Σάββατο 25 Ιουνίου 2022

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΜΕΓΑΛΟ ΕΛΛΗΝΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ

ΡΗΓΑΣ ΒΕΛΕΣΤΙΝΛΗΣ ΦΕΡΑΙΟΣ
224 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ
(11/24 ΙΟΥΝΙΟΥ 1798)

 ΒΙΝΤΕΟ


Σύνταξη Κωνσταντίνα Τασιοπούλου


Διακόσια εικοσιτέσσερα χρόνια μας χωρίζουν από τον μαρτυρικό θάνατο του Ρήγα ο οποίος βασανίστηκε και θανατώθηκε διά στραγγαλισμού στις 11/24 Ιουνίου 1798 μαζί με τους επτά Έλληνες συντρόφους του στον πύργο Νεμπόισα στο Βελιγράδι, αφού παραδόθηκαν από τις αυστριακές αρχές στους Τούρκους.

 Ο Ρήγας Βελεστινλής, που γεννήθηκε μεταξύ 1757/1758 στο Βελεστίνο της Θεσσαλίας, υπήρξε ο πρώτος που συνέλαβε το όραμα της απελευθέρωσης των υπόδουλων λαών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που εμπνεύστηκε από τις ιδέες του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης και τις μεταλαμπάδευσε στα Βαλκάνια.

Δείτε το ντοκιμαντέρ παραγωγής του 1999, με θέμα τη ζωή, την εκδοτική δραστηριότητα και το πολιτικό όραμα του Ρήγα Βελεστινλή (Φεραίου). Ιστορικοί, όπως η Αικατερίνη Κουμαριανού και ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος, αποτιμούν την προσωπικότητα και το όραμα της βαλκανικής συνεργασίας του Ρήγα και επισημαίνουν τον ρόλο του στη θεμελίωση του απελευθερωτικού κινήματος κατά της οθωμανικής κυριαρχίας.

Γίνεται αναφορά στο ιστορικό περιβάλλον των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών μέσα στο οποίο διαμορφώθηκαν τα πολιτικά του πιστεύω, στο λόγιο κλίμα του φαναριωτισμού εντός του οποίου ανδρώθηκε και στην επαφή του με την ευρωπαϊκή σκέψη η οποία επηρέασε σημαντικά το νεωτερικό του πνεύμα. Τονίζεται η αποφασιστική επιρροή που άσκησε στην πνευματική διαμόρφωση του Ρήγα η προσωπικότητα του Δημήτριου Καταρτζή.


Αναφέρονται οι σημαντικότεροι σταθμοί της διαδρομής του από τη Ζαγορά στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί στο Βουκουρέστι και στη Βιέννη, όπου ανέπτυξε τη γόνιμη δραστηριότητά του και οργάνωσε το επαναστατικό του κίνημα. 

Στο Βουκουρέστι ο Ρήγας συνέθεσε όλο το έργο του, εκεί τύπωσε και τους χάρτες του και τους περίφημους «θούριους», και συγκεκριμένα κατά την περίοδο 1790 – 1796, μετά δηλ. την επιστροφή του από την Βιέννη. Στη Βιέννη τύπωσε τα βιβλία του «Φυσικής Απάνθισμα» και «Σχολείο των ντελικάτων εραστών» (1790). 

Στη συνέχεια μνημονεύεται η μετάβασή του στην Τεργέστη, η σύλληψή του από τις αυστριακές Αρχές, η φυλάκισή του με την κατηγορία της οργάνωσης επαναστατικού σχεδίου κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η θανάτωσή του το 1798. Με τον θάνατό του επισημαίνεται ότι έθεσε τα θεμέλια μιας νέας πορείας στο απελευθερωτικό ζήτημα απέναντι στην οθωμανική κυριαρχία.

Στο επίπεδο της πολιτικής διοίκησης, παρατίθενται οι φιλελεύθερες απόψεις του Ρήγα για μια ενιαία δημοκρατική διακυβέρνηση που προοριζόταν να καλύψει την ευρύτερη γεωγραφική ζώνη της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και τις δυτικές παρυφές της ασιατικής ηπείρου, οι οποίες διαπνέονταν από το πνεύμα του Διαφωτισμού και τις γαλλικές επαναστατικές ιδέες που ενστερνίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1790.

Ο συγγραφέας Γιώργος Γιάνναρης μιλά για τη συνεισφορά του μέσα από το επαναστατικό τραγούδι. Τέλος, ο ιστορικός Βασίλης Σφυρόερας αναφέρεται στην πρόσληψη του Ρήγα στη σύγχρονη εποχή, στην επικαιρότητα του έργου του και στην επίδραση που άσκησε το όραμα και η μορφή του στις μετέπειτα γενιές.

Μια εκπομπή του Κώστα Χριστοφιλόπουλου

Σκηνοθεσία: Πάνος Κυπαρίσσης


ΡΗΓΑΣ ΒΕΛΕΣΤΙΝΛΗΣ

O Θούριος του Ρήγα είναι ο πιο διαδεδομένος προεπαναστατικός πατριωτικός ύμνος. Στους σαράντα πρώτους στίχους του εξαίρεται η ιδέα της ελεύθερης ζωής και αντηχεί το προσκλητήριο της επανάστασης σε όλους τους βαλκανικούς λαούς και ιδιαίτερα στους Έλληνες, οι οποίοι δεσμεύονται με ιερό όρκο ότι θα αγωνιστούν, για να ελευθερώσουν το σκλαβωμένο γένος τους.

Θούριος 

Ως πότε, παλληκάρια, να ζούμεν στα στενά,
μονάχοι, σαν λιοντάρια, στες ράχες, στα βουνά;
Σπηλιές να κατοικούμεν, να βλέπωμεν κλαδιά,
να φεύγωμ' απ' τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;
Να χάνωμεν αδέλφια, Πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας κι όλους τους συγγενείς;

Καλλιό 'ναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά και φυλακή!

Τι σ' ωφελεί αν ζήσης και είσαι στη σκλαβιά;
Στοχάσου πως σε ψένουν καθ' ώραν στη φωτιά.
Βεζίρης, Δραγουμάνος, Αφέντης κι αν σταθής,
ο Τύραννος αδίκως σε κάμει να χαθής·
δουλεύεις όλ' ημέρα σε ό,τι κι αν σοι πη,
κι αυτός πασχίζει πάλιν το αίμα σου να πιη.
Γκίκας* και Μαυρογένης*, καθρέπτης είν' να ιδής.
Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν, κι αγάδες, με άδικον σπαθί·
κι αμέτρητ' άλλοι τόσοι, και Τούρκοι και Ρωμιοί,
ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμιά 'φορμή.

Ελάτε μ' έναν ζήλον σε τούτον τον καιρόν,
να κάμωμεν τον όρκον επάνω στον Σταυρόν·
συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν,
να βάλωμεν, εις όλα να δίδουν ορισμόν·
οι Νόμοι να 'ν' ο πρώτος και μόνος οδηγός,
και της Πατρίδος ένας να γένη αρχηγός·
γιατί κι η αναρχία ομοιάζει την σκλαβιά·
να ζούμε σαν θηρία είν' πλιο σκληρή φωτιά.
Και τότε, με τα χέρια ψηλά στον ουρανόν,
ας πούμ' απ' την καρδιά μας ετούτα στον Θεόν.

Εδώ σηκώνονται οι Πατριώται ορθοί και, υψώνοντες
τας χείρας προς τον ουρανόν, κάμνουν τον Όρκον:

«Ω Βασιλεύ του Κόσμου, ορκίζομαι σε Σε,
στην γνώμην των Τυράννων να μην ελθώ ποτέ!
Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ
εις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.
Εν όσω ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός,
για να τους αφανίσω, θε να 'ναι σταθερός.
Πιστός εις την Πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν,
αχώριστος για να 'μαι υπό τον στρατηγόν.
Κι αν παραβώ τον όρκον, ν' αστράψ' ο Oυρανός
και να με κατακάψη, να γένω σαν καπνός!»

Ρήγα Βελεστινλή, Απάνθισμα κειμένων,
Βουλή των Ελλήνων




*Σούτζος, Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής, Γκίκας και Μαυρογένης: γνωστά πρόσωπα της εποχής, Φαναριώτες, διερμηνείς και ηγεμόνες, που θανατώθηκαν ύστερα από εντολή του Σουλτάνου.

ΤΟ ΤΕΛΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΘΟΥΡΙΟΥ


 
Ως πότε παλικάρια, να ζούμε στα στενά,
μονάχοι σα λεοντάρια, σταις ράχαις στα βουνά;
Σπηλιαίς να κατοικούμε, να βλέπωμεν κλαδιά,
να φεύγωμ' απ' τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;
Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας, κι όλους τους συγγενείς;
Καλλιώναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνοι, σκλαβιά και φυλακή.
Τι σ' ωφελεί αν ζήσεις, και είσαι στη σκλαβιά;
στοχάσου πως σε ψαίνουν, καθ' ώραν στην φωτιά.
Βεζύρης, δραγουμάνος, αφέντης κι αν σταθής
ο τύραννος αδίκως σε κάμνει να χαθής.
Δουλεύεις όλ' ημέρα, σε ό,τι κι αν σε πη,
κι' αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιη.
Ο Σούτζος, κι' ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής
Γκίκας και Μαυρογένης, καθρέπτης, ειν' να ιδής.
Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν κι' αγάδες, με άδικον σπαθί.
Κι' αμέτρητ' άλλοι τόσοι, και Τούρκοι και Ρωμιοί,
ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμμιά 'φορμή.
Ελάτε μ' έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν,
να κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν
να βάλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν.
Οι νόμοι ναν' ο πρώτος, και μόνος οδηγός,
και της πατρίδος ένας, να γένη αρχηγός.
Γιατί κ' η αναρχία, ομοιάζει την σκλαβιά,
να ζούμε σαν θηρία, είν' πλιο σκληρή φωτιά.
Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον ουρανόν
ας πούμ' απ' την καρδιά μας, ετούτα στον Θεόν.

Εδώ σηκώνονται οι πατριώται ορθοί,
και υψώνοντες τας χείρας προς τον ουρανόν,
κάμνουν τον όρκον.

Όρκος κατά της τυραννίας και της αναρχίας.
Ω βασιλεύ του κόσμου, ορκίζομαι σε σε,
στην γνώμην των τυράννων, να μην έλθω ποτέ.
Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ,
εις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.
Εν όσω ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός,
για να τους αφανίσω, θε νάναι σταθερός.
Πιστός εις την πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν,
αχώριστος για ναμαι, υπό τον στρατηγόν.
Κι αν παραβώ τον όρκον, ν' αστράψ' ο ουρανός,
και να με κατακάψη, να γένω σαν καπνός.

Τέλος του όρκου

Σ' ανατολή και δύσι, και νότον και βοριά,
για την πατρίδα όλοι, νάχωμεν μια καρδιά.
Στην πίστιν του καθ' ένας, ελεύθερος να ζη,
στην δόξαν του πολέμου, να τρέξωμεν μαζί.
Βουλγάροι κι' Αρβανήτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί,
Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινήν ορμή,
Για την ελευθερίαν, να ζώσωμεν σπαθί,
πως είμαστ' αντριωμένοι, παντού να ξακουσθή.
Όσ' απ' την τυραννίαν, πήγαν στην ξενητιά
στον τόπον του καθ' ένας, ας έλθη τώρα πλιά.
Και όσοι του πολεμου, την τέχνην αγροικούν
Εδώ ας τρέξουν όλοι, τυράνους να νικούν.
Η Ρούμελη τους κράζει, μ' αγκάλαις ανοιχταίς,
τους δίδει βιό και τόπον, αξίαις και τιμαίς.
Ως ποτ' οφφικιάλος, σε ξένους Βασιλείς;
ένα να γένης στύλος, δικής σου της φυλής.
Κάλλιο για την πατρίδα, κανένας να χαθή
ή να κρεμάση φούντα, για ξένον στο σπαθί.
Και όσοι προσκυνήσουν, δεν είναι πλιό εχθροί,
αδέλφια μας θα γένουν, ας είναι κ' εθνικοί.

 Μα όσοι θα τολμήσουν, αντίκρυ να σταθούν,
εκείνοι και δικοί μας, αν είναι, ας χαθούν.
Σουλιώταις και Μανιώταις, λιοντάρια ξακουστά
ως πότε σταις σπηλιαίς σας, κοιμάστε σφαλιστά;
Μαυροβουνιού καπλάνια, Ολύμπου σταυρ' αητοί,
κι' Αγράφων τα ξεφτέρια, γεννήστε μια ψυχή.
Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήσετε για μια,
και αίμα των τυράννων, ρουφήστε σα θεριά.
Του Σάββα και Δουνάβου, αδέλφια Χριστιανοί,
με τ' άρματα στο χέρι, καθ' ένας ας φανή,
Το αίμα σας ας βράση, με δίκαιον θυμόν,
μικροί μεγάλ' ομώστε, τυράννου τον χαμόν.
Λεβέντες αντριωμένοι, Μαυροθαλασσινοί,
ο βάρβαρος ως πότε, θε να σας τυραννή.
Μην καρτερήτε πλέον, ανίκητοι Λαζοί,
χωθήτε στο μπογάζι, μ' εμάς και σεις μαζί.
Δελφίνια της θαλάσσης, αζδέρια των νησιών,
σαν αστραπή χυθήτε, χτυπάτε τον εχθρόν.
Της Κρήτης και της Νύδρας, θαλασσινά πουλιά,
καιρός ειν' της πατριδος, ν' ακούστε την λαλιά.
Κι' οσ' είστε στην αρμάδα, σαν άξια παιδιά,
οι νόμοι σας προστάζουν, να βάλετε φωτιά.
Μ' εμάς κι εσείς Μαλτέζοι, γεννήτ' ένα κορμί,
κατά της τυραννίας, ριχθήτε με ορμή.
Σας κράζει η Ελλάδα, σαν θέλει σας πονεί,
ζητά την συνδρομήν σας, με μητρικήν φωνή.
Τι σκέκεις Παζβαντζιόγλου, τόσον εκστατικός;
τεινάξου στο Μπαλκάνι, φώλιασε σαν αητός.
Τους μπούφους και κοράκους, καθόλου μην ψηφάς,
με τον ραγιά ενώσου, αν θέλης να νικάς.
Συλήστρα και Μπραϊλα, Σμαήλι και Κιλί,
Μπενδέρι και Χωτήνι, εσένα προσκαλεί.
Στρατεύματα σου στείλε, κ' εκείνα προσκυνούν
γιατί στην τυραννίαν, να ζήσουν δεν μπορούν.
Γγιουρντζή πλιά μη κοιμάσαι, συκώσου με ορμήν,
τον Προύσια να μοιάσης, έχεις την αφορμήν.
Και συ που στο Χαλέπι, ελεύθερα φρονείς
πασιά καιρόν μη χάνεις, στον κάμπον να φανής.
Με τα στρατεύματά σου, ευθύς να συκωθής,
στης Πόλης τα φερμάνια, ποτέ να μη δοθής.
Του Μισιριού ασλάνια, για πρώτη σας δουλειά,
δικόν σας ένα μπέη, κάμετε βασιλιά.
Χαράτζι της Αιγύπτου, στην Πόλ' ας μη φανή,
για να ψοφήσ' ο λύκος, όπου Σας τυραννεί.
Με μια καρδιάν όλοι, μια γνώμην, μια ψυχή,
χτυπάτε του τυράννου, την ρίζα να χαθή.
Ν' ανάψωμεν μια φλόγα, σε όλην την Τουρκιά,
να τρέξ' από την Μπόσνα, και ως την Αραπιά
Ψηλά στα μπαϊράκια, συκώστε τον σταυρόν,
και σαν αστροπελέκια, χτυπατε τον εχθρόν.
Ποτέ μη σταχασθήτε, πως είναι δυνατός,
καρδιοκτυπά και τρέμει, σαν τον λαγόν κι' αυτός.
Τρακόσοι Γγιρτζιαλήδες, τον έκαμαν να ιδή,
πως δεν μπορεί με τόπια, μπροστά τους να ευγή.
Λοιπόν γιατί αργήτε, τι στέκεσθε νεκροί;
ξυπνήστε μην είστε ενάντιοι κ' εχθροί.
Πως οι προπάτορές μας, ορμούσαν σα θεριά,
για την ελευθερίαν, πηδούσαν στη φωτιά.
Έτζι κ' ημείς, αδέλφια, ν' αρπάξωμεν για μια
τ' άρματα, και να βγούμεν απ' την πικρή σκλαβιά.
Να σφάξωμεν τους λύκους, που στον ζυγόν βαστούν,
και Χριστιανούς και Τούρκους, σκληρά τους τυραννούν.
Στεργιάς και του πελάγου, να λάμψη ο σταυρός,
και στην δικαιοσύνην, να σκύψη ο εχθρός.
Ο κόσμος να γλυτώση, απ' αύτην την πληγή,
κ' ελεύθεροι να ζώμεν, αδέλφια εις την γη.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου