Ο ΣΕΡ ΑΛΕΞ ΚΑΙ ΤΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΝΑΤΙΑ
Γράφει: Ο Δημήτρης Νατσιός
Δάσκαλος-Κιλκίς
Οι άνθρωποι καταντήσανε σαν άδεια κανάτια και προσπαθούνε να γεμίσουν τον εαυτό τους, ρίχνοντας μέσα ένα σωρό σκουπίδια, μπάλες, εκθέσεις με τερατουργήματα, ομιλίες και αερολογίες, καλλιστεία που μετριέται η εμορφιά με τη μεζούρα, καρνάβαλους ηλίθιους (σ.σ.: εδώ ανήκει και η «γιουροβιζιονική» σαχλαμάρα και σαπουνόφουσκα) συλλόγους λογής-λογής με γεύματα και με σοβαρές συζητήσεις για τον ίσκιο του γαϊδάρου... κι ένα σωρό άλλα τέτοια», μας έλεγε από την δεκαετία του ’50 ο Φώτης Κόντογλου στα «Μυστικά άνθη» του.
Κι από όλα αυτά τα «γεμίσματα» του εαυτού και λοιπά πνευματικά παραισθησιογόνα, «εξέχουσα» θέση κατέχει το ποδόσφαιρο, ένα είδος θρησκείας. (Η μπάλα ονομάζεται και «στρογγυλή θεά». Πολλά συνθήματα φανατικών οπαδών είναι... θρησκευτικού χαρακτήρα. «Θρύλε, θεέ μου,...». Αυτές τις ημέρες εκστασιάζονται οι κολοκυθολογούντες αθλητικολόγοι με τον "σερ Άλεξ", τον οποίο παρουσιάζουν περίπου ως ευεργέτη της ανθρωπότητας. Την ίδια προβολή απολαμβάνει και ο σερ Μπέκαμ, διάσημο τηλεοπτικό σούργελο).
Αν και ορισμένοι υποστηρίζουν ότι το ποδόσφαιρο εμφανίστηκε στην Αγγλία, μάλλον το σωστό είναι πως το παιχνίδι της μπάλας πρωτοεμφανίζεται στην ελληνική αρχαιότητα. Ήταν το «φούλικλον», ή «φαινίνδα», η «σφαίρα» και το «αρπαστόν». («Το δε καλούμενον διά της σφαίρας αρπαστόν φαινίνδα εκαλείτο», γράφει ο Αθήναιος στον Δειπνοσοφιστή του). Αποτελούσε ομαδική γυμναστική και όχι αγώνισμα για ανάδειξη νικητών.
Δεν έλειψαν όμως και κατά την αρχαιότητα οι υπερβάσεις και οι σωματικές ταλαιπωρίες. Το αγώνισμα της «μπάλας» χαρακτηρίζεται από τον Αθήναιο ορμητικό και κοπιαστικό, αλλά και επικίνδυνο εξαιτίας των βίαιων τραχηλικών κινήσεων. («Κατά τους τραχηλισμούς ρωμαλέον»).
Στην Αγγλία εμφανίστηκε τον 14ο αιώνα. Στην αρχή έκανε χειρίστη εντύπωση. Ο Άγγλος λόγιος Τ. Έλιοτ χαρακτήριζε το ποδόσφαιρο «κτηνώδη μανία και ακραία μορφή βίας».
Ο Σαίξπηρ χρησιμοποιεί την φράση «ταπεινέ ποδοσφαιριστή» ως ύβριν.
Το 1350 περίπου απαγορεύθηκε η ποδοσφαιρική παιδιά, επειδή έτεινε να εκτοπίσει την τοξοβολία, που γύμναζε τους πολεμιστές. Επανεμφανίζεται και επικρατεί από τα μέσα του 19ου αιώνα και εξαπλώνεται σ’ όλον τον κόσμο, κατέχοντας «βασιλική» θέση. Σήμερα είναι «το όπιο του λαού».
Ο Όργουελ σε μία συνέντευξή του το 1950 στον Ουμπέρτο Έκο, και αναφερόμενος στο ποδόσφαιρο, θα πει: «Είναι αναγκαστικά ταυτισμένο με τη ζήλια, το μίσος, τον φανφαρονισμό και την σαδιστική ηδονή του βίαιου θεάματος. Με άλλα λόγια είναι ένας πόλεμος χωρίς πυροβολισμούς».
Άκουσα πρόσφατα κάποιον βετεράνο ποδοσφαιριστή να λέει πως είναι αφύσικο οι σημερινοί ποδοσφαιριστές να παίζουν τόσα παιχνίδια, είναι υπεράνθρωπο. Στηλίτευσε ακόμη τον εκ του πονηρού ποδοσφαιρικό κατακλυσμό.
Κάθε βράδυ, χειμώνα καλοκαίρι, υπάρχει στην τηλεόραση ένας ποδοσφαιρικός αγώνας. Η πρώτη παρατήρηση είναι ευεξήγητη. Είναι γνωστό πως σήμερα για τους περισσότερους αθλητές – και ποδοσφαιριστές – το ξεπέρασμα των δυνατοτήτων τους, με τοξικές ουσίες και αναβολικά, αποτελεί όχι μόνο φιλοδοξία, αλλά και πρόβλημα διαβίωσης.
Ο αθλητισμός γενικά έχει εξελιχθεί σε ένα είδος τεχνολογίας και οι αθλητές σε εργαλεία. Χωρίς υπερβάσεις, πρωταθλήματα και ρεκόρ, αποστερούνται αμοιβών, διακρίσεων στα τηλεοπτικά μέσα, λαϊκών πανηγυρισμών και χρυσοπλήρωτων μεταγραφών.
(Τo να έχουμε αγοραπωλησίες ποδοσφαιριστών με ποσά που ξεπερνούν τον προϋπολογισμό φτωχών κρατών, αποδεικνύει περιτράνως την ξεφτίλα, την υποκρισία, την αναισχυντία του δήθεν «πολιτισμένου» κόσμου.
Στα καθ’ ημάς παλαιότερα, όταν διεξήγοντο οι Ολυμπιακοί της λαμογιάς, η οδυνηρή περιπέτεια με τους Κεντέρη-Θάνου και άλλων «πρωταθλητών" στα αναβολικά, αποκάλυψε πως κάτω από το προσωπείο του «μεγάλου» αθλητή, κρύβονταν άπληστα για χρήμα και μανιακά για φήμη υποκείμενα).
Το να μιλήσεις σήμερα στην Ελλάδα για την αχρειότητα των επαγγελματικών, πρωταθλητικών και ποδοσφαιρικών, εταιρειών συνιστά παραβίαση ανοιχτών θυρών. Η όλη διάρθρωση του ποδοσφαίρου στην Ελλάδα παραπέμπει στις γκανγκστερικές συμμορίες, που αποτύπωσε αριστοτεχνικά στην μεγάλη οθόνη ο Κόπολα με τον «Νονό» του.
Η δεύτερη παρατήρηση, για τις αυξημένες «δόσεις» ποδοσφαίρου στον «κυρίαρχο» λαό, προκαλεί εντύπωση. Αντί σχολιασμού, παραθέτω ένα χαρακτηριστικό ποίημα του Α. Πανσέληνου, καυστικότατο, με τίτλο «Το ποδοσφαιρικό ματς»:
«Είκοσι δύο λεβέντες και μια μπάλα
τις ώρες της δουλειάς και της σχολής μας
με «ιδανικά» τις γέμισαν μεγάλα-
να φτιάξουν, λέει, το μέλλον της φυλής μας!
Πόδια στραβά, στραβά μυαλά και χέρια
κωλοπηδούν να πιάσουνε τ’ αστέρια.
Ορμούν, χτυπούν και κουτουλούν σα βόδια,
να βρουν το νόημα της ζωής στην πάλη•
όλο το μυαλό τους πήγε στα πόδια
και λες κλωτσάν πια τ΄ άδειο τους κεφάλι
και ζουν αυτοί και ο λαός μια καταδίκη
ανάμεσα στην ήττα και στην νίκη.
Νοικοκυραίοι, φτωχοί, μαγαζατόροι,
κινούν νωρίς τ’ απόγευμα σαν λύκοι•
της ζωής οι νικημένοι με το ζόρι
της νίκης ν’ απολάψουν το αλκοολίκι-
και κλειούν σ’ ενός μαντράχαλου τα σκέλια
του κόσμου την αρχή και την συντέλεια!
Στείρα καρδιά και δύναμη τυφλή
παράγουν «ήρωες» μαζικά στους τόπους
Ω! Κι αν βρισκόταν δύο άνθρωποι δειλοί
να σώσουν απ’ τέτοιους ήρωες τους ανθρώπους,
που ζουν σ’ ενός πολέμου μες στη δίνη
για να ξεσυνηθίζουν την ειρήνη!»
Κοινωνική παρακμή αποτελεί η φανατική προσκόλληση πολιτών σε ποδοσφαιρικές ομάδες – όπως και στις φαυλεπίφαυλες κομματικές εξουσίες. Κάποιος θα αντιτάξει το επιχείρημα πως το ποδόσφαιρο μας χαρίζει χαρά, διασκεδάζουμε. Μα αυτό ακριβώς επιθυμεί η εξουσία, να ασχολείται με φανατισμό «το ζαλισμένο κοπάδι» με το ποδόσφαιρο. Ο ποδοσφαιρικός αγώνας, ιδίως για τους αφιονισμένους φανατικούς οπαδούς, είναι το παραισθησιογόνο τους-η βία, η λυτρωτική τους εκτόνωση.
Πότε οι εθνικά υπερήφανοι φίλαθλοι και οι λοιποί καναπεδόβιοι των καφενείων (ή μάλλον κηφηνείων), ξεχύθηκαν στους δρόμους για να καταγγείλουν τις αυθαιρεσίες της εξουσίας, την κοινωνική αδικία, την ασυδοσία των ισχυρών, την φρίκη της ανεργίας και τους εθνικούς εξευτελισμούς; Η εξουσία προτιμά τις συγκρούσεις ή τους πανηγυρισμούς για τα γκολ, παρά διαδηλώσεις εναντίον των ανισοτήτων και της πολιτικής διαφθοράς.
Υποδέχεται με συγκατάβαση τα παράφορα ή παρανοϊκά ξεσπάσματα των οπαδών, αρκεί να μην στρέφονται εναντίον της. Όσο η κοινωνία είναι εκχαυνωμένη «ποδοσφαιρικώς», όσο τα «οργισμένα νιάτα» ξεσπούν στα γήπεδα και στα «πέριξ» καταστήματα, όλα είναι καλά. Ανενόχλητοι οι παρακεντέδες της εξουσίας – κομματικοί και αθλητικοί – ροκανίζουν το δημόσιο χρήμα.
Δυστυχώς οι νέοι, στις μέρες μας, «ξεθυμαίνουν» και επαναστατούν ενώπιον του διαδικτύου, καθισμένοι αναπαυτικά ολημερίς και ολονυχτίς σε μια πολυθρόνα. Όλη η οργή και ο θυμός «απορροφάται» από την μαγική οθόνη. Υποπτεύομαι ότι γι’ αυτό και ο εξ απαλών ονύχων εθισμός με τις νέες τεχνολογίες, από την Πρώτη Δημοτικού κιόλας.
Ποδόσφαιρο και διαδίκτυο είναι οι σύγχρονες σειρήνες που αιχμαλωτίζουν τον νου των ανθρώπων. Πράγμα βολικότατο για τις εξουσίες, οι οποίες μένουν ανενόχλητες για να συνεχίσουν την «αγαθοποιό» πολιτική τους.
ΡΕΣΑΛΤΟ
Κι από όλα αυτά τα «γεμίσματα» του εαυτού και λοιπά πνευματικά παραισθησιογόνα, «εξέχουσα» θέση κατέχει το ποδόσφαιρο, ένα είδος θρησκείας. (Η μπάλα ονομάζεται και «στρογγυλή θεά». Πολλά συνθήματα φανατικών οπαδών είναι... θρησκευτικού χαρακτήρα. «Θρύλε, θεέ μου,...». Αυτές τις ημέρες εκστασιάζονται οι κολοκυθολογούντες αθλητικολόγοι με τον "σερ Άλεξ", τον οποίο παρουσιάζουν περίπου ως ευεργέτη της ανθρωπότητας. Την ίδια προβολή απολαμβάνει και ο σερ Μπέκαμ, διάσημο τηλεοπτικό σούργελο).
Αν και ορισμένοι υποστηρίζουν ότι το ποδόσφαιρο εμφανίστηκε στην Αγγλία, μάλλον το σωστό είναι πως το παιχνίδι της μπάλας πρωτοεμφανίζεται στην ελληνική αρχαιότητα. Ήταν το «φούλικλον», ή «φαινίνδα», η «σφαίρα» και το «αρπαστόν». («Το δε καλούμενον διά της σφαίρας αρπαστόν φαινίνδα εκαλείτο», γράφει ο Αθήναιος στον Δειπνοσοφιστή του). Αποτελούσε ομαδική γυμναστική και όχι αγώνισμα για ανάδειξη νικητών.
Δεν έλειψαν όμως και κατά την αρχαιότητα οι υπερβάσεις και οι σωματικές ταλαιπωρίες. Το αγώνισμα της «μπάλας» χαρακτηρίζεται από τον Αθήναιο ορμητικό και κοπιαστικό, αλλά και επικίνδυνο εξαιτίας των βίαιων τραχηλικών κινήσεων. («Κατά τους τραχηλισμούς ρωμαλέον»).
Στην Αγγλία εμφανίστηκε τον 14ο αιώνα. Στην αρχή έκανε χειρίστη εντύπωση. Ο Άγγλος λόγιος Τ. Έλιοτ χαρακτήριζε το ποδόσφαιρο «κτηνώδη μανία και ακραία μορφή βίας».
Ο Σαίξπηρ χρησιμοποιεί την φράση «ταπεινέ ποδοσφαιριστή» ως ύβριν.
Το 1350 περίπου απαγορεύθηκε η ποδοσφαιρική παιδιά, επειδή έτεινε να εκτοπίσει την τοξοβολία, που γύμναζε τους πολεμιστές. Επανεμφανίζεται και επικρατεί από τα μέσα του 19ου αιώνα και εξαπλώνεται σ’ όλον τον κόσμο, κατέχοντας «βασιλική» θέση. Σήμερα είναι «το όπιο του λαού».
Ο Όργουελ σε μία συνέντευξή του το 1950 στον Ουμπέρτο Έκο, και αναφερόμενος στο ποδόσφαιρο, θα πει: «Είναι αναγκαστικά ταυτισμένο με τη ζήλια, το μίσος, τον φανφαρονισμό και την σαδιστική ηδονή του βίαιου θεάματος. Με άλλα λόγια είναι ένας πόλεμος χωρίς πυροβολισμούς».
Άκουσα πρόσφατα κάποιον βετεράνο ποδοσφαιριστή να λέει πως είναι αφύσικο οι σημερινοί ποδοσφαιριστές να παίζουν τόσα παιχνίδια, είναι υπεράνθρωπο. Στηλίτευσε ακόμη τον εκ του πονηρού ποδοσφαιρικό κατακλυσμό.
Κάθε βράδυ, χειμώνα καλοκαίρι, υπάρχει στην τηλεόραση ένας ποδοσφαιρικός αγώνας. Η πρώτη παρατήρηση είναι ευεξήγητη. Είναι γνωστό πως σήμερα για τους περισσότερους αθλητές – και ποδοσφαιριστές – το ξεπέρασμα των δυνατοτήτων τους, με τοξικές ουσίες και αναβολικά, αποτελεί όχι μόνο φιλοδοξία, αλλά και πρόβλημα διαβίωσης.
Ο αθλητισμός γενικά έχει εξελιχθεί σε ένα είδος τεχνολογίας και οι αθλητές σε εργαλεία. Χωρίς υπερβάσεις, πρωταθλήματα και ρεκόρ, αποστερούνται αμοιβών, διακρίσεων στα τηλεοπτικά μέσα, λαϊκών πανηγυρισμών και χρυσοπλήρωτων μεταγραφών.
(Τo να έχουμε αγοραπωλησίες ποδοσφαιριστών με ποσά που ξεπερνούν τον προϋπολογισμό φτωχών κρατών, αποδεικνύει περιτράνως την ξεφτίλα, την υποκρισία, την αναισχυντία του δήθεν «πολιτισμένου» κόσμου.
Στα καθ’ ημάς παλαιότερα, όταν διεξήγοντο οι Ολυμπιακοί της λαμογιάς, η οδυνηρή περιπέτεια με τους Κεντέρη-Θάνου και άλλων «πρωταθλητών" στα αναβολικά, αποκάλυψε πως κάτω από το προσωπείο του «μεγάλου» αθλητή, κρύβονταν άπληστα για χρήμα και μανιακά για φήμη υποκείμενα).
Το να μιλήσεις σήμερα στην Ελλάδα για την αχρειότητα των επαγγελματικών, πρωταθλητικών και ποδοσφαιρικών, εταιρειών συνιστά παραβίαση ανοιχτών θυρών. Η όλη διάρθρωση του ποδοσφαίρου στην Ελλάδα παραπέμπει στις γκανγκστερικές συμμορίες, που αποτύπωσε αριστοτεχνικά στην μεγάλη οθόνη ο Κόπολα με τον «Νονό» του.
Η δεύτερη παρατήρηση, για τις αυξημένες «δόσεις» ποδοσφαίρου στον «κυρίαρχο» λαό, προκαλεί εντύπωση. Αντί σχολιασμού, παραθέτω ένα χαρακτηριστικό ποίημα του Α. Πανσέληνου, καυστικότατο, με τίτλο «Το ποδοσφαιρικό ματς»:
«Είκοσι δύο λεβέντες και μια μπάλα
τις ώρες της δουλειάς και της σχολής μας
με «ιδανικά» τις γέμισαν μεγάλα-
να φτιάξουν, λέει, το μέλλον της φυλής μας!
Πόδια στραβά, στραβά μυαλά και χέρια
κωλοπηδούν να πιάσουνε τ’ αστέρια.
Ορμούν, χτυπούν και κουτουλούν σα βόδια,
να βρουν το νόημα της ζωής στην πάλη•
όλο το μυαλό τους πήγε στα πόδια
και λες κλωτσάν πια τ΄ άδειο τους κεφάλι
και ζουν αυτοί και ο λαός μια καταδίκη
ανάμεσα στην ήττα και στην νίκη.
Νοικοκυραίοι, φτωχοί, μαγαζατόροι,
κινούν νωρίς τ’ απόγευμα σαν λύκοι•
της ζωής οι νικημένοι με το ζόρι
της νίκης ν’ απολάψουν το αλκοολίκι-
και κλειούν σ’ ενός μαντράχαλου τα σκέλια
του κόσμου την αρχή και την συντέλεια!
Στείρα καρδιά και δύναμη τυφλή
παράγουν «ήρωες» μαζικά στους τόπους
Ω! Κι αν βρισκόταν δύο άνθρωποι δειλοί
να σώσουν απ’ τέτοιους ήρωες τους ανθρώπους,
που ζουν σ’ ενός πολέμου μες στη δίνη
για να ξεσυνηθίζουν την ειρήνη!»
Κοινωνική παρακμή αποτελεί η φανατική προσκόλληση πολιτών σε ποδοσφαιρικές ομάδες – όπως και στις φαυλεπίφαυλες κομματικές εξουσίες. Κάποιος θα αντιτάξει το επιχείρημα πως το ποδόσφαιρο μας χαρίζει χαρά, διασκεδάζουμε. Μα αυτό ακριβώς επιθυμεί η εξουσία, να ασχολείται με φανατισμό «το ζαλισμένο κοπάδι» με το ποδόσφαιρο. Ο ποδοσφαιρικός αγώνας, ιδίως για τους αφιονισμένους φανατικούς οπαδούς, είναι το παραισθησιογόνο τους-η βία, η λυτρωτική τους εκτόνωση.
Πότε οι εθνικά υπερήφανοι φίλαθλοι και οι λοιποί καναπεδόβιοι των καφενείων (ή μάλλον κηφηνείων), ξεχύθηκαν στους δρόμους για να καταγγείλουν τις αυθαιρεσίες της εξουσίας, την κοινωνική αδικία, την ασυδοσία των ισχυρών, την φρίκη της ανεργίας και τους εθνικούς εξευτελισμούς; Η εξουσία προτιμά τις συγκρούσεις ή τους πανηγυρισμούς για τα γκολ, παρά διαδηλώσεις εναντίον των ανισοτήτων και της πολιτικής διαφθοράς.
Υποδέχεται με συγκατάβαση τα παράφορα ή παρανοϊκά ξεσπάσματα των οπαδών, αρκεί να μην στρέφονται εναντίον της. Όσο η κοινωνία είναι εκχαυνωμένη «ποδοσφαιρικώς», όσο τα «οργισμένα νιάτα» ξεσπούν στα γήπεδα και στα «πέριξ» καταστήματα, όλα είναι καλά. Ανενόχλητοι οι παρακεντέδες της εξουσίας – κομματικοί και αθλητικοί – ροκανίζουν το δημόσιο χρήμα.
Δυστυχώς οι νέοι, στις μέρες μας, «ξεθυμαίνουν» και επαναστατούν ενώπιον του διαδικτύου, καθισμένοι αναπαυτικά ολημερίς και ολονυχτίς σε μια πολυθρόνα. Όλη η οργή και ο θυμός «απορροφάται» από την μαγική οθόνη. Υποπτεύομαι ότι γι’ αυτό και ο εξ απαλών ονύχων εθισμός με τις νέες τεχνολογίες, από την Πρώτη Δημοτικού κιόλας.
Ποδόσφαιρο και διαδίκτυο είναι οι σύγχρονες σειρήνες που αιχμαλωτίζουν τον νου των ανθρώπων. Πράγμα βολικότατο για τις εξουσίες, οι οποίες μένουν ανενόχλητες για να συνεχίσουν την «αγαθοποιό» πολιτική τους.
ΡΕΣΑΛΤΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου