ΤΟ ΤΕΡΑΣΤΙΟ ΚΟΣΤΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΕΙΨΗΣ ΗΓΕΤΩΝ ΣΤΗ ΔΥΣΗ (ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ)
Από πολύ νωρίς στην ιστορία της, η δημοκρατία διέτρεχε την τάση ή τον κίνδυνο να εξελιχθεί σε ένα καθεστώς όπου ο εκάστοτε αρχηγός διαχειριζόταν τα πράγματα αυταρχικά.
Ίσως η πιο αξιομνημόνευτη γνώμη για το φαινόμενο αυτό προέρχεται από τον Θουκυδίδη, ο οποίος παρατηρεί ότι ενώ η Αθήνα ήταν κατ’ όνομα δημοκρατία, στην πραγματικότητα την κυβερνούσε ο πρώτος πολίτης της, ο Περικλής (ἐγίγνετό τε λόγῳ μὲν δημοκρατία, ἔργῳ δὲ ὑπὸ τοῦ πρώτου ἀνδρὸς ἀρχή, 2.65.10).
Παρόμοιο φαινόμενο είχε διαπιστωθεί και με τον Θεμιστοκλή, ο οποίος ήταν ηγέτης που κατόρθωνε να πείθει τους Αθηναίους με τα επιχειρήματά του, ακόμη και όταν τους ζητούσε να εγκαταλείψουν την πόλη τους και να την αφήσουν να γίνει παρανάλωμα του πυρός, προκειμένου να νικήσουν τους Πέρσες στην θάλασσα και να λυτρωθούν οριστικά από την εξ Ανατολών απειλή.
Η εμπιστοσύνη του λαού στον Περικλή, η υψηλή στρατηγική του οποίου απαιτούσε παρόμοιες θυσίες, όπως όταν ζήτησε και τελικώς έπεισε τον αγροτικό πληθυσμό να αφήσει τους Σπαρτιάτες να του καταστρέψουν την γη προκειμένου να επικρατήσει η Αθήνα σε έναν πόλεμο κατατριβής, αποδόθηκε από τον αρχαίο ιστορικό στην μεγάλη εκτίμησε που έχαιρε ανάμεσα στους συμπολίτες του και την προσωπική του ικανότητα.
Απέδειξε εν τω μεταξύ τον εαυτό του ανώτερο χρημάτων και κατόρθωνε να συγκρατεί τον λαό από παρορμητικές κινήσεις, επιδεικνύοντας, παράλληλα, σεβασμό για την ελευθερία του.
Όταν θεωρούσε ότι ο λαός επιδείκνυε υπερβολική έπαρση, φρόντιζε να τον φοβίζει, ενώ όταν έβλεπε ότι επτοείτο, ήξερε πώς να του τονώνει το ηθικό και να τον ενθαρρύνει.
Η σημασία του ηγέτη
Συνεπώς, παρά τις εντυπωσιακές καινοτομίες της Αθηναϊκής δημοκρατίας και το καθεστώς της ισονομίας και ισηγορίας που εξασφάλιζε για τους πολίτες της, όπως συμβαίνει και με τα υπόλοιπα πολιτεύματα, η επιτυχία της εν πολλοίς ήταν εξαρτημένη από την ποιότητα εκείνου που ασκούσε την αρχή.
Γι’ αυτό φροντίζει ο Θουκυδίδης στο ίδιο εδάφιο να ασκήσει δριμύ κριτική στου διαδόχους του Περικλή, τονίζοντας ότι έκαναν τα ακριβώς αντίθετα απ’ ό,τι είχε συμβουλέψει ο μεγάλος Αθηναίος ηγέτης (δηλαδή, ανέτρεψαν την υψηλή στρατηγική του) και ότι, ακόμη και σε ζητήματα που είναι άσχετα με τον πόλεμο, άσκησαν πολιτική εμφορούμενοι από προσωπική φιλοδοξία και ιδιοτέλεια, παρότι ήταν επιζήμια για την Αθήνα και τους συμμάχους της.
Επίσης, τονίζει ότι παρά την φιλοπρωτία τους, ήταν στην πραγματικότητα ίσοι μεταξύ τους, δηλαδή, μετριότητες οι οποίοι δεν μπορούσαν να συγκριθούν με ηγέτες του εκτοπίσματος του Θεμιστοκλή και του Περικλή.
Υπό αυτήν την άποψη, οι αρετές της δημοκρατίας, μολονότι σημαντικές, δεν αναπληρώνουν την έλλειψη υψηλής στρατηγικής. Μπορεί, βέβαια, να καταστήσουν τα πολιτεύματα πιο ανθεκτικά, δεδομένου ότι η Αθήνα άντεξε την καταστροφή στην Σικελία και ίσως πάλι να επικρατούσε τελικά απέναντι στην Σπάρτη εάν δεν αιχμαλωτιζόταν σχεδόν όλος ο στόλος της σε κρίσιμη μάχη στον Ελλήσποντο στην θέση “Αιγός ποταμοί”.
Επίσης, η Αθηναϊκή δημοκρατία άντεξε δύο ανατροπές, το 410 π.Χ. με την επιβολή του καθεστώτος των Τετρακοσίων και την επιβολή των Τριάκοντα τυράννων το 404 π.Χ., μετά την οριστική ήττα της Αθήνας στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, τα ολιγαρχικά καθεστώτα άντεξαν μόνο μερικούς μήνες και σύντομα αποκαταστάθηκε η δημοκρατία.
Παρά την καταστροφική ήττα από την Σπάρτη, η Αθήνα ήκμασε και πάλι κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. και επανέκτησε ένα σημαντικό μέρος της ισχύος της, λαμβάνοντας πάλι ηγετική θέση στην Β΄ Αθηναϊκή συμμαχία. Ωστόσο, η προσωπικότητα και η ιδιοφυία του εκάστοτε “πρώτου άνδρα” μιας πολιτείας κρίνεται καθοριστική για την γεωπολιτική της ισχύ.
Η σύγχρονη έλλειψη ηγεσίας
Εξετάζοντας τις διεθνείς και εγχώριες εξελίξεις μέσα από το πρίσμα αυτό, είναι εύλογο να ανησυχεί κανείς για την πορεία των πραγμάτων.
Σε διεθνές επίπεδο, μολονότι ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει ουσιαστικά κριθεί, με την Ρωσία να έχει επικρατήσει της ασθενέστερης Ουκρανίας, όπως αναμενόταν, η απόφαση της Δύσης να αποδεσμεύσει πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς για να πληγεί η ρωσική ενδοχώρα οδηγεί την σύρραξη σε νέες επικίνδυνες ατραπούς.
Η απόφαση αυτή, η οποία ελήφθη από την απερχόμενη κυβέρνηση Μπάιντεν, δύο μόλις μήνες πριν αναλάβει ο εκλεγμένος Πρόεδρος Τραμπ, ο οποίος έχει ταχθεί κατά της περαιτέρω χρηματοδότησης του Κιέβου και πιέζει για την σύναψη ειρήνης μεταξύ των δύο πλευρών, εξυπηρετεί διττό σκοπό.
Πρώτον, πετάει πεπονόφλουδες στον κ. Τραμπ για να δυσχεράνει το έργο του ευθύς εξαρχής και δεύτερον, αποτελεί μιαν απέλπιδα προσπάθεια ενίσχυσης της Ουκρανίας ώστε να βρίσκεται σε καλύτερη θέση εν όψει των αναμενομένων διαπραγματεύσεων.
Ωστόσο, η πολιτική αυτή της κυβέρνησης Μπάιντεν αγνοεί την λαϊκή βούληση των Αμερικανών ψηφοφόρων, οι οποίοι, έκριναν ότι τόσο ο Λευκός Οίκος, όσο και η Γερουσία και η Βουλή θα έπρεπε να περάσουν στον έλεγχο των Ρεπουμπλικανών, οι οποίοι είχαν υποσχεθεί έναν γρήγορο τερματισμό του πολέμου αυτού με την μη περαιτέρω ενίσχυση της Ουκρανίας, σε αντίθεση με τους Δημοκρατικούς, οι οποίοι θεωρούνται πλέον “το κόμμα του πολέμου”.
Σε μια εποχή όπου η Κίνα προβάλλει ως κύριος ανταγωνιστής των ΗΠΑ για την παγκόσμια ηγεμονία, αναρωτιέται κανείς πόσο σοφή είναι η στρατηγική των Δημοκρατικών να ωθούν την κατάσταση με τους Ρώσους στα άκρα, ενισχύοντας έτσι τον άξονα Μόσχας-Πεκίνου.
Είναι γνωστό εδώ και καιρό ότι ο Πρόεδρος Μπάιντεν έπαυσε να αποτελεί τον “πρώτο άνδρα”, οπότε, είναι λογικό να αναρωτηθεί κανείς ποιος ακριβώς άρχει στις ΗΠΑ και ποιους σκοπούς εξυπηρετούν οι αποφάσεις αυτές.
Η περίπτωση της Ελλάδας
Παρόμοιες ερωτήσεις δημιουργεί η κατάσταση στην Ελλάδα, όπου ο “πρώτος ανήρ” βρίσκεται σε πολιτική αποδρομή. Μόλις συνειδητοποιήσει ένα ποσοστό βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας ότι δεν πρόκειται να επανεκλεγούν λόγω της δημοσκοπικής κατρακύλας του κόμματός τους, είναι απλά θέμα χρόνου να δεχθεί ο κ. Μητσοτάκης αμφισβήτηση εκ των έσω, ακόμη και μετά την διαγραφή του κ. Σαμαρά.
Ωστόσο, επειδή η προσωπικότητα και η ικανότητα των αρχηγών φαίνεται να παίζει καθοριστικό ρόλο στις διεθνείς σχέσεις, ακόμη και αν η ποιότητα της δημοκρατίας στην Ελλάδα θεωρείται καλύτερη από αυτήν στην Τουρκία, η σύγκριση Μητσοτάκη-Ερντογάν και Γεραπετρίτη-Φιντάν δεν μπορεί παρά να προκαλεί έντονη ανησυχία, ειδικά τώρα που οι συνομιλίες μεταξύ των δύο πλευρών μοιάζουν να θίγουν θέματα ουσίας.
Υπάρχει κανείς σήμερα να πιστεύει πλέον ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν συζητά θέματα που ξεπερνούν τα όρια των κόκκινων εθνικών γραμμών της Ελλάδος στις μυστικές συνομιλίες που λαμβάνουν χώρα;
Μπορεί οι κ.κ. Ερντογάν και Φιντάν να είναι γεωπολιτικοί αντίπαλοι της χώρας μας, ωστόσο είναι δύσκολο να αρνηθεί κανείς την συμβολή τους στην αύξηση της ισχύος και θέσης της πατρίδας τους. Δυστυχώς, το ίδιο δεν μπορεί να ειπωθεί με τόση ευκολία για τους εγχώριους πολιτικούς ηγέτες.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν μπορεί να κατηγορηθούν οι Τούρκοι ηγέτες για ατολμία. Αν μη τι άλλο, το τρωτό τους σημείο ίσως θα μπορούσε να αποβεί η αμέτρητη φιλοδοξία τους, όπως κατηγόρησαν οι Κορίνθιοι τους Αθηναίους λίγο πριν ξεσπάσει ο Πελοποννησιακός Πόλεμος (Θουκ. 1.66.1. – 1.71.7).
Αντιθέτως, οι σημερινές ελληνικές κυβερνήσεις προκαλούν αρνητικότατη εντύπωση για την αναβλητικότητά τους, την απροθυμία τους να αντιμετωπίσουν πιθανές απειλές εν τη γεννήσει τους, αλλά αφού έχουν διπλασιασθεί και καταστεί πιο δύσκολο διαχειρίσιμες και την παντελή απουσία μιας υψηλής στρατηγικής που να δεσμεύει και καθορίζει των πολιτικών διαδοχικών κυβερνήσεων επί ικανού χρονικού διαστήματος.
Όπως η ακατανόητη στρατηγική των Δημοκρατικών σήμερα απέναντι στην Ρωσία δημιουργεί βαθύτατο προβληματισμό, άλλο τόσο προβληματισμό προκαλεί η έλλειψη υψηλής στρατηγικής εκ μέρους των Αθηνών απέναντι στις παράνομες και παράλογες τουρκικές διεκδικήσεις.
Παρά τα πλεονεκτήματα της δημοκρατίας και την ηθική υπεροχή που χαίρει η Ελλάδα απέναντι σε αυταρχικά καθεστώτα, είναι άλλο πράγμα να αντιμετωπίζεις προκλήσεις με Θεμιστοκλήδες και Περικλήδες να ασκούν την αρχή, και κάτι εντελώς διαφορετικό να έχεις ως πρώτους άνδρες σύγχρονους Αλκιβιάδηδες, Νικίες και Κλέωνες…για να μην αναφερθούμε σε Ηρόστρατους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου