Οίμος-Αθήνα
Πέμπτη 25 Απριλίου 2024
ΡΕΤΡΟ 39.0 TO 1985 ΠOY ΘYMIZEI ENTONA TO ΣHMΕΡA
ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΥΠΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΝ ΜΑΝΔΥΑΝ (1985-2024)
ΒΙΝΤΕΟ
Επιμελείται και σχολιάζει
ο Κωνσταντίνος Ι. Βαθιώτης
«Κατά βάθος καμία διαφορά δεν υπάρχει μεταξύ των κομμάτων. Όπως λέει ο λαός: όλοι οι γύφτοι μια γενιά και ο καυγάς για το πάπλωμα!»
Στην εφημερίδα «Ελληνικός Κόσμος» της 21ης Ιουλίου 1985 (σελ. 8) είχε δημοσιευθεί ένα άρθρο του Μιχ. Μπρούζου με τίτλο «Δικτατορία υπό κοινοβουλευτικόν μανδύαν».
38 χρόνια μετά την δημοσίευσή του, το άρθρο αυτό συγκλονίζει τον σημερινό αναγνώστη, αφού, διαβάζοντάς το, συνειδητοποιεί ότι επί μισόν περίπου αιώνα οι πολιτικοί που διεκδικούν την ψήφο του δήθεν «κυρίαρχου λαού» συμπεριφέρονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο: προπαγανδίζουν την Δημοκρατία και τα παράγωγά της, αλλά στην πραγματικότητα χρησιμοποιούν το όνομά της ως παραπλανητικό κέλυφος ενός αβγού που περιέχει τον ακριβώς ανάποδο κρόκο.
Ανέκαθεν, δηλαδή, οι πολιτικοί επικαλούνταν το δελεαστικό όνομα του θεωρητικώς βέλτιστου πολιτεύματος, για να συσκοτίζουν τις αυταρχικές-δικτατορικές βλέψεις τους.
Ανέκαθεν οι πολιτικοί ανήκαν σε ένα κλειστό ελιτίστικο κλαμπ, σε αυτό που ο συντάκτης του άρθρου αποκαλεί «συντεχνία επαγγελματιών πολιτικών», μέσα στο οποίο προσπαθούν με νύχια και με δόντια να εδραιώσουν την θέση τους, επιλέγοντας κάθε φορά εκείνο το μακιγιάζ που θα είναι το καταλληλότερο για να τους εξασφαλίσει την παραμονή τους εντός της προνομιούχου ελίτ.
Φυσικά, είναι παντελώς αδιάφορο αν τα χρώματα του μακιγιάζ είναι εναρμονισμένα με την «ιδεολογία» που φέρεται να πρεσβεύει ο επαγγελματίας πολιτικός.
Αν χρειαστεί να ασπασθεί μια άλλη «ιδεολογία», που την δεδομένη στιγμή φαίνεται να έχει στον λαό μεγάλη πέραση, θα το πράξει άνευ τύψεων συνειδήσεως, σαν τον ποδοσφαιριστή που μεταγράφεται σε άλλη ομάδα, εφόσον ο Πρόεδρός της του τάζει περισσότερα χρήματα.
Οι πολιτικοί και ποδοσφαιρικοί συναισθηματισμοί ανήκουν στο μακρινό παρελθόν του ντεμοντέ ηθικού ρομαντισμού.
Ανέκαθεν οι πολιτικοί ψήφιζαν τα νομοσχέδια όχι κατά συνείδησιν, αλλά με γνώμονα την κομματική πειθαρχία. Η δαμόκλειος σπάθη της σατραπικής διαγραφής τους σε περίπτωση που θελήσουν να παρεκκλίνουν από την γραμμή του κόμματος τούς καθιστά εκβιάσιμα ανθρωπάρια, έτοιμα να υποκύψουν ως βδελυροί οσφυοκάμπτες στην σφυρίχτρα του τσοπάνη-αρχηγού τους.
Ανέκαθεν οι πολιτικοί ήταν μαριονέτες –νευρόσπαστα, όπως τα αποκαλεί και ο συντάκτης του άρθρου, δανειζόμενος προφανώς τον όρο που είχε χρησιμοποιήσει στο ομότιτλο δοκίμιό του ο Χάινριχ φον Κλάιστ– που ανοιγοκλείνουν το στόμα τους και κουνούν τα χέρια και τα πόδια τους ανάλογα με το πώς κινεί τα νήματά τους ο προϊστάμενός τους, ο προεδρικός μαριονετίστας τους, ο οποίος, βεβαίως, με την σειρά του, δεν είναι παρά η μαριονέτα που καθοδηγείται από έναν ανώτερο, υπερεθνικό μαριονετίστα, η τελική μορφή του οποίου καταλήγει, διά της περίφημης probatio diabolica, να είναι ο διαβόητος «αόρατος μαριονετίστας» (κατά την πιραντελική έκφραση του θεατρικού έργου «Ο άνθρωπος, το κτήνος και η αρετή», μτφ.: Ερ. Μπελιές, εκδ. Ηριδανός, Αθήνα 2007, σελ. 33) ή, για όσους αναζητούν σε άλλο πεδίο μιαν ακριβέστερη εξήγηση, ο Αντίχριστος παγκόσμιος κυβερνήτης.
Ανέκαθεν το πολίτευμά μας ήταν δικτατορία που φορά την μάσκα της δημοκρατίας, με άλλα λόγια είναι δικτατορία «έξυπνη», «βελούδινη», «υβριδική», εν τέλει «κοινοβουλευτική» ή, κατά την φράση του Γεωργίου Μαύρου, την οποία αναδεικνύει ο συντάκτης του ρετρό κειμένου, «δικτατορία υπό διάτρητον κοινοβουλευτικόν μανδύαν».
Ως εκ τούτου, ακόμη και η επταετία της χούντας των Συνταγματαρχών δεν ήταν μια δικτατορική παρένθεση μεταξύ δύο δημοκρατικών φάσεων, αλλά η αναστολή μιας διαρκούς δικτατορίας, οι ηγέτες της οποίας, αντί για πηλίκιο και στρατιωτικές στολές, φορούσαν μάσκες και κοστούμια!
Άκρως διαφωτιστική για την κίβδηλη μορφή δημοκρατίας, που τείνει να λάβει επιδημικές διαστάσεις κατά την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, είναι η επισήμανση της (δυστυχώς συστημικής) δημοσιογράφου Αν Άπλμπαουμ (Anne Applebaum) στο βιβλίο της «Το λυκόφως της δημοκρατίας. Η σαγήνη του απολυταρχισμού» (μτφ.: Μ. Αστερίου, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2022, σελ. 33/34):
«Ένα μονοκομματικό κράτος δεν είναι αναγκαστικά κράτος χωρίς καθόλου αντιπολιτευτικά κόμματα. Ενώ το Κομμουνιστικό Κόμμα του Λένιν και το Ναζιστικό Κόμμα του Χίτλερ συνελάμβαναν και δολοφονούσαν τους αντιπάλους τους, υπάρχουν πολλά παραδείγματα μονοκομματικών κρατών, ακόμη και πολύ βάναυσων, που επέτρεπαν κάποια περιορισμένη αντιπολίτευση, έστω και μόνο για τα μάτια του κόσμου.
Από το 1945 έως το 1989, πολλά κομμουνιστικά κόμματα της ανατολικής Ευρώπης επέτρεπαν σε αντίπαλα κόμματα […] να παίζουν ρόλο στο κράτος, στο νόθο “κοινοβούλιο” ή στη δημόσια ζωή.
Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν πολλά παραδείγματα […] de facto μονοκομματικού κράτους, που ελέγχει τους κρατικούς θεσμούς και την περιορισμένη ελευθερία της οργάνωσης και του λόγου, αλλά επιτρέπει να υπάρχει μια εικονική αντιπολίτευση, εφόσον δεν απειλεί το κυβερνών κόμμα.
Αυτή η μορφή ήπιας δικτατορίας δεν χρειάζεται μαζική βία για να παραμείνει στην εξουσία. Αντιθέτως, στηρίζεται σε διάφορες ελίτ για να στελεχώνουν τη δημόσια διοίκηση, τα κρατικά μέσα ενημέρωσης, τα δικαστήρια, και σε μερικές χώρες τις κρατικές εταιρείες.
Αυτοί οι σύγχρονοι γραφιάδες κατανοούν τον ρόλο τους, που είναι να υπερασπίζονται τους ηγέτες, όσο ανειλικρινείς κι αν είναι οι δηλώσεις τους, όσο μεγάλη κι αν είναι η διαφθορά τους και όσο καταστροφικές κι αν είναι οι επιπτώσεις για τους απλούς ανθρώπους και τους θεσμούς. Γνωρίζουν πως σε αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες τους θα ανταμειφθούν και θα προαχθούν.
Στενοί συνεργάτες του κομματικού ηγέτη μπορούν να γίνουν πολύ πλούσιοι με την παραχώρηση από το κράτος επικερδών συμβολαίων ή θέσεων στο διοικητικό συμβούλιο κρατικών εταιρειών, χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να ανταγωνιστούν γι’ αυτές τις θέσεις.
Άλλοι μπορούν να βασίζονται στον μισθό που παίρνουν από το Δημόσιο και στην προστασία τους από κατηγορίες για διαφθορά ή ανικανότητα. Όσο κακές και αν είναι οι επιδόσεις τους, δεν θα χάσουν τη δουλειά τους».
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ευφυΐα για να αντιληφθεί κανείς ότι η ανωτέρω περιγραφή του de facto μονοκομματικού καθεστώτος, της ήπιας δικτατορίας με το νόθο κοινοβούλιο, την εικονική αντιπολίτευση και τους αμέτρητους γραφιάδες της ελίτ που προπαγανδίζουν νυχθημερόν την αυταρχική και μισάνθρωπη ατζέντα της Νέας Τάξης Πραγμάτων, ταιριάζει γάντι στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Είναι εντυπωσιακό ότι την μομφή του μονοκομματικού ολοκληρωτικού κράτους είχε προσάψει το 1963 ο Γεώργιος Παπανδρέου στην κυβέρνηση της ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή μετά την δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη στην Θεσσαλονίκη από παρακρατικούς, σε συνδυασμό με τις προηγηθείσες εκλογές της βίας και νοθείας του 1961.
Από το βήμα της Βουλής ο Παπανδρέου είχε πει τα εξής λόγια (Πρακτικά των Συνεδριάσεων της Βουλής των Ελλήνων, 23.07.1963, σελ. 55· βλ. και Εύη Γκοτζαρίδη, Η ζωή και ο θάνατος του Γρηγόρη Λαμπράκη. Ένας ειρηνιστής στη δίνη του εμφύλιου διχασμού, εκδ. ΚΨΜ, Αθήνα 2023, σελ. 369):
«Τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης ήλθον ως μία πρόσθετος πλήρης απόδειξις ότι η δημοκρατία δεν υπάρχει. Δημοκρατία σημαίνει ισότης, Ελευθερία, Αρετή. Και απεδείχθη ότι ούτε Ισότης, ούτε Ελευθερία, ούτε Αρετή υπάρχει. Είναι ο νόμος των τρικύκλων και οι συμμορίαι, αι οποίαι εμφανίζονται ως “αντιφρονούντες“ πολίται και καταλύουν την ελευθερίαν του λόγου και δολοφονούν.
Το εκλογικόν πραξικόπημα του 1961 υπήρξεν η κατάλυσις της δημοκρατίας. Και έκτοτε καταλύεται συνεχώς η Δημοκρατία με το κομματικόν, αστυνομικόν και εγκληματικόν Κράτος της Ε.Ρ.Ε.
Δεν είναι κενός λόγος το ιδεώδες της δημοκρατίας, υπέρ του οποίου μαχόμεθα. Έχουν απομείνει μόνον τα εξωτερικά γνωρίσματά της δημοκρατίας. Ο μανδύας του μονοκομματικού ολοκληρωτικού κράτους. Αυτό ήτο έως τώρα το πολίτευμα εις την χώραν. […]».
Για «δημοκρατικό κράτος με φασιστικές σκαλωσιές» έκανε λόγο και ο Μενέλαος Λουντέμης σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει το 1976 στον Δημήτρη Μαρούδα (εφημ. «Ελευθεροτυπία», 16.2.1976, σελ. 7: «Δημοκρατικό κράτος αλλά με δομή φασιστική»).
Βεβαίως, εν μέρει η Άπλμπαουμ έσφαλε, στο μέτρο που περιορίσθηκε να συμπεριλάβει στα στηρίγματα της ήπιας δικτατορίας μόνο τις κρατικές εταιρείες και τα κρατικά μέσα ενημέρωσης.
Όπως προκύπτει από την αυταρχικού τύπου μητσοτακική διακυβέρνηση, δεκανίκια και γρανάζια του μονοκομματικού καθεστώτος που φέρει τον μανδύα της δημοκρατίας είναι τόσο οι ιδιωτικές εταιρείες, όσο και τα ιδιωτικά ΜΜΕ.
Σημαντική για την κατανόηση του τρόπου λειτουργίας των σύγχρονων κίβδηλων δημοκρατιών είναι και το βιβλίο «Μεταδημοκρατία» που συνέγραψε ο Κόλιν Κράουτς (Colin Crouch), καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο, το 2003 (μτφ.: Αλ. Κιουπκιολής, εκδ. Εκκρεμές, Αθήνα 2006, σελ. 58). Σύμφωνα με τον Κράουτς, στα συμπτώματα της «μεταδημοκρατίας» συγκαταλέγονται τα εξής:
«Μολονότι διεξάγονται εκλογές και οι κυβερνήσεις μπορούν να αλλάξουν, ο προεκλογικός αγώνας είναι ένα πλήρως ελεγχόμενο θέαμα που ενορχηστρώνεται από ανταγωνιστικές ομάδες επαγγελματιών ειδικευμένων στις τεχνικές της πειθούς, και επικεντρώνει στενά σε ένα μικρό φάσμα θεμάτων που επιλέγονται από τις συγκεκριμένες ομάδες.
Η πλειοψηφία των πολιτών κρατά μια παθητική, ήσυχη, ή και απαθή στάση, κι απλώς αντιδρά στα ερεθίσματα που άλλοι προκαλούν.
Πίσω από το θέματα του προεκλογικού παιχνιδιού, η πολιτική διαμορφώνεται ουσιαστικά στον ιδιωτικό χώρο, με διαπραγματεύσεις και συνδιαλλαγές ανάμεσα στις εκλεγμένες κυβερνήσεις και τα κυρίαρχα στρώματα που εκπροσωπούν σχεδόν αποκλειστικά τα συμφέροντα των επιχειρήσεων. […]
Σε συνθήκες μεταδημοκρατίας, που εκχωρεί όλο και περισσότερες εξουσίες στα επιχειρηματικά συμφέροντα, περιορίζονται κατά πολύ οι προοπτικές ανάδυσης ενός ριζοσπαστικού προγράμματος πολιτικών ισότητας με στόχο την ανακατανομή της εξουσίας και του πλούτου ή τον έλεγχο των ισχυρών συμφερόντων».
Ιδιαίτερη βαρύτητα αποκτά η παρατήρηση του Κράουτς (ό.π., σελ. 80) ότι οι «μεταδημοκρατίες» συνδέονται με μια «παραβολική επιστροφή σε χαρακτηριστικά στοιχεία της προδημοκρατικής περιόδου». «Σημάδια μιας τέτοιας εξέλιξης παρατηρούνται σε πολλές χώρες»:
«Το κράτος πρόνοιας μετατρέπεται σταδιακά από μια έκφραση των καθολικών δικαιωμάτων του πολίτη σε ένα κατάλοιπο του παρελθόντος, που εξυπηρετεί μόνο τους έχοντες ανάγκη· οι συνδικαλιστικές οργανώσεις μπαίνουν στο περιθώριο της κοινωνίας· ο ρόλος του κράτους ως αστυνόμου και δεσμοφύλακα ξανάρχεται στο προσκήνιο· το χάσμα του πλούτου ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς διαρκώς μεγαλώνει· η φορολογία συντείνει όλο και λιγότερο στην αναδιανομή του πλούτου· οι πολιτικοί ανταποκρίνονται κυρίως στα αιτήματα μια χούφτας μεγαλοεπιχειρηματιών, τα συμφέροντα των οποίων μεταφράζονται σε κρατική πολιτική· οι φτωχοί χάνουν σταδιακά κάθε ενδιαφέρον για τα πολιτικά πράγματα, και δεν μπαίνουν πια ούτε στον κόπο να ψηφίσουν, ξαναπαίρνοντας οικειοθελώς τη θέση που αναγκαστικά είχαν στην προδημοκρατική περίοδο».
Τέλος, στις «μεταδημοκρατίες» οι πολιτικοί προσπαθούν να επικοινωνήσουν με τις μάζες αξιοποιώντας τις μεθόδους της διαφήμισης, η οποία, όμως, «δεν αναπτύσσει επιχειρήματα στη βάση τεκμηρίων αλλά συνδέει το προϊόν με μια ιδιαίτερη εικονοποιία», «δεν επιδιώκει το διάλογο αλλά να μας πείσει να αγοράσουμε» (Κράουτς, ό.π., σελ. 84).
Παράλληλα, «οι πολιτικοί έχουν αποκτήσει τη φήμη τελείως αναξιόπιστων προσώπων», σε αυτό δε «συντελεί και η μεγαλύτερη έκθεση της ιδιωτικής τους ζωής στο βλέμμα των ΜΜΕ, την ώρα που οι καταγγελίες, οι διαμαρτυρίες, οι έρευνες και οι εξεταστικές επιτροπές παίρνουν τη θέση της εποικοσομητικής πολιτικής» (ό.π., σελ. 87).
Παρεμφερής είναι και η ανάλυση που έχει κάνει ο Ντέιβιντ Ράνσιμαν (David Runciman), καθηγητής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Κέιμπριτζ, στο βιβλίο του «Έτσι τελειώνει η Δημοκρατία;» (μτφ.: Π. Γεωργίου, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2019, σελ. 64 επ.).
Κατ’ αυτόν, στην σύγχρονη μορφή «μεταδημοκρατίας», όσοι βρίσκονται ήδη στην εξουσία «ροκανίζουν τους δημοκρατικούς θεσμούς χωρίς ποτέ να τους ανατρέψουν».
Σε αντίθεση με τα ένοπλα πραξικοπήματα, όπου «παίζονται μια κι έξω όλα για όλα», εδώ εφαρμόζεται η μέθοδος της «εκτελεστικής επέκτασης», επί τη βάσει της οποίας γίνονται «διεργασίες βαθμιαία κλιμακούμενης επικράτησης», με αποτέλεσμα η δημοκρατία να «διαβρώνεται αντί να κλονίζεται» και, έτσι, η «σπίθα που θα προκαλέσει αποτελεσματική αντίδραση» να μην ανάβει ποτέ.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον υβριδικής δικτατορίας με κοινοβουλευτική βιτρίνα, ο Ράνσιμαν επισημαίνει ότι οι δικηγόροι και οι δημοσιογράφοι, «που βλέπουν τον εαυτό τους ως την τελευταία γραμμή άμυνας ενάντια στην υπονόμευση της δημοκρατίας» παρουσιάζονται «ως άλλη μια ομάδα “διαπλεκόμενων” που διεκδικούν για λογαριασμό τους τα οφέλη της δημοκρατίας».
Χαρακτηριστικός είναι και ο ρόλος που διαδραματίζουν οι πολίτες: «απλώς παρακολουθούν μια παράσταση, στην οποία ο δικός τους ρόλος είναι να χειροκροτούν ή όχι τις κατάλληλες στιγμές», υπό αυτό δε το πρίσμα γίνεται λόγος για «δημοκρατία του ακροατηρίου», «δημοκρατία των θεατών» ή ακόμη και για «δημοκρατία των ζόμπι». Όπως εξηγεί ο συγγραφέας (ό.π., σελ. 68):
Για να ανατραπεί ή να υποσκαφθεί η δημοκρατία πρέπει οι πολίτες να παραμείνουν απλοί παρατηρητές. Κανένα πραξικόπημα δεν μπορεί να σταθεί απέναντι στον λαϊκό ξεσηκωμό.
Η διαπίστωση του Ράνσιμαν συμπορεύεται με εκείνη που είχε κάνει ο Χάξλεϋ στο βιβλίο του «Επιστροφή στον θαυμαστό καινούργιο κόσμο» (μτφ.: Στ. Παϊπέτης, εκδ. Μέδουσα, Αθήνα 2014, σελ. 171/172) 60 χρόνια πριν από αυτόν:
Είναι λυπηρό, αλλά δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι τόσο πολλοί καλοθρεμμένοι τηλεθεατές της πιο ισχυρής δημοκρατίας του κόσμου είναι τόσο τέλεια αδιάφοροι μπροστά στην ιδέα της αυτοδιοίκησης, ότι με τόση νωθρότητα αδιαφορούν για την ελευθερία της σκέψης και το δικαίωμα στη διαφωνία. «Ελεύθερος σαν πουλί», λέμε, και ζηλεύουμε τα φτερωτά πλάσματα για την ικανότητά τους να πετούν ανεμπόδιστα και στις τρεις διαστάσεις.
Όμως αλίμονο, ξεχνάμε το ντόντο [εξαφανισμένο μη πετούμενο είδος πουλιού της νήσου Μαυρικίκου του Ινδικού Ωκεανού]. Κάθε πουλί που έχει μάθει να βολεύεται με μια καλή ζωή χωρίς να χρησιμοποιεί τα φτερά του, γρήγορα θα αποκηρύξει το προνόμιο της πτήσης και θα προσκολληθεί για πάντα στο έδαφος.
Πάντως, σε μια λιγότερο συγκεκαλυμμένη κοινοβουλευτική δικτατορία ο Ποινικός Κώδικας δεν αποκλείεται να εμπλουτισθεί με το «κοινοβουλευτικό έγκλημα» που περιγράφεται στο εδώ αναπαραγόμενο άρθρο, δηλ. στην προαναφερθείσα ψήφο του βουλευτή σύμφωνα με όσα επιτάσσει η συνείδησή του και όχι η καλλιεργούμενη ομοιομορφία του κομματικού κοπαδιού.
Τέλος, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ανέκαθεν τα διάφορα κόμματα της Βουλής ήσαν μόνο κατ’ όνομα διαφορετικά, στην ουσία όμως επρόκειτο για λύκους με προβιά της ίδιας συνομοταξίας.
Αυτό το λυκοβούλιο, μετά τον φόνο του Καποδίστρια, λειτουργεί ως ένα θέατρο σκιών, ως μια θεατρική παράσταση για έναν ρόλο, οι ξενοκίνητοι πρωταγωνιστές του οποίου συντονίζονται και εμψυχώνονται από τον υποκρυπτόμενο καραγκιοζοπαίκτη, ο οποίος κατά διαστήματα ζητά από το κοινό να επιλέξει τον καλύτερο ηθοποιό, δίνοντάς του την ψευδαίσθηση της ελεύθερης επιλογής.
Όλοι, όμως, οι ρόλοι οδηγούν στον εξής έναν: σε εκείνον που χειρίζεται τους καραγκιόζηδες και τους χατζιαβάτηδες. Έτσι, τελικώς, οι θεατές-ψηφοφόροι, που δεν έχουν ιδέα για την μυθώδη συμπαιγνία των παρασκηνίων, δεν συνειδητοποιούν ότι με την ψήφο τους δίνουν το πράσινο φως στο καραγκιοζοπαίκτη να συνεχίσει να δίνει την θεατρική του παράσταση, ψυχαγωγώντας αλλά, ταυτοχρόνως, παραπλανώντας τα θύματά του.
Μολονότι, ωστόσο, η συνειδητή επιλογή της μαζικής αποχής από τις εκλογές ως άρνηση νομιμοποίησης της έξυπνης δικτατορίας είναι θεωρητικώς ολόσωστη, στην πράξη χωλαίνει.
Διότι, όσο μεγάλη κι αν είναι η αποχή, θα υπάρχει πάντα μια κρίσιμη μάζα, η οποία θα προσέρχεται στον χώρο του πολιτικού θεάτρου για να παρακολουθήσει μία ακόμη καλοστημένη παράσταση και, επομένως, όσοι θα έχουν παραμείνει στο σπίτι τους, προκειμένου να αποδοκιμάσουν το νέο θεατρικό έργο, θα μείνουν με την πικρή γεύση, αν όχι με την ενοχική σκέψη, ότι, μέσω της απουσίας τους, άφησαν τους φανατικούς θεατρόφιλους να καθορίσουν την ένταση του χειροκροτήματος και τους ηθοποιούς που θα το εισπράξουν.
Επομένως, και με δεδομένο ότι εν τω μεταξύ το μονοκομματικό καθεστώς του Κυρ. Μητσοτάκη καλπάζει αφηνιασμένο, έτοιμο να προχωρήσει σε νέες, αδιανόητες προδοσίες κατά της Ελλάδος και των Ελλήνων, σε αυτές τις εκλογές είναι περισσότερο από ποτέ επιβεβλημένο να αποδοκιμασθεί η πατριδοκτόνα πολιτική των εμετικών θεατρίνων που κυβερνούν με τις πατερίτσες της εικονικής αντιπολίτευσης (ιδίως των παραδοσιακών κομμάτων που έχουν χειρισθεί στο παρελθόν το κυβερνητικό πηδάλιο, δηλ. του ΠΑΣΟΚ, του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΕΑΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ) και στην κάλπη να ριφθεί το ψηφοδέλτιο με αντισυστημικά και κυρίως αντινεοταξίτικα-αντινεοεποχίτικα κριτήρια.
Τώρα, ας θυμηθούμε τι ακριβώς έγραφε ανήμερα της ενδεκάτης επετείου της (δήθεν) αποκαταστάσεως της δημοκρατίας ο Μιχάλης Μπρούζος:
ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΥΠΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΝ ΜΑΝΔΥΑΝ
Σε κάθε περίπτωση, κάθε στιγμή, όλοι σχεδόν αναμασούν: Δημοκρατία, Δημοκρατικό Πολίτευμα, Δημοκρατικοί θεσμοί, Δημοκρατικά ήθη, κίνδυνος της Δημοκρατίας και τα τοιαύτα. Αλλά, τι ακριβώς είναι αυτή η Δημοκρατία και σε τι αποβλέπει; Είναι πράξη ή λόγος κενός; Είναι μόνον θεωρία ή είναι και εφαρμογή; Είναι σκοπός ιερός ή ανομολόγητο μέσο;
Της Δημοκρατίας «σκοπός» πρέπει να είναι βέβαια η εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος «αρετή», που σοφά, επίμονα και δραστήρια επιδιώκει το «κοινό» καλό. Βέβαια όχι το καλό των ολίγων εις βάρος των περισσοτέρων, ούτε πάλι το καλό των πολλών εις βάρος της μειοψηφίας, αλλά να αγωνίζεται να επιτύχει το «μεγαλύτερο δυνατό καλό για το σύνολο των πολιτών».
Στο καθεστώς αυτό της πραγματικής, όχι της κατ’ όνομα Δημοκρατίας, οι πολίτες θα απολαμβάνουν πλήρους και απολύτου ισότητος ενώπιον του Νόμου, θα τους δίδονται οι ίδιες ακριβώς δυνατότητες και ευκαιρίες και θα τους ανοίγεται ελεύθερα ο δρόμος για να προχωρήσουν χωρίς εμπόδια προς την πρόοδο, κατά τις δυνάμεις τους και τις ικανότητές τους και θα τους παρέχεται μια λογική κοινωνική Πρόνοια σε όλους και όχι σε ορισμένους προνομιούχους και που θα αφήνει ελευθέρους τους υπηκόους της μέσα σε αυστηρά καθωρισμένα κρατικά πλαίσια ελευθερίας.
Όταν ένα τέτοιο καθεστώς εγκαθιδρυθεί, ασφαλώς δεν θα υπάρξη πολίτης που θα δυσανασχετήσει γι’ αυτό ή θα ενδιαφερθεί για το είδος, την ονομασία ή την μορφήν του πολιτεύματος αυτού, εκτός βέβαια των κατ’ επάγγελμα πολιτικών και των παρατρεχαμένων τους, που έτσι χάνουν το ψωμί τους!
Είναι απολύτως βάσιμο το συμπέρασμα ότι ο πολίτης πάντα τάσσεται με εκείνη την μορφή πολιτεύματος που του εξασφαλίζει τα παραπάνω, γιατί αυτό είναι η πραγματική Δημοκρατία. Γιατί εκεί αληθινά ο Λαός «κρατεί» και κανείς δεν μπορεί να τον αδικήσει, να τον καταπιέσει ή να τον εκμεταλλευθεί. Έτσι ή κάπως έτσι θάπρεπε να είναι η Δημοκρατία.
ΣΥΝΤΕΧΝΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Όμως τα τόσα «πομφολυγοπαφλάσματα» περί Δημοκρατικών θεσμών δεν ήσαν, αλλά και δεν είναι, παρά το «μέσον» για την επικράτηση και την άνοδο στην αρχή διαφόρων ομάδων ανθρώπων, κάθε άλλο παρά ιδεολόγων και αγνών προθέσεων, εγγεγραμμένων όμως στην «Συντεχνία Επαγγελματιών Πολιτικών» που μας εμπαίζουν με ασύστολα ψεύδη περί ιδεολογιών και προγραμμάτων αναμορφώσεως της κοινωνίας και του κόσμου.
Τα μέλη της «Συντεχνίας» έχουν μεγάλη αλληλεγγύη μεταξύ τους, αλληλοβοηθούνται και αλληλοϋποστηρίζονται σθεναρά, ασχέτως των πολιτικών πεποιθήσεων που υποκρίνονται ότι έχουν.
Απόδειξη τρανή είναι η πολιτογράφηση στα διάφορα κόμματα, στις τελευταίες εκλογές και με σκοπό να εκλεγούν βουλευτές άσχετοι προς αυτά! Π.χ. Πεσμαζόγλου, Πρωτοπαπάς, Τσουδερού, Ζίγδης, Ψαρουδάκης, Παναγούλης κ.λπ. και που εξελέγησαν, λες κι αν δεν ήσαν στην Βουλή «θάχανε η Βενετιά βελόνι»!
Κατά βάθος καμία διαφορά δεν υπάρχει μεταξύ των κομμάτων. Όπως λέει ο λαός: όλοι οι γύφτοι μια γενιά και ο καυγάς για το πάπλωμα!
Η Συντεχνία Επαγγελματιών Πολιτικών είναι πανίσχυρο συνδικαλιστικό όργανο δύο ή τριών χιλιάδων πολιτικών και πολιτευόμενων, που ακολουθούνται από τους περιτριγυρίζοντας αυτούς παρατρεχάμενους, που κι αυτοί στο τέλος «ψωνίζονται» από τον δημόσιο κορβανά.
Συγκροτούνται λοιπόν «Δημοκρατικά» κόμματα –όλα είναι Δημοκρατικά–, τα οποία, όπως σαρκάζει ο Ροΐδης, είναι ομάδες ανθρώπων που με φανατισμό αγωνίζονται να προωθήσουν ένα εξ αυτών μέχρι της πρωθυπουργίας, ίνα οι υπόλοιποι τρώγωσιν μη εργαζόμενοι και μη σκάπτοντες πλέον εις τους αγρούς».
Η πολιτική είναι «κλειστό» επάγγελμα και αλλοίμονο σε κείνον που θα τολμήσει να ανταγωνισθεί τα μέλη της Συντεχνίας, τα οποία συνεχώς ομιλούν περί Δημοκρατικού Κοινοβουλευτισμού ως ο σημερινός και που κατ’ αυτούς είναι και ήτο πάντα το ιδεώδες Πολίτευμα για την ευτυχία του Λαού αλλά και την… ιδική των, είτε είναι κυβέρνηση είτε είναι αντιπολίτευση.
Ο στρατηγός Ντε Γκωλ, τον οποίον ο ημέτερος κ. Καραμανλής επεχείρησε να αντιγράψει, είχε εκφράσει προς τον Αντρέ Μαλρώ τις ζωηρότατες επιφυλάξεις του, λέγοντας: «Δεν πιστεύω ότι ο κοινοβουλευτισμός είναι ο καλύτερος τρόπος Δημοκρατικής διακυβερνήσεως». Η εφαρμογή του κοινοβουλευτισμού τόσο προ του στρατιωτικού καθεστώτος, όσον και μετά από αυτό μέχρι σήμερα, δικαιώνει απόλυτα τον στρατηγό.
Θεωρητικά ο λαός έχει το αναφαίρετο και απεριόριστο δικαίωμα να εκλέξει τους, κατά την κρίση του, «αρίστους», που ως εκπρόσωποί του στο Κοινοβούλιο θα διοικήσουν για λογαριασμό του και κατ’ εντολή του τον Τόπο.
Πρόκειται περί καθαρού εμπαιγμού, γιατί στην πράξη ο «κυρίαρχος» αυτός Λαός είναι δέσμιος και τίποτε από αυτά δεν μπορεί να πράξει, ακόμη και αν είχε αξιόλογη πολιτική ωριμότητα και ευφυΐα, αλλά και πνευματική και ψυχική καλλιέργεια.
Προτερήματα, που, δυστυχώς, κατά το πλείστον, δεν έχει. Είναι παγιδευμένος από τον «εκλογικό νόμο» που το κατεστημένο της πολιτικής «μαγειρεύει» κάθε τόσο στα μέτρα του, ώστε με ψευδοεπιστημονικό τρόπο, νομιμοφανώς, να νοθεύεται η λαϊκή βούληση.
Έτσι, ο αφελής λαός δεν ψηφίζει τους «αρίστους» αλλά εκείνους που δολίως του επιβάλλει ο αρχηγός του κόμματος, που αυτός προκρίνει.
Προ της «λίστας», που σήμερα αλλοτριώνει εντελώς την θέληση του ψηφοφόρου, όταν υπήρχε ο «σταυρός προτιμήσεως» διετηρείτο κάποια ψευδαίσθηση ότι «σταυρώνοντας» τούτον ή εκείνον, έκαμνες επιλογή του καλύτερου, παρ’ όλο ότι ο αρχηγός και μόνον ο αρχηγός είχε το δικαίωμα της εγγραφής κάποιου στο ψηφοδέλτιο.
Τώρα με την «λίστα» ο αρχηγός κανονίζει κυριαρχικά και ποιοι θα εκλεγούν! Ο «κυρίαρχος» ψηφοφόρος ψηφίζει κόμμα και τίποτε παραπάνω! Τάχουν καλά κανονίσει οι εθνοπατέρες μας! Ακριβώς το ίδιο περίπου που συμβαίνει και κατά την παρωδία των εκλογών στο Ανατολικό Μπλοκ, με την γνωστή εκεί συμβουλή: «Μη σκέπτεσαι, το Κόμμα σκέπτεται για σένα».
ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟ ΕΓΚΛΗΜΑ
Συνεστήθη λοιπόν Κοινοβούλιον το 1974 και μέχρι του 1981 είχαμε κυβερνήσεις του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας. Ήταν η Βουλή μας πρότυπο δημοκρατικό; Ψήφιζε ο βουλευτής, ο βουλευτής της πλειοψηφίας –κατά συνείδηση όπως επιτάσσει το Σύνταγμα; το οποιοδήποτε Σύνταγμα– ή ψήφιζε κατ’ επιταγήν και κάτω από απειλές κυρώσεων αν δεν επειθάρχη; Σε ποια περίπτωση τόλμησε βουλευτής της Ν.Δ. –ένας βουλευτής, έστω μόνον ένας!– να αψηφήσει την θέληση του Μεγάλου λευκού Αρχηγού;
Ποιος διετύπωσε επιφυλάξεις ή τόλμησε, αν όχι να παραιτηθεί, έστω να διαχωρίσει την θέση του και τις ευθύνες του; Εκυριάρχησε πάντα η θέληση ενός μόνον ανδρός στο κάθε τι ή «ενός ανδρός αρχή» της πολυδιαφημιζόμενης Αθηναϊκής Δημοκρατίας, και ενώπιον του οποίου οι πάντες της συμπολιτεύσεως δεν είχαν ούτε γνώμη ούτε θέληση, μα ούτε και αξιοπρέπεια!
Είχε δημιουργηθεί τότε ένα κλίμα που ανάγκασε και αυτόν τον ταλαίπωρο κ. Γ. Μαύρο να εξαναστεί και να καταγγείλει από του Βήματος της Βουλής ότι το πολίτευμά μας ουσιαστικά ήταν «δικτατορία υπό διάτρητον κοινοβουλευτικόν μανδύαν».
Για μία και μοναδική φορά –ίσως αθέλητα– είπε στη ζωή του μιαν αλήθειαν. Αργότερα συνηργάσθη και εξακολουθεί να συνεργάζεται με το ΠΑΣΟΚ. Δυστυχώς για μας, φαίνεται ότι έχουν και τα δυο του μάτια προσβληθεί από καταρράκτη και δεν μπορεί να διακρίνει σαφώς αν έχουμε πάλιν δικτατορία υπό κοινοβουλευτικό μανδύα ή «Δημοκρατική Μοναρχία» του κ. Παπανδρέου και να διαμαρτυρηθεί!
Από του Οκτωβρίου 1981 έχουμε κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, που βαδίζει πάνω στα «αχνάρια» της Ν.Δ. Οι βουλευτές του κ. Παπανδρέου είναι νευρόσπαστα, των οποίων αυτός κινεί τα νήματα. Εμαθήτευσε σε άξιο δάσκαλο και απεδείχθη καλύτερός του.
Τα της εκλογής του κ. Σαρτζετάκη μάς αποδεικνύουν ότι διά του Κοινοβουλίου ασκείται και σήμερα μια απολυταρχία εξ ίσου δυσβάσταχτη με εκείνην ενός τυράννου ή ενός δικτάτορος, με αποτέλεσμα την οριστικήν κονιορτοποίηση της προσωπικότητος και της αξιοπρεπείας των… εκλεκτών του Λαού και την μετατροπή τους σε αξιολύπητα ρομπότ, που το μόνο που έχουν στο νου τους είναι πώς να φανούν ευάρεστοι στον Μέγα Διδάσκαλο της Αλλαγής, για να εξασφαλίσουν την επανεκλογή τους!
Πάντα τα ανωτέρω άθλια, αξιοκατάκριτα και εθνικώς επιζήμια θα ήτο δυνατό ν’ αποφευχθούν, αν υπήρχε τίμιο και δίκαιο εκλογικό σύστημα που θα επέτρεπε σε όσους άξιους θα ήθελαν να υπηρετήσουν τον Τόπο, να εκλεγούν. Σύστημα που θα συνέτριβε το αισχρό κατεστημένο των κομμάτων και των αρχηγών των. Σύστημα που θα απέδιδε άνδρας καλούς, αγαθούς και αξίους. Σύστημα με το οποίο στη Βουλή θα ήρχοντο αυτοί που πράγματι θα ήθελε ο ίδιος ο Λαός και όχι το Κόμμα.
ΑΓΓΛΙΚΟ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΚΟ, ΜΟΝΟΕΔΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Εκείνο που θα σώσει τον Κοινοβουλευτισμό μας από την πλήρη και οριστική κατάρρευση είναι το αγγλικό πλειοψηφικό, μονοεδρικό σύστημα.
Η χώρα εκεί είναι διηρημένη σε ισάριθμες εκλογικές περιφέρειες, όσες και οι έδρες της Βουλής. Κάθε εκλογική περιφέρεια εκλέγει έναν και μόνο βουλευτή. Υποψηφίους για την κάθε περιφέρεια ορίζουν όλα τα κόμματα, αλλά και κάθε πολίτης μπορεί να θέσει υποψηφιότητα και να εκλεγεί, υποσκελίζοντας τους υποψηφίους τούς υποστηριζομένους από τα κόμματα, αν έχει την προσωπική εκτίμηση των εκλογέων.
Με το σύστημα αυτό απελευθερώνεται από την τυραννία του κόμματος και του αρχηγού ακόμη και ο βουλευτής που θα διαφωνήσει με την γραμμή ή την πολιτική των και μπορεί να εκτεθεί ως ανεξάρτητος, μη έχοντας ανάγκην πλέον του «χρίσματος» και της εγκρίσεώς των. Με το αγγλικό σύστημα ακόμη και οι αρχηγοί των κομμάτων υποχρεώνονταν να αγωνισθούν για την εκλογή τους, γιατί κάποιος άλλος μπορεί να υστερήσει και να μείνουν έξω του νυμφώνος! Το επιχείρημα ότι το αγγλικό σύστημα εφαρμοζόμενο στην Ελλάδα δεν θα αποδίδει σταθερές κυβερνήσεις είναι εκ του πονηρού και αναπόδεικτο.
Αλλά και αν τούτο συμβεί, είναι προτιμότερες οι συμμαχικές κυβερνήσεις ως οραματίζετο την ιταλικοποίηση της πολιτικής μας ζωής προ της εξώσεώς του, ο κ. Κ. Καραμανλής, παρά οι ανατριχιαστικές κυβερνητικές καταστάσεις που καμαρώνουμε από το 1955 μέχρι το 1963 (ΕΡΕ), από το 1963-1967 (Ε.Κ. κ.λπ.) και εκείνες από της αυτοκαταλύσεως του Στρατιωτικού Καθεστώτος τον Ιούλιο 1974 μέχρι σήμερα (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ). Αλλά γιατί άραγε στην Αγγλία το σύστημα δίνει σταθερές κυβερνήσεις και σε μας δεν θα δώσει; Μάλιστα, αφού μ’ αυτό δεν μπορεί να ευδοκιμήσει η ψυχολογία της χαμένης ψήφου;
Με το αγγλικό σύστημα θα απαλλαγούμε από το ασφυκτικό αγκάλιασμα των επαγγελματιών και θα ξεφυτρώσουν νέοι άνθρωποι, για να δει ο τόπος Θεού πρόσωπο και μια Δημοκρατία της «αρετής», όπως περιγράφεται στην αρχή του παρόντος. Καιρός δε είναι, γιατί η Δημοκρατία που είχαμε και έχουμε, μόνον Δημοκρατία δεν είναι!
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
‹
›
Αρχική σελίδα
Προβολή έκδοσης ιστού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου