Στις αρχές του περασμένου αιώνα βρέθηκε στα Χανιά ένας νεαρός άντρας από τη Βεγγάζη. Το όνομα του Σαλής. Ήταν αχθοφόρος.
Στο λιμάνι ξεφόρτωνε από τα καράβια τις αποσκευές και τις κουβαλούσε με τη βάρκα του στην αποβάθρα.
Μετά, με το καρότσι του μετέφερε τις αποσκευές στο πρακτορείο ή στα σπίτια των ταξιδιωτών. Ήταν η εποχή που τα καράβια έδεναν έξω από το λιμάνι.
Ο Σαλής υπήρξε ένας μαύρος αγαθός γίγαντας πολύ αγαπητός στους Χανιώτες. Ζούσε σε ένα μικρό σπίτι με την αδελφή του.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ
Ο Σαλής Χελιδωνάκης λοιπόν που ήταν γιος του Ιμπραχήμ και της Αριφέ, γεννήθηκε στα Χανιά το 1884. Οι γονείς του ήταν μαύροι δούλοι, Σουδανικής καταγωγής. Δεν ήταν Χαλικούτης όπως ακούγεται, δεν άνηκε δηλ. στους βεδουίνους που μεταφέρθηκαν από την Βόρεια Αφρική.
Το 1856, με τη δημοσίευση του Χάτι Χουμαγιούν (Ηatt-i Ηumayun), καταργήθηκε η δουλεία και αρκετοί απ’ αυτούς παρέμειναν στα Χανιά, εργαζόμενοι κυρίως ως αχθοφόροι.
Το 1922 με την ανταλλαγή των πληθυσμών, παρότι μουσουλμάνος, δεν ακολούθησε τους ομοθρήσκους του, αλλά προτίμησε να παραμείνει στα Χανιά. Σ΄αυτό βοήθησε η Αγγλική υπηκοότητα που είχε πάρει κατά την περίοδο της Κρητικής πολιτείας και η οποία τον καθιστούσε μη ανταλλάξιμο.
Λεμβούχος στην μπλε βάρκα του Σταύρου Τσιριγωτάκη, μετέφερε επιβάτες από και προς τα πλοία που αγκυροβολούσαν τότε έξω από τον προλιμένα λόγω αβαθών. Η ρώμη του, του επέτρεπε να είναι πάντα ο πρώτος που φόρτωνε και μετέφερε επιβάτες.
Φτωχός ο ίδιος αλλά ολιγαρκής, με τα λίγα του χρήματα βοηθούσε άλλους φτωχότερους. Ένα μέρος από τον πενιχρό του μισθό, το διέθετε για να αγοράζει τρόφιμα τα οποία προσέφερε διακριτικά σε φτωχές οικογένειες.
Τίμιος, εργατικός και φιλάνθρωπος, όπως και η γειτόνισσά του επίσης μουσουλμάνα που την φώναζαν Αμπλά (Τουρκική λέξη που σημαίνει αδελφή). Οι δυό τους ήσαν τα πλέον αναγνωρίσιμα πρόσωπα στα Χανιά, λόγω της καλοσύνης, της συμπόνιας και της ελεημοσύνης τους.
Ο Σαλής έκλαιγε, όταν κάποια μικρά παιδιά τρόμαζαν βλέποντας τον. Στην τσέπη του είχε πάντα καραμέλες ή κουλουράκια για τα παιδιά που κατέβαιναν στο λιμάνι.
Την κατοχή λόγω της Αγγλικής υπηκοότητας, εξορίστηκε από τους Γερμανούς στην Αθήνα, απ΄ όπου επέστρεψε μετά την απελευθέρωση.
Κάποια στιγμή έκαναν απέλαση σε πολλούς ξένους από τα Χανιά Ανάμεσα τους και ο Σαλής, ο οποίος όταν ανοίχτηκε το καράβι βαθιά έπεσε στη θάλασσα κ κολυμπώντας γύρισε
«Αυτή είναι η πατρίδα μου» έλεγε. Και τελικά παρέμεινε για πάντα στα Χανιά.
Όταν γέρασε και αδυνατούσε πια να δουλέψει, αναγκάστηκε να πουλήσει το σπίτι του στο Κούμ Καπί για να επιβιώσει. Με πρωτοβουλία του φίλου του τυπογράφου Γ. Γεωρβασάκη, έγινε Έλλην πολίτης και έτσι κατάφερε μετά από πολυετή εργασία να εξασφαλίσει μια μικρή σύνταξη από το ΙΚΑ.
Στην συνέχεια και άλλοι Χανιώτες προσέτρεξαν προς ανακούφιση του ανθρώπου που πάντα σκεφτόταν πρώτα τον πλησίον του.
Στα χρόνια της μεγάλης φτώχειας έκανε μια πράξη που τίμησε την ανθρωπιά, που έμεινε στην καρδιά του κόσμου.
Με αυτά τα χρήματα της σύνταξης πορευόταν. Συνεχίζοντας το φιλανθρωπικό του έργο, το μεγαλύτερο μέρος της το έκανε τσάντες με τρόφιμα, τα οποία κρυφά άφηνε στις πόρτες φτωχών ανθρώπων και στην συνέχεια έτρεχε να κρυφτεί στο σκοτάδι για να μην τον δούν.
Άλλες φορές πάλι αγόραζε, με αυτά τα λίγα χρήματα που έβγαζε, τρόφιμα(ρύζι, μακαρόνια, ζάχαρη) και τα έδινε σε σε έναν νεαρό φίλο του με ποδήλατο.
«Πήγαινε σε εκείνο το σπίτι, άφησε στην πόρτα αυτήν την τσάντα και πρόσεξε να μη σε δουν» έλεγε στο μικρό αγόρι, δίνοντας του το σχετικό πουρμπουάρ. Γιατί έτσι προστάτευε την αξιοπρέπεια εκείνου που είχε την ανάγκη.
Το πρωί, η κάθε φτωχή γυναίκα έβρισκε στην πόρτα της έναν θησαυρό. Αυτό συνεχίστηκε για πολλά χρόνια, κανένας δεν ήξερε ποιος είναι ο ευεργέτης.
Όπως έχει γράψει ο Γ. Κοκκινάκος στα Χανιώτικα Νέα, «Ο Σαλής ήταν η απόλυτη άρνηση της κτητικότητας και της αρπακτικότητας, ένας σεβασμός στην ύπαρξη και στην ουσία. Σε μια φιλικότητα με το τίποτα, δηλαδή με το παν. Σε μια οριακή πενιχρότητα που δίδει χώρο στην πνευματικότητα κι ας ήταν αγράμματος, δηλαδή αθώος, μη βαρυνόμενος με το αδίκημα? της εκπαίδευσης.
Ήταν το όριο και το μέγεθος, σημείο και σηματωρός πέρα από την υστερόβουλη φιλανθρωπία και πάνω από την επιτηδευμένη καλοσύνη. Ένας πλούσιος στην πενία του, ένας άρχοντας στην απόλυτη ένδειά του.»
κορίτσια,σαν προίκα για να παντρευτούν. Πέθανε μέσα στο σπίτι του και τον βρήκαν δυο μέρες μετά.
Του έδωσαν το επίθετο Χελιδωνάκης, γιατί όπως το πουλί αυτό, ήταν μια λευκή ψυχή κρυμμένη κάτω από μαύρη φορεσιά.
«Δεν είχε οικογένεια και για αυτό πέθανε ολομόναχος στο σπίτι του στον Τοπχανά, την Τρίτη 28-2-1967 σε ηλικία 83 ετών από καρδιακή ανακοπή, καρδιακή ανεπάρκεια, ανεπάρκεια αορτής και μυοκαρδίου, σύμφωνα με τον γιατρό Γεώργιο Βλαχάκη που διενήργησε και τη νεκροτομή.
Το πτώμα του ανακαλύφθηκε μετά από αρκετές ημέρες από τη δυσοσμία και ετάφη («πετάχτηκε σαν σκύλος» αναφέρεται σε κάποιο έγγραφο) σε ένα από τα εναπομείναντα τμήματα του ήδη καταργημένου τότε μουσουλμα- νικού νεκροταφείου.
Η Εκκλησία είχε ένα πρόβλημα. Επειδή ήταν -λέει- μουσουλμάνος, δεν μπορούσαν να τον κηδέψουν σε χριστιανικό νεκροταφείο.
Αργότερα και μετά από έγκριση του Πατριαρχείου, σύμφωνα με τις σχετικές μαρτυρίες, παραχωρήθηκε δωρεάν ένα ταφογήπεδο στην άκρη του Κοιμητηρίου του Αγίου Λουκά, όπου ευαισθητοποιημένοι Χανιώτες, μετά από έρανο, ανήγειραν ένα μνημείο και μετέφεραν εκεί τα οστά του τρία χρόνια μετά το θάνατό του.»
Οι Χανιώτες ξεσηκώθηκαν -προς τιμήν τους- και τον κήδεψαν
δημοσία δαπάνη στο Κοιμητήριο του Αγίου Λουκά (εκεί βρίσκεται ακόμα ο τάφος του).
Συμφωνώντας με τους Χανιώτες δηλώνω, ΝΑΙ του πρέπει τιμή και μνήμη. Γιατί, οι άγγελοι δεν είναι μόνο λευκοί.
Έγραψαν πάνω στο μάρμαρο:
«Ας ήσουν μαύρος
Ας μην ήσουν χριστιανός
Ας ήταν μαύρη η μορφή σου
Από το χιόνι πιο λευκή ήτανε η ψυχή σου»
Ενώ στην μαρμάρινη πλάκα ταυτοποιείται ο κεκοιμημένος:
Σαλής Χελιδωνάκης ο φιλάνθρωπος μαύρος βαρκάρης.
Τα παιδιά τον αγαπούσαν γιατί τα υπολόγιζε και τους έδινε σοκολάτες και καραμέλες.
Εκείνο το βράδυ έκλεψαν ένα ποδήλατο και το έβαλαν στον τάφο του,
«για να πηγαίνει βόλτες» είπαν οι μικροί του φίλοι.
Στη σελίδα “Χανιά Παλιές Φωτογραφίες – Hania Old Photos” δημοσιεύτηκε μία σπάνια φωτογραφία του Σαλή από το 1960.
δίπλα σε ένα άρρωστο παιδί στο νοσοκομείο.
ητανε ομως ΑΒΑΠΤΙΣΤΟΣ Ο ΣΑΛΗΣ ΚΑΙ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΟΣ, και ετσι οτι και να εκανε ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΝΑ ΕΙΣΕΛΘΕΙ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
ΑπάντησηΔιαγραφήΘΑ ειναι τυφλος δηλαδη δεν θα βλεπει την ΤΡΥΦΗ ΤΗΝ ΑΠΟΛΑΥΣΗ ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΟΥ ΠΑΑΔΕΙΣΟΥ,ισως απλα να αισθανεται
κατι απο τον ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ.ΕΔΩ ΤΑ ΜΩΡΑΚΙΑ ΤΑ ΑΘΩΑ πρεπει να βαφτιστουνε για να εισελθουνε στον ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ .
Ακούς πολλά πολλά και βλέπεις λίγα από τα ομιλούντα κεφάλια .
Διαγραφήαγγλικά
talking heads
αυτοί έγιναν στόκοι χέντς
να ανοίξουμε τα μάτια της ψυχής μας για να Τον δούμε, είδαμε τα χαΐρια μας και εμάς των βαπτισμένων
Εις ο Θεός ημών ο ποιών θαυμάσια
Από το Σαλής στο σαλός, ένα γράμμα δρόμος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι από το σαλός, στο δια Χριστόν Σαλός - με το χέρι Του - μια δρασκελιά, ένα "συμπάθαμε" κι ένα ευχαριστώ μόνο.
Ωραίος ο Σαλής.
Υπέροχη ψυχή. Ο Θεός να τόν αναπαύσει έν χώρα ζώντων. Οσο για τό πού θα τόν κατατάξει ο Κύριος, αυτό δέν είναι δική μας δουλειά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔική μας δουλειά είναι μόνον να τόν μιμηθούμε. Μπορούμε άραγε;
Μήπως ο ληστής που μαζί με τον Κύριο μπήκε στον Παράδεισο ήταν βαπτισμένος;
ΑπάντησηΔιαγραφή