Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ
-ΠΡΟΤΥΠΟ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ-
ΚΑΙ Ο ΦΟΒΕΡΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΕΠΑΡΧΟ ΜΟΔΕΣΤΟ
Γράφει ο Νικήτας Αποστόλου
Ο Μέγας Βασίλειος , την μνήμη του οποίου πρέπει να τιμήσουμε την πρώτη ημέρα του νέου έτους , δίδαξε και διδάσκει όχι μόνο με τη θεολογία του αλλά και με τη ζωή του. Δεν ήταν άνθρωπος μόνο των λόγων αλλά και των έργων. Δεν ήταν μόνο μεγάλος θεολόγος, αλλά και μεγάλος Άγιος.
Γεννήθηκε την χρονιά, που ο Μ. Κωνσταντίνος εγκαινίαζε την νέα πρωτεύουσά του την Κωνσταντινούπολη το 330 μ.Χ., στην Καισάρεια της Καππαδοκίας και απεδήμησεν εις Κύριον το 379 μ.Χ. , όταν ο Μ. Θεοδόσιος αναλάμβανε Αυτοκράτορας του ανατολικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Θα προσπαθήσω να περιγράψω την κατάσταση, τα ζητήματα και τα προβλήματα, που απασχολούσαν την Εκκλησία του Χριστού στην εποχή του και στη συνέχεια την στάση του Μ. Βασιλείου απέναντι στις προκλήσεις, που αυτά δημιουργούσαν.
Η Εκκλησία του Χριστού θριαμβεύτρια στον αγώνα τριών αιώνων απέναντι στους διωγμούς της, είχε γεμίσει την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με χιλιάδες τοπικές εκκλησίες, οργανωμένες σε αυτοτελείς Επισκοπές. Είχε ταυτόχρονα εξουδετερώσει τις αιρέσεις του Γνωστικισμού του Μοναρχιανισμού και του Μοντανισμού με όπλο την ΠΕΙΘΩ, την δύναμη του λόγου.
Αυτοδίκαια και αυτόνομα από κάθε εξουσία, είχε δημιουργήσει και διατηρούσε τους θεσμούς της, που ανεφύησαν από την νοοτροπία αγάπης, η οποία είχε καλλιεργηθεί στους πιστούς της με την διδασκαλία και δράση του Κυρίου μας και των Αποστόλων Του.
Βέβαια, με την αύξηση του αριθμού των πιστών και την ένταση των διωγμών, ήταν ανέφικτο να διατηρηθούν δύο από τους θεσμούς αυτούς.
Η κοινοκτημοσύνη και η “ομοθυμαδόν” λήψη αποφάσεων. Φαίνεται όμως από τις απολογίες του μάρτυρα Ιουστίνου και του Τερτυλλιανού ότι ο θεσμός της κοινοκτημοσύνης είχε διατηρηθεί μέχρι την εποχή τους.
Την κοινοκτημοσύνη υποκατέστησαν οι “ αγάπες” και η ελεημοσύνη από το κοινό ταμείο της κάθε Εκκλησίας. Προς τα τέλη του 3ου μ.Χ. αιώνα το πλήθος των πιστών αυξάνετο ραγδαία. Από το γεγονός αυτό το κύρος της Εκκλησίας μεγάλωνε στην ευρύτερη κοινωνία, όμως αντίστροφα έχανε στο εσωτερικό της ως προς την αγνότητά της.
Κρούσματα σιμωνίας είχαν αρχίσει να παρουσιάζονται μαζί με φαινόμενα υπεροψίας και φανατισμού αντί καταλλαγής.
Με την λήξη του τελευταίου μεγάλου διωγμού το 312 μ.Χ. δημιουργήθηκε το ζήτημα της στάσης της Εκκλησίας έναντι των “πεπτωκότων” και εξ αυτού το δονατιστικό σχίσμα. Λίγο αργότερα δημιουργήθηκε και το ζήτημα της αρειανής αίρεσης.
Ο Μ. Κων/νος ανέτρεψε πλήρως την θρησκευτική πολιτική που είχαν ασκήσει έως τότε οι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες,. Το πρώτο ανατρεπτικό μέτρο της ήταν η επισημοποίηση της πολιτικής της ανεξιθρησκίας με το “Διάταγμα των Μεδιολάνων” το 313 μ.Χ. .
Στη συνέχεια προχώρησε σε μέτρα, που εφ΄ενός μεν νομικά θεσμοποίησαν τον Χριστιανισμό , αφ΄ ετέρου με πράξεις του προέβη σε καταλυτικές παρεμβάσεις στα εσωτερικά ζητήματα της Εκκλησίας.
Συγκεκριμένα ανακάλεσε τις εξορίες των εξορίστων και επέστρεψε τις περιουσίες των που είχαν κατασχεθεί. Επέστρεψε την δημευθείσα περιουσία στην Εκκλησία .
Προσέφερε μεγάλες χορηγίες στις χριστιανικές Εκκλησίες για την ανέγερση μεγαλύτερων “ευκτηρίων οίκων” και με πολλά αφιερώματα λάμπρυνε τους “σεβαστούς χώρους μαρτύρων”.Θεσμοθέτησε την επίσημη αργία της Κυριακής και το δικαίωμα κληροδοσίας με διαθήκη περιουσίας προς την Εκκλησία και άλλα πολλά.
Το 314 μ.Χ. ο Κων/νος, προκειμένου να διασφαλίσει τη δημόσια τάξη συγκάλεσε σύνοδο Επισκόπων στην Αρελάτη της Γαλατίας με αντικείμενο την επίλυση του εκκλησιαστικού ζητήματος, που είχαν ανακινήσει οι δονατιστές της Β. Αφρικής.
Ο Δονατισμός καταδικάστηκε από τη Σύνοδο και ο Κων/νος χρησιμοποίησε την ΚΡΑΤΙΚΗ ΒΙΑ για την εφαρμογή των αποφάσεων της συνόδου εναντίον των Δονατιστών.
Σχετικά με τις τελευταίες αυτές ενέργειες του Κων/νου πρέπει να σημειώσουμε ότι, για πρώτη φορά από την συγκρότηση της Εκκλησίας,γίνεται παρέμβαση της πολιτικής εξουσίας, του Κράτους, στην εσωτερική λειτουργία της με αποτέλεσμα να δυναμιτίζεται η έως τότε ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ της.
Επίσης επισημαίνουμε ότι η χρήση κρατικής βίας για την επιβολή και τήρηση των αποφάσεων εκκλησιαστικών οργάνων, είναι πράξη αντιχριστιανική και ότι την συνέχισαν και οι επόμενοι Αυτοκράτορες συνέχεια, στο διάβα των επόμενων αιώνων με ολέθρια αποτελέσματα.
Το εντυπωσιακό είναι ότι οι ίδιοι οι Επίσκοποι αποδέχθηκαν την εξέλιξη αυτή αδιαμαρτύρητα.
Το 325 μ.Χ. ο Μ. Κων/νος με διάταγμά του συνεκάλεσε την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, για να αντιμετωπιστεί η αρειανική έριδα. Προέδρευσε στη σύνοδο και εκφώνησε λόγο ζητώντας κοινή ομόφωνη απόφαση όλων, προκειμένου να διασφαλισθεί η ειρήνη και η κοινωνική σταθερότητα στην Αυτοκρατορία του. Η Σύνοδος καταδίκασε τη διδασκαλία του Αρείου.
Έκτοτε οι Επίσκοποι της Εκκλησίας εξακολούθησαν να επιτυγχάνουν μεγαλύτερη εθιμοτυπική κοσμική προβολή και λαμπρότητα, ταυτόχρονα όμως άρχισαν αναλογικά αντίστροφα να υστερούν σε εσωτερική αγνότητα και εξωτερική απλότητα εμφάνισης και συμπεριφοράς.
Την ίδια περίοδο τα ριζοσπαστικά στοιχεία της Εκκλησίας, σε αντίδραση προς τα φαινόμενα αυτά, δημιουργούν, σε αντικατάσταση του Χριστιανού ήρωα μάρτυρα της περιόδου των διωγμών, νέον τύπο ήρωα τον ασκητή.
Μετά την σύνοδο της Νικαίας ο Μ. Κων/νος ΕΞΟΡΙΣΕ τον Άρειο και όσους Επισκόπους εναντιώνονταν στις αποφάσεις της Συνόδου. Η έριδα όμως γύρω από την αίρεση του Αρείου εξακολουθούσε και κατά καιρούς έπαιρνε επικίνδυνες διαστάσεις για την δημοσία τάξη.
Στη συνέχεια ο Κων/νος συνεκάλεσε διαδοχικές συνόδους Επισκόπων. Την πρώτη το 327 μ.Χ., που αποφάσισε την αναίρεση του αφορισμού του Αρείου , την οποία όμως αρνήθηκε να αποδεχθεί ο Επίσκοπος της Αλεξάνδρειας Αλέξανδρος και ο διαδεχθείς αυτόν το 328 μ.Χ. Αθανάσιος ο Μέγας.
Επόμενες το 334 μ. Χ. στην Καισάρεια και το 335μ.Χ. στην Τύρο που ήταν άκαρπες πέραν της απόφασης περί καθαιρέσεως του Αθανασίου από Επισκόπου Αλαξανδρείας .
Ο Κων/νος ΕΠΕΚΥΡΩΣΕ απόφασή αυτή και τον ΕΞΟΡΙΣΕ στους Τρεβήρους της Γαλατίας.
Το 337 μ.Χ. ο Κων/νος ασθένησε σοβαρά, ζήτησε και εξομολογήθηκε και στη συνέχεια βαπτίστηκε από τον Επίσκοπο Ευσέβιο της Νικομηδείας. Η βάπτισή του ήταν η συνεπής κατάληξη μιας μακράς εξελεκτικής πορείας προς την Χριστιανική πίστη, παρά το γεγονός ότι μέχρι τον θάνατό του διατήρησε το αξίωμα του Μεγάλου Ποντίφικα.
Ωστόσο, πριν ακόμη βαπτισθεί, θεωρούσε τον εαυτό του συνθεράποντα των Επισκόπων και διατήρησε ως το τέλος την πεποίθηση “….ότι βουλήσει Θεού έσχε το βασιλεύειν”. Πέθανε στις 22 Μαϊου του 337 μ. Χ. .Λίγο πριν πεθάνει διέταξε την ανάκληση της εξορίας του Μεγάλου Αθανασίου.
Όλες οι ανωτέρω πολιτικές πράξεις του ήταν αποφασιστικές για την μετέπειτα θεσμική εξελικτική διαδικασία καθιέρωσης του Χριστιανισμού, ως της επίσημης επικρατούσης θρησκείας στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, από τον Μέγα Θεοδόσιο και την περαιτέρω εξελεκτική διαδικασία των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας μέχρι σήμερα.
Μετά τον θάνατο του Μ. Κων/νου οι υιοί του Κωνστάντιος, Κώνστας και Κωνσταντίνος Β΄ ανακηρύχθηκαν “Αύγουστοι”. Το 337 μ.Χ. ανακάλεσαν τις πράξεις επιβολής της ποινής της εξορίας των επισκόπων και οι εξόριστοι επίσκοποι επέστρεψαν πίσω στις έδρες τους.
Ο Κωνστάντιος Β΄ σε αντίθεση με τους αδελφούς του υπήρξε οπαδός του αρειανισμού και πολέμησε με πάθος τη χριστιανική ορθοδοξία, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο.
Ο Κωνστάντιος, ως “Αύγουστος” από το 337 έως 350 του ανατολικού τμήματος της Αυτοκρατορίας και από το 350 το 361 μ.Χ. ολόκληρης της Αυτοκρατορίας καθιέρωσε τον Αρειανισμό ως επίσημο δόγμα της Εκκλησίας. Έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα τα λόγια του “….όπερ εγώ βούλομαι τούτο κανών νομιζέσθω”. .
Στην σύνοδο της Αντιόχειας το 339 μ.Χ. που συγκρότησε επικυρώθηκε η καθαίρεσή των επανελθόντων από την εξορία Ορθοδόξων Επισκόπων, οι οποίοι υποχρεώθηκαν να βρουν καταφύγιο στη Δύση.
Στη Ρώμη το 351 μ.Χ. έγινε σύνοδος Επισκόπων, στη οποία διακηρύχθηκε η πίστη τους στην ορθοδοξία και δέχθηκαν σε κοινωνία τους ορθοδόξους πρόσφυγες Επισκόπους. Όμως ο θάνατος του Κώνστα το 350 μ.Χ. ήταν καταλυτικός.
Ο Κωνστάντιος από το 351 Μ.Χ., μοναδικός αυτοκράτορας πλέον, διοργάνωσε σύνοδο στο Σίρμιο, όπου συντάχθηκε σύμβολο πίστεως.
To σύμβολο αυτό χρησιμοποιήθηκε ως θεολογική βάση για την επιβολή του Αρειανισμού σε Ανατολή και Δύση, με παράλληλη υποχρέωση όλων των επισκόπων να το αναγνωρίσουν . Όσοι αρνήθηκαν εξορίστηκαν από τον Κωνστάντιο.
Οι Αρειανοί επίσκοποι καθαιρούν τον Αθανάσιο και εκείνος φυγαδεύεται το 356 μ.Χ. στη έρημο, όπου για έξι χρόνια διαφεύγει τη σύλληψη με τη βοήθεια μοναχών.
Μετά τον διαχωρισμό των αρειανών σε «ομοούσιους» ή «όμοιους» και «ομοιουσιανούς» ,ο Κωνστάντιος συγκάλεσε νέα σύνοδο στο Σίρμιο, η οποία συνέταξε νέο σύμβολο το 359μ.Χ.
Οι έριδες όμως μεταξύ των αρειανών δεν έπαψαν . Ο Κωνστάντιος αξίωσε τη γεφύρωση του χάσματος . Έτσι συγκλήθηκε σύνοδος το 359 στη Αριμίνο του Ρίμινι με παρουσία 400 περίπου επισκόπων. Η βάση της συνόδου ήταν το σύμβολο του Σιρμίου .
Η απόφαση όμως των επισκόπων ήταν καταδίκη των αρειανικών απόψεων και επιβεβαίωση του Συμβόλου της Νίκαιας του 325, με παράλληλη απόφαση καθαίρεσης των αρειανοφρόνων.
Η απόφαση αυτή πάρθηκε στις 21 Ιουλίου του 359μ.Χ. Εδώ έχουμε μια σημαντική ατελέσφορη όμως προσπάθεια η Εκκλησία να ανακτήσει κάπως την αυτονομία της.
Η αξίωση του Κωνστάντιου να έχει την αυθεντία κύρωσης των αποφάσεων της συνόδου οδήγησε σε αυτογνώμονα άρνηση κύρωσης της αποφάσεως της συνόδου . Σε νέα σύνοδο 160 επισκόπων στη Σελεύκεια το 359μ.Χ., τελικά, μετά την παρέμβαση του αυτοκράτορα η σύνοδος υποχρεώθηκε σε υπογραφή του Συμβόλου του Σιρμίου.
Ο θάνατος του Κωνστάντιου, οδήγησε στο θρόνο της Αυτοκρατορίας τον Ιουλιανό το 361 μ.Χ. που επεδίωξε την στελέχωσή του κρατικού μηχανισμού με παγανιστές.
Ο Ιουλιανός άσκησε πολιτική ίσων αποστάσεων έναντι των Αρειανών και Ορθοδόξων. Το 362 μ.Χ. εξέδωσε διάταγμα περί επιστροφής όσων Επισκόπων είχε εξορίσει ο Κωνστάντιος και με βάση αυτό επέστρεψαν στις θέσεις τους οι εξόριστοι ορθόδοξοι Επίσκοποι.
Έτσι σε κάθε επισκοπή υπήρχαν δύο Επισκοποι ένας Αρειανός και ένας Ορθόδοξος που βεβαίως είχαν εχθρικές σχέσεις. Ο Ιουλιανός τηρούσε φαινομενικά απόλυτη ουδετερότητα στις διαμάχες τους, με στόχο τη μεγαλύτερη εσωτερική διάσπαση της Εκκλησίας.
Την περίοδο αυτή είχε χαλαρώσει η αυτοπειθαρχία των Χριστιανών. Φθόνος και κακία υπερίσχυαν σε κάθε εκκλησιαστική σύναξη.
Η έριδα ανάμεσα σε «ομοίους» και «ομοιουσιανούς» κλιμακώθηκε, αλλά στο τέλος αυτής της περιόδου ήρθε στη επιφάνεια νέο θεολογικό ζήτημα ο σαφής προσδιορισμός των όρων «υπόσταση», «πρόσωπο», «ουσία» για τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος.
Το 364 αναδείχθηκε ως Αυτοκράτορας στο Ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας ο Ουάλης οπαδός του αρειανισμού.Αυτήν την περίοδο μέγιστη προσωπικότητα μεταξύ των οπαδών του συμβόλου της Νίκαιας αναδείχθηκε ο Μέγας Βασίλειος. Την εγκύκλια παιδεία του την πήρε από τον πατέρα του.
Στη συνέχεια είχε δασκαλό του στη ρητορική τον σοφιστή Λιβάνιο τον Αντιοχέα και το 352 πήγε στην Αθήνα όπου παρακολούθησε για 5 χρόνια τις διδασκαλίες των φιλοσόφων Προαιρεσίου, Ιμέριου και άλλων στην αρχαία Ελληνική γραμματεία, την φιλοσοφία , την ρητορική, την αστρονομία και την ιατρική.
Στην Αθήνα γνωρίστηκε με το Γρηγόριο τον μετέπειτα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως με τον οποίο ανέπτυξε μεγάλη φιλία.
Στην πατρίδα του στην Καισάρεια επέστρεψε το 356 μ.Χ. Το 358 μ.Χ., βαπτίστηκε Χριστιανός, και αποφασίζει να ζήσει ασκητική ζωή. Προτού γίνει μοναχός, μοίρασε τη μεγάλη περιουσία του στους φτωχούς, δείχνοντάς μας τον δρόμο ο οποίος μπορεί να οδηγήσει έναν πλούσιο στην χριστιανική τελειότητα την αγιότητα.
Το φθινόπωρο του 358 μ.Χ. ξεκινά ένα οδοιπορικό σε γνωστά κέντρα ασκητισμού της Ανατολής, Εκεί έζησε ο Άγιος Βασίλειος , με νηστεία, προσευχή, εγκράτεια, πολλή μελέτη, των βιβλίων της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης,
Έτσι στερεώθηκε μέσα του πολλή δύναμη και πίστη στην Ορθόδοξη διδασκαλία του Ευαγγελίου και στην αλήθεια της θεανθρωπότητας του Χριστού.
Το 360μ.Χ. ο Μ. Βασίλειος αποσύρθηκε στο ησυχαστήριο της αδερφής του Μακρίνας όπου εγκαινίασε τη μνημειώδη αλληλογραφία του με το Γρηγόριο. Ο Μ. Βασίλειος αντιμετώπισε το ζήτημα του ασκητισμού συστηματικά και θεσμικά.
Απέρριψε την απομόνωση και τις ακρότητες του αναχωρητισμού και πρόβαλε τον κοινοτισμό και τον κοινοβιακό τρόπο ζωής. Προέκρινε την χειρονακτική εργασία και δεν δίστασε να επιδοθεί σε αυτήν αν και ήταν διανοούμενος.
Στον τομέα του μοναχισμού εισήγαγε την ομολογία της αφιέρωσης στο Θεό και της ένταξης στην αδελφότητα, η οποία προέβλεπε αγαμία, υπακοή και ακτημοσύνη. Έφερε σε στενή επαφή τα μοναστήρια με τον κόσμο.
Οι μοναχοί συνιστούσε να νοιάζονται για τους συνανθρώπους τους , εφαρμόζοντας την ευαγγελική εντολή της αγάπης.
Το 364 μ.Χ. χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Αναπτύσσει μεγάλη δραστηριότητα . Μετά το θάνατο του Επισκόπου Ευσεβίου, εκλέγεται διάδοχός του στην επισκοπική έδρα της Καισάρειας.
Έργο ζωής και σημαντικός σταθμός στην πορεία του, απετέλεσε η ίδρυση και λειτουργία ενός φιλανθρωπικού συστήματος, της “Βασιλειάδας”.
Η Βασιλειάδα υπήρξε ένας πρότυπος οίκος με πτωχοκομείο, νοσοκομείο και λεπροκομείο για τη φροντίδα των πτωχών και των ξένων. Εκεί διοχέτευε όλη την ποιμαντική του ευαισθησία.
Ως επίσκοπος , στην περιφέρεια της ποιμαντικής του ευθύνης αντιμετώπισε την έντονη παρουσία του αρειανικού στοιχείου και άλλων χριστιανικών, μη ορθόδοξων, ομολογιών. Κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για την ανάδειξη άξιων κληρικών , την καταπολέμηση της σιμωνίας και την πιστή εφαρμογή των ιερών κανόνων από τους πιστούς.
Ο Μ. Βασίλειος ανέλαβε τα πνευματικά ηνία για την επικράτηση των ορθόδοξων χριστιανικών δογμάτων και υπερασπίζετο τούς κανόνες της Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας. Είχε επιστολική επικοινωνία με τον Μέγα Αθανάσιο, Πατριάρχη Αλεξανδρείας και τον Πάπα Ρώμης .
Ο Μέγας Βασίλειος είναι ένας από τους σημαντικότερους δογματικούς θεολόγους του Ορθοδόξου Χριστιανισμού με σημαντική συμβολή στην ανάπτυξη του Τριαδικού δόγματος.
Η θεολογική διαμάχη για την αποδοχή της θεότητας του Αγίου Πνεύματος έγινε κυρίως ανάμεσα στους Μ. Βασίλειο και Ευνόμιο. Ο Μ. Βασίλειος διακήρυξε την ενότητα της Αγίας Τριάδας ως μιας ουσίας και προχώρησε στον προσδιορισμό του υποστατικού διαχωρισμού των Προσώπων της.
Στο έργο του τόνισε επίσης τη σημασία της διάκρισης μεταξύ ουσίας και ενεργειών του Θεού.
Κεφαλαιώδης ήταν και η συμβολή του στην αξιολόγηση της θύραθεν παιδείας μέσα στη χριστιανική Εκκλησία. Μελετητής ο ίδιος και γνώστης της ελληνικής φιλοσοφίας, τη χρησιμοποιεί ως όργανο επεξεργασίας και διατύπωσης των θεολογικών του αντιλήψεων.
Η φιλοσοφία, κατά το Βασίλειο, πρέπει να μελετάται υπό το νέο χριστιανικό πρίσμα. Δεν απορρίπτει τη μελέτη των κλασσικών γραμμάτων, αντίθετα προτρέπει στη χρήση τους ως ένδυμα της χριστιανικής θρησκευτικής διδασκαλίας.
Στο κλασσικό έργο του Προς τους νέους, όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων, ο Μέγας Βασίλειος προτρέπει τους νέους να προσεγγίζουν την κλασσική ελληνική παιδεία όπως οι μέλισσες τα λουλούδια.
Οι μέλισσες παίρνουν από τα άνθη το νέκταρ ενώ αφήνουν παράμερα ό,τι άχρηστο και βλαβερό. Το ίδιο θα πρέπει λοιπόν να κάνουν και όσοι προσεγγίζουν τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.
Το συγγραφικό έργο του Μ. Βασιλείου περιλαμβάνει 2 δογματικά συγγράμματα, 6 ασκητικά και πλήθος επιστολών από τις οποίες σώζονται 365.
Πλούσιο είναι και το κανονιστικό (νομικό) του έργο το οποίο βρίσκουμε συγκεντρωμένο κυρίως στις επιστολές του προς τον Αμφιλόχιο Ικονίου, από τις οποίες προήλθαν οι 85 κανόνες που επικυρώθηκαν από τη Σύνοδο εν Τρούλω στα τέλη του 7ου αιώνα . Το ίδιο ισχύει και για ένα άλλο κανονιστικό του έργο, τους λεγόμενους «μοναχικούς κανόνες» διατάξεις που αφορούν την οργάνωση των μονών και τη διαβίωση των μοναχών.
Περαιτέρω ο Μ. Βασίλειος αντιμετώπισε την προσπάθεια του Αυτοκράτορα Ουάλη να επιβάλει τον Ομοιανισμό,(ρεύμα του Αρειανισμού), υπερασπιζόμενος την ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ της Εκκλησίας και γενόμενος αιώνιο υπόδειγμα στάσεως Επισκόπου απέναντι στην όποια πολιτική εξουσία.
Ψηλαφιστό δείγμα και υπόδειγμα αυτής της στάσης ήταν ο διάλογος του Μ. Βασιλείου με τον έπαρχο Μόδεστο, ο οποίος προσπάθησε να τον πείσει να γίνει αρειανιστής, όπως ήταν και ο τότε αυτοκράτορας ο αρειανιστής Αυτοκράτορας Βάλης ή Ουάλης.
Ο διάλογος αυτός έχει ως εξής:
ΜΟΔΕΣΤΟΣ: Πώς τολμάς να αντιστέκεσαι ενάντια στην εξουσία και να φέρεσαι μόνος συ με τόση αυθάδεια;
Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Γιατί μου κάνεις τέτοια ερώτηση; Ποια είναι η απείθεια και η υπεροψία μου;
ΜΟΔΕΣΤΟΣ: Γιατί δεν ακολουθείς την θρησκεία του αυτοκράτορα, ενώ όλοι πια οι άλλοι υποτάχτηκαν και νικήθηκαν;
Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Δεν είναι αρεστό αυτό στο δικό μου Βασιλιά. Ούτε ανέχομαι να προσκυνώ το Χριστό σαν κάποιο κτίσμα, όπως τον θεωρείτε σεις οι αιρετικοί, αφού εγώ είμαι κτίσμα του Θεού.
ΜΟΔΕΣΤΟΣ: Δεν θεωρείς μεγάλο και τιμητικό το να ταχθείς με το μέρος μας και να μας έχεις φίλους;
Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Αναγνωρίζω και δεν αρνούμαι ότι σείς είσθε επιφανείς, αλλά καθόλου ανώτεροι από το Θεό.
ΜΟΔΕΣΤΟΣ: Πως λοιπόν δεν φοβάσαι την εξουσία;
Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Τι θα μου συμβεί; Τι πρόκειται να πάθω;
ΜΟΔΕΣΤΟΣ: Τι θα πάθεις; Ένα από τα πολλά που έχω στην εξουσία μου.
Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Ποια είναι αυτά; Πες μου τα, για να ξέρω.
ΜΟΔΕΣΤΟΣ: Δήμευση, εξορία, βασανιστήρια, θάνατος.
Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Απείλησε τίποτε άλλο, αν υπάρχει. Γιατί κανένα απ΄ αυτά που ανέφερες, δεν μπορεί να με θίξει και να με βλάψει.
ΜΟΔΕΣΤΟΣ: Πώς είναι δυνατόν και με ποίο τρόπο θα τα καταφέρεις;
Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ:
1.) Δήμευση περιουσίας δεν φοβάται εκείνος που δεν έχει τίποτα, εκτός αν πάρεις τα τρίχινα αυτά φτωχά ρούχα και τα λίγα βιβλία, από τα οποία αποτελείται ολόκληρη η περιουσία μου.
2.) Εξορία δεν ξέρω αφού δεν είμαι πουθενά εγκατεστημένος και ούτε αυτή τη πόλη του κατοικώ τώρα, θεωρώ δική μου, αλλά θα έχω πατρίδα μου κάθε τόπο, στον οποίο θα με ρίξουν. Και μάλλον κάθε τόπο του Θεού, όπου εγώ είμαι ξένος και πάροικος.
3.) Τα βασανιστήρια πάλι τι μπορούν να κάνουν σε άνθρωπο που δεν έχει σώμα, εκτός αν λες βάσανο την πρώτη πληγή με την οποία θα πέσει το σώμα αυτό. Μόνο της πληγής αυτής είσαι κύριος.
4.) Και ο θάνατος θα είναι για μένα ευεργεσία, γιατί θα με στείλει γρηγορότερα στο Θεό, για τον οποίο ζω και πολιτεύομαι και χάρη του οποίου νεκρώθηκα και προς τον οποίο από καιρό τώρα σπεύδω.
ΜΟΔΕΣΤΟΣ: Κανείς μέχρι σήμερα δε μίλησε με τέτοιο τρόπο και με τόση μεγάλη παρρησία.
Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Ίσως δε συνάντησες ποτέ ΕΠΙΣΚΟΠΟ. Γιατί αν συναντούσες πραγματικό Ιεράρχη, που ν’ αγωνίζεται για την ορθή πίστη, με αυτό τον τρόπο θα σου απαντούσε."
Συγκρίνετε το φρόνημά του, όπως αναδεικνύεται από τον ανωτέρω διάλογο, πρότυπο φρονήματος γνήσιου Επισκόπου, με το φρόνημα εκείνων που σήμερα θεωρούνται διάδοχοί του, που αντί του να αποκαλούνται Επίσκοποι επιζητούν να τους αποκαλούν με τον τίτλο του Δεσπότη.
Δέστε την στάση του απέναντι στην τότε κοσμική εξουσία και συγκρίνετέ την με εκείνες αυτών που σήμερα είναι στο πηδάλιο της Εκκλησίας.
Οι σημερινοί Επίσκοποι έχουν σχέσεις “συναλληλίας ”με πολιτικούς που είναι ή δηλωμένοι άθεοι ή υποκριτές Χριστιανοί που στην ουσία είναι συνειδητοί υλιστές ειδωλολάτρες λάτρεις του Μαμμωνά.
Καταπονημένος ο Μ. Βασίλειος από την ευρεία δράση που ανέπτυξε σε πολλούς τομείς της χριστιανικής μαρτυρίας, καθώς και την ασκητική ζωή, την οποία ακολουθούσε, ο Μ. Βασίλειος απεδήμησεν εις Κύριον σε ηλικία 49 ετών.
Ο θάνατός του βύθισε στο πένθος όχι μόνο το ποίμνιό του αλλά και όλο τον κόσμο της Ανατολής.
Νικήτας Αποστόλου
ολοι ηρθανε και με επισκεφτηκαν μας λεει ο σεβαστος Αγιος Παΐσιος, μονον ο Μεγας Βασιλειος δεν ηρθεν , ολοι αγιοι τον επισκεφτηκαν και ο Χριστος μας και η Παναγια μας !!! Ναι ο Αγιος Παΐσιος ητανε ο Μεγας Βασιλειος !!! Μετενσαρκωση!
ΑπάντησηΔιαγραφήΌχι και μετενσάρκωση στην Ορθοδοξία... να προσέχουμε τι λέμε
ΔιαγραφήΕύγε για το εξαιρετικό άρθρο σας κύριε Αποστόλου. Σας παρακολουθώ στα άρθρα σας.
ΑπάντησηΔιαγραφή