ιερουσαλήμ ο Απόστολος Πέτρος προσδιόρισε τα όρια της νομιμοφροσύνης των Χριστιανών απέναντι στις κοσμικές εξουσίες λέγοντας το περήφημο “πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις” (Πραξ.Αποστόλων Κεφ.5 29).
Η συγκρότηση Χριστιανικών Εκκλησιών σε όλη την Αυτοκρατορία έγινε με θαυμαστή ταχύτητα. Το 61 μ.Χ. έχουμε ως και Κελτική Εκκλησία.
Η Εκκλησία αυτοδιοικείτο αρχικά από τους Αποστόλους και τους εκλεγέντες από τους πρώτους πιστούς επτά Διακόνους και στη συνέχεια μέσα στη δεκαετία οι Απόστολοι και Διάκονοι πλαισιώθηκαν από συνεργάτες τους ονομασθέντες “Πρεσβυτέρους”. Στα τέλη του 1ου μ.Χ. αιώνα οι Χριστιανικές Εκκλησίες δημιούργησαν αυτόνομα τον θεσμό του Επισκόπου και κατά τα μέσα του 2ου αιώνα, αυτόνομα οι Επίσκοποι ως κεφαλή κάθε τοπικής Εκκλησίας θεσμοθέτησαν τις συνόδους των Επισκόπων (την συνοδικότητα).
Οι αποφάσεις της κάθε Χριστιανικής κοινότητας λαμβάνονταν αφού συζητούνταν και επικυρώνονταν από την όλη κοινότητα των πιστών “ομοθυμαδόν”. Βλέπουμε λοιπόν ότι αυτόνομα , εκ των πραγμάτων, δημιούργησαν οι πρώτοι Χριστιανοί ένα αυτόνομο ιδιότυπο είδος Χριστιανικής Κοινοπολιτείας των Εκκλησιών των μέσα στην όλη επικράτεια της Αυτοκρατορίας, με δημοκρατική νοοτροπία και πρακτική.
Οι πρώτοι χριστιανοί την Αυτοκρατορία την παρομοίαζαν με την “Βαβυλώνα”. Έτσι αρνούνταν να συμμετάσχουν στην άσκηση της κρατικής εξουσίας ως όργανα της Αυτοκρατορίας . Αποδέχονταν τους κρατικούς θεσμούς, εάν αυτοί δεν έρχονταν σε αντίθεση με τις εντολές του Ευαγγελίου. “…..πείθονται τοις κειμένοις νόμοις και (=αλλά) τοις ιδίοις βίοις νικώσι τους νόμους ” (Προς Διόγνητον 5, 10).
Οι Ρωμαϊκές αρχές απαιτούσαν από τους υπηκόους της Αυτοκρατορίας την απονομή λατρείας και στους θεούς της Ρώμης , οπωσδήποτε δε στον Αυτοκράτορα. Αναπόφευκτα άρχισαν οι διωγμοί των Χριστιανών με την δεδομένη άρνηση των Χριστιανών για συμμόρφωση τις αξιώσεις των αυτές.
Από το 64 μ.Χ. μέχρι το 313μ.Χ. έχουμε δέκα διωγμούς της Εκκλησίας του Χριστού διάρκειας από 1 έως 10 χρόνια ή τοπικούς ή γενικούς. Μόνο την περίοδο από το 260 έως το 302 μ.Χ. υπήρξε σιωπηρή ανοχή από τις αρχές της Αυτοκρατορίας.
To έτος 303 μ.Χ. υπήρχαν 1200 περίπου Επισκοπές σε όλη την Αυτοκρατορία, που λειτουργούσαν κάτω από την εποπτεία ικανών ζηλωτών Επισκόπων.
Ο τελευταίος και σκληρότερος διωγμός ξεκίνησε το 303 μ.Χ. από τους συναυτοκράτορες Διοκλητιανό και Μαξιμιλιανό. Χιλιάδες ήταν οι Ομολογητές Μάρτυρες. Ο Διοκλητιανός κορύφωσε τον διωγμό τα τελευταία χρόνια της διακυβέρνησής του φτάνοντας σε αδιανόητη βαναυσότητα. Ο διωγμός αυτός συνεχίστηκε από τον Γαλέριο, ο οποίος τον σταμάτησε με διάταγμα το 311 μ.Χ. , λίγο πριν τον θάνατό του, όταν αντελήφθη την αναποτελεσματικότητα του.
Η Εκκλησία έβγαινε από τον διωγμό έχοντας θριαμβεύσει στον αγώνα της έναντι του κράτους των “Εθνικών”.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος, όταν ανέλαβε το 306μ.Χ. το αξίωμα του Καίσαρα και στη συνέχεια του Αυτοκράτορα (Αύγουστος της Δύσης), υιοθέτησε αρχικά πολιτική ανοχής προς τους Χριστιανούς. Ιδιοφυής πολιτικός αντιλήφθηκε ότι η Αυτοκρατορία είχε ανάγκη από νέα συνεκτική ιδεολογική σπονδυλική στήλη για την κοινωνική της συνοχή και τον τονισμό της ιερότητας του προσώπου του Αυτοκράτορα.
Γι’ αυτό επέλεξε, την σταδιακή πλήρη ανατροπή της θρησκευτικής πολιτικής που είχαν ασκήσει έως τότε οι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες . Συγκεκριμένα εφ΄ ενός μεν θεσμοποίησε τον Χριστιανισμό και τον ενέταξε στη κρατική δομή της Αυτοκρατορίας, αφ΄ ετέρου προέβη σε καταλυτικές παρεμβάσεις στα εσωτερικά ζητήματα της Εκκλησίας.
Παράλληλα μέχρι τον θάνατό του διατήρησε το αξίωμα του Μεγάλου Ποντίφικα Οι πολιτικές αυτές πράξεις του ήταν αποφασιστικές για την μετέπειτα διαμόρφωση των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας μέχρι σήμερα.
Η μεταστροφή του στον Χριστιανισμό ήταν σταδιακή και άρχισε κατά την εκστρατεία του κατά του Μαξεντίου. Ως νικητής του , όταν εισήλθε θριαμβευτής στη Ρώμη, έκανε προς “τον Θεό των Χριστιανών” “ευχαριστήρια ευχή” θεωρώντας τον “υπαίτιο της νίκης” του .
Τα επόμενα βήματα του ήταν: Η επισημοποίηση της πολιτικής της ανεξιθρησκίας που έγινε με το γνωστό “Διάταγμα των Μεδιολάνων” που συνεξέδωσε το 313 μ.Χ. με τον Λικίνιο.
Η επιστροφή των κατασχεθεισών περιουσιών των Χριστιανών και η ανάκληση των εξορισθέντων. Η απαλλαγή των χριστιανών κληρικών από κάθε “δημόσιο βάρος”. Η επιστροφή της δημευμένης περιουσίας της Εκκλησίας Καρχηδόνας και η χρηματική δωρεά προς τον Επίσκοπο της . Η παραχώρηση στον Επίσκοπο Ρώμης του ανάκτορου του Λατερανού και τα κτήματα που ανήκαν σ΄αυτό και εντολή για την ανέγερση ενός ναού στο “Σωτήρα Χριστό” στη Ρώμη.
Στη συνέχεια ο Κων/νος αναμείχθηκε ενεργά στο εκκλησιαστικό ζήτημα που είχαν ανακινήσει οι δονατιστές της Β. Αφρικής. Με δική του αυτοκρατορική πρόσκληση συγκάλεσε σύνοδο Επισκόπων στην Αρελάτη της Γαλατίας το 314 μ.Χ. Ο Δονατισμός καταδικάστηκε από τη Σύνοδο αυτή.
Η ανάμειξη αυτή του Κων/νου έγινε με έξυπνο τρόπο, αφού την παρουσίασε ως ενέργεια επίλυσης κρατικού προβλήματος διατήρησης της δημοσίας τάξεως και κοινωνικής ειρήνης. Μάλιστα διευκόλυνε το ταξίδι των συνοδικών Επισκόπων και ανέλαβε τα έξοδα τής συνόδου, επισημοποιώντας έτσι το κύρος του θεσμού του Επισκόπου στην κοινωνία.
Σχετικά με την ενέργεια του αυτή πρέπει να σημειώσουμε ότι έχουμε παρέμβαση του Κράτους, για πρώτη φορά στην εσωτερική λειτουργία της Εκκλησίας με αποτέλεσμα να δυναμιτίζεται έτσι η ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ της. Το εντυπωσιακό είναι ότι οι τότε Επίσκοποι αποδέχθηκαν την εξέλιξη αυτή αδιαμαρτύρητα.
Βέβαια μεταγενέστερα οι Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας (Μ. Αθανάσιος, Μ. Βασίλειος, Ιωάννης Χρυσόστομος κ.α.) αντέδρασαν στις επεμβάσεις των Αυτοκρατόρων στα εσωτερικά της Εκκλησίας , πλην όμως χωρίς μόνιμα αποτελέσματα.
Ο Κων/νος σημείωσε μεγάλη πολιτική επιτυχία με τις αποφάσεις της συνόδου αυτής , αφού στους κανόνες που υπερψήφισαν οι συνοδικοί περιλαμβάνονταν και οι εξής κανόνες . “ Οι στρατιωτικοί (χριστιανοί) μπορούν να υπηρετούν στον ρωμαϊκό στρατό, αρκεί ν’ απέχουν από ειδωλολατρικές τελετές (μυστήρια).”
Έδώ πρέπει να σημειωθεί και να τονισθεί ότι οι Ρωμαϊκές λεγεώνες ήταν τότε στρατός και διεξήγαγε ως επί το πλείστον κατακτητικούς πολέμους. Επίσης έγινε δεκτό να επιτρέπεται στους Χριστιανούς να κατέχουν κρατικά αξιώματα της Αυτοκρατορίας, συμβιβαζόμενα όμως με την χριστιανική διδασκαλία. Την ανάληψη κρατικών αξιωμάτων την απέφευγαν έως τότε οι χριστιανοί, γιατί απαιτούσε υποχρεωτικά θυσία στους επίσημους θεούς της Ρώμης.
Παράλληλα ο Κων/νος για την χειραγώγηση των Επισκόπων προσέφερε μεγάλες χορηγίες στις χριστιανικές Εκκλησίες για την ανέγερση μεγαλύτερων και ψηλότερων “ευκτηρίων οίκων” και με πολλά αφιερώματα λάμπρυνε τους “σεβαστούς χώρους μαρτύρων”.
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί το γεγονός ότι ως τότε οι πόροι των πρωτοϊδρυομένων Εκκλησιών προέρχονταν από εκούσιες εισφορές των πιστών των. Επίσης πόροι προέρχονταν και από αλληλοβοήθεια μεταξύ των Εκκλησιών ιδίως για να αντιμετωπιστούν οι ανάγκες των πτωχών μελών των. (Πράξεις των Αποστόλων Κεφ. ΙΑ 28-30, ΛΗ΄ Αποστολικός Κανόνας).
Το 316 μ.Χ. προχώρησε ο Κων/νος σε περαιτέρω επέμβαση στα της διοίκησης της Εκκλησίας και πήρε αποφασιστικά θέση υπέρ του Επισκόπου Καρχηδόνας Καικιλιανού και διέταξε τους αυτοκρατορικούς αξιωματούχους της περιοχής να επιβληθούν δια της βίας στους δονατιστές.
Επισημαίνουμε και εδώ ότι για πρώτη φορά η κρατική εξουσία δια της βίας επιβάλει την τήρηση των αποφάσεων εκκλησιαστικών οργάνων, πράξη ολέθρια, που συνεχίστηκε από τους επόμενους Αυτοκράτορες συνέχεια στην ιστορική πορεία των εκκλησιαστικών πραγμάτων.
Βέβαια επηρεασμένος από την Χριστιανική διδασκαλία ο Κων/νος επέφερε θετικές μεταρρυθμίσεις στην νομοθεσία. Έτσι κατήργησε την σταύρωση, απαγόρευσε να σημαδεύονται στο πρόσωπο με πυρωμένο σίδερο οι καταδικασμένοι σε καταναγκαστική εργασία και τις αιματηρές μονομαχίες. Θεσμοθέτησε την επίσημη αργία της Κυριακής και το δικαίωμα κληροδοσίας με διαθήκη περιουσίας προς την Εκκλησία.
Το 318 μ.Χ. έχουμε την έναρξη της Αρειανικής διαμάχης που δίχαζε την Εκκλησίας. Προκειμένου να επιτύχει την διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης, συνεχίζοντας την πολιτική του της παρέμβασής του στα εκκλησιαστικά πράγματα το 325 μ.Χ. ο Μ. Κων/νος με διάταγμά του συνεκάλεσε την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας. Η σύνοδος αυτή εξέδωσε είκοσι κανόνες συμπεριλαμβανομένου του Συμβόλου της Νικαίας (α΄ μέρος του Συμβόλου της Πίστεως) . Η Σύνοδος καταδίκασε τη διδασκαλία του Αρείου.
Εδώ οφείλουμε να παρατηρήσουμε τα εξής: Ο αβάπτιστος αυτοκράτορας ήταν αυτός που όρισε το μέρος της συνόδου, αυτός που προσκάλεσε τους συνοδικούς, αυτός που προέδρευε στη σύνοδο και αυτός παρέμβαινε στις συζητήσεις.
Αν και η όλη του παρουσία και συμπεριφορά του Κων/νου κατά και μετά την σύνοδο δεν ήταν εναρμονισμένη με εκείνη που ο Κύριος μας περιέγραψε για τους έχοντες εξουσία (Μαρκ. Κεφ. Ι 42-45), εντούτοις είναι θετικό από μέρους του ότι αποδέχθηκε και υιοθέτησε ως επίσημο θεσμό τις συνόδους των Επισκόπων και τις αποφάσεις των.
Ο Κων/νος επικύρωσε τις αποφάσεις της συνόδου δίδοντάς τους ισχύ νόμου και επομένως την επιβολή αποδοχής των με την δύναμη εξαναγκασμού που έχει η κρατική εξουσία και όχι της πειθούς που είναι Χριστιανικό αξίωμα.
Έκτοτε, όλες τις Οικουμενικές Συνόδους τις συγκαλούσαν οι Αυτοκράτορες και με διατάγματά των κύρωναν τις αποφάσεις των και πολλάκις τις επηρέαζαν και στη συνέχεια επέβαλαν την τήρησή των μάλιστα με εξοντωτικές ποινές για όσους δεν συμμορφωνόταν.
Μετά την σύνοδο της Νικαίας ο Άρειος εξορίστηκε από τον Κων/νο στη Νικομήδεια, αλλά οι εκεί Αρειανοί Επίσκοποι τον δέχτηκαν στην Εκκλησία. Ο Κων/νος τότε οργισμένος εξόρισε στη Γαλατία όσους Επισκόπους εναντιώνονταν στις αποφάσεις της Συνόδου, τον δε Άρειο τον εξόρισε στην Ιλλυρία.
Η έριδα όμως γύρω από την αίρεση του Αρείου εξακολουθούσε. Το 327 μ.Χ. έγινε σύνοδος Επισκόπων με πλειοψηφία Αρειανών που αποφάσισε την αναίρεση του αφορισμού του Αρείου, τον οποίο όμως αρνήθηκε να αποδεχθεί ο Επίσκοπος Αλέξανδρος της Αλεξάνδρειας και ο διαδεχθείς αυτόν το 328 μ.Χ. ως Επίσκοπος Αλεξανδρείας ο Μέγας Αθανάσιος.
Ο Κων/νος όμως ήθελε λύση ομόγνωμη των Επισκόπων στα δογματικά ζητήματα, που θα του διασφάλιζαν τον πολιτικό στόχο του της επιβολής της ειρήνης και σταθερότητας στην Αυτοκρατορία. Έτσι το 334 και 335μ. Χ. συνεκάλεσε σύνοδους Επισκόπων στην Καισάρεια και στην Τύρο. Οι οι σύνοδοι αυτοί ήταν άκαρποι.
Ο Κων/νος κάλεσε σε ακρόαση τον Μ. Αθανάσιο. Αυτός πιστός στο ορθόδοξο δόγμα, με θάρρος αντιστάθηκε στην Αυτοκρατορική πίεση της κοσμικής εξουσίας. Όμως εχθροί του Επίσκοποι τον κατηγόρησαν για πολιτική αντιπολίτευση και ο Κων/νος επικύρωσε απόφασή των περί καθαιρέσεως του Μ. Αθανασίου από Επισκόπου Αλεξανδρείας και τον εξόρισε στους Τρεβήρους της Γαλατίας. Σημειώνω ότι στη συνέχεια ο Μ. Αθανάσιος εξορίστηκε άλλες πέντε φορές υπερασπιζόμενος την Ορθοδοξία και την αυτονομία της Εκκλησίας απέναντι στην κοσμική εξουσία.
Το 337 μ.Χ. ο Κων/νος ασθένησε σοβαρά, ζήτησε και εξομολογήθηκε για τις αμαρτίες του και στη συνέχεια βαπτίστηκε από τον Επίσκοπο Ευσέβιο της Νικομηδείας. Η βάπτισή του ήταν η συνεπής κατάληξη μιας μακράς εξελεκτικής πορείας προς την Χριστιανική πίστη. Ωστόσο πριν ακόμη βαπτισθεί θεωρούσε τον εαυτό του συνθεράποντα των Επισκόπων και διατήρησε ως το τέλος την πεποίθηση ότι “….ότι βουλήσει Θεού έσχε το βασιλεύειν”.
Βεβαίως η αντίληψή του αυτή δεν συμβιβάζεται με την αλήθεια που σαφέστατα περιγράφεται στα Ευαγγέλια (Ματθ. Κεφ. Δ 8-11), (Λουκάς Κεφ. Δ 5-8) & (Μαρκ. Ι 42-45), αφού δεν είχε ως στόχο πολιτικής διαχρονικό και διαρκή την ουσιαστική αλλαγή της θεσμικής διάρθρωσης και της νοοτροπίας της κρατικής εξουσίας, εναρμονισμένης με την στόχευση της Εκκλησίας .
Δυστυχώς οι τότε Επίσκοποι ως de facto πνευματική ηγεσία της εποχής δεν του το συνέστησαν όπως και στους επόμενους Αυτοκράτορες. Υπήρξαν πλην εξαιρέσεων άφωνοι όταν επιβαλλόταν δια διαταγμάτων δια της κρατικής βίας την επιβολή της ορθόδοξης πίστης σε Εθικούς και αιρετικούς. Πέθανε στις 22 Μαϊου του 337 μ. Χ. Λίγο πριν πεθάνει διέταξε την ανάκληση από την εξορία του Μ. Αθανασίου.
Μετά τον θάνατο του Μ. Κων/νου την αυτοκρατορική επικράτεια διαμοιράστηκαν οι υιοί του Κωνστάντιος, Κώνστας και Κωνσταντίνος Β΄. Η δογματική διένεξη για το Χριστολογικό ζήτημα έφερε φοβερή έριδα μεταξύ των Επισκόπων και αλλεπάλληλες επισκοπικές συνόδους με παρέμβαση και επιβολή των Αυτοκρατόρων και διαδοχικές εξορίες και ανακλήσεις από την εξορία Επισκόπων .
Χαρακτηριστική αυταρχισμού είναι η πράξη του Αυτοκράτορα Κωνστάντιου Β΄, ο οποίος καθιέρωσε τον Αρειανισμό ως επίσημο δόγμα με την αυτοκρατορική επιβολή του. Έχουν διασωθεί τα λόγια του “….όπερ εγώ βούλομαι τούτο κανών νομιζέσθω”.
Την περίοδο αυτή χαρακτηρίζεται από την χαλάρωση της αυτοπειθαρχίας των Χριστιανών. Η ορθοπραξία δεν κάλυπτε το σύνολο των δημοσίων έργων των, αλλά περιορίζεται στις ατομικές πράξεις των. Οι πρεσβύτεροι φιλοδοξούσαν να αναρριχηθούν επί του επισκοπικού θρόνου.
Οι επίσκοποι συναγωνίζονταν μεταξύ τους για εκκλησιαστικά πρωτεία και απόκτηση επιρροής και ελέγχου στην Εκκλησία. Φθόνος και κακία υπερίσχυαν σε κάθε εκκλησιαστική σύναξη. Ο εθνικός ιστορικός Αμμιανός Μαρκελλίνος αναγράφει ότι το 366 μ.Χ. κατά την διάρκεια συγκρόύσεων ανάμεσα στους υποστηρικτές των αντιμαχομένων παπών Δαμάσου και Ουρσίνου σκοτώθηκαν 137 άνθρωποι.
Η ζωντανή πίστη διέκρινε ακόμη τους Χριστιανούς από τους Εθνικούς όμως άρχισε να φαίνεται λιγότερο στην καθημερινή ζωή και περισσότερο στα γραπτά τους. Πράγματι π.χ. ο Λακτάντιος αρχές του 4ου αιώνα έγραφε “Θα πρέπει να υπερασπιζόμαστε την θρησκεία όχι σκοτώνοντας αλλά πεθαίνοντας….
Επειδή τίποτα δεν είναι τόσο τόσο πολύ ζήτημα ελεύθερης θέλησης όσο η θρησκεία…...Αν και ο Θεός μας είναι Θεός όλων των ανθρώπων είτε τους αρέσει είτε όχι, δεν απαιτούμε ο καθένας να τον λατρεύει υποχρεωτικά , και ούτε οργιζόμαστε αν κάποιος δεν το κάνει…”. Εκκλήσεις προς τον Αυτοκράτορα για ανοχή έκαναν πλέον οι εθνικοί, οι δονατιστές και οι ορθόδοξοι Χριστιανοί.
Αν συνυπολογίσει κανείς και την, για λόγους πολιτικής χρησιμότητος , επιβολή του ορθόδοξου Χριστιανισμού ως υποχρεωτικής θρησκείας των υπηκόων της Αυτοκρατορίας , μπορεί να συλλάβει το μέγεθος των συνεπειών αλλοτρίωσης της πρωτοχριστιανικής γνησιότητας, της εποχής των ομολογητών, μετά την δημοσίευση το 380 μ. Χ. του “ενδικτου” του Μεγάλου Θεοδοσίου που καθιερώσε τον Χριστιανισμό ως θρησκεία της Αυτοκρατορίας.
Νικήτας Αποστόλου
Πολύ ενδιαφέρον, διδακτικό και κατατοπιστικό το άρθρο του Κου Ν.ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ,όπως και το προηγούμενο για την διαχείριση των οικονομικών πόρων και όχι της παραγωγής.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜου γεννά τα παρακάτω ερωτήματα.
Ποια η ιδιότητά του αρθρογράφου, γιατί δεν τα διδαχθήκαμε στο σχολείο και γιατί τώρα μας τα γνωστοποιεί.
Ποια η σκοπιμότητα και ποια η αναγωγή με τις σημερινή σχέση κράτους, Επισκόπων ,Δ.Ι,Σ και των όσων επικρατούν ή και επιβάλλονται εν .
Είμαι συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος του άλλοτε Υπουργείου Γεωργίας , πτυχιούχος της ΠΑΣΠΕ.Δεν έχω καμιά ειδική σχέση με τον κλήρο πλήν εκείνης ως απλός πιστός μέλος της Ενορίας μου. Ως συνταξιούχος μελετώ βιβλία που αναφέρονται στην Εκκλησία και την Ιστορία και εκείνα που διαμορφώνω ως συμπεράσματά μου τα θέτω στον δημόσιο διάλογο γιατί έτσι νομίζω οφελώ τους συμμπολίτες μου και το θεωρώ χρέος μου.
ΔιαγραφήΣτην περίπτωσή μου το επιτυγχάνετε δημιουργώντας συνειρμούς και συγκρίσεις που εξηγούν την μορφή και την πορεία της εκκλησίας ανά τους αιώνες που ακολούθησαν. Από αυτά προκύπτουν συμπεράσματα για τα γεγονότα που συνέβησαν στην ιστορία των εκκλησιών πρίν και μετά το σχίσμα και τις σχέσεις με τα αντίστοιχα κράτη. Ακόμη με βοηθούν να εξηγήσω μερικώς τις απορίες μου για τις ακολουθούμενες τακτικές και την στάση της Ιεραρχίας σήμερα ,στα γεγονότα που βιώνουμε ως αποτέλεσμα της ελλείψεως ομολογίας και ορθής και πλήρους κατήχησης του λαού ως λογικού ποιμνίου. Συνεχίστε το καλό έργο συχνότερα και δεν βλάπτει η παράθεση συμπερασμάτων και προτάσεων προς διάλογο.
ΑπάντησηΔιαγραφή