Δευτέρα 6 Ιουνίου 2011

ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΗΝ ΞΕΡΟΥΝ ΟΙ ΣΗΜΕΡΙΝΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ;

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΔΙΣΤΟΜΟΥ





Η ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ ΜΕ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗ ΣΦΑΓΗ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΟΥ ΔΙΣΤΟΜΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΝΑΖΙ





Ο επικεφαλής του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού στην Ελλάδα, Σουηδός Στούρε Λιννέρ, στο βιβλίο του Η Οδύσσειά μου, γράφει για τη Σφαγή του Διστόμου, στις 10 Ιουνίου 1944:



Παντρευτήκαμε στις 14 Ιουνίου. Ο υπεύθυνος της ελληνικής επιτροπής, Έμιλ Σάνστρομ, παρέθεσε γαμήλιο γεύμα προς τιμήν μας. Αργά το βράδυ με πλησίασε και με απομάκρυνε από τα γέλια και τις φωνές προς μια γωνιά, όπου θα μπορούσαμε να μιλήσουμε οι δυο μας.

Μου έδειξε ένα τηλεγράφημα που μόλις είχε λάβει: Οι Γερμανοί έσφαζαν για τρεις ημέρες τον πληθυσμό του Διστόμου, στην περιοχή των Δελφών και στη συνέχεια πυρπόλησαν το χωριό. Πιθανοί επιζώντες είχαν ανάγκη άμεσης βοήθειας.

Το Δίστομο ήταν μέσα στα όρια της περιοχής, την οποία την εποχή εκείνη, ήμουν αρμόδιος

να τροφοδοτώ με τρόφιμα και φάρμακα. Έδωσα με τη σειρά μου το τηλεγράφημα στην Κλειώ να το διαβάσει, εκείνη έγνεψε κι’ έτσι αποχωρήσαμε διακριτικά από τη χαρούμενη γιορτή.

Περίπου μια ώρα αργότερα ήμασταν καθ’ οδόν μέσα στη νύχτα. Απαιτήθηκα ανυπόφορα μεγάλο χρονικό διάστημα, έως ότου διασχίσουμε τους χαλασμένους δρόμους και τα πολλά μπλόκα για να φτάσουμε, χαράματα πια, στον κεντρικό δρόμο που οδηγούσε στο Δίστομο. Από τις άκρες του δρόμου ανασηκώνονταν γύπες από χαμηλό ύψος, αργά και απρόθυμα, όταν μας άκουγαν που πλησιάζαμε. Σε κάθε δέντρο, κατά μήκος του δρόμου και για εκατοντάδες μέτρα, κρεμόντουσαν ανθρώπινα σώματα, σταθεροποιημένα με ξιφολόγχες, κάποια εκ των οποίων ήταν ακόμη ζωντανά.

Ήταν οι κάτοικοι του χωριού, που τιμωρήθηκαν μ’ αυτό τον τρόπο: Θεωρήθηκαν ύποπτοι για παροχή βοήθειας στους αντάρτες της περιοχής, οι οποίοι επιτέθηκαν σε δύναμη των Ες Ες.

Η μυρωδιά ήταν ανυπόφορη.
Μέσα στο χωριό σιγόκαιγε ακόμη φωτιά στα αποκαΐδια των σπιτιών. Στο χώμα κοίτονταν διασκορπισμένοι εκατοντάδες άνθρωποι κάθε ηλικίας, από υπερήλικες έως νεογέννητα. Σε πολλές γυναίκες είχαν σχίσει τη μήτρα με την ξιφολόγχη και αφαιρέσει τα στήθη, άλλες κείτονταν στραγγαλισμένες, με τα εντόσθια τυλιγμένα γύρω από το λαιμό. Φαινόταν σαν να μην είχε επιζήσει κανείς…

Μα να! Ένας παππούς στην άκρη του χωριού! Από θαύμα είχε καταφέρει να γλιτώσει τη σφαγή. Ήταν σοκαρισμένος από τον τρόμο, με άδειο βλέμμα, τα λόγια του πλέον μη κατανοητά. Κατεβήκαμε στη μέση της συμφοράς και φωνάζαμε στα ελληνικά: «Ερυθρός Σταυρός! Ερυθρός Σταυρός! Ήρθαμε να βοηθήσουμε!»

Από μακριά μας πλησίασε διστακτικά μια γυναίκα. Μας αφηγήθηκε ότι ένας μικρός αριθμός χωρικών πρόλαβε να διαφύγει προτού ξεκινήσει η επίθεση. Μαζί με εκείνην αρχίσαμε να τους ψάχνουμε. Αφού ξεκινήσαμε οι τρείς μας διαπιστώσαμε ότι η γυναίκα είχε πυροβοληθεί στο χέρι. Τη χειρουργήσαμε αμέσως με χειρουργό την Κλειώ.

Ήταν το ταξίδι του μέλιτός μας!

Λίγον καιρό αργότερα η επαφή μας με το Δίστομο θα αποκτούσε και έναν αξιοσημείωτο επίλογο.

Όταν τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα, δεν πήγαν και τόσο καλά τα πράγματα, αφού μια γερμανική μονάδα κατάφερε να περικυκλωθεί από αντάρτες ακριβώς στην περιοχή του Διστόμου. Σκέφθηκα ότι αυτό ίσως θεωρηθεί από τους Έλληνες ως ευκαιρία για αιματηρή εκδίκηση, πόσω μάλλον που η περιοχή εδώ και καιρό είχε αποκοπεί από κάθε παροχή βοήθειας σε τρόφιμα. Ετοίμασα λοιπόν φορτηγά με τα αναγκαία τρόφιμα, έστειλα μήνυμα στο Δίστομο για την άφιξή μας και έτσι βρεθήκαμε στο δρόμο για εκεί, για άλλη μια φορά, η Κλειώ και εγώ.

Όταν φτάσαμε στα όρια του χωριού, μας συνάντησε μια επιτροπή, με τον παπά στη μέση. Έναν παλαιών αρχών πατριάρχη, με μακριά, κυματιστή, λευκή γενειάδα. Δίπλα του στεκόταν ο αρχηγός των ανταρτών, με πλήρη εξάρτηση. Ο παπάς πήρε το λόγο και μας ευχαρίστησε εκ μέρους όλων που ήρθαμε με τρόφιμα. Μετά πρόσθεσε:

«Εδώ είμαστε όλοι πεινασμένοι, τόσο εμείς οι ίδιοι, όσο και οι Γερμανοί αιχμάλωτοι. Τώρα, εάν εμείς λιμοκτονούμε, είμαστε τουλάχιστον στον τόπο μας. Οι Γερμανοί δεν έχουν χάσει μόνο τον πόλεμο, είναι επιπλέον και μακριά από την πατρίδα τους. Δώστε τους το φαγητό που έχετε μαζί σας, έχουν μακρύ δρόμο μπροστά τους!».

Σ’ αυτή του τη φράση γύρισε η Κλειώ το βλέμμα της και με κοίταξε. Υποψιαζόμουν τι ήθελε να μου πει με αυτό το βλέμμα, αλλά δεν έβλεπα πλέον καθαρά. Απλά στεκόμουν κι’ έκλαιγα…





Μετάφραση κειμένου στα γερμανικά



DIE BOTSCHAFT VON DISTOMO



DAS GEBAREN DER DEUTSCHEN GEGEN DIE GRIECHEN UND DER GRIECHEN GEGENÜBER DER DEUTSCHEN AM BEISPIEL DES MASSAKERS VON DISTOMO VON DEN NAZIS IM ZWEITEN WELTKRIEG



Bericht über das Massaker von Distomo, am 10 Juni 1944, vom Vorsitzenden des Roten Kreuzes in Griechenland Sture Linner aus Schweden



Herr Sture Linner schreibt in seinem Buch: „Meine Odyssee“ folgendes über den Fall Distomo.



„Wir heirateten am 14 Juni. Der Verantwortliche der griechischen Abteilung Emil Santstrom, hat uns deswegen mit einem Mittagsessen beehrt. Am späten Abend hat er mich vom Gelächter und dem Lärm in eine Ecke geführt, wo wir ungestört sprechen konnten. Er hat mir ein Telegramm gezeigt, dass er kurz vorher bekommen hatte: Die Deutschen metzelten drei Tage land die Bewohner von Distomo in der Nähe von Delphi nieder. Anschließend haben sie das Dorf niedergebrannt. Wahrscheinlich überlebten das Massaker manche Bewohner, die unbedingt unmittelbar Hilfe brauchten. Distomo war im Bereich meiner Verantwortung, um es mit Lebens - und Arzneimittel zu versorgen. Ich gab meiner Frau Kleio das Telegramm zu lesen. Sie nickte, und so entfernten wir uns von der fröhlichen Feier. In ungefähr eine Stunde waren wir unterwegs in der Nacht. Wir haben eine beschwerliche lange Zeit, bis wir die beschädigten Straßen und die vielen Straßensperren durchfuhren, um am frühen Morgen zu der Zentralstrasse zu gelangen, die nach Distomo führte. Vom Straßenrand flogen in niedriger Höhe, langsam und widerwillig Geier, als sie uns bemerkten. An jedem Baum neben der Straße und in einer Distanz von vielen Hundert Meter hängten menschliche Körper, gefestigt mit Bajonetten. Manche waren noch am Leben. Es waren die Bewohner vom Dorf, die auf dieser Art und Weise bestrafft wurden. Sie wurden für Hilfe an die Partisanen dieses Bereiches verdächtigt, die eine Truppe des SS angegriffen hatten. Der Geruch war unerträglich. Im Dorf selbst brannte noch Feuer in dem Rest der verbannten Häuser. Auf der Erde lagen zerstreut hunderte Menschen jeden Alters, von Greisen bis Säuglinge. Vielen Frauen haben die Soldaten den Bauch mit den Bajonetten zerschnitten und die Brust herausgerissen. Andere lagen gewürgt, umwickelt mit ihren Gedärmen um ihren Hals. Es schien, als ob keiner das Massaker überlebte. Aber doch! ein Greiser an Rande des Dorfes! Wie aus Wunder hat er das Gemetzel überlebt. Er war im Schock - Zustand vor Grauen, mit leeren Blicken, der ein unverständliches Zeug sprach. Wir stiegen mitten in das Unheil und riefen auf Griechisch: „Rotes Kreuz!“, Rotes Kreuz!“ Wir kamen, um zu helfen“. Von der Ferne nährte sich eine Frau. Sie erzählte uns, dass sich eine kleine Zahl Dorfbewohnern vor dem Angriff davon geflohen war. Zusammen mit ihr begannen wir, sie zu suchen. Auf der Suche haben wir festgestellt, dass die Frau auf die Hand geschossen wurde. Wir haben sie operiert. Kleio hat sie operiert. Es war die unsere Hochzeitsreise… Einige Zeit später hätte es einen erwähnenswerten Epilog gehabt.

Als die deutschen Truppen gezwungen wurden, Griechenland zu verlassen, ging alles nicht reibungslos. Eine deutsche Einheit wurde von griechischen Partisanen umzügelt, genau im Bereich von Distomo. Ich dachte, dass diese Tatsache von den Griechen als große Gelegenheit gehalten würde, blutige Rache zu üben. Zumal dieses Gebiet von jeder Hilfe an Lebensmittel abgeschnitten war. Ich habe nun die nötigen

Lebensmittel bereitet, schickte nach Distomo eine Nachricht, dass wir kommen, und so befanden wir noch einmal auf dem Weg, Kleio und ich, Richtung Distomo. Als wir an Dorfeingang erschienen, kam uns ein Komitee des Dorfes, mit dem Popen in der Mitte, entgegen. Der Pope, ein richtiger Patriarch nach alten Prinzipien, mit langen, weißen, Wellenbart. Neben ihm stand der Partisanenführer mit voller Ausrüstung. Der Pope nahm das Wort und bedankte sich bei uns, dass wir mit Lebensmittel zu ihnen kamen. Er erzählte weiter: «Hier sind wir alle hungrig, sowohl wir selbst, als auch die Deutschen gefangene. Gewiss, wenn wir Hungernot erleiden, sind wir doch in unserem Ort. Die Deutschen haben nicht nur den Krieg verloren, sind außerdem weit von ihrer Heimat entfernt. Geben Sie ihnen das Essen, das Sie mitgebracht haben, denn sie haben einen langen Weg vor sich».

Bei diesem Ausdruck von dem Popen, hat Kleio ihren Blick auf

mich gewand und schaute mich an. Ich vermutete, was sie mir mit diesem Blick sagen wollte, aber ich sah nicht mehr klar. Ich stand dabei und weinte…“

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου