Η ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΔΥΣΠΙΣΤΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΜΕ

Στην αίθουσα εκδηλώσεων του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών πραγματοποιήθηκε πρόσφατα μια εκδήλωση ιδιαίτερου ενδιαφέροντος με θέμα τη ραγδαία επιδείνωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς: τη Δικαιοσύνη, το πολιτικό σύστημα και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Παρά τη χαμηλή κάλυψη από τα κεντρικά ΜΜΕ, η εκδήλωση συγκέντρωσε κοινό από διαφορετικούς χώρους – νομικούς, φοιτητές, νέους επιστήμονες, αλλά και απλούς πολίτες που ανησυχούν για το θεσμικό έλλειμμα στη χώρα.
Το πάνελ των ομιλητών περιλάμβανε εκπρόσωπο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, ομότιμο καθηγητή πολιτικής επιστήμης με μακρά ακαδημαϊκή διαδρομή, έναν πρώην βουλευτή του ΠΑΣΟΚ και σημερινό αρχηγό εξωκοινοβουλευτικού πολιτικού σχηματισμού, καθώς και έναν βετεράνο δημοσιογράφο, γνωστό τόσο από την αρθρογραφία του όσο και από τη μακρόχρονη τηλεοπτική παρουσία του.
Μια σύνθεση που, όπως εύστοχα παρατήρησαν οι παριστάμενοι, προδιέγραφε μια πολυεπίπεδη συζήτηση για τις βαθιές αιτίες μιας κρίσης εμπιστοσύνης με ιστορικό βάθος και πολιτικές συνέπειες.
Μια κοινωνία που δεν εμπιστεύεται
Η θεματική της εκδήλωσης δεν ήταν τυχαία. Σύμφωνα με σειρά μελετών και ερευνών κοινής γνώμης των τελευταίων ετών, η εμπιστοσύνη των Ελλήνων πολιτών στους τρεις βασικούς θεσμούς ενός δημοκρατικού κράτους –τη Δικαιοσύνη, το πολιτικό σύστημα και τα ΜΜΕ– βρίσκεται σε ιστορικό χαμηλό.
Η πολυετής οικονομική κρίση, η διαχείριση της πανδημίας, σκάνδαλα, θεσμικά κενά και η αίσθηση ότι «τίποτα δεν αλλάζει», έχουν οδηγήσει σε ένα βαθύ, σχεδόν υπαρξιακό ρήγμα ανάμεσα στην κοινωνία και τους θεσμούς.
Ωστόσο, παρά τη βαρύτητα της θεματικής, η ίδια η συζήτηση απέδειξε –σύμφωνα με παρισταμένους– την αδυναμία του υπάρχοντος συστήματος να δώσει απαντήσεις.
Καίριες επισημάνσεις, ενδιαφέρουσες εισηγήσεις και πλούσια εμπειρία στους περισσότερους ομιλητές δεν κατέληξαν σε συγκεκριμένες προτάσεις, ούτε καν σε ένα κοινό περίγραμμα για το πώς μπορεί να ξεκινήσει η αποκατάσταση της χαμένης εμπιστοσύνης.
Ο καθηγητής πολιτικής επιστήμης επανέφερε στο προσκήνιο τη συζήτηση περί πολιτικής σταθερότητας. Με φόντο τις ραγδαίες διεθνείς εξελίξεις, τόνισε την ανάγκη η Ελλάδα να διαθέτει ένα πολιτικό σύστημα ικανό να παράγει σταθερές κυβερνήσεις, οι οποίες να μπορούν να ανταποκριθούν όχι μόνο σε εσωτερικά κοινωνικά αιτήματα αλλά και στις αυξημένες απαιτήσεις της γεωπολιτικής συγκυρίας.
Η πρότασή του κινήθηκε στο πλαίσιο της αναθεώρησης του εκλογικού συστήματος, εισηγούμενος την υιοθέτηση μονοεδρικών περιφερειών, κατά το πρότυπο των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου.
Η ουσία της πρότασης ήταν η δημιουργία ισχυρού δεσμού ανάμεσα στον πολίτη και τον εκλεγμένο εκπρόσωπό του, μέσω απευθείας εκλογής σε τοπικό επίπεδο, με αυστηρές εσωκομματικές διαδικασίες επιλογής υποψηφίων.
Ωστόσο, οι ενστάσεις δεν άργησαν να διατυπωθούν. Υπογραμμίστηκε ότι το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα που εφαρμόζεται σε ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχει αποτρέψει πολιτικές κρίσεις, φαινόμενα θεσμικής αποσύνθεσης και ακραίας πόλωσης – αντιθέτως, τα έχει εντείνει.
Επιπλέον, επισημάνθηκε η ιστορική και πολιτική διαφορά των εν λόγω συστημάτων με το ελληνικό πλαίσιο: ΗΠΑ και ΗΒ διαθέτουν μακρές παραδόσεις θεσμικής σταθερότητας, ενώ η Ελλάδα ακόμη παλεύει με τις θεσμικές εκκρεμότητες της μεταπολίτευσης.
Μια εναλλακτική πρόταση ήρθε από παριστάμενους σχολιαστές και πολίτες: υιοθέτηση προεδρικού συστήματος διακυβέρνησης, όπως αυτό των ΗΠΑ, σε συνδυασμό με την καθιέρωση της απλής αναλογικής για την εκλογή του Κοινοβουλίου.
Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της ιδέας, αυτό το σχήμα συνδυάζει τη σταθερότητα και την κυβερνησιμότητα (μέσω της απευθείας εκλογής Προέδρου με εκτελεστικές αρμοδιότητες) με την αντιπροσωπευτικότητα και την πλουραλιστική έκφραση στο κοινοβουλευτικό σώμα.
Η απλή αναλογική σε ευρείες εκλογικές περιφέρειες θεωρήθηκε ότι μπορεί να λειτουργήσει ως αντιπολωτικός μηχανισμός, περιορίζοντας την πολιτική τοξικότητα και δίνοντας φωνή σε περισσότερες πολιτικές τάσεις.
Σε μια περίοδο που η αντιπροσωπευτικότητα του σημερινού εκλογικού συστήματος αμφισβητείται έντονα –καθώς ένα κόμμα μπορεί να ελέγχει τη Βουλή με λιγότερο από 40% των ψήφων– τέτοιες προσεγγίσεις προσλαμβάνουν ιδιαίτερη σημασία.
Ο ρόλος των μέσων ενημέρωσης και η επέλαση του διαδικτύου
Η παρέμβαση του έμπειρου δημοσιογράφου επικεντρώθηκε κυρίως στη βαθμιαία απαξίωση των παραδοσιακών ΜΜΕ, ιδίως της τηλεόρασης. Περιέγραψε ένα τοπίο στο οποίο κυριαρχούν ταυτόχρονα η κρατική εξάρτηση, η ιδιωτική διαπλοκή και η απώλεια δημοσιογραφικής αξιοπιστίας.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η τηλεόραση έχει πλέον χάσει οριστικά τον ρόλο της ως αξιόπιστου μέσου ενημέρωσης, λειτουργώντας είτε ως εργαλείο κυβερνητικής προπαγάνδας είτε ως μηχανισμός υποστήριξης ισχυρών οικονομικών συμφερόντων.
Ως κύρια αιτία αυτής της κατάστασης προσδιόρισε την επέλαση του διαδικτύου, το οποίο, όπως είπε, λειτουργεί με σχεδόν μηδενικούς φραγμούς και προσφέρει βήμα σε όλους –ειδικούς και μη, σοβαρούς και ανεύθυνους, επαγγελματίες και ερασιτέχνες. Αυτό, υποστήριξε, ενίσχυσε την παραπληροφόρηση, την κυριαρχία του clickbait και την εξάπλωση συνωμοσιολογικών αφηγήσεων.
Όμως εδώ προέκυψε μια κρίσιμη αντιπαράθεση. Ορισμένοι συμμετέχοντες επεσήμαναν ότι το διαδίκτυο, παρά τις αδυναμίες του, προσφέρει πολυφωνία που ποτέ δεν υπήρξε στα παραδοσιακά ΜΜΕ.
Ενώ στο παρελθόν εφημερίδες και τηλεοράσεις λειτουργούσαν με αυστηρά επιλεγμένες φωνές και περιορισμένες απόψεις, σήμερα κάθε πολίτης έχει τη δυνατότητα να αρθρώσει δημόσιο λόγο. Το πρόβλημα, επομένως, δεν είναι τόσο η ύπαρξη “παράλογων” απόψεων, όσο η αδυναμία του κοινού να τις αξιολογήσει κριτικά.
Εδώ τέθηκε το ζήτημα της παιδείας – όχι μόνο ως θεσμικής εκπαίδευσης αλλά ως κοινωνικής επάρκειας, ως ικανότητας κατανόησης, σύνθεσης, αξιολόγησης και επιχειρηματολογίας. Το ερώτημα ήταν σαφές: πώς φτάσαμε στο σημείο οι κοινωνίες μας να είναι τόσο ευάλωτες στη δημαγωγία, στη ρηχότητα, στην προπαγάνδα και στο «εύκολο ψέμα»;
Η κατάρρευση της εκπαίδευσης
Η απάντηση που κυριάρχησε ήταν: η αποσάθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος. Η κρίση παιδείας δεν είναι συγκυριακή αλλά μακρόχρονη. Εντοπίστηκε στις στρεβλώσεις του πανεπιστημιακού συστήματος, στην αποκοπή της παιδείας από την κριτική σκέψη, στον λειτουργικό αναλφαβητισμό – ένα φαινόμενο που ενώ εξαλείφθηκε σε ποσοτικούς όρους (αναλφαβητισμός), κυριαρχεί σε ποιοτικούς (ανικανότητα κατανόησης σύνθετων εννοιών και κειμένων).
Η ευθύνη επιμερίστηκε τόσο στις κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης όσο και στις ιδεολογικές επιρροές που κυριάρχησαν στο εκπαιδευτικό περιεχόμενο.
Η αποσύνδεση της μάθησης από την αριστεία, η υποτίμηση της φιλοσοφίας και των ανθρωπιστικών σπουδών, η εργαλειοποίηση της γνώσης, η υποβάθμιση του ρόλου του δασκάλου, αλλά και η ανοχή σε μια κουλτούρα «ήσσονος προσπάθειας», διαμόρφωσαν πολίτες που δεν διαθέτουν τα εφόδια για να αντιμετωπίσουν το νέο επικοινωνιακό τοπίο.
Η διαπίστωση αυτή, ωστόσο, δεν συνοδεύτηκε από προτάσεις αναμόρφωσης. Ο πρώην βουλευτής του ΠΑΣΟΚ επεχείρησε να αντιτάξει την πρόοδο στον δείκτη του αναλφαβητισμού, παραβλέποντας –σύμφωνα με παριστάμενους– την πραγματική ποιότητα της γνώσης που προσφέρει σήμερα το εκπαιδευτικό σύστημα. Έτσι, η παιδεία κατέληξε να γίνει ακόμη μια πτυχή του γενικού προβλήματος θεσμικής απαξίωσης.
Μετά από περίπου μιάμιση ώρα συζήτησης, η οποία διανθίστηκε με παρεμβάσεις του κοινού και ερωτήσεις, το γενικό συμπέρασμα ήταν απογοητευτικό. Παρά την οξύτητα των διαπιστώσεων και την ορθότητα πολλών επισημάνσεων, δεν κατατέθηκαν σαφείς προτάσεις για την ανάκτηση της θεσμικής αξιοπιστίας.
Κανείς από τους ομιλητές –παρά τις θέσεις, την εμπειρία ή τις πολιτικές φιλοδοξίες– δεν τόλμησε να περιγράψει μια ριζική, συντεταγμένη πολιτική μεταρρύθμιση.
Αντίθετα, η εντύπωση που αποκόμισε το ακροατήριο ήταν ότι το πολιτικό και θεσμικό κατεστημένο, ανεξαρτήτως προελεύσεως, δεν ενδιαφέρεται για την ουσία της θεσμικής κρίσης. Ή, ακόμη χειρότερα, δεν την κατανοεί ως κρίση αλλά ως διαχειρίσιμη δυσλειτουργία εντός ενός κανονικού πλαισίου.
Και όμως, τα σημάδια του θεσμικού εκφυλισμού είναι παντού. Οι πολίτες δεν προσέρχονται στις κάλπες, η εμπιστοσύνη στους δικαστές υπονομεύεται από διαρκείς καταγγελίες, τα ΜΜΕ αντιμετωπίζονται ως εργαλεία εξουσίας.
Η κοινωνία σιωπά, όχι γιατί αδιαφορεί, αλλά γιατί δεν πιστεύει πλέον ότι υπάρχει κανένας θεσμός που να ακούει.
Προς ένα νέο θεσμικό κοινωνικό συμβόλαιο;
Το μεγάλο ερώτημα, στο οποίο η εκδήλωση δεν απάντησε, παραμένει: Πώς μπορεί να διαμορφωθεί ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο ανάμεσα στην Πολιτεία και τον πολίτη; Ποιες τομές χρειάζονται – συνταγματικές, θεσμικές, πολιτικές – για να καταστεί η δημοκρατία ξανά ουσιαστική και αποτελεσματική;
Η απουσία απαντήσεων δεν ακυρώνει την αναγκαιότητα των ερωτημάτων. Ίσως, η αδυναμία του υπάρχοντος πολιτικού προσωπικού να δώσει λύσεις είναι το πιο ισχυρό επιχείρημα υπέρ της ριζικής αναδιάταξης του θεσμικού τοπίου.
Και ίσως αυτή η αλλαγή να έρθει, όχι «από τα πάνω», αλλά από μια κοινωνία που σιωπά επικίνδυνα – μέχρι να εκραγεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου