«ΑΙΜΑ ΚΑΙ ΔΑΚΡΥΑ»
ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΠΑΒΙΖΑ
Κριτική της Νίνας Γκατζούλη
Ένα καλοκαίρι αντί να πετάξουμε από τις Ηνωμένες Πολιτείες κατευθείαν στην Ελλάδα, ο σύζυγός μου και οι δύο τότε έφηβες κόρες μας πετάξαμε στην Ελβετία και νοικιάζοντας αυτοκίνητο οδηγήσαμε από τη Ζυρίχη στην Ιταλία.
Όταν φτάσαμε στο Μπρίντιζι, πήραμε το ferryboat για το νησί της Κέρκυρας, συνεχίσαμε για Ηγουμενίτσα και μετά οδηγήσαμε στη Δυτική Μακεδονία για να φτάσουμε στο χωριό μας τον Πεντάλοφο Κοζάνης.
Αφήσαμε πίσω την πεδιάδα των Ιωαννίνων και ανηφορίζαμε τον δρόμο προς Κόνιτσα, περνώντας από την οροσειρά της Πίνδου. Οι σκέψεις μου ήταν με τους γονείς μου, χαιρόμουν που θα τους ξαναέβλεπα και ταυτόχρονα φοβόμουν τη στιγμή που θα συνειδητοποιούσα για άλλη μια φορά πόσο είχαν γεράσει από την τελευταία φορά που τους είδα.
Ξαφνικά, και από το πουθενά, στη δεξιά πλευρά του δρόμου και στη μέση του βουνού υψώθηκε ένα μεγαλοπρεπές άγαλμα, ένα μνημείο του Έλληνα στρατιώτη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που πολέμησε τους Ιταλούς ακριβώς σε αυτά τα βουνά.
Ντυμένος με τη στολή του στρατιώτη και το βαρύ χειμωνιάτικο μανδύα του, λιτός, αυστηρός και επιβλητικός με το βλέμμα του έδειχνε τα βουνά της Πίνδου, παροτρύνοντας τους περαστικούς να προσέξουν τα απόκρημνα βουνά, τα βουνά όπου εκεί γράφηκαν μερικές από τις χρυσές σελίδες της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας, η ιστορία του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940.
Ξαφνικά με κατέλαβε μια συγκίνηση και δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια μου. Έριξα μια ματιά στον σύζυγό μου και αυτός ήταν στην ίδια συναισθηματική κατάσταση. Και οι δύο σιωπηλοί και γεμάτοι συγκίνηση αφήσαμε πίσω τον «Άγνωστο Στρατιώτη της Πίνδου» και συνεχίσαμε τη διαδρομή μας για να φτάσουμε στο χωριό μας.
Χωρίς να παρακολουθώ τη διαδρομή πλέον, άφησα τον εαυτό μου να γυρίσει τον χρόνο πίσω στα παιδικά μου χρόνια. Χιλιάδες εικόνες περνούσαν από το μυαλό μου, εικόνες των γονιών μου, των φίλων, των συγγενών και των ατελείωτων πολεμικών ιστοριών που μοιραζόταν μαζί μας ο πατέρας μου, με τα αδέλφια μου.
Ο πατέρας μου, ο ήρωας των παιδικών μου χρόνων, τις χειμωνιάτικες νύχτες στη ζεστασιά του σπιτιού μας μοιραζόταν μαζί μας ιστορίες του Ελληνοϊταλικού Πολέμου που μετέφερε τα περισσότερα από τα παλικάρια του δικού μας και άλλων χωριών στην οροσειρά της Πίνδου.
Το βιβλίο του Γιώργου Παπαβίζα Αίμα και Δάκρυα είναι μια συναρπαστική αυτοβιογραφία που διαδραματίζεται αυτά τα ταραγμένα χρόνια 1940-49 στην Ελλάδα. Ο νεαρός Παπαβίζας άφησε το ήσυχο χωριό του στη δυτική Μακεδονία για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Ο συγγραφέας, ένας ευαίσθητος, ευφυής και ικανός νέος, πολύ σοβαρός φοιτητής στο πανεπιστήμιο, παρακολουθεί την πατρίδα του και τον λαό της καθώς πολεμούν νικηφόρα εναντίον του στρατού εισβολής του Μουσολίνι.
Βιώνει το πατριωτικό πάθος και την χαρά που σάρωσε το ελληνικό έθνος και μάλιστα αυτή η ελληνική νίκη σηματοδότησε την αρχή του τέλους των σχεδίων του Χίτλερ να ελέγξει τον κόσμο και κορυφώθηκε με τη μοιραία κατάρρευσή τους περίπου τρεισήμισι χρόνια αργότερα.
Νικώντας τις ορδές των στρατιωτών του Μουσολίνι, οι Έλληνες απέδειξαν ότι «οι ήρωες πολεμούν σαν τους Έλληνες» και επίσης ότι οι δυνάμεις του Άξονα του Χίτλερ και του Μουσολίνι δεν ήταν ανίκητες.
Η ήττα του Μουσολίνι από τους Έλληνες στα αλβανικά βουνά ήταν τόσο ταπεινωτική που ο Χίτλερ έπρεπε να τον βοηθήσει και να καταλάβει την Ελλάδα, καθυστερώντας έτσι το σχέδιό του Μπαρμπαρόζα να εισβάλει και να καταλάβει τη Ρωσία πριν φτάσει ο χειμώνας του 1941 στο παγωμένο ρωσικό τοπίο.
Κατά τη διάρκεια των δικών της Νυρεμβέργης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Αρχηγός του Επιτελείου του Χίτλερ, Στρατάρχης Κάιτελ, δήλωσε πολύ πικρά: «Η απίστευτα ισχυρή αντίσταση των Ελλήνων καθυστέρησε κατά δύο ή περισσότερους ζωτικούς μήνες τη γερμανική επίθεση κατά της Ρωσίας.
Αν δεν είχαμε αυτή τη μεγάλη καθυστέρηση, η έκβαση του πολέμου θα ήταν διαφορετική στο ανατολικό μέτωπο και στον πόλεμο γενικότερα, και άλλοι θα κατηγορούνταν και θα καταλάμβαναν αυτή τη θέση ως κατηγορούμενοι σήμερα».
Λόγω της καθυστέρησης αυτού του κρίσιμου χρονοδιαγράμματος, ο αέρας του πολέμου είχε αλλάξει οριστικά. Οι Έλληνες πολέμησαν με αποφασιστικότητα, αλλά οι νίκες τους με τους Ιταλούς και η αντίσταση στους Γερμανούς απαιτούσαν αμέτρητες θυσίες από την πλευρά τους. Όταν οι Γερμανοί βοήθησαν την Ιταλία, η Ελλάδα υποτάχτηκε.
Ο Γιώργιος Παπαβίζας έπρεπε στη συνέχεια να θέσει τις φιλοδοξίες του για σπουδές κατά μέρος, καθώς είδε όχι μόνο τη βαρβαρότητα των Γερμανών και Ιταλών κατακτητών αλλά και την αδηφάγα βία των Βουλγάρων που τάχθηκαν στο πλευρό των Γερμανών, ελπίζοντας να αρπάξουν τη Μακεδονία από την Ελλάδα: «Οι βουλγαρικές θηριωδίες κατέληξαν σε απελάσεις, απαλλοτριώσεις, καταστολές ή ακόμα και σε εκτελέσεις εκατοντάδων επιφανών πολιτών , σκοτώνοντας 15.000 Έλληνες στο Δοξάτο, 3.000 από τους οποίους εκτελέστηκαν μόνο στη Δράμα…
Για να αλλάξουν τη δημογραφική σύνθεση της κατεχόμενης περιοχής, ενθάρρυναν τους Βούλγαρους αποίκους να εγκατασταθούν σε εκτάσεις που είχαν αφαιρεθεί με τη βία από Έλληνες κατοίκους, ελπίζοντας να εξασφαλίσουν μόνιμο έλεγχο, αποδεικνύοντας ότι η περιοχή κατοικούνταν από βουλγαρική πλειοψηφία».
Καθώς ο Παπαβίζας επιστρέφει στη γενέτειρά του το Κρημίνι Κοζάνης και παίρνει το ρόλο του «ανδρός» του σπιτιού, λόγω της απουσίας του πατέρα του στις Ηνωμένες Πολιτείες, έρχεται αντιμέτωπος με την καταστροφή πολλών χωριών στη Δυτική Μακεδονία, συμπεριλαμβανομένου του χωριού του από τους Γερμανούς.
Οι Γερμανοί οικειοποιήθηκαν όλους τους πόρους των Ελλήνων αφήνοντας πίσω τους αδύναμα και άρρωστα παιδιά και ηλικιωμένα άτομα να πεθάνουν από υποσιτισμό και πείνα, ειδικά στα αστικά κέντρα. Η ύπαιθρος και οι πιο αγροτικές περιοχές τα πήγαιναν κάπως καλύτερα στα χρόνια της γερμανικής «κατοχής», γιατί βασίζονταν στα προϊόντα της γης τους.
Η μακεδονική γη, ωστόσο, δεν παράγει όλα όσα χρειάζεται ένας άνδρας και η οικογένειά του για να επιβιώσουν. Πολλοί Μακεδόνες εμπορεύονταν πολύτιμα οικιακά είδη και χρυσό με το πολύτιμο λάδι της Παραμυθιάς, μιας πόλης στην Ήπειρο δυτικά των Ιωαννίνων.
Ο Γιώργος Παπαβίζας, η μητέρα του και ο μικρότερος αδελφός του βασίζονταν στον πατέρα του Γιώργου από τις Ηνωμένες Πολιτείες για οικονομική βοήθεια. Λόγω του πολέμου κάθε επικοινωνία με τις ΗΠΑ είχε διακοπεί και η οικογένεια υπέφερε οικονομικά.
Ο νεαρός Γιώργος με λίγους άλλους από το χωριό του έπρεπε να κάνει το ταξίδι στην Παραμυθιά με τα πόδια όπως έκαναν πολλοί άλλοι Μακεδόνες εκείνη την εποχή:
«Αφού αντικαταστάθηκαν οι Γερμανοί από Ιταλούς στη δυτική περιοχή, δηλαδή στη Μακεδονία και Ήπειρο, μάθαμε ότι αν μπορούσε κανείς να παρακάμψει τους Ιταλούς σε τρία βασικά ορεινά περάσματα, θα μπορούσε να κάνει ένα μακρύ ταξίδι πάνω από τα βουνά μέχρι την Παραμυθιά, μια πόλη της Ηπείρου δυτικά των Ιωαννίνων, για να ανταλλάξει χρυσό ή είδη οικιακής χρήσης με ελαιόλαδο.
Η Παραμυθιά βρίσκεται σε ένα ψηλό οροπέδιο, αλλά είναι κοντά στην Αδριατική Θάλασσα, και υπάρχουν άφθονα ελαιόδεντρα. Όπως ακριβώς είναι και σήμερα το ελαιόλαδο ήταν ένα από τα πιο πολύτιμα είδη στην ελληνική διατροφή.
Έτσι, παρόλο που συνεχίσαμε να δουλεύουμε σκληρά στα χωράφια μας, αποφάσισα να κάνω το μακρύ και επικίνδυνο ταξίδι από τη δυτική Μακεδονία στην Παραμυθιά και, αν χρειαζόταν, μέχρι την πόλη της Πάργας στη δυτική ακτή της Ηπείρου».
Μέσα σε αυτή τη φρικτή ατμόσφαιρα κατά τη διάρκεια της «κατοχής» κάτι άλλο πιο τρομερό άρχισε να ριζώνει, να μεγαλώνει και να αναπτύσσεται, κάτι που ξεκίνησε στη σύλληψή του ως ευγενής στόχος, αλλά είχε ως αποτέλεσμα να σύρει το ελληνικό έθνος στη χειρότερη αιματοχυσία της Ελλάδας.
Το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ ήταν αρχικά οι αντάρτικες δυνάμεις των οποίων στόχος και φιλοδοξία ήταν να εκδιώξουν τον Γερμανό κατακτητή από την Ελλάδα.
Οργανωμένοι στην ύπαιθρο της Ηπείρου και της Μακεδονίας οι αντάρτες, αντιστάθηκαν ηρωικά στη γερμανική κατοχή. Όπως παρατηρεί ωστόσο ο Γεώργιος Παπαβίζας, νέες ιδεολογίες άρχισαν να καταλαμβάνουν αυτούς τους γενναίους άνδρες των οποίων οι φιλοδοξίες ήταν να πολεμήσουν τους Γερμανούς.
Αυτές οι νέες θεωρίες και φιλοσοφίες προέρχονταν από τις κομμουνιστικές χώρες βόρεια της Ελλάδας, δηλαδή τη Βουλγαρία, τη Ρωσία, τη Γιουγκοσλαβία και την Αλβανία και άρχισαν να διαδίδονται στην ελληνική χερσόνησο μέσω των προσπαθειών ορισμένων ατόμων που είχαν υποστεί πλύση εγκεφάλου από μαρξιστικές-λενινιστικές ιδεολογίες: «Γιατί σηκώνετε το λάβαρο της εξέγερσης κατά των δυνάμεων του κακού για χάρη της Ελλάδας, ενώ επαινείτε τον Ντιμιτρόφ;…
Γιατί δεν ακούσαμε κανένα τραγούδι που να υμνεί τους Έλληνες ήρωές μας;…Κανένα άτομο στην επικράτειά μας, συμπεριλαμβανομένων των νεαρών ανταρτών πριν από τηνπλύση εγκεφάλου, δεν είχε ακούσει ποτέ για τον Ντιμιτρόφ ή Ποπόφ…
Αγνόησαν τους ήρωες της ελληνικής μας ιστορίας: τον Αλέξανδρο, τον Κολοκοτρώνη, τον Μιαούλη, τον Αθανάσιο Διάκο, τον Ρήγα Φεραίο, τον Παύλο Μελά και τόσους άλλους που αγωνίστηκαν για την ελληνική ανεξαρτησία και για να κρατηθεί η Μακεδονία ελληνική», αναφέρει ο Παπαβίζας στο βιβλίο του.
Ένα άτομο που γνώριζε την κατάσταση εκείνη την περίοδο μπορούσε να καταλάβει πόσο εύκολα και πόσο γρήγορα φύτρωσε και αναπτύχθηκε ο κομμουνισμός σε ένα περιβάλλον όπως η Ελλάδα στα χρόνια της «γερμανικής κατοχής».
Οι Έλληνες υπέφεραν, τους έκλεψαν τα υπάρχοντά τους, τους λιμοκτονούσαν και οι άνθρωποι πέθαιναν στους δρόμους από την πείνα και τον υποσιτισμό.
Πολλοί Έλληνες ήταν αρκετά ευάλωτοι ώστε να πειστούν ότι ο κομμουνισμός ήταν η λύση σε όλα τους τα προβλήματα και επειδή υπήρχε η υπόσχεση μιας καλύτερης ζωής, η εργατική τάξη θα απολάμβανε κάθε λογής προνόμια:
«Οι ευκολόπιστοι νέοι της επικράτειας, που λαχταρούν την ελευθερία και καλύτερη ζωή, έπεσαν θύματα στα επαναστατικά συνθήματα που προέρχονταν από τους Ρώσους μπολσεβίκους και στη συνέχεια διασκορπίστηκαν στα Βαλκάνια από τους Ντιμιτρόφ και Ποπόφ».
Αυτό που οι «εύπιστοι νέοι» της Ελλάδας δεν κατάλαβαν πλήρως ήταν η «ΤΙΜΗ» που έπρεπε να πληρώσουν ως αντάλλαγμα αυτών που πρόσφερε ο κομμουνισμός… και η «ΤΙΜΗ» ήταν η όμορφη ΜΑΚΕΚΟΝΙΑ, η βόρεια επαρχία της ελληνικής χερσονήσου: «Η εξήγηση που έδωσαν ήταν ότι μετά τον πόλεμο όλοι οι άνθρωποι στα Βαλκάνια θα είναι φίλοι και η ελληνική Μακεδονία, μαζί με τα μικρότερα σερβικά και βουλγαρικά τμήματα της αρχαίας Μακεδονίας, θα είναι μια ανεξάρτητη και ενωμένη χώρα χωρίς φραγμούς και χωρίς ιμπεριαλιστές ηγέτες».
Η προσάρτηση της βόρειας επαρχίας της Ελλάδας, της Μακεδονίας στο καθεστώς των κομμουνιστικών χωρών με τρόπαιο το ζεστό λιμάνι της Θεσσαλονίκης, ήταν το σχέδιο του Στάλιν και του Τίτο να αποκτήσουν πρόσβαση στο Αιγαίο Πέλαγος.
Οι περισσότεροι από τους νέους που «παρασύρθηκαν» από την κομμουνιστική κατήχηση είχαν ανάμεικτα κίνητρα συμμετοχής: «Ήταν προφανές από την αρχή ότι δεν γνώριζαν ή δεν τους ένοιαζαν οι πανάρχαιες βουλγαρικές φιλοδοξίες για μια «Μεγάλη Μακεδονία».
Ήταν νέοι, ευκολόπιστοι, καλά κατηχημένοι ενθουσιώδεις, χωρίς ιδέα για τις μηχανορραφίες που έκαναν άλλες βαλκανικές χώρες σε βάρος της ελληνικής Μακεδονίας».
Η χώρα λοιπόν διχάστηκε, καθώς βλέπουμε. Πολλά όμως άτομα δεν εντυπωσιάστηκαν από την πληθωρικότητα και τον θαυμασμό για τους κομμουνιστές ηγέτες που εισήγαγαν οι παραπλανημένοι νέοι Έλληνες. Βρετανοί καταδρομείς που δρούσαν ακριβώς στο σπίτι του συγγραφέα στο Κριμίνι, βοήθησαν τους παρτιζάνους στις προσπάθειές τους να απαλλάξουν τον Γερμανό κατακτητή, εντείνοντας αυτή την αίσθηση της αναπόφευκτης σύγκρουσης.
Και το αναπόφευκτο συνέβη, ο Παπαβίζας πλέον Ανθυπολοχαγός του Ελληνικού Εθνικού Στρατού κατά τη διάρκεια του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου 1946-1949, βίωσε όλους τους τρόμους μιας εμφύλιας εξέγερσης καθώς οι στρατιωτικές διαταγές από τους ανωτέρους του, τον οδήγησαν με τα πόδια σε όλη την Ελλάδα.
Οι πιο τρομερές και αιματηρές μάχες μεταξύ των κομμουνιστών και του Ελληνικού Εθνικού Στρατού έγιναν στα βουνά Γράμμος και Βίτσι, τα βουνά στα οποία ο ελληνικός στρατός νίκησε τους Ιταλούς μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα.
Oι Έλληνες στρατιώτες χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να σβήσουν τον κίνδυνο του κομμουνισμού να εξαπλωθεί στην Ελλάδα και αυτοί οι άφαντοι ήρωες του Ελληνικού Εθνικού Στρατού πολέμησαν με όλες τους τις δυνάμεις για να διώξουν τους κομμουνιστές από διάφορες περιοχές.
Ωστόσο, η ηγεσία του «Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος (στρατός του ΚΚΕ), Νικόλαος Ζαχαριάδης και Μάρκος Βαφειάδης, είχαν αντικρουόμενες θεωρίες για το πώς οι άνδρες τους θα πολεμούσαν τον Εθνικό Στρατό, γεγονός το οποίο βοήθησε τον Ελληνικό Εθνικό Στρατό.
Ο Μάρκος Βαφειάδης για να έχει καλύτερα αποτελέσματα στην καταπολέμηση ενός αδύναμου, διχασμένου εχθρού, επέμενε σε μάχες αντάρτικου τύπου, χρησιμοποιώντας το στοιχείο του αιφνιδιασμού στον εχθρό, ενώ ο Ζαχαριάδης επέμενε απερίσκεπτα στη μάχη σώμα με σώμα με τους αντιπάλους του.
Η δυσπιστία και η καχυποψία που καλλιεργούνταν μεταξύ των κομμουνιστών, που προέρχονταν και ενθαρρύνονταν από τις θεωρίες του Στάλιν και του Τίτο, διέβρωσαν περαιτέρω τη σχέση μεταξύ των ηγετικών ατόμων σε σημείο να γίνουν θανάσιμοι εχθροί.
Μέσα σε όλο αυτό το όλεθρο, το αίμα και τον πόνο, μια αχτίδα ευτυχίας αντιπαρατίθεται καθώς ο αναγνώστης παρακολουθεί τον Παπαβίζα, τον ορμητικό Υπολοχαγό και τη Μαίρη, το κορίτσι που γνώρισε ενώ φοιτούσε στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, να ερωτεύονται.
Ο Παπαβίζας επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη μετά από παραμονή σε νοσοκομείο της Αθήνας για τη θεραπεία του ακρωτηριασμένου ποδιού του που έχασε από βαριά πληγή στις τελικές μάχες με τους αντάρτες και μετά από πολύωρο χωρισμό, η Μαίρη τον περιμένει στο αεροδρόμιο.
Το Αίμα και Δάκρυα του Παπαβίζα είναι μια προσωπική αφήγηση της συμμετοχής και της συμβολής του συγγραφέα στην αντίσταση σε επικίνδυνες ιδεολογίες υποστήριξης ξένων συμφερόντων, άσχετες με τον ελληνικό τρόπο σκέψης.
Αυτή είναι και η ιστορία του πλήθους των νεαρών Ελληνίδων και νεαρών Ελλήνων που ρίχτηκαν απρόθυμα στην απογοήτευση και τη φρίκη του εμφυλίου πολέμου. Ο συγγραφέας ζωντανεύει ξανά σελίδες ιστορίας που είναι πολύ οδυνηρές για να θυμόμαστε και έτσι αυτό το κομμάτι της ιστορίας έχει αφαιρεθεί, δεν έχει διδαχθεί στα σχολεία και ο μόνος τρόπος που γνωρίζουμε γι’ αυτό είναι από προσωπικές αφηγήσεις.
Το βιβλίο Αίμα και Δάκρυα του Παπαβίζα είναι οι προσωπικές εμπειρίες του συγγραφέα που ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΤΕΙ απ’όλους. Αν δεν ήταν όμως αυτοί οι γενναίοι άνδρες, αυτοί που πολέμησαν τον κομμουνισμό στα απόκρημνα βουνά του Γράμμου, του Βίτσι και της Μουργκάνας, εκείνοι που έχυσαν το αίμα τους και άφησαν τα άκρα τους στα κακοτράχαλα βουνά της Ελλάδας και κράτησαν το έθνος μακριά από τα νύχια του Στάλιν, τα όρια της Ελλάδας θα ήταν πολύ διαφορετικά σήμερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου