VERDINGKINDER:
ΠΑΙΔΙΑ – ΣΚΛΑΒΟΙ ΣΤΗΝ ΕΛΒΕΤΙΑ
ΠΑΙΔΙΑ – ΣΚΛΑΒΟΙ ΣΤΗΝ ΕΛΒΕΤΙΑ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
Μετάφραση Κ.
Χιλιάδες άνθρωποι στην Ελβετία, οι οποίοι εξαναγκάστηκαν σε παιδική εργασία, απαιτούν αποζημίωση για την κλεμμένη παιδική τους ηλικία. Από τη δεκαετία του 1850, εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά απομακρύνθηκαν από τους γονείς τους και στάλθηκαν σε αγροκτήματα για να εργαστούν, μια πρακτική που συνεχίστηκε και κατά τον 20ο αιώνα.
Ο David Gogniat άκουσε ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα. Ήταν δύο αστυνομικοί. «Τους άκουσα να φωνάζουν και συνειδητοποίησα ότι κάτι πήγαινε στραβά. Κοίταξα έξω και είδα ότι η μητέρα μου τους είχε σπρώξει από τις σκάλες,» λέει. «Στη συνέχεια, μπήκε μέσα και έκλεισε την πόρτα.
Την επόμενη μέρα, ήρθαν τρεις αστυνομικοί. Ένας ακινητοποίησε την μητέρα μου και οι άλλοι με πήραν μαζί τους».
Στην ηλικία των οκτώ, είχε ουσιαστικά απαχθεί και μεταφερθεί σε ένα αγρόκτημα. Ως και σήμερα δεν έχει καμία ιδέα γιατί. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του, ο ίδιος, ο αδερφός του και οι αδελφές του ζούσαν μόνοι τους με τη μητέρα τους.
Ήταν φτωχοί, αλλά τα παιδικά του χρόνια ήταν ευτυχισμένα ώσπου μια μέρα, το 1946, όταν γύρισε στο σπίτι από το σχολείο, είδε πως τα αδέλφια του είχαν εξαφανιστεί. Ένα χρόνο αργότερα, ήταν η σειρά του.
Οδηγήθηκε σε μια παλιά αγροικία και έγινε εργάτης. Ξυπνούσε πριν τις 06:00 και εργαζόταν πριν και μετά το σχολείο. Η ημέρα του τελείωνε μετά τις 22:00. Αυτός ο επιβλητικός άνδρας, στα 70 του, μοιάζει ευάλωτος, καθώς θυμάται τη συχνή βία από τον θετό του πατέρα. «Θα τον περιέγραφα σχεδόν ως τύραννο …τον φοβόμουν.
Ήταν αρκετά οξύθυμος και με χτυπούσε με την παραμικρή αφορμή,» λέει ο Gogniat. Σε μια περίπτωση, όταν ήταν μεγαλύτερος, θυμάται ότι αντέδρασε βίαια ο ίδιος, άρπαξε τον πατριό του, τον έσπρωξε στον τοίχο και ήταν έτοιμος να τον χτυπήσει.
Εκείνος όμως τον απείλησε: «Αν με χτυπήσεις, εγώ θα πω να σε στείλουν σε ίδρυμα». Έτσι ο David υπαναχώρησε. Τα αδέλφια του ζούσαν με οικογένειες σε κοντινό χωριό. Τα έβλεπε σπάνια. Τους έλειπε, πολύ, η μητέρα τους. Αλληλογραφούσαν και υπήρξαν περιστασιακές επισκέψεις.
Μια μέρα η μητέρα του έκανε μια τολμηρή προσπάθεια να πάρει τα παιδιά της πίσω. Ήρθε με ένα ζευγάρι Ιταλών σε ένα Fiat Topolino και είπε ότι θα έπαιρνε τα αδέλφια του για μια βόλτα. Ο David δεν ήταν εκεί, αλλά ήταν το θέμα συζήτησης στο χωριό όταν επέστρεψε εκείνο το βράδυ.
Η αστυνομία έφερε πίσω τα παιδιά τρεις ημέρες αργότερα. «Το γεγονός ότι η μητέρα μου κανόνισε να «απαγάγει» τα παιδιά της και να τα φέρει πίσω στο σπίτι στη Βέρνη μαζί της δείχνει ακριβώς πόσο πολύ είχε αγωνιστεί ενάντια στις αρχές,» λέει ο Gogniat.
Με τον θάνατο της μητέρας του, έκανε μια συγκλονιστική ανακάλυψη. Βρήκε έγγραφα που αποδείκνυαν ότι πλήρωνε χρήματα στις ανάδοχες οικογένειες για τη συντήρηση των τεσσάρων παιδιών της, που είχαν απομακρυνθεί βιαίως από εκείνη και εργάζονταν ως μισθωμένοι εργάτες.
Ο Gogniat, ο αδελφός του και οι δύο αδελφές του ήταν «παιδιά με σύμβαση» ή verdingkinder όπως είναι γνωστά στην Ελβετία.
Η πρακτική της χρησιμοποίησης παιδιών ως φθηνό εργατικό δυναμικό στα αγροκτήματα και τα σπίτια άρχισε την δεκαετία του 1850 και συνεχίστηκε μέχρι το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.
Η ιστορικός Loretta Seglias λέει πως τα παιδιά τα έπαιρναν για «οικονομικούς λόγους τις περισσότερες φορές …μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η Ελβετία δεν ήταν μια πλούσια χώρα, και πολλοί από τους κατοίκους ήταν φτωχοί».
Η γεωργία δεν ήταν μηχανοποιημένη και έτσι τα αγροκτήματα χρειάζονταν την παιδική εργασία. Εάν ένα παιδί έμενε ορφανό, αν ο γονέας ήταν άγαμος, υπήρχε ο φόβος της παραμέλησης ή αν είχε την ατυχία να έχει γεννηθεί φτωχό, οι τοπικές αρχές θα παρέμβαιναν.
Οι αρχές προσπάθησαν να βρουν τον φθηνότερο τρόπο ανατροφής αυτών των παιδιών. Έτσι τα έπαιρναν από τις οικογένειές τους και τα τοποθετούσαν σε ανάδοχες οικογένειες. «Ήθελαν να απομακρύνουν αυτά τα παιδιά από την φτωχή τους οικογένεια και να τα τοποθετήσουν κάπου αλλού, όπου θα μπορούσαν να μάθουν πώς να εργάζονται, καθώς μόνο μέσω της εργασίας θα μπορούσαν να συντηρήσουν τον εαυτό τους ως ενήλικες», λέει η Seglias.
Η αντιμετώπιση των φτωχών με αυτόν τον τρόπο, λέει, ήταν «κοινωνική μηχανική». Εάν ένας γονέας τολμούσε να αντιταχθεί, ήταν ενδεχόμενο να υποστεί τις συνέπειες αυτής της στάσεώς του. «Ήταν πιθανό να τον βάλουν στη φυλακή ή σε ίδρυμα με καταναγκαστική εργασία. Μ’ αυτό τον τρόπο μπορούσαν να ασκούν διαρκή πίεση στους γονείς».
Τα παιδιά στέλνονταν κυρίως σε αγροκτήματα, αλλά όχι πάντα.
Η Sarah (δεν είναι το πραγματικό της όνομα), ζούσε σε ιδρύματα από τη γέννησή της, αλλά το 1972, στην ηλικία των εννέα, στάλθηκε σε ένα σπίτι, σε ένα χωριό, όπου υποχρεωνόταν να καθαρίζει το σπίτι. Καθάριζε πριν και μετά το σχολείο, και το βράδυ καθάριζε γραφεία σε κοντινά χωριά για λογαριασμό της θετής της μητέρας.
Η θετή μητέρα την χτυπούσε τακτικά, λέει, και από την ηλικία των 11 ετών κακοποιούνταν σεξουαλικά από τους γιούς στη διάρκεια της νύχτας. Αυτή είναι η πρώτη φορά που μιλάει για την ιστορία της και τα χέρια της τρέμουν καθώς θυμάται.
«Το χειρότερο ήταν ότι μία αδελφή, είδε μια φορά ένα από αυτά τα παιδιά… ενώ εγώ κοιμόμουν και το είπε στη μητέρα της …που της απάντησε ότι δεν είχε καμία σημασία, καθώς εγώ ήμουν απλά ένα σκουπίδι», λέει η Sarah. Ένας δάσκαλος και ο γιατρός του σχολείου έγραψαν στις αρχές, για να εκφράσουν την ανησυχία τους γι’ αυτήν, αλλά δεν έγινε τίποτα.
Δεν υπήρξε καμία επίσημη απόφαση για τον τερματισμό της χρήσης των παιδιών με σύμβαση. Η Seglias λέει ότι απλώς ο θεσμός άρχισε να φθίνει από τη δεκαετία του 1960 και ’70. Με την μηχανοποιημένη γεωργία, η ανάγκη για παιδική εργασία εξαφανίστηκε. Αλλά η Ελβετία άλλαζε πάρα πολύ. Οι γυναίκες άρχισαν να ψηφίζουν το 1971 και η στάση απέναντι στη φτώχεια και τις ανύπαντρες μητέρες μετεβλήθη.
Βρήκα μια εξαιρετικά πρόσφατη υπόθεση σε ένα απομακρυσμένο μέρος της Ελβετίας.
Το 1979, η μητέρα του Christian βρισκόταν σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Είχε πρόσφατα χωρίσει από έναν βίαιο σύζυγο και χρειαζόταν υποστήριξη. Το κράτος παρενέβη και πήρε τους ηλικίας επτά και οκτώ ετών γιους της σε ένα αγρόκτημα που βρισκόταν πολλές ώρες μακριά με το αυτοκίνητο.
Ο Christian θυμάται να βγαίνει έξω από το αυτοκίνητο και να βλέπει τη μητέρα του και τη γυναίκα από τις κοινωνικές υπηρεσίες να φεύγουν με το αμάξι. «Ο αδελφός μου και εγώ στεκόμασταν σαν χαμένοι μπροστά σε εκείνο το σπίτι και δεν ξέραμε τι να κάνουμε … ήταν μια παράξενη στιγμή, μια στιγμή που ποτέ δεν θα ξεχάσουμε», λέει.
Από την πρώτη μέρα μας έδωσαν φόρμες και πλαστικές μπότες ακριβώς στο νούμερό μας, «επειδή πριν να μας στείλουν εκεί η γυναίκα από τις κοινωνικές υπηρεσίες μας είχε ρωτήσει τι μέγεθος παπούτσια φορούσαμε…
Όταν το σκέφτομαι πιστεύω ότι υπήρχε μια συνειδητοποίηση ότι ο αδελφός μου και εγώ θα εξαναγκαζόμασταν σε εργασία εκεί». Ο Christian λέει ότι υπήρχε δουλειά πριν και μετά το σχολείο, τα σαββατοκύριακα και όλο το χρόνο.
Θυμάται ένα περιστατικό, σε ένα σιλό όπου αποθηκευόταν το κομμένο γρασίδι. «Το χειμώνα είχε αρκετή παγωνιά και εγώ έπρεπε να πηρουνιάζω με αρκετή δύναμη με την πηρούνα και πιεζόμουν και συνέβη ένα ατύχημα καθώς η πηρούνα διαπέρασε το δάχτυλο του ποδιού μου».
Τα εργατικά ατυχήματα, λέει, ποτέ δεν είχαν αναφερθεί στη μητέρα του ή τις κοινωνικές υπηρεσίες. Και αν τα αγόρια δεν δούλευαν αρκετά υπήρχαν επιπτώσεις. Η τροφή τους παρακρατούνταν ως μορφή τιμωρίας. «Ο αδελφός μου και εγώ απλώς πεινούσαμε αυτές τις φορές. Όταν το σκέφτομαι για πέντε χρόνια συνεχώς πεινούσαμε.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο αδελφός μου και εγώ κλέβαμε τρόφιμα», λέει ο Christian.
Θυμάται ότι έκλεψε σοκολάτα από το κατάστημα του χωριού – αν και τώρα που το σκέφτεται πιστεύει ότι οι ιδιοκτήτες γνώριζαν ότι τα αγόρια ήταν πεινασμένα και τους άφηναν να κλέβουν τα καλούδια. Ένας πρώην δάσκαλος του Christian στο τοπικό σχολείο, λέει ότι εκ των υστέρων φαινόταν ότι υποσιτίζονταν.
Αλλά ο Christian θυμάται πως υπήρχαν και πιο σοβαρές συνέπειες αν δεν είχε δουλέψει αρκετά σκληρά, συμπεριλαμβανομένης της βίας. «Λίγο πολύ μας εξανάγκαζαν στην εργασία», λέει. «Υπήρχαν πολλοί ξυλοδαρμοί, ραπίσματα στο πρόσωπο, τράβηγμα των μαλλιών, των αυτιών.
Υπήρχε, επίσης, ένα περιστατικό που θυμίζει κάτι σαν ψευτοευνουχισμό». Ο Christian δεν έχει καμία αμφιβολία γιατί ο ίδιος και ο αδελφός του είχαν τοποθετηθεί στο αγρόκτημα. «Πιστεύω ότι ήμασταν σχετικά φθηνό εργατικό δυναμικό …ήμασταν κερδοφόροι γι’ αυτούς», λέει. «Το αγρόκτημα μεγάλωσε …ήταν πέντε χρόνια σκληρής δουλειάς».
Οι ιστορικοί εκτιμούν ότι υπήρξαν εκατοντάδες χιλιάδες τέτοια παιδιά.
Για ένα χρόνο και μόνο τη δεκαετία του 1930, τα αρχεία δείχνουν πως 30.000 παιδιά είχαν τοποθετηθεί σε ανάδοχες οικογένειες σε όλη την Ελβετία. «Είναι δύσκολο να γνωρίζουμε ακριβώς πόσα παιδιά με σύμβαση ήταν εκεί γιατί τα αρχεία κρατήθηκαν σε τοπικό επίπεδο, και μερικές φορές δεν υπήρχαν καθόλου αρχεία», λέει η Loretta Seglias. «Μερικά παιδιά είχαν, επίσης, τοποθετηθεί από ιδιωτικούς οργανισμούς, ή ακόμη και από τις οικογένειές τους».
Ο βαθμός στον οποίο αντιμετωπίστηκαν αυτά τα παιδιά ως εμπορεύματα αποδεικνύεται από το γεγονός ότι υπάρχουν περιπτώσεις ακόμη και στις αρχές του 20ου αιώνα, όπου οδηγήθηκαν σε μια πλατεία του χωριού και πωλήθηκαν σε δημόσιο πλειστηριασμό.
Η Seglias μου δείχνει κάποιες φωτογραφίες. Ένα παιδί μοιάζει μόλις δύο ετών – σίγουρα αυτή δεν θα μπορούσε να είναι ένα παιδί με σύμβαση; «Θα μπορούσε, να βουρτσίζει τα πατώματα στη θέση μιας καθαρίστριας. Μερικές φορές πήγαιναν ως μωρά στα αγροκτήματα, και όσο μεγάλωναν τόσο περισσότερη δουλειά έκαναν», λέει η Seglias. Στις σπουδές της, μιλώντας σε πρώην παιδιά με σύμβαση βρίσκει επαναλαμβανόμενα θέματα.
Είναι εμφανής η έλλειψη πληροφοριών ξανά και ξανά. «Τα παιδιά δεν γνώριζαν τι τους συμβαίνει, γιατί εστάλησαν μακριά, γιατί δεν μπορούσαν να γυρίσουν στο σπίτι, να δουν τους γονείς τους, γιατί είχαν κακοποιηθεί και κανείς δεν τους πίστευε», λέει. «Το άλλο ζήτημα είναι η έλλειψη αγάπης.
Όντας σε μια οικογένεια ενώ δεν είστε μέλος της οικογένειας, βρίσκεστε εκεί μόνο για εργασία». Αυτή η συνθήκη άφησε ένα καταστροφικό σημάδι στο υπόλοιπο της ζωής των παιδιών.
Μερικοί έχουν τεράστια ψυχολογικά προβλήματα, δυσκολία με το να ασχολούνται με τους άλλους και τις δικές τους οικογένειες. Για άλλους ήταν πάρα πολύ για να το αντέξουν. Κάποιοι αυτοκτόνησαν μετά από μια τέτοια παιδική ηλικία.
Οι επισκέψεις των κοινωνικών λειτουργών
Ο David Gogniat λέει ότι η οικογένεια στην οποία έμενε δεν είχε τηλέφωνο, έτσι ώστε όταν ένας κοινωνικός λειτουργός τηλεφωνούσε σε διπλανό σπίτι για να ανακοινώσει ότι θα ερχόταν, κρεμούσαν ένα λευκό φύλλο από το παράθυρο ως προειδοποίηση προς την ανάδοχη οικογένεια.
Την ημέρα της ετήσιας επίσκεψης ο David δεν ήταν υποχρεωμένος να εργάζεται, και του επιτρεπόταν να πάρει το γεύμα με την οικογένεια στο τραπέζι. «Αυτή ήταν η μοναδική φορά που αντιμετωπιζόμουν ως μέλος της οικογένειας… Η λειτουργός κάθισε στο τραπέζι μαζί μας και μου έκανε μια ερώτηση, αλλά ήμουν πολύ φοβισμένος για να απαντήσω, επειδή ήξερα ότι, αν το έκανα, η ανάδοχη οικογένεια θα με χτυπούσε».
Η Sarah θυμάται ότι οι επισκέψεις είχαν ανακοινωθεί από πριν και ότι υποδέχονταν τους κοινωνικούς λειτουργούς με κέικ, μπισκότα και καφέ. «Καθόμουν στο τραπέζι κι εγώ. Ήταν πάντα όμορφα, ειρωνικά το λέω αυτό, αλλά τουλάχιστον ήξερα ότι θα με αφήναν στην ησυχία μου, και ότι τίποτα δεν επρόκειτο να συμβεί». Ποτέ δεν μίλησε μόνη της σε μια κοινωνική λειτουργό κατά τη διάρκεια της παραμονής της με την οικογένεια.
Ούτε ο Christian θυμάται να έχει δει μια κοινωνική λειτουργό μόνος του. Στον φάκελο του οι κοινωνικοί λειτουργοί έγραψαν ότι ήταν «ευτυχής». Σε μία από τις επιστολές, μια επίσκεψη κοινωνικού λειτουργού ανακοινώνεται και αναφέρεται ότι δεν έχει σημασία αν τα παιδιά βρίσκονται στο σχολείο.
O Christian μου δείχνει επιστολές από τη μητέρα του, που εκδηλώνει την ανησυχία της ότι τα παιδιά είχαν χτυπηθεί, πως ήταν υποσιτισμένα, και εξαναγκάζονταν σε γεωργικές εργασίες. Η μητέρα του οργάνωσε μια ιατρική αξιολόγηση, σε μία από τις σπάνιες επισκέψεις της στο σπίτι, και το συμπέρασμα του γιατρού ήταν ότι ήταν ψυχολογικά και σωματικά εξαντλημένος.
Το γεγονός αυτό ήταν η αφορμή για την απομάκρυνσή του από το αγρόκτημα το 1985, σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών. Ο μεγαλύτερος αδελφός του, έφυγε την ίδια στιγμή. Στη συνέχεια αποστέλλονται σε ένα κρατικό ίδρυμα.
Μια έκθεση που άνοιξε πριν από πέντε χρόνια, και εξακολουθεί να λειτουργεί σήμερα στο υπαίθριο μουσείο του Ballenberg, ξύπνησε την σύγχρονη Ελβετία με ένα σοκ για το σκοτεινό παρελθόν της παιδικής εκμετάλλευσης.
Ο άνθρωπος πίσω από αυτό το εγχείρημα, ο Basil Rogger, λέει ότι από τη δεκαετία του 1920 στις εφημερίδες υπήρχε μια σταθερή ροή φυλλαδίων, αυτοβιογραφιών, και άρθρων για τα δεινά των παιδιών με σύμβαση. Η ιστορία τους δεν ήταν μυστική. Αν θέλατε να ξέρετε γι ’αυτό θα μπορούσατε.
Μέχρι τη στιγμή της έκθεσης, μια γενιά είχε περάσει από τότε που η πρακτική είχε σταματήσει, και υπήρχε αρκετή απόσταση για να την αντιμετωπίσει. Κυρίως, λέει, το κράτος ήταν έτοιμο να αντιμετωπίσει το ζήτημα. Τα παιδιά με σύμβαση που θεωρούσαν ότι οι εμπειρίες τους ήταν εξαίρεση, συνειδητοποίησαν ότι δεν ήταν μόνοι τους, και άρχισαν να μοιράζονται τις ιστορίες τους.
Οι επισκέπτες, επίσης, άρχισαν να κάνουν ερωτήσεις στη δική τους οικογένεια –ο Rogger λέει ότι όταν συναντούσε τους ανθρώπους, εβδομάδες μετά την έκθεση, του έλεγαν ότι κάποιος στην οικογένειά τους ήταν ένα παιδί με σύμβαση.
«Έτσι οι άνθρωποι έλαβαν γνώση του συστήματος αυτού που ήταν διαδεδομένο, διότι σχεδόν κάθε Ελβετός γνωρίζει κάποιον που τοποθετήθηκε σε ανάδοχη οικογένεια».
Τα τελευταία χρόνια έχει υπάρξει μια διαδικασία εθνικής ενδοσκόπησης.
Πέρυσι μια επίσημη συγγνώμη δόθηκε στα παιδιά με σύμβαση, καθώς και για άλλα θύματα των κατασταλτικών μέτρων του κράτους – όπως για τους ανθρώπους που υποχρεώθηκαν σε στείρωση ή που κρατήθηκαν παρανόμως.
Το ελβετικό Κοινοβούλιο, το Bundeshaus βουίζει. Ο επιχειρηματίας Guido Fluri συγκέντρωσε 100.000 υπογραφές σε μια καμπάνια που θα μπορούσε να θέσει το ζήτημα της αποζημίωσης σε ένα εθνικό δημοψήφισμα.
Είναι έκκληση για ένα πακέτο αποκατάστασης των περίπου 500 εκατομμυρίων ελβετικών φράγκων (327 εκατομμύρια λίρες Αγγλίας), για τα 10.000 παιδιά με σύμβαση που εκτιμάται πως ζουν ακόμη σήμερα, καθώς και για άλλους ανθρώπους που αδικήθηκαν εξ αιτίας των καταναγκαστικών μέτρων της πολιτείας. Η καμπάνια ξεκίνησε τον Απρίλιο.
Ο Fluri λέει η επιτυχία της δείχνει με πόση συμπάθεια βλέπουν οι Ελβετοί τα παιδιά με σύμβαση. Συζητά με πολιτικούς του κοινοβουλίου για να κερδίσει την υποστήριξή τους για την καμπάνια.
Εξηγεί στους βουλευτές τα δεινά των επιζώντων – «οι άνθρωποι που υπέφεραν για δεκαετίες, οι οποίοι πολέμησαν, οι οποίοι δεν μπόρεσαν ποτέ να φύγουν από τα χαρακώματα τους, που κρύβονταν, που ντρέπονταν για την ιστορία τους …μερικοί από τους οποίους ζουν στο περιθώριο». Δεν είναι μόνο τα χρήματα, λέει. «Αυτό που είναι σημαντικό είναι να δείξει τον δρόμο προς την αναγνώριση της τεράστιας ταλαιπωρίας που υπέστησαν αυτοί οι άνθρωποι».
Η Ένωση Αγροτών συμφωνεί με την αρχή της αποζημίωσης, αλλά είναι ανένδοτη στο ότι οι αγρότες δεν θα πρέπει να συνεισφέρουν. Θα πρέπει να κατανοηθεί η εποχή που τα παιδιά αυτά τοποθετούνταν σε ανάδοχες οικογένειες, λέει ο πρόεδρος της Ένωσης Markus Ritter.
Οι δήμοι και οι εκκλησίες δεν είχαν χρήματα. Οι αγροτικές οικογένειες κλήθηκαν να αναλάβουν τα παιδιά που περνούσαν δύσκολα οικονομικά ή είχαν έναν γονέα, ώστε οι αγρότες επιτελούσαν κοινωνικό λειτούργημα.
Αναγνωρίζει ότι έγινε κατάχρηση; «Έχουμε λάβει πολλά σχόλια από τα παιδιά που έζησαν πολύ καλά… Αλλά γνωρίζουμε επίσης ότι ορισμένα παιδιά δεν αντιμετωπίστηκαν σωστά».
Ο Guido Fluri λέει πως αυτή η κοινωνική επανεξέταση είναι απελευθερωτική για ορισμένα από τα πρώην παιδιά με σύμβαση.
Πολλοί ηλικιωμένοι άνθρωποι έρχονται με δεκανίκια και σε αναπηρικές καρέκλες στο γραφείο του για να συζητήσουν τις ιστορίες τους. Μια μέρα βρήκε ένα ποίημα στο γραφείο του.
Για άλλους, η δημόσια συζήτηση είναι δύσκολη, και ο Fluri έλαβε απειλητικά για τη ζωή του σημειώματα. «Πολλοί που έχουν βιώσει μια τέτοια σοβαρή ταλαιπωρία αισθάνονται ότι οι πληγές θα ξανανοίξουν», λέει. «Μπορείτε να καταλάβετε. Είναι εντελώς συγκλονισμένοι από την κατάσταση».
Έχει περάσει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα για να υπάρξει κίνητρο για αποζημίωση, και θα μπορούσαν ακόμα να περάσουν πολλά χρόνια κοινοβουλευτικών διαβουλεύσεων πριν να γίνει πραγματικότητα.
Η Loretta Seglias λέει ότι το ζήτημα της αποζημίωσης είναι περίπλοκο στην Ελβετία. «Υπάρχει αυτός ο φόβος στο να πρέπει να καταβληθεί αποζημίωση … Κάποιοι θα πουν: Ποιός άλλος θα εμφανιστεί να ζητήσει κάποια αποζημίωση;» Η εμπειρία των πολεμικών αποζημιώσεων έχει αφήσει ουλές.
Ο David Gogniat, ο οποίος άφησε την ανάδοχη οικογένειά του, όταν ήταν δεκαέξι ετών, τώρα είναι εβδομηνταπέντε.
Διοικεί μια επιτυχημένη επιχείρηση με φορτηγά. Ήρθε με τη σύζυγό του στο αρχείο, στη Βέρνη. Από τον Ιούλιο, επιτράπηκε σε πρώην παιδιά με σύμβαση να έχουν πρόσβαση στα αρχεία της παιδικής τους ηλικίας.
Ο David άρχισε την αναζήτηση στο παρελθόν του πριν από δύο μήνες. Περιμένει νευρικά έξω στον ήλιο του φθινοπώρου. «Κατ’ εμέ, το αντιλαμβάνομαι σαν να υπήρχε κάποιο είδος συμφωνίας μεταξύ των αγροτών και των υπηρεσιών για να παρέχουν τα παιδιά ως φτηνό εργατικό δυναμικό», λέει.
Αλλά το μόνο που θέλει να ξέρει είναι ένα πράγμα: «Ποιός ήταν υπεύθυνος για το γεγονός ότι τα πήραν από τα σπίτια τους;» Ο ίδιος αποδέχεται ότι μπορεί να καταλήξει να απογοητευτεί, αλλά σκέφτεται ότι και αυτό θα μπορούσε να τον βοηθήσει να προχωρήσει. Με το που μπαίνει μέσα βρίσκεται σε μια σύγχρονη αίθουσα από γυαλί.
Η Yvonne Pfaffli, που έχει βρει τον φάκελό του, έρχεται με δύο αρχεία. Αφήνω τον David μόνο του για να μπορέσει να τα απορροφήσει όλα. Λίγο αργότερα επιστρέφει, νωρίτερα από ό, τι περίμενα.
« Ήρθαν στο φως πράγματα που δεν είχα ακούσει ή δει πριν και νομίζω ότι πρέπει να τα δω ξανά κάποια άλλη φορά», λέει. Αργότερα, μου λέει έμαθε κάτι για τον πατέρα του, και κάποιες ενδιαφέρουσες οικονομικές πληροφορίες, αλλά δεν αποκαλύπτει λεπτομέρειες. Απλώς φαίνεται ανακουφισμένος που βρέθηκαν στα χέρια του τα αρχεία της παιδικής ηλικίας του.
Έχοντας πραγματοποιήσει πολλές επισκέψεις στο αρχείο θα προσπαθήσει τώρα να συνθέσει τα μυστήρια του παρελθόντος του. Πολλοί άνθρωποι έχουν μεγάλα κενά στις γνώσεις τους, λέει η Pfaffli.
Μπορούν να θυμούνται να τους παίρνουν μακριά μέσα σε ένα μαύρο αυτοκίνητο, χωρίς να έχουν ποτέ μάθει το γιατί. «Δεν ήξεραν ότι θα μπορούσε να είναι το αποτέλεσμα του διαζυγίου των γονιών τους», λέει.
«Αυτά είναι πολύ μεγάλα ερωτήματα, και πολλοί είναι νευρικοί, και πολλοί πιθανόν να φοβούνται να διαβάσουν αυτά τα αρχεία, επειδή δεν ξέρουν τι να περιμένουν, αλλά από την άλλη πλευρά είναι εξαιρετικά ευγνώμονες για το ότι υπάρχουν αυτά τα αρχεία».
Τα έγγραφα έχουν συνήθως γραφτεί από το προσωπικό των υπηρεσιών και η οπτική τους μπορεί να είναι πολύ διαφορετική από εκείνη του παιδιού. Συνήθως δεν γίνεται καμία αναφορά κακοποίησης.
Η Sarah, που τώρα είναι 51 χρόνων, άφησε την ανάδοχη οικογένειά της στα δεκαπέντε της για ένα επιμορφωτικό σεμινάριο και ποτέ δεν επέστρεψε.
Έχει κι εκείνη παραλάβει το αρχείο της, αν και σοκαρίστηκε από ορισμένες σημαντικές παραλείψεις. Τα γράμματα από τον γιατρό και τον δάσκαλο του σχολείου της όπου εκφράζουν την ανησυχία τους για τον τρόπο που την μεταχειρίζονταν στην ανάδοχη οικογένεια, λείπουν, λέει.
Ούτε υπάρχει ένα γράμμα από τις τοπικές αρχές, που ζητούν συγγνώμη για την τοποθέτησή της σε μια ακατάλληλη οικογένεια, το οποίο λέει ότι είχε τη δυνατότητα μονάχα να διαβάσει αλλά να μην το κρατήσει.
Με τη βοήθεια του δικτύου Verdingkinder προσπαθεί να τα εντοπίσει. «Αυτό που επίσης λείπει είναι το κομμάτι που εξηγεί γιατί τοποθετήθηκε στην εν λόγω οικογένεια εξ αρχής, ποιός έλαβε αυτήν την απόφαση, γιατί χρειάστηκε να γίνει έτσι και γιατί τα αρχεία δεν είναι πλήρη», λέει. «Και αυτό είναι κρίμα.
Το μόνο που θέλουμε είναι η ιστορία μας, και τότε μπορούμε να κλείσουμε αυτό το κεφάλαιο… μπορεί οι αρχές απλά να υποκρίνονται ότι μας βοηθούν. Για μένα υπάρχει ένα ερωτηματικό».
Ο Christian πήρε τα αρχεία του τον περασμένο Ιούλιο.
«Είναι πάρα πολύ σημαντικό. Είναι η ζωή μου. Είναι, επίσης, σημαντικό να συμφιλιώνεσαι με αυτό με ένα ιστορικό και επιστημονικό τρόπο», λέει. Έχει πολλά ερωτήματα: γιατί τοποθετήθηκαν μακριά, και γιατί τόσο μακριά από τη μητέρα τους; Μήπως οι αρχές γνώριζαν τη δουλειά που έκαναν;
Μήπως ξέρουν για την πολιομυελίτιδα-αρθρίτιδα από την οποία υπέφερε, ενώ ζούσε με την ανάδοχη οικογένεια; Λέει ότι η έκθεση από ψυχολόγο, που προκάλεσε την απομάκρυνσή του από το αγρόκτημα, λείπει. Εξακολουθεί να μελετά τις 700 σελίδες.
Μου δείχνει επιστολές από τη μητέρα του, που τεκμηριώνουν την ανησυχία της για την υγεία των γιων της και για το γεγονός ότι δεν είχαν τη δυνατότητα να πάνε στο γυμνάσιο. Υπάρχει μια σύμβαση με τον γεωργό που δείχνει τη συνεισφορά των γονιών του στην ανάδοχη οικογένεια με 900 ελβετικά φράγκα το μήνα, ποσό που αυξήθηκε αργότερα.
Αλλά μερικά πρώην παιδιά με σύμβαση δεν βρήκαν κανένα αρχείο. «Είτε έχουν καταστραφεί εδώ και πολύ καιρό, είτε πιο πρόσφατα,» λέει η ιστορικός Loretta Seglias. «Κάποιοι παίρνουν απαντήσεις… άλλοι, όχι».
Μια συνάντηση που δεν έγινε
Οι θετοί γονείς του Christian συμφωνούν να με συναντήσουν και είναι ανοικτοί στο να συναντήσουν και τον ίδιον. Ένα πρωί ξεκινάμε για την εξοχή. Πριν μπούμε στο αυτοκίνητο, ο Christian μού λέει ότι δεν περιμένει από κανέναν συγγνώμη, αλλά μιλώντας για το τι συνέβη, σκέφτεται, ότι ίσως προβληματιστούν σχετικά με το πώς συμπεριφέρονταν.
Καθώς οδηγούμε στην εξοχή το τοπίο είναι μαγευτικό. Ο Christian κοιτάζει έξω από το παράθυρο. «Αισθάνομαι ανάμεικτα συναισθήματα. Το τοπίο μου έδινε παρηγοριά ως παιδί αλλά και τώρα, αλλά είμαι και λίγο άφωνος. Είναι δύσκολο… νοιώθω νευρικός, καθώς δεν έχω κάποια ιδέα για το τί θα συμβεί εκεί».
Καθώς μπαίνουμε στο χωριό, ο Christian βλέπει το κατάστημα του χωριού, όπου συνήθιζαν να κλέβουν τη σοκολάτα ως παιδιά. Έχει ανακαινιστεί μετά από τρεις δεκαετίες. Γίνεται ολοφάνερα ανήσυχος καθώς πλησιάζουμε το αγρόκτημα. Θέλει να παραμείνει σε ένα κοντινό ποτάμι, όσο παίρνω τη συνέντευξη. Πλησιάζω την αγροικία που μοιάζει με καρτ ποστάλ.
Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, ο αγρότης και η σύζυγός του εμφανίζονται. Συμφωνούν να μιλήσουμε, αλλά υπό τον όρο της ανωνυμίας. Αρνούνται όλους τους ισχυρισμούς του Christian – τους περιγράφουν ως «ψέματα». Λένε πως τα παιδιά δεν εργάστηκαν ποτέ πριν ή μετά το σχολείο …ίσως κατά τη διάρκεια των διακοπών να καθάρισαν τους στάβλους.
Και επιμένουν ότι ποτέ δεν ήταν βίαιοι προς τον Christian ή τον αδελφό του. «Όχι. Δεν πρέπει να χτυπάς τα παιδιά», λέει ο αγρότης. «Αντιθέτως», λέει η σύζυγός του, «με αγκαλιές προσπαθήσαμε, με αγάπη». Αναφέρω τον ψευτοευνουχισμό, «Χα, ευνουχισμός!», φωνάζει ο γεωργός. «Τι άλλο; Τι αναμνήσεις που έχει!»
Εξοργίζεται όταν λέω ότι ο Christian είπε ότι αισθάνθηκε σαν να ήταν ένα παιδί με σύμβαση. «Όχι, δεν ήταν ένα παιδί με σύμβαση, δεν ήταν έτσι, τους είχαμε σαν να ήταν δικά μας παιδιά», λέει ο αγρότης.
Ρωτώ πώς αισθάνεται τρεις δεκαετίες μετά να υπάρχουν αυτοί οι ισχυρισμοί που διατυπώθηκαν εναντίον τους.
«Είναι μια θλιβερή αίσθηση, αισθάνομαι μεγάλη λύπη», λέει ο αγρότης. Η σύζυγός του, προσθέτει: «Ήμουν τόσο προσκολλημένη σε αυτά τα δύο». Αλλά, εν τέλει, αρνούνται να δουν τον Christian. «Τον συγχαίρω για αυτά τα ψέματα που μαγείρεψε!», μου λέει.
Ο αγρότης προσθέτει: «Εγώ ούτε τη πλάτη μου δε θα γύρναγα να δει». Στη συνέχεια, λέω στον Christian πως δεν θα υπάρξει συνάντηση. «Κατά κάποιο τρόπο αυτό με λυπεί πάρα πολύ, επειδή καθώς βρέθηκα εδώ, είχα την ευκαιρία να μιλήσω για μένα… είχα προετοιμαστεί να του μιλήσω και θα ήθελα να έρθει αντιμέτωπος με αυτές τις ερωτήσεις κατά πρόσωπο και να δω αν ο ίδιος θα μου έλεγε ότι οι ισχυρισμοί μου ήταν ψεύτικοι.
«Ο Christian περπατά πίσω προς το αυτοκίνητο, κουτσαίνοντας λόγω της αρθρίτιδας του. Στο δρόμο της επιστροφής είναι σιωπηλός. Λίγο πριν φτάσει στο σπίτι, μου λέει ότι έχει την ίδια αίσθηση τρόμου που είχε, όταν επέστρεφε πίσω στο αγρόκτημα. Φαίνεται εύθραυστος.
«Δεν ξέρω που θα με βγάλει το ταξίδι μου, ξέρω ότι θέλω να αγωνιστώ για κάτι που πρέπει να γίνει», λέει. «Και θέλω να αναλάβω την ευθύνη όχι μόνο για τον αδελφό μου και τον εαυτό μου, αλλά και για τους άλλους από την γενιά μου». Επειδή όλα συνέβησαν πολύ καιρό πριν, δεν είναι πλέον δυνατό να διωχθεί ποινικά ο γεωργός, αν οι αρχές το θελήσουν.
Πολύ λίγες ποινικές διώξεις έχουν πραγματοποιηθεί κατά των θετών γονέων των παιδιών με σύμβαση ή κατά των αποτυχημένων κοινωνικών λειτουργών. [σημ. Άλλωστε ποια ουσιαστική σημασία έχει κάτι τέτοιο;]
Το σπίτι της Sarah καλύπτεται με φωτογραφίες των παιδιών και των εγγονών της. Έχει έναν ευτυχισμένο γάμο.
Η οικογένειά της δεν ξέρει τίποτα από την παιδική της ηλικία. Κρατά τον φάκελο που περιέχει τα αρχεία της μακριά από το σπίτι και έτσι δεν υπάρχει κίνδυνος να τον ανακαλύψουν.
Παρακολουθεί μαζί με άλλα πρώην παιδιά με σύμβαση συναντήσεις υποστήριξης σε άλλη πόλη κι έτσι δεν υπάρχει περίπτωση να την αναγνωρίσουν. «Δεν θέλω να σταθεί τίποτε εμπόδιο στο δρόμο των παιδιών μου, δεν θέλω να τα αντιμετωπίζουν υποτιμητικά λόγω του παρελθόντος μου», λέει. «Τα παιδιά με σύμβαση ακόμα δεν έχουν βρει τη θέση τους στην κοινωνία, εξακολουθούμε να θεωρούμαστε χαμηλότερου επίπεδου, ή ακόμα και περιθώριο. Γι’ αυτό θα προτιμούσα οι γείτονες να μην ξέρουν».
Ο David Gogniat πρόεδρος του Συλλόγου Μεταφορέων στη Βέρνη, καθώς και ορισμένα μέλη ανακάλυψαν πρόσφατα ότι ήταν παιδιά με σύμβαση. «Στη συνέχεια, αποδείχθηκε πως άνθρωποι που είχαν κάνει επιχειρήσεις, είχαν μεγαλώσει ακριβώς σαν κι εμένα», λέει. «Αργότερα ίδρυσαν ένα σύλλογο και πριν από μερικές εβδομάδες με κάλεσαν να τον επισκεφθώ, οπότε τώρα είμαι μέλος».
Στόχος του είναι να πάρει αποζημίωση για τα πρώην παιδιά με σύμβαση. «Ήμουν τυχερός να είμαι υγιής, έτσι ήμουν σε θέση να εργαστώ και κατάφερα να φτιάξω μια ζωή για τον εαυτό μου», λέει. «Αλλά πολλοί δεν ήταν τόσο τυχεροί».
Ο Christian, τώρα 42 ετών, είναι καλλιτέχνης.
Το σπίτι του είναι διακοσμημένο με γλυπτά και φωτογραφίες. Η επιλογή καριέρας του δεν είναι τυχαία. «Ο αδελφός μου και εγώ ποτέ δεν είχαμε ενθαρρυνθεί να βάλουμε τα συναισθήματά μας σε λόγια, να τα περιγράψουμε, και φυσικά να τα εκφράσουμε χωρίς φόβο», λέει.
«Κάπως ένιωσα ότι με την τέχνη έμαθα να μιλώ για εσωτερικές σκέψεις μου, να περιγράφω τις εικόνες μέσα μου και, επίσης, για τις εξωτερικές εντυπώσεις και εικόνες, έτσι αυτή η επιλογή ήταν πολύ, πολύ σημαντική για μένα».
Η σχέση του με τη μητέρα του έχει υποστεί ζημιά. «Αυτά τα γεγονότα έχουν διαλύσει εντελώς την οικογένειά μου», λέει. Η μητέρα του συμφωνεί. «Θα έλεγα ότι έχουμε απομακρυνθεί, δεν έχουμε πολλά κοινά σημεία», λέει. «Είναι πολύ δύσκολο, ακόμα και τώρα».
Ο Christian λέει ότι οι εμπειρίες της παιδικής ηλικίας του, του έχουν αφήσει τεράστιες ουλές. «Καταλαβαίνεις πως είσαι διαφορετικός, αλλά δεν θέλεις να είσαι διαφορετικός, θα ήθελες με κάποιον τρόπο να ήσουν φυσιολογικός, θα ήθελες να προσποιηθείς πως αυτό κατά κάποιο τρόπο ποτέ δεν συνέβη».
***
Είναι προφανές, ότι δεν ηταν αλλά ούτε και είναι όλοι οι Ελβετοί πλουσιοι. Ενδιαφέρον πολύ το άρθρο. Στην Ελλάδα υπήρχαν κάποτε οι παραγιοι, αλλά και τα κορίτσια που από μικρή ηλικία έστελναν οι γονείς, λόγω μεγάλης φτωχιας, σε πλούσια σπίτια να εργαστουν σε βοηθητικές δουλειες.
ΑπάντησηΔιαγραφή