ΠΩΣ Η «ΔΙΑΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ» ΜΕΤΑΤΡΕΠΕΙ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΕ ΣΚΗΝΗ ΕΘΝΙΚΗΣ ΥΠΟΤΕΛΕΙΑΣ

Κατά την προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στη Βουλή για την εξωτερική πολιτική, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης απέφυγε να ενημερώσει την Εθνική Αντιπροσωπεία και, μέσω αυτής, την κοινή γνώμη για την πραγματική διπλωματική θέση της χώρας, ιδίως όσον αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και την πορεία του διαλόγου που διεξάγεται –σιωπηρά αλλά συστηματικά– υπό την εποπτεία των Βρυξελλών και της Ουάσιγκτον.
Αντί μιας ουσιαστικής αποτίμησης, επέλεξε να παρουσιάσει μια θεαματική πρωτοβουλία: τη σύγκληση μιας «διάσκεψης των παράκτιων χωρών της Ανατολικής Μεσογείου», προβάλλοντάς την ως ένδειξη αυτοπεποίθησης και ειρηνικής διάθεσης.
«Η Ελλάδα», είπε χαρακτηριστικά, «δεν έχει να φοβηθεί απολύτως τίποτα από το να καθίσει στο τραπέζι με οποιονδήποτε και να υπερασπιστεί τις θέσεις της, πάντα με σημείο αναφοράς το Δίκαιο της Θάλασσας».
Η φράση αυτή, αν και φαινομενικά εμψυχωτική, αποκρύπτει το ουσιώδες: η Ελλάδα μπορεί πράγματι να μη φοβάται τον διάλογο, οφείλει όμως να τον διεξάγει με όρους ισοτιμίας, νομιμότητας και σαφούς ατζέντας. Στην προτεινόμενη «διάσκεψη» δεν συντρέχουν αυτές οι προϋποθέσεις.
Εάν τελικά συγκληθεί, δεν θα ενισχύσει τη θέση της χώρας, αλλά θα την υπονομεύσει, διότι δημιουργεί έναν θεσμικό μηχανισμό που εξισώνει την παρανομία με το δίκαιο και τη γεωπολιτική επιθετικότητα με την αμυντική νομιμότητα.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης, όταν ο τότε πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ είχε διατυπώσει την ίδια πρόταση τον Οκτώβριο του 2020, την είχε απορρίψει, αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο. Μάλιστα, εντός δύο μηνών –και κατόπιν εισηγήσεων του τότε υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια και του γενικού γραμματέα του ΥΠΕΞ Θεμιστοκλή Δεμίρη, νυν διοικητή της ΕΥΠ– είχε πραγματοποιήσει πλήρη αναδίπλωση.
Εκείνη την περίοδο, η Αθήνα, με επιχειρήματα ισχυρά και τεκμηριωμένα, κατάφερε να πείσει τόσο την ηγεσία της Ε.Ε. όσο και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ότι η «διάσκεψη» όχι μόνο δεν θα αποκλιμάκωνε τις εντάσεις, αλλά θα τις θεσμοποιούσε.
Εάν η Ελλάδα αποδεχόταν να καθίσει στο ίδιο τραπέζι με την Τουρκία υπό το ευρωπαϊκό πλαίσιο, με την Άγκυρα να μην έχει προσχωρήσει στη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) και να επιμένει στην ιδεολογία της «Γαλάζιας Πατρίδας», το μήνυμα που θα έστελνε θα ήταν ότι οι αναθεωρητικές της θέσεις είναι συζητήσιμες.
Και αυτό, για την εξωτερική πολιτική μιας χώρας που στηρίζεται στο διεθνές δίκαιο, θα συνιστούσε ιστορική αυτοϋπονόμευση.
Σήμερα, ο πρωθυπουργός επιχειρεί να επαναφέρει το ίδιο σχέδιο, χωρίς να εξηγήσει ποιο στοιχείο της πραγματικότητας έχει αλλάξει προς όφελος της Ελλάδας.
Διότι, σε αντίθεση με το 2020, η διεθνής συγκυρία είναι σαφώς δυσμενέστερη: η Άγκυρα έχει σταθεροποιήσει τη θέση της στη Λιβύη, το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο εφαρμόζεται έμπρακτα με αδειοδοτήσεις ερευνών σε περιοχές ελληνικής υφαλοκρηπίδας, ο αγωγός EastMed έχει εγκαταλειφθεί οριστικά, το ηλεκτρικό καλώδιο GSI παραμένει σε αδιέξοδο, το σχήμα συνεργασίας «3+1» (Ελλάδα, Κύπρος, Ισραήλ + ΗΠΑ) έχει περιθωριοποιηθεί, ενώ η Τουρκία έχει διεισδύσει στην ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία, εξασφαλίζοντας πρόσβαση σε κονδύλια και τεχνογνωσία.
Με άλλα λόγια, το περιβάλλον είναι πιο δυσμενές, η ελληνική διαπραγματευτική ισχύς μικρότερη και η τουρκική επιρροή ευρύτερη.
Σε αυτό το πλαίσιο, η προτεινόμενη διάσκεψη δεν μπορεί παρά να λειτουργήσει εις βάρος των ελληνικών εθνικών συμφερόντων. Τα επιχειρήματα που είχαν οδηγήσει στην απόρριψή της το 2020 όχι μόνο εξακολουθούν να ισχύουν, αλλά σήμερα αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα.
Πρώτον, το κυρίως θέμα μιας τέτοιας διάσκεψης δεν μπορεί να είναι άλλο από τη θαλάσσια οριοθέτηση. Παρά τις επικοινωνιακές αναφορές σε «περιβάλλον», «ενέργεια» ή «μεταναστευτική συνεργασία», ο κεντρικός πυρήνας αφορά τις θαλάσσιες ζώνες.
Εφόσον η Τουρκία παραμένει εκτός του Δικαίου της Θάλασσας, η συζήτηση αυτή θα ξεκινούσε από άνισες βάσεις. Η Άγκυρα θα προσέλθει ως «ισότιμος συνομιλητής» χωρίς νομικές δεσμεύσεις, ενώ η Ελλάδα, η Κύπρος και η Αίγυπτος θα εμφανιστούν ως οι «συντηρητικοί» υπερασπιστές ενός διεθνούς κανόνα που η τουρκική πλευρά θεωρεί «ξεπερασμένο».
Η πολιτική και νομική εξίσωση του παράνομου τουρκολιβυκού μνημονίου με τις νόμιμες συμφωνίες οριοθέτησης Ελλάδας-Αιγύπτου και Κύπρου-Αιγύπτου θα αποτελούσε τεράστια εθνική ήττα.

Δεύτερον, ακόμα κι αν η Άγκυρα υποθετικά αποδεχόταν τη Σύμβαση UNCLOS, μια πολυμερής διάσκεψη θα υπονόμευε τον εθνικό χαρακτήρα των οριοθετήσεων. Ζητήματα όπως η υφαλοκρηπίδα και η ΑΟΖ αποτελούν αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών, όχι αντικείμενο διακρατικών «παζαριών».
Θα δεχόταν η Ελλάδα την παρέμβαση της Λιβύης σε ενδεχόμενη ελληνοτουρκική συμφωνία; Θα δεχόταν η Κύπρος να συζητήσει τη δική της οριοθέτηση παρουσία της Άγκυρας; Η απάντηση είναι αυτονόητη: μια τέτοια διαδικασία θα δημιουργούσε νομικό προηγούμενο διεθνούς συνεξέτασης των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Τρίτον, η Ελλάδα και η Κύπρος, ως μέλη της Ε.Ε., δεσμεύονται από τις κοινές ευρωπαϊκές πολιτικές για την ενέργεια και το μεταναστευτικό. Συνεπώς, σε μια διάσκεψη υπό ευρωπαϊκή αιγίδα, η Αθήνα δεν θα μπορούσε να κινηθεί ελεύθερα, ούτε να επιβάλει την εθνική της γραμμή.
Η Τουρκία, αντίθετα, θα αξιοποιούσε την ευρωπαϊκή διαμεσολάβηση για να θέσει ζητήματα «συνεκμετάλλευσης» στο Αιγαίο ή στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, επιδιώκοντας να νομιμοποιήσει τον ρόλο της ως περιφερειακής δύναμης-ρυθμιστή.
Τέταρτον, η αρχική πρόταση του Σαρλ Μισέλ, που ουσιαστικά αναβιώνει τώρα, αποτελούσε διπλωματική νίκη του Ερντογάν. Ήταν μια θεσμική ομπρέλα που θα παρείχε στην Τουρκία πρόσβαση σε διαπραγματεύσεις με ευρωπαϊκή νομιμοποίηση, χωρίς να χρειάζεται να αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία ή να ανακαλέσει τις διεκδικήσεις της στη Μεσόγειο.
Πέντε χρόνια μετά, η Άγκυρα συνεχίζει αμετακίνητη: δεν έχει ακυρώσει το τουρκολιβυκό μνημόνιο, δεν έχει αναγνωρίσει το δικαίωμα νησιών σε ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα, δεν έχει περιορίσει τις στρατιωτικές της δραστηριότητες στο Αιγαίο. Αντιθέτως, επιδιώκει μέσω των Βρυξελλών να επιβάλει τη δική της «πολυμερή ατζέντα».
Πέμπτον, η συζήτηση περί «μηχανισμών αποκλιμάκωσης» που συνοδεύει τέτοιες πρωτοβουλίες κρύβει κινδύνους. Οι προτάσεις για «πάγωμα ναυτικών δραστηριοτήτων» ή «περιορισμό αεροπορικών ασκήσεων» ισοδυναμούν με έμμεσο περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο.
Μια τέτοια ρύθμιση, αν επιβληθεί πολυμερώς, θα δεσμεύσει το Πολεμικό Ναυτικό και την Πολεμική Αεροπορία, μειώνοντας την αποτρεπτική ικανότητα της χώρας. Θα σήμαινε, πρακτικά, τη θεσμική εγκατάλειψη του δόγματος της ενεργούς αποτροπής, με ανυπολόγιστες συνέπειες για την ασφάλεια των νησιών.
Η επαναφορά μιας απορριφθείσας πρότασης, σε δυσμενέστερη συγκυρία και χωρίς διασφαλίσεις, δείχνει έλλειψη στρατηγικής συνέπειας και εθνικής σταθερότητας.
Εάν η «διάσκεψη της Ανατολικής Μεσογείου» προχωρήσει, η Ελλάδα κινδυνεύει να εγκλωβιστεί σε ένα θεσμικό πλαίσιο όπου η Τουρκία θα έχει λόγο για ζητήματα που αφορούν ευθέως την ελληνική κυριαρχία, ενώ η Κύπρος θα αντιμετωπίζεται ως «τεχνικό ζήτημα» και όχι ως ανεξάρτητο κράτος-μέλος της Ε.Ε.
Η πολυμερής φόρμουλα που προτείνεται δεν είναι φόρμουλα ειρήνης αλλά φόρμουλα συμψηφισμού, όπου η παρανομία αποκτά νομιμοποιητικό ρόλο και η υπεράσπιση του δικαίου παρουσιάζεται ως ακαμψία.
Οι εθνικές συνέπειες μιας τέτοιας επιλογής θα είναι σοβαρές και μακροπρόθεσμες. Θα αλλοιώσουν τη νομική θέση της Ελλάδας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, θα δώσουν στην Τουρκία θεσμικό πάτημα να εγείρει αξιώσεις υπό την αιγίδα της Ε.Ε., θα δυσχεράνουν τις σχέσεις μας με την Αίγυπτο και την Κύπρο, που θα θεωρήσουν την Αθήνα αναξιόπιστο εταίρο, και θα πλήξουν την αποτρεπτική μας αξιοπιστία.
Η συμμετοχή σε μια τέτοια διάσκεψη θα συνιστούσε όχι «πράξη θάρρους», όπως είπε ο πρωθυπουργός, αλλά πράξη παραίτησης από την αδιαπραγμάτευτη αρχή ότι το Διεθνές Δίκαιο δεν συζητείται – εφαρμόζεται.
Η Ελλάδα, αντί να επιδιώκει «πολυμερείς γέφυρες» υπό όρους που υπαγορεύει η Άγκυρα, οφείλει να επιμείνει στην ευρωπαϊκή και διεθνή κατοχύρωση των δικαιωμάτων της, να ενισχύσει τις στρατηγικές της συμμαχίες και να απαιτήσει σεβασμό των συνθηκών χωρίς αστερίσκους.
Διότι κάθε φορά που μετατρέπει τα κυριαρχικά της δικαιώματα σε αντικείμενο διαλόγου, αποδυναμώνει την ίδια τη νομιμότητα της ύπαρξής της ως κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ως πυλώνα σταθερότητας στη Μεσόγειο.
Η ιστορία διδάσκει ότι τα εθνικά σύνορα δεν τα υπερασπίζονται οι διασκέψεις, αλλά η σταθερότητα της βούλησης. Και αυτή, στη σημερινή συγκυρία, μοιάζει επικίνδυνα ρευστή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου