Παρασκευή 13 Οκτωβρίου 2017

13 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΡΑ ΤΗΣ ΠΑΝΤΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ Ο ΑΜΝΟΣ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ




Γράφει ο Ν. Ι. Μέρτζος

Την Κυριακή εορτάζεται η Ημέρα του Μακεδονικού Αγώνα. Ορίσθηκε στα μέσα κάθε Οκτωβρίου επειδή την 13η Οκτωβρίου 1904 έπεσε ο Παύλος Μελάς στο Άγνωστον: στη Στάτιτσα, στα μύχια Κορέστεια. 

Υπήρξε ο Αμνός του Γένους. Και η θυσία του έφερε την Ανάσταση. Μέσα σε 4 χρόνια οι Έλληνες επικράτησαν στη αιματηρή αναμέτρησή τους με τους Βουλγάρους, έσωσαν τη Μακεδονία και, μετά άλλα 4 μόλις χρόνια, την ελευθέρωσαν. 

Είχαν μεταλάβει των Αχράντων Μυστηρίων: ήθος, αγάπη, πίστη, αυτοθυσία. Είχαν το παράδειγμα και το ενστερνίσθηκαν θερμά. Είδαν με τα μάτια τους ότι οι πρώτοι της Αθήνας έριξαν πρώτα στη φωτιά τα δικά τους παιδιά. Και, τότε, ρίχτηκαν όλοι μαζί ασυγκράτητοι.

Τρεις άνδρες χάραξαν βαθειά τον Μακεδονικό Αγώνα: ο σλαβόφωνος Πρωτομάχος καπετάν Κώττας, ο Εθναπόστολος ΄Ιων Δραγούμης και ο Παύλος Μελάς, σύζυγος της αδελφής του ΄Ιωνος.

Ο Παύλος Μελάς ήταν ανθυπολοχαγός του πυροβολικού, προσωπικότητα της ανωτάτης αθηναϊκής κοινωνίας και φίλος των Πριγκήπων. Ο πατέρας του Μιχαήλ ήταν βαθύπλουτος και Δήμαρχος Αθηναίων. Πεθερός του ο εξέχων πολιτικός Στέφανος Δραγούμης, πρώην υπουργός των Εξωτερικών και μετά Πρωθυπουργός. 

Με την αγαπημένη του Νάτα είχαν δυό μικρά παιδιά. 


Σχετική εικόνα



Αποτέλεσμα εικόνας για παυλος μελας φωτογραφιες

Αφιερώθηκε, όμως, στην Πατρίδα.

Πριν αναλάβει τον Αγώνα, γνώρισε σε πρώτο πρόσωπο τη Μακεδονία και μαθήτευσε στον καπετάν-Κώττα, εμπιστεύθηκε τους γηγενείς σλαβόφωνους Μακεδόνες και τον εμπιστεύθηκαν. 

Δεν μπορούσε να σηκώσει την αντάρτικη ζωή αλλά βγήκε στο κλαρί. Δεν ήλθε να σκοτώσει αλλά να φέρει την ειρήνη. Αγαπούσε. Απεφάσισε να θυσιασθεί για να αφυπνίσει το Έθνος. Πίστευε βαθειά και ακολούθησε πιστά τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Μας φανερώνεται στα γράμματα που κάθε μέρα έγραφε στη Νάτα του. 

Το Σάββατο πρωί 21η Αυγούστου, της γράφει από τη Λάρισα: «Αναλαμβάνω αυτόν τον αγώνα με όλην μου την ψυχήν και με την ιδέαν ότι είμαι υποχρεωμένος να τον αναλάβω. Είχον και έχω την ακράδαντον πεποίθησιν ότι δυνάμεθα να εργασθώμεν εν Μακεδονία και να σώσωμεν πολλά πράγματα. Έχων δε την πεποίθησιν ταύτην, έχω και υπέρτατον καθήκον να θυσιάσω το πάν».

Την 27η Αυγούστου 1904 εισήλθε ως Αρχηγός Δυτικής Μακεδονίας με 60 ενόπλους Μακεδόνες, Κρητικούς, Μωραΐτες κ.α. αδελφούς. Έφερε το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας. Μίκης ονομάζονταν ο μικρός γιος του, Μιχαήλ και Ζέζα η κόρη του, Ζωή. 

Πριν διαβεί τα ελληνοτουρκικά σύνορα από τη Θεσσαλία, μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων στο Μοναστήρι της Μερίτσας. Γράφει: «Ουδέποτε με τόσην κατάνυξιν μετέλαβα. Ο νους μου διαρκώς εστρέφετο προς Εκείνον ο οποίος χάριν ημών και της Θείας Θρησκείας Του υπέστη το μαρτύριον. 

Το μέγεθος της θυσίας Του, το μέγεθος της αποστολής Του μ’ έκαμναν να αισθάνωμαι πόσον μικροί και πόσον μακράν Αυτού ευρισκόμεθα, αλλά και συγχρόνως μ’ ενεθάρρυναν. Αισθάνομαι τώρα ισχυρός, γενναίος και καλύτερος, έτοιμος να κάμω τα πάντα. Μετά την Μετάληψιν επεράσαμεν τα σύνορα».

«Χαίρε, αγάπη μου, μη με σκέπτεσαι πλέον εμένα, αλλ’ ευχήσου διά την επιτυχίαν της αγίας αποστολής μας. Φίλησε την μητέρα μου και τους αδελφούς μου ως επίσης όλην την αγίαν ελληνικήν και χριστιανικήν οικογένειάν σου. Τα παιδιά φιλώ και ευλογώ».

Στο στήθος του, πάνω από την καρδιά, έφερε τον Σταυρό. Και μέσα στην καρδιά του αγάπη μόνον. Ήλθε για να συμφιλιώσει, όχι να σκοτώσει. Στο Στρέμπενο (Ασπρόγεια) συνέλαβε τους δολοφόνους του παπα-Δημήτρη για να τους δικάσει αλλά εκείνοι πετάχτηκαν να φύγουν και οι ευθύβολοι Κρητικοί τους χτύπησαν στο φτερό. 

Ο Παύλος έκλαψε πικρά. «Ποιος είμαι εγώ να τους φονεύσω; Με ποιό δικαίωμα; Εγώ ήλθα δια να ειρηνεύσω τον τόπον», έγραψε στη Νάτα του.

Ήταν ωραίος, ευσταλής, πανύψηλος και αρειμάνιος μέσα στον μαύρο μακεδονίτικο ντουλαμά του, αλλά ήταν και ένας καλομαθημένος ευπατρίδης. Τα χοντρά τσαρούχια τον πλήγωναν, η βαριά κάπα τον βάραινε, η ζωή του αντάρτη στην ύπαιθρο ήταν σκληρότατη και του ήταν άγνωστη. Επτά μερόνυχτα έβρεχε συνεχώς. Μέσα στο δάσος της Νέβεσκας άναψε φωτιά να στεγνώσει κάπως. 

Τα αδέρφια της γιαγιάς μου Λίνας τού έφεραν προσόψια να σκουπισθεί, στεγνά ρούχα να αλλάξει. Έντεκα μέρες πριν σκοτωθεί, γράφει στην αγαπημένη του από τη Μπελκαμένη (Δροσοπηγή) στις 2 Οκτωβρίου 1904: «Βρέχει, βρέχει, βρέχει, φρίκη!». Μα ο νους του είναι στον Αγώνα:

«Αρκεί να μην αργήση το Κομιτάτον να μας στείλη όπλα και φυσίγγια, υπόσχομαι εντός μηνός να έχω όλα τα χωριά της περιφερείας μου ωπλισμένα, με προθύμους ανθρώπους, που και τώρα θα ήσαν ακόμη προθυμότεροι αν δεν ήσαν, οι δυστυχείς, εντελώς άοπλοι. 

Οι Βούλγαροι όλον απειλούν ότι θα μου επιτεθούν, 400 τον αριθμόν, αλλά δεν δύνανται να σηκώσουν τους χωρικούς. Με ολίγα τουφέκια που ηύρα εδώ, και άλλα που ηγόρασα, ωργάνωσα ήδη την άμυναν 4 χωριών. Διώρισα εις αυτά επιτροπάς, τας οποίας έβαλα υπό την προστασίαν της Νεβέσκης».

Μόνος, μουσκεμένος, παγωμένος, δυνατός νιώθει το τέλος. Και την αποχαιρετά: «Σου γράφω υπό ραγδαίαν παγωμένην βροχήν· ως και η κάπα μου στάζει. Σε φιλώ άλλην μίαν φοράν και σου εύχομαι, αγάπη μου, ευτυχίαν και χαράν εις τον βίον σου».

Είναι Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 1904, ώρα πέντε το απόγευμα, και στα Κορέστεια σουρουπώνει. Εσήμανε ο Εσπερινός στη Στάτιτσα. Αύριον ξημερώνει η δωδεκάτη επέτειος των γάμων του. 

Αλλά εκείνη η επέτειος δεν ήλθε ποτέ. Το ίδιο βράδυ έπεσε νεκρός. Στο μεγάλο ρολόι της Ιστορίας εσήμανε η Ώρα της Μακεδονίας. Ο Θάνατος του Παληκαριού αφύπνισε την Αθήνα. Συνήγειρε όλον τον Ελληνισμό.

Ο Κωστής Παλαμάς του αφιέρωσε στίχους της καρδιάς:

Σε κλαίει λαός. Πάντα χλωρό να σειέται το χορτάρι
στον τόπο που σε πλάγιασε το βόλι, ω παλληκάρι!

Πανάλαφρος ο ύπνος σου, του Απρίλη τα πουλιά
σαν του σπιτιού σου να τ’ ακούς λογάκια και φιλιά
και να σου φτάνουν του χειμώνα οι καταρράχτες
σαν τουφεκιού αστραπόβροντα και σαν πολέμου κράχτες.

Πλατιά του ονείρου μας η Γη και απόμακρη. Και γέρνεις εκεί 
και σβεις γοργά. Ιερή στιγμή! 
Σαν πιο μακριά Σαν πιο κοντά του ονείρου μας η γη.



Εμείς εκεί ψηλά, όπου πέρασε, τον τραγουδούμε πάντα 

σαν κινούμε κάθε χαρά μας: 

Σαν τέτοια ώρα στο βουνό ο Παύλος λαβωμένος 

Λαλούν τότε τα κλαρίνα μας, βογγούν τα χάλκινά μας. 

Τουφεκούμε.

Και πότε-πότε κλαίμε.




Ν. Ι. Μέρτζος



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου