Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ
Γράφει ο Νικήτας Αποστόλου
Στις 13 Νοεμβρίου η Εκκλησία μας τιμά την μνήμη του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος έζησε στη εποχή του τέλους του 4ου μ.Χ. , όταν στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε επέλθει γενική παρακμή. Στην τότε κοινωνία οι άνθρωποι είχαν ως κοινωνικό αίτημα το “άρτο και θεάματα” δηλαδή διανομή σιταριού και μονομαχίες και θηριομαχίες.
Οι Επίσκοποι της Εκκλησίας και οι πιστοί Χριστιανοί της εποχής του αύξαναν την κοινωνική επιρροή τους αλλά άρχιζαν να στερούνται την εσωτερική αγνότητά τους.
Επί πλέον οι επιδρομές των βαρβάρων συνεπάγονταν καταστροφές και κοινωνική αναστάτωση. Αποτέλεσμα αυτών ήταν τα κοινά γεύματα “οι αγάπες” και οι “λογίες” των Χριστιανών να έχουν ανεπαίσθητα εγκαταλειφθεί και αντικατασταθεί με την ελεημοσύνη.
Περαιτέρω οι Εκκλησίες είχαν αποκτήσει σημαντική κτηματική περιουσία από δωρεές πιστών και των Αυτοκρατόρων. Είχαν εισάγει στην οικονομική λειτουργία της Εκκλησίας τον θεσμό της δουλοπαροικίας με την δημιουργία της τάξης των “εκκλησιοπάροικων”.
Εδραιωμένη ήταν πλέον η αντίληψη ότι οι δουλοπάροικοι όφειλαν να υπηρετούν “με καλή διάθεση και με κάθε τιμή τον κύριό τους” και να μην επιδιώκουν την ελευθερία τους (3ος κανόνας της τοπικής Σύνοδος στην Γάγγρα της Παφλαγονίας το 340 μ.Χ., όπου δεν αναφέρεται στην αδελφοσύνη που ο “κύριος” χριστιανικά όφειλε να επιδεικνύει προς τον δούλο ή δουλοπάροικό του όπως συμβουλεύει ο Απόστολος Παύλος στην επιστολή του προς τον Φιλήμονα στον στοίχο 16).
Η υπερτίμηση των υλικών αγαθών και ο ονειδισμός της εργασίας αποτελούσαν επίσης κυρίαρχη αντίληψη.
Η σιμωνία είχε αρχίσει να είναι υπαρκτή στον κλήρο. Είχε ατονήσει η υποχρέωση των Επισκόπων για μια ολοκληρωμένη “διακονία του λόγου” προς τους κοσμικούς άρχοντες ( Κεφ. 13 της προς Ρωμαίους Επιστ. Απ. Παύλου) και επομένως ότι ως προς την νοοτροπία την πρακτική τους όφειλε πλέον και ο Χριστιανός Αυτοκράτορας να βάλει ως στόχους του την σταδιακή εναρμόνισή των με τις χριστιανικές αρχές και αξίες, ώστε να υπάρχει συναλληλία με την δράση της Εκκλησίας.
Ότι η αυτονομία της Εκκλησίας έπρεπε να γίνει σεβαστή από την Αυτοκρατορική εξουσία.
Μέσα σε αυτό το απαξιωτικό γενικό κλίμα τον 4ο μ.Χ. αιώνα έδρασε ο μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας μας, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο οποίος είχε συνείδηση της ιστορικής ευθύνης του και ανταποκρίθηκε στο χρέος του και πρότεινε έναν άλλο τρόπο ζωής, βιώνοντας τον ο ίδιος.
Γεννήθηκε στην Αντιόχεια περί το 349 και απεδήμησε εις Κύριον το 407μ.Χ. Τα πρώτα γράμματα τα διδάχθηκε από την μητέρα του Ανθούσα. Εν συνεχεία σπούδασε στην Αντιόχεια στη σχολή του Λιβάνιου ρητορική και του Ανδραγαθίου φιλοσοφία.
Ακολούθησε θεολογικές σπουδές δίπλα στον Καρτέριο και το Διόδωρο Ταρσού, στη μεγάλη θεολογική σχολή της Αντιόχειας. Το επάγγελμα του συνηγόρου το άσκησε για λίγους μήνες. Όταν το εγκατέλειψε βαπτίστηκε Χριστιανός.
Το 371μ.Χ. χειροθετήθηκε αναγνώστης και το 372 μ.Χ. . Βίωσε έξι χρόνια μοναστικής ζωής με σκληρή άσκηση. Το 381μ.Χ., χειροτονήθηκε διάκονος και το 386μ.Χ. πρεσβύτερος.
Ως πρεσβύτερος αρχίζει να αναπτύσσει έντονη συγγραφική και ποιμαντική δράση με στόχο να καταπολεμήσει την αιρετική δράση (Αρειανούς, Ευνομοιανούς) και τους φορείς που ήταν υπεύθυνοι για την ηθική παρακμή της πόλεως.
Ιδρύει ευαγή ιδρύματα, όπως πτωχοκομεία και γηροκομεία και καθιερώνει συσσίτιο. Η φήμη για την ρητορική και ποιμαντική του ικανότητα εκτοξεύθηκε, τον έκανε γρήγορα γνωστό στην Αυτοκρατορία, φθάνοντας μέχρι και την Αυλή του αυτοκράτορα.
Όταν πέθανε ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νεκτάριος , με σύμφωνη γνώμη κλήρου και λαού, το Φεβρουάριο του 398μ.Χ χειροτονείται από τον Θεόφιλο Αλεξανδρείας και καθίσταται Αρχιεπίσκοπος Κων/πόλεως.
Από τη θέση του Αρχιεπισκόπου ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναπτύσσει ευρύτατο ποιμαντικό, κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο. Κύριο μέλημα του είναι η ηθική καλλιέργεια του ποιμνίου του. Όμως δεν περιορίζεται μόνο σε αυτό.
Ίδρύει σειρά ευαγών ιδρυμάτων με σκοπό την ανακούφιση των φτωχών, ορφανών, ξένων και αρρώστων. Οργανώνει ημερήσιο συσσίτιο με το οποίο θρέφει 7000 απόρους της Κων/πολης. Καταργεί κάθε πολυτέλεια στην Εκκλησία.
Περιορίζει στο ελάχιστο τα έξοδα διατροφής του κλήρου. Εκποιεί διάφορα πολύτιμα σκεύη και τιμαλφή και δίνει τα χρήματα σε έργα αγάπης. Οργανώνει ιεραποστολές σε Περσία, Κελτική, Φοινίκη, Σκυθία και τη Γοτθία.
Έχοντας ως αρχή ότι “τα δημοσίως λεγόμενα και πραττόμενα δημοσίως και ελέγχονται” ( ΕΠΕ 23. 393) καταγγέλλει την κοινωνική αδικία, στιγματίζει τη σπατάλη, στηλιτεύει την ανηθικότητα και τη διαφθορά, καταδικάζει τις αυθαιρεσίες του πολιτικού συστήματος, στρέφεται σε βάρος του διεφθαρμένου κλήρου.
Στέκεται δίπλα στους αδυνάτους, τους ταπεινούς, τους αδικημένους, τους απλούς καθημερινούς ανώνυμους συνανθρώπους του, που η υπεροψία και η αδικία των δυνατών συχνά καταδυνάστευε.
Αυστηρός ασκητής στην προσωπική του ζωή, δεν μπορούσε να ανεχθεί παρουσία ιδιοτελών ανθρώπων στην Εκκλησία και σκανδαλοποιών κληρικών.
Έλαβε δραστικά μέτρα εναντίον: α) των «βαλαντιοσκόπων», των κληρικών δηλαδή εκείνων που πλούτιζαν από την ιερατική τους ιδιότητα, β) των «κολάκων και παρασίτων», όσων κληρικών δηλαδή απολάμβαναν την κοσμική ζωή, γ) των «κοιλιοδούλων», όσων δηλαδή ζούσαν αργόσχολα, με έμφαση στις απολαύσεις και δ) εκείνων που ζούσαν με «συνεισάκτους», δηλαδή τους μοναχούς ή επισκόπους που συζούσαν με τις θεωρούμενες «αδελφές» τους.
Τους αδιόρθωτους τους απέβαλε παντελώς από τις τάξεις του κλήρου. Δεν δίστασε να καταργήσει 13 επισκόπους ως «σιμωνιακούς» και ανάξιους και να τους αντικαταστήσει με ικανούς και ευσεβείς.
Με την δράση του κατέκτησε τις καρδιές του λαού, αλλά προκάλεσε πλήθος αντιδράσεων από εκείνους που θίγονταν από το ελεγκτικό του κήρυγμα. Η συσσωρευμένη αντιπάθεια σε βάρος του, από μέρους των πολιτικών και εκκλησιαστικών παραγόντων της εποχής, εκδηλώθηκε όταν ο Ιωάννης ήλεγξε την Αυτοκράτειρα Ευδοξία.
Όλοι όσοι θίγονταν από το κήρυγμά του, έψαχναν διαρκώς αφορμές για να τον συκοφαντήσουν ως Επίσκοπο. Η αφορμή βρέθηκε και ήταν η ανέγερση ενός λεπροκομείου και η οικονομική ζημία με την οποία θα επιβαρύνθηκαν τα κτήματά τους.
Πρωτεργάτες ήταν από εκκλησιαστικής πλευράς, ο Σεβηριανός Γαβάλων, ο Ακάκιος Βεροίας και ο Αντίοχος Πτολεμαΐδας και κορυφαίος που συνύφανε τις σαθρές κατηγορίες σε βάρος του για την αποπομπή του, ήταν ο Θεόφιλος Αλεξανδρείας.
Ο Θεόφιλος κατηγόρησε τον Ιωάννη για εσχάτη προδοσία, επειδή σε ομιλίες του στην Ιεζάβελ, υπονοούσε την Αυτοκράτειρα Ευδοξία.
Συνεκλήθη σύνοδος εν Δρυ Επισκόπων (παρωδία καθ΄όσον παραβρέθηκαν μόλις 36 επίσκοποι, ενώ οι υπόλοιποι 40 αρνήθηκαν να μετάσχουν σε αυτή ), στην οποία παρευρέθησαν οι μισοί Επίσκοποι, που αποφασίστηκε η έκπτωσή του.
Όμως, η απόφαση δεν υλοποιείτο λόγω του φόβου που προκάλεσε στην αυλή η αντίδραση του λαού. Μετά από λίγο ήρθε δεύτερη αφορμή. Ο Ιωάννης και πάλι δεν έπαψε το φλογερό κήρυγμα του άσκησε νέα δριμεία κριτική στην Ευδοξία για ένα άγαλμα της, το οποίο ανήγειρε στον περίβολο του ναού της Αγίας Σοφίας, στο οποίο τελούνταν και διάφορες Διονυσιακού τύπου εκδηλώσεις.
Αυτή τη φορά, εκφώνησε λόγους όπου αποκαλούσε την Ευδοξία Ηρωδιάδα, διότι με τυραννικό τρόπο πήρε τον αγρόν μιας χήρας καλουμένης Καλλιτρόπης*, κάτι που τον έθεσε άμεσα στο στόχαστρο της αυτοκράτειρας και του Αυτοκράτορα.
Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου του Πάσχα του 404, οι στρατιώτες του αυτοκράτορα επιτέθηκαν την ώρα της Λειτουργίας στο συναχθέν πλήθος, με την αιτιολογία ότι ήταν σύναξη οπαδών του Χρυσοστόμου.
Ακολούθησαν βαρβαρότητες τη νύχτα καθώς και την επόμενη ημέρα από το στρατό και τους υπερασπιστές του Ιωάννη, που αποκληθήκαν Ιωαννίται. Ο Ιωάννης ζητούσε ήταν να ακροασθεί από Οικουμενική σύνοδο.
Αυτό όμως προσέκρουε στα συμφέροντα των αντιπάλων του, οι οποίοι γνώριζαν τη αντικανονικότητα της εν Δρύ συνόδου, με αποτέλεσμα να μην δέχονται το αίτημά του. Ο ανώτερος κλήρος με επικεφαλής τον Ακάκιο, άσκησαν έντονη πίεση στον Αρκάδιο .
Εν τέλει εκδίδεται διάταγμα εξορίας του Ιωάννη.
Οι υποστηρικτές του ήταν έτοιμοι να τον υπερασπιστούν, ενώ στρατιώτες είχαν εντολές να τον συλλάβουν και αν υπάρξουν αντιδράσεις, να κατασταλούν άμεσα. Ο ίδιος παραδίδεται αφού εμφανίζεται στους υποστηρικτές του Επισκόπους.
Τους αποχαιρέτησε, με προτροπή να διατηρήσουν ενωμένη την Εκκλησία ώστε να μην προκληθεί σχίσμα. Μετά βγήκε κρυφά, ώστε να μην προκληθούν αιματοχυσίες για να πορευθεί προς τον τόπο της εξορίας του.
Οφείλουμε να επισημάνουμε την πάγια πολιτική των Αυτοκρατόρων από του Μ. Κων/νου και έπειτα, ότι η αντίσταση στην αυτοκρατορική θέληση για του Επίσκοπο είχε την συνέπεια της απώλειας του επισκοπικού αξιώματος και τις περισσότερες των περιπτώσεων την εξορία του.
Δυστυχώς η ακραία αυτή πολιτική αντιμετώπιση της διοίκησης της Εκκλησίας, δεν εθεωρείτο αθέμιτος διαχρονικά από το σώμα των εκάστοτε Επισκόπων, ούτε υπήρξε συλλογική γενική καταδικαστική απόφασή των ενάντια σε αυτήν την πολιτική πρακτική.
Εξόριστος ο Ιωάννης κάθε μέρα περπατεί πολλά χιλιόμετρα περνώντας πλήθος κακουχιών και οδηγήθηκε στο χωριό Κουκουσός, στα σύνορα Καππαδοκίας και Αρμενίας. Στην Κουκουσό φθάνει μετά από ταξίδι επτά μηνών, σχεδόν ημιθανής. Αφού συνήλθε, το μέρος της εξορίας του γίνεται πόλος έλξης πολλών πιστών.
Από εκεί συνεχίζει το ποιμαντικό του έργο. Γράφει πλήθος επιστολών, συμβουλεύει, κατευθύνει, ενισχύει, παρηγορεί και τονώνει πολλούς Χριστιανούς. Όπως μαθαίνουμε από το πλήθος επιστολών του, είναι ένα ταξίδι θριάμβου, πόνου, απογοητεύσεων και διωγμών.
Όπου εμφανίζεται, πλήθος λαού και κλήρου τον υποδέχεται με θέρμη, αντίθετα με επιθέσεις που είχε σε πολλούς ενδιάμεσους σταθμούς της εξορίας από φιλο-Θεοκλητικούς και αντι-Χρυσοστομικούς επισκόπους.
Αυτό το γεγονός όμως εξοργίζει περισσότερο το περιβάλλον του Αυτοκράτορα, το οποίο έβλεπε να αναπτύσσεται ένα ευρύτατο ενδιαφέρον υπέρ του εξόριστου Επισκόπου. Ο Αρκάδιος αποφασίζει την περαιτέρω απομάκρυνση του στην Πιτυούντα, παρά τις προσπάθειες του Πάπα Ιννοκέντιου να επιστρέψει, ώστε να ακουστεί από σύνοδο.
Οδοιπορεί για τρεις μήνες προς τον τόπο της εξορίας του, υπό αυστηρή επιτήρηση, αλλά τελικά ποτέ δεν θα φθάσει, γιατί θα τον προλάβει ο θάνατος. Βαριά άρρωστος απεδήμησεν εις Κύριον στις 14 Σεπτεμβρίου του 407.
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος άφησε ογκωδέστατο συγγραφικό έργο το οποίο καλύπτει 18 τόμους στην Patrologia Graeca του Migne. Υπήρξε λαμπρός σχολιαστής των Άγιων Γραφών. Έχουν διασωθεί περίπου 600 λόγοι του σε ποικίλα θέματα. Ο αναγνώστης των διαπιστώνει τη ρητορική του δεινότητα, την σπάνια βιβλική κατάρτισή του, την ποιμαντική του αγωνία και την ορθόδοξη θεολογία.
Η θεολογία του στρέφεται κυρίως γύρω από το ακατάληπτο και απρόσιτο της θείας φύσεως, «τή γάρ ενώσει και τη συναφεία έν εστιν ο Θεος Λόγος και ή σάρξ, ου συγχύσεως γενομένης τών ουσιών, αλλά ενώσεως άρρητον τινός και αφράστου». Υοθέτησε τις χριστολογικές απόψεις του Μεγάλου Αθανασίου και των Μεγάλου Βασιλείου και Γρηγορίου Νύσσης , «Τῇ γὰρ ἑνώσει καὶ τῇ συνάφειᾳ ἐν ἐστὶν ὁ Θεός, Λόγος καὶ Σάρξ...καὶ ἀφράστου».
Στο έργο του ανέδειξε το απολυτρωτικό έργο του Χριστού, τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, το μυστήριο της Εκκλησίας, την αξία του ανθρώπου ως υπάρξεως προορισμένης για την αιωνιότητα, τη μέλλουσα κρίση.
Αποδέχεται όμως την ελληνική παιδεία σε ότι έχει να κάνει με την εκμάθηση της τέχνης του λόγου, της ρητορικής και των επιστημών.
Όμως απορρίπτει ξεκάθαρα και ανατρέπει τις απόψεις των αρχαίων φιλοσόφων όπως του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, περί Θεού, κόσμου, ανθρώπου και ηθικής, αν και επαινεί πολλές φορές όσους φιλοσόφους όπως ο Σωκράτης , όταν διαπιστώνει στη ζωή τους ηθική συμπεριφορά ή περιφρόνηση προς τα υλικά αγαθά.
Ανέδειξε με βάση και στωική ηθικολογία την θέση ότι τον ενάρετο και ηθικό δεν μπορεί κανείς να τον βλάψει, διότι τις αδικίες τις αντιμετωπίζει γενναία και τις εκμεταλλεύεται για την τελείωση του.
Ιδιαιτέρα επισημαίνει ότι ο Θεός δίδει ελεύθερη βούληση στα πλάσματά του, η οποία προκύπτει όχι από τη σάρκα αλλά από την προαίρεση του ανθρώπου. Εφόσον η θέληση είναι αυτή που κινεί σε αμαρτία, τότε το σώμα δεν είναι από τη φύση του κακό.
Τονίζει την ενότητα της πίστης και του δόγματος, διότι η πίστη σε αίρεση και σαθρό δόγμα δεν μπορεί να μεταστραφεί προς νίκη της αιωνίου ζωής ακόμα και αν «μαρτυρίου αίμα» παραδοθεί.
Ο Χρυσόστομος εισάγει την έννοια «συγκατάβασις», δηλαδή ότι η γλώσσα και η γραφή δεν είναι ανάλογα προς τη φύση του Θεού, αλλά προς τα πεπερασμένα όρια του ανθρώπου. Συντελείται ένεκα της «Θείας Οικονομίας», που προϋποθέτει την αδυναμία του ανθρώπου να δεχθεί χωρίς προετοιμασία την αποκαλυπτόμενη αλήθεια.
Τονίζει πως η προέλευση του κακού οφείλεται στο φρόνημα της σαρκός και στην προς το κακό κίνηση της προαιρέσεως - βουλήσεως και όχι στην ουσία - υπόσταση καθεαυτήν του ανθρώπου.
Προσπάθησε με την ηθικοοικονομική του διδασκαλία να ανυψώσει το επίπεδο της ηθικής ζωής στο χριστιανικό επίπεδο, μέσω ενάρετου βίου μέσα από τον γάμο.
Αντιλαμβανόταν την ανάγκη για μια προσπάθεια αναμόρφωσης της κοινωνίας και οικοδόμησής της πάνω στο ευαγγέλιο προϋποθέτει καταπολέμηση φαινομένων ακολασίας και κοινωνικοοικονομικής αδικίας.
Χαρακτηριστικό της ευαισθησίας του είναι τα κηρύγματα που αναφέρει ξεκάθαρα ότι οι άσπλαχνοι και ανελεήμονες δεν θα δουν τη «βασιλεία των ουρανών» . Θεωρούσε εσφαλμένη την αντίληψη ανωτερότητας του ανδρικού φύλου, χρησιμοποιώντας όρους όπως «ισότητα», «ομότιμος», «εκ της ουσίας». Πάντα όμως τόνιζε τη διαφορά των ρόλων για την ειρηνική συμβίωσης τους.
Πιστεύει ότι η απομάκρυνση των πρωτοπλάστων από τον Θεό προκάλεσε την «πνευματική διάσπαση», «την εσωτερική αντινομία», που εκδηλώνεται μεταξύ ανθρώπων με αντιπαλότητα, διαμάχες και πολέμους. Λησμονείται ένεκα της αμαρτίας, ότι οι άνθρωποι είναι όλοι ομότιμοι μεταξύ τους. Το να υπακούει ο πολίτης τον πολιτικό άρχοντα ή ο διάκονος τον Πρεσβύτερο δεν σημαίνει ότι ενώπιον Θεού κάποιος είναι κατώτερος από τον άλλο.
Κανένας Επίσκοπος έως τότε δεν είχε “μαστιγώσει” τόσο πολύ τους παντός είδους τυραννικούς άρχοντες όσο ο Χρυσόστομος.
Για το φαινόμενο της εξουσίας, πιστεύει ότι η απομάκρυνση των πρωτοπλάστων από τον Θεό προκάλεσε την «πνευματική διάσπαση», «την εσωτερική αντινομία», που εκδηλώνεται μεταξύ ανθρώπων με αντιπαλότητα, διαμάχες και πολέμους.
Η αντιπαλότητα οδηγεί στην επιβολή του ενός στον άλλο και λησμονείται ένεκα της αμαρτίας, ότι οι άνθρωποι είναι όλοι ομότιμοι μεταξύ τους. Στο ίδιο ζήτημα επίσης τονίζει με κάθε τρόπο ότι η θεία τάξη, στην οποία είναι θεμιτό το άρχειν και το άρχεσθαι, δεν αναιρεί την ομοτιμία μεταξύ των ανθρώπων.
Ξεκαθαρίζει όμως ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ του άρχειν, που είναι θέλημα Θεού, και της εκλογής (ανάδειξης) των πολιτικών αρχόντων, που ανήκει στην ευθύνη των ανθρώπων. Αρνείται ότι ο κάθε άρχοντας είναι «ελέω Θεού» και “χειροτονείται” (εκλέγεται) από το Θεό.
Για την εργασία αναφέρει ότι η εργασία δεν είναι όνειδος, αλλά συνιστά «νουθεσία», «σωφρονισμό» και «φάρμακο» για τα τραύματα που προκαλεί η αμαρτία αποφεύγει ο άνθρωπος την αχρείωση του, καλλιεργεί πνευματικά τον εαυτό του και γίνεται χρήσιμος στο πλησίον του. Αναφέρει ως παράδειγμα τον Απόστολο Παύλο που εργαζόταν χειρωνακτικά.
Ο Χρυσόστομος θεωρεί ότι ο πλούτος είναι πράγμα άψυχο και άρα από τη φύση του ούτε κακό, ούτε καλό και τον τελικό χαρακτήρα δίνει ο άνθρωπος με την χρήση του. Διδάσκει ότι δεν είναι ο Θεός αυτός ο οποίος κάνει πλούσιο ή φτωχό ένα άνθρωπο.
Η γη του Θεού είναι εξίσου για όλους και προχωράει λέγοντας ότι ο άνθρωπος με πλούτη πρέπει να είναι ο διαχειριστής των αγαθών που κατέχει. Ο κάτοχος των υλικών αγαθών και χρημάτων «δικαιούται» να χρησιμοποιεί από αυτά όσα χρειάζεται για να συντηρείται χωρίς υπερβολές, ώστε να μη φθάνει στην αμαρτία.
Εάν δεν λειτουργήσει έτσι, σημαίνει ότι υποδουλώθηκε στα αγαθά του, με αποτέλεσμα να καταντήσουν γι' αυτόν τύραννος, από τον οποίο αδυνατεί να ελευθερωθεί. Φτάνει δε σε σημείο να πει, ότι οι πλούσιοι κατά κόσμον, θα κριθούν με αυστηρότερο κριτήριο από τον Θεό.
Για την παιδεία αναφέρει «Της τέχνης ταύτης ουκ έστι άλλη μείζων τι γάρ ίσον του ρυθμίσαι ψυχήν και διαπλάσαι νέου διανοίαν» και «Ουδέν γάρ ίδιον προς διδασκαλίαν επαγωγόν ως το φιλείν και φιλείσθαι».
Η αγάπη για τον Χρυσόστομο είναι το βασικό γνώρισμα του παιδαγωγού. «Ας γινόμεθα λοιπόν στοργικοί προς τους μαθητές μας. Αυτό είναι η αρχή του δικού μας τρόπου ζωής, από γνώρισμα, δηλαδή το να μη φροντίζουμε μόνο για τα δικά μας πράγματα και τις υποθέσεις, αλλά και τα μέλη μας τα άρρωστα και να τα διορθώνουμε και να τα θεραπεύουμε αυτό είναι το μέγιστο της πίστεως».
Υπογραμμίζει ότι ο παιδαγωγός επιβάλλεται ν’ αποσκοπεί στη διαμόρφωση του παιδιού σε εικόνα Θεού και «το καθ’ ομοίωσιν αποδιδούς». Γι’ αυτό οι ιδιότητες του Θεού πρέπει να γίνουν κτήμα του παιδιού όπως είναι: η αγαθότητα, το αόργητο, το αμνησίκακο, το ευεργετικό, το φιλάνθρωπο.
Ο Χρυσόστομος ήταν ο κύριος διαμορφωτής της Θεία Λειτουργίας, που στην εποχή του επεξεργάστηκε και εισήγαγε, με νέο τρόπο δόμησης Έκανε πιο κατανοητή τη Θεία Λειτουργία στους πιστούς με χαμηλότερο πνευματικό επίπεδο, ενώ έδωσε τη δυνατότητα στα νέα ή υποψήφια μέλη της εκκλησίας, να μπορούν ευκολότερα να παρακολουθήσουν και να κατανοήσουν το λατρευτικό γεγονός που αποτελούσε τον πυρήνα της πίστης της Εκκλησίας.
Ιωάννινα 12 – 11 – 2025
Νικήτας Αποστόλου
*Προσθήκη από το ιστολόγιό μας
Το άγιον αυτού λείψανον αποθησαυρίζεται εις τα Κόμανα της Καππαδοκίας, ομού με τα άγια λείψανα των Aγίων Μαρτύρων, Βασιλίσκου και Λουκιανού, καθώς παρ’ αυτών των ιδίων απεκαλύφθη εις αυτόν με οπτασίαν νυκτερινήν.
Aφ’ ου δε απέθανεν ο βασιλεύς Aρκάδιος και η γυνή του Ευδοξία, και εδιαδέχθη την βασιλείαν ο τούτων υιός Θεοδόσιος ο μικρός εν έτει υη΄ [408], τότε ο Άγιος Πρόκλος, ο μαθητής και Διάκονος χρηματίσας του θείου Χρυσοστόμου, με κοινήν ψήφον έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
Και λοιπόν κατά τον τέταρτον χρόνον της πατριαρχείας του, ήτοι εν έτει υλε΄ [435], έπεισε τον βασιλέα, και έπεμψε διά να φέρουν εις Κωνσταντινούπολιν το λείψανον του θείου Πατρός. Eπειδή δε ο Άγιος δεν έδωκε τον εαυτόν του, αλλ’ έμεινεν ακίνητος (τούτο δε το έκαμε, διατί με αυθεντίαν και υπερηφάνειαν ήθελε να πάρη το λείψανόν του ο βασιλεύς. Tον οποίον εβούλετο να διδάξη ο Άγιος ταπεινοφροσύνην και μετριότητα).
Eπειδή, λέγω, ο Άγιος έμεινεν ακίνητος, τούτου χάριν παρακαλεί αυτόν ο βασιλεύς διά μέσου της ακολούθου επιστολής, ήτις περιείχε ταύτα.
Επιστολή του βασιλέως Θεοδοσίου.
Eις τον οικουμενικόν Πατριάρχην και Διδάσκαλον και πνευματικόν Πατέρα Ιωάννην τον Χρυσόστομον, την προσκύνησιν προσφέρω εγώ ο βασιλεύς Θεοδόσιος.
Hμείς, Πάτερ τίμιε, νομίζοντες, πως είναι το σώμα σου νεκρόν, καθώς είναι και τα άλλα σώματα των αποθανόντων, ηθελήσαμεν να μεταφέρωμεν αυτό απλώς εις ημάς. Διά τούτο και του ποθουμένου δικαίως υστερήθημεν.
Aλλά συ, Πάτερ τιμιώτατε, συγχώρησον εις ημάς, οπού μετανοούμεν. Συ γαρ εδίδαξες εις όλους την μετάνοιαν. Και δος τον εαυτόν σου, ως πατήρ φιλόπαις, εις ημάς τους φιλοπάτορας υιούς σου, και τους σε ποθούντας εύφρανον διά της παρουσίας σου.
Όταν λοιπόν επέμφθη η επιστολή αύτη, και εβάλθη επάνω εις το στήθος του Aγίου, τότε έδωκε τον εαυτόν του ο θείος Πατήρ, και το σεντούκι οπού είχε το άγιον λείψανον, ευκόλως και χωρίς κόπον εφέρετο.
Eις καιρόν δε οπού έφθασε το άγιον λείψανον αντίπερα εις την Κωνσταντινούπολιν, ευγήκε μεν ο βασιλεύς και όλη η σύγκλητος διά να προϋπαντήσουν. Το δε σεντούκι, οπού είχε το άγιον λείψανον, εβάλθη μέσα εις κάτεργον [πλοίο] βασιλικόν.
Γενομένης δε φουρτούνας, τα μεν άλλα καΐκια, διεσκορπίσθησαν εις ένα και άλλο μέρος. Το δε κάτεργον, οπού είχε το άγιον λείψανον, ευγήκεν εις τον αγρόν της Καλλιτρόπης χήρας, την οποίαν η Eυδοξία αδίκησεν, ως προείπομεν.
Και αφ’ ου απεδόθη ο αγρός εις την χήραν, τότε έγινε και εις την θάλασσαν γαλήνη.
Πρώτον λοιπόν εφέρθη το άγιον λείψανον εις τον Ναόν του Aποστόλου Θωμά, τον ονομαζόμενον του Aμαντίου, οπού και ο βασιλεύς ήτον παρών, και εσκέπαζε με την βασιλικήν του χλαμύδα την θείαν σορόν του λειψάνου, και ομού επαρακάλει τον Άγιον διά να στήση τον κλόνον [να σταματήσει τον κλονισμό] του τάφου της μητρός του. O οποίος εκλονείτο και έτρεμεν ήδη εικοσιπέντε χρόνους. Και δη και επέτυχε της αιτήσεως. Eστάθη γαρ παραδόξως ο κινούμενος τάφος εκείνης.
Έπειτα εφέρθη εις τον Ναόν της Aγίας Eιρήνης. Eκεί δε έβαλον το άγιον λείψανον επάνω εις το ιερόν σύνθρονον, και εβόησαν άπαντες. «Aπόλαβε τον θρόνον σου Άγιε».
Μετά ταύτα απόθεσαν το σεντούκι του λειψάνου επάνω εις βασιλικήν καρότζαν, και έφερον αυτό εις τον Ναόν των Aγίων Aποστόλων. Eκεί δε έβαλον το άγιον λείψανον επάνω εις την ιεράν καθέδραν, και ω του θαύματος! επεφώνησεν εις τον λαόν το, Ειρήνη πάσι.
Και ύστερον εβάλθη υποκάτω εις την γην […].
Όταν δε η ιερά Λειτουργία ετελείτο, θαύματα μεγάλα εγίνοντο από τα οποία ένα είναι και τούτο.
Ένας άνθρωπος πάσχοντας από ασθένειαν ονομαζομένην αρθρίτιδα, διατί προξενεί πόνους και οδύνας εις τα άρθρα και τας αρμονίας των μελών του σώματος, αυτός, λέγω, παράλυτος ων, και σχεδόν ακίνητος, επίασε το ιερόν στεντούκι, οπού είχε το του Aγίου λείψανον.
Και ω του θαύματος! παρευθύς ελευθερώθη τελείως από το πάθος.
Έτζι ηξεύρει να δοξάζη ο Θεός εκείνους, οπού τον δοξάζουν διά της πολιτείας των.
Απόσπασμα από τον τόμου Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, «Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού», τόμος β’, των εκδόσεων Δόμος.

ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
ΑπάντησηΔιαγραφή(13.11.2019) ΟΜΙΛΙΑ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΑΝΑΝΙΑ ΚΟΥΣΤΕΝΗ.
https://www.youtube.com/watch?v=cQCd2ya6I88
Ιερά Μονή Αγίου Νικοδήμου Πυργετού:
ΑπάντησηΔιαγραφήΤί πραγματικά είναι η αγάπη;
www.youtube.com/watch?v=5enSdgTdtDc
ΝΙΚΗΤΑ ,ΑΚΟΜΗ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΠΡΟΒΑΛΕΙΣ ΤΟ ΦΘΟΡΟΠΕΙΟ ΔΟΜΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΦΟΤΟΥ ΕΝΤΑΧΘΗΚΕ ΣΤΙΣ ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ ΚΑΙ ΕΛΑΒΕ ΤΜΗΜΑ ΤΗΣ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΔΙΑ ΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ .
ΑπάντησηΔιαγραφήΕΤΣΙ ΠΗΓΕ ΠΕΡΙΠΑΤΟ Η ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΕΙΑΣ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΣΤΗΚΕ ΣΤΙΣ ΑΓΑΠΕΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΙΑΚΟΝΟΥΣ
ΚΑΙ ΤΑ ΙΔΑΝΙΚΑ ΤΗΣ ΑΚΤΗΜΟΣΥΝΗΣ ,ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ,Η ΕΝΤΟΛΗ ΠΕΡΙ ΜΗ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΟΣΗΣ ΤΟΚΩΝ ,Η ΙΣΟΤΗΤΑ ΔΟΥΛΩΝ ΚΑΙ ΜΗ ΚΑΙ Η ΜΗ ΕΚΜΕΤΑΛΕΥΣΗ ,Η ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΩΣ ΕΝΟΙΑ ΚΑΙ ΤΟΣΑ ΑΛΛΑ ΟΥΣΙΩΔΗ ΠΟΥ ΠΑΡΑΚΑΜΘΗΣΑΝ ΚΑΙ ΦΤΑΣΑΜΕ ΣΕ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΖΟΥΜΕ ΣΗΜΕΡΑ.
ΤΩΡΑ Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΘΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΖΟΝΤΑΝ ,ΚΟΜΟΥΝΙ,ΑΝΑΡΧΙΚΟΣ,ΨΕΚΑΣΜΕΝΟΣ,ΑΙΘΕΡΟΒΑΜΩΝ,
ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΜΕΝΟΣ ,ΚΑΙ ΟΤΙ ΑΛΛΟ ΠΡΟΣΑΠΤΕΙ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΝ ΝΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΝ ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΧΩΡΙΣ ΦΟΒΟ ΚΑΙ ΝΑ ΕΛΕΓΧΟΥΝ ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΟΥΣ ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΟΥΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΟΝ