ΣΑΝΓΚΡΙ-ΛΑ: ΈΝΑΣ ΕΠΙΓΕΙΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ Η ΜΙΑ ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΜΕΝΗ ΦΥΛΑΚΗ;
Η ιστορία ξεκινά με το ξέσπασμα μιας κοινωνικής επανάστασης, που λαμβάνει χώρα στην περιοχή Μπασκούλ της Ινδίας. Οι πρωταγωνιστές της ιστορίας, ο Conway (ένας χαρισματικός Βρετανός διπλωμάτης 37 ετών), ο Mallinson (ένας νεαρός συνάδελφός του), ο Barnard (ένας Αμερικανός επιχειρηματίας) και η καλόγρια Miss Brinklow, στην προσπάθειά τους να δραπετεύσουν από την εκρηκτική κατάσταση που επικρατεί στην περιοχή, επιβιβάζονται σ’ ένα μικρό ιδιωτικό αεροπλάνο, ώστε να μεταφερθούν σε ασφαλές μέρος.
Όσο διάστημα οι σύντροφοι διαμένουν στο μοναστήρι, ανακαλύπτουν τις ομορφιές του τόπου και επισκέπτονται το γραφικό χωριό της «γαλάζιας» κοιλάδας, όπως την αποκαλούν, εντυπωσιασμένοι από το μαγευτικό φυσικό τοπίο που την περιβάλλει.
Ο τρόπος ζωής των ανθρώπων επηρεάζει συναισθηματικά τον Κονγουέι, ο οποίος έχοντας βιώσει στα νιάτα του την φρίκη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου θα επιθυμήσει να περάσει το υπόλοιπο των ημερών του στην ηρεμία και την γαλήνη του μοναστηριού.
Κάτι τέτοιο όμως, δεν ισχύει για το νεαρό συνάδελφο και φίλο του, τον Μάλισον, ο οποίος επιμένει εξ αρχής να φύγουν από το μοναστήρι και να γυρίσουν το συντομότερο δυνατόν πίσω στους αγαπημένους τους που τους περιμένουν εναγωνίως.
Έπειτα από μερικές εβδομάδες, ο Κονγουέι δέχεται να συναντήσει για πρώτη φορά τον άνθρωπο που βρίσκεται στην κορυφή της ιεραρχίας στην Σανγκρί-λα, τον μεγάλο Λάμα.
Ο πρώην μοναχός καπουτσίνος, ο πάτερ Περρώ, του διηγείται την ιστορία της άφιξής του στο μοναστήρι, καθώς και τον τρόπο ζωής των μοναχών και των κατοίκων της κοιλάδας.
Στη συνέχεια, του αποκαλύπτει ότι χάρη στην μακροχρόνια μελέτη μυστικιστικών ασκήσεων γιόγκα και σ’ ένα φαρμακευτικό βότανο που φυτρώνει αποκλειστικά στην περιοχή κατόρθωσαν να επιβραδύνουν την ροή του χρόνου και ν’αποκτήσουν μια εξαιρετική μακροβιότητα αιώνων, με διαρκή νεότητα και σφρίγος.
Οι κάτοικοι της Σανγκρί-λα, υπό την επίβλεψη και την διακυβέρνηση του μεγάλου Λάμα, στον οποίο έχουν αποδώσει θεϊκές δυνάμεις, είναι εντελώς αποκομμένοι από τον έξω κόσμο και δεν τους επιτρέπεται να αφήσουν την ασφάλεια της κοιλάδας τους.
Ακόμα και στην περίπτωση που κάποιος επιδιώξει να φύγει, τότε το πιθανότερο είναι να μην καταφέρει να επιζήσει, γιατί εκτός της επικινδυνότητας της περιοχής, η οποία είναι απομονωμένη και απρόσιτη, τα σημάδια της φθοράς του χρόνου θα φανούν άμεσα στο εύθραυστο, θνητό του σώμα.
Μετά από αρκετές συναντήσεις, ο Περρώ βρίσκει το θάρρος να ζητήσει μια μεγάλη χάρη από τον Κονγουέι. Πιστεύοντας ότι ο έξω κόσμος κάποια στιγμή αναπόφευκτα θα καταστραφεί λόγω των αλλεπάλληλων πολέμων και τον ανθρωπίνων παθών, τον παρακαλεί, όταν ο ίδιος θα έχει φύγει απ’την ζωή, να συνεχίσει το όραμά του, δηλαδή να καταστήσει την Σανγκρί-λα ως τον εναπομείναντα λίκνο του ανθρώπινου πολιτισμού και του πνεύματος.
Ο Κονγουέι, τρομερά προβληματισμένος, αποφασίζει να μοιραστεί αυτές τις εξαιρετικά σημαντικές αποκαλύψεις με τον φίλο του τον Μάλισον. Εκείνος όμως, ύστερα απ’ όσα του διηγήθηκε εξανίσταται, λέγοντας τα εξής:
«Πόσα ξέρεις πραγματικά γι αυτόν τον τόπο, εκτός από όσα σού ’πανε; Είδες μερικά γεροντάκια, τίποτ’ άλλο. Πέρα απ’ αυτό, όμως, το μόνο που μπορούμε να πούμε με σιγουριά είναι ότι έχει πολύ καλές εγκαταστάσεις και φαίνεται να διευθύνεται από μορφωμένους ανθρώπους.
Πώς και γιατί ιδρύθηκε, όμως, δεν έχουμε ιδέα και γιατί θέλουν να μας κρατήσουν εδώ, αν πράγματι θέλουν, είναι επίσης μυστήριο. Όλα αυτά, πάντως, δεν είναι δικαιολογία για να πιστέψεις το πρώτο παραμύθι που άκουσες!
Στο κάτω κάτω είσαι άνθρωπος με κρίση. Θα δίσταζες να πιστέψεις όλα όσα θα σου ’λεγαν, ακόμα και σ’ ένα αγγλικό μοναστήρι. Δεν μπορώ, λοιπόν, να καταλάβω γιατί γίνεσαι τόσο εύπιστος, μόνο και μόνο επειδή έτυχε να βρίσκεσαι στο Θιβέτ!».
Ο Κονγουέι, συμφωνώντας με το λογικό επιχείρημα του φίλου του, δίνει την εξής απάντηση:
«Πολύ έξυπνη αυτή η παρατήρηση, Μάλισον. Η αλήθεια είναι πως όταν ήμαστε υποχρεωμένοι να πιστέψουμε κάτι δίχως απτές αποδείξεις, τείνουμε σ’ εκείνο που μας έλκει περισσότερο» (Hilton, Χαμένος Ορίζοντας, ό.π., σελ. 250).
Τα τελευταία χρόνια γίνεται ολοένα και συχνότερα λόγος για τις «έξυπνες» πόλεις, οι οποίες θα προσφέρουν σε όσους μετεγκατασταθούν εκεί μια ζωή άνετη, γεμάτη ευκολίες και ασφάλεια.
Με την βοήθεια της ολοένα αυξανόμενης τεχνολογίας και σε συνδυασμό με την προώθηση της ατζέντας της κλιματικής αλλαγής, γίνεται προσπάθεια να πεισθεί η κοινή γνώμη για τα ασύγκριτα οφέλη που έχει να προσφέρει ένα τέτοιο μοντέλο διαβίωσης.
Δεν είναι τυχαίο που στην Σαουδική Αραβία έχει ήδη ξεκινήσει η κατασκευή ενός τέτοιου είδους πόλης στην έρημο, με την ονομασία Neom, βασισμένη στο πρότυπο της «βιώσιμης ανάπτηξης», η οποία εξωτερικά θα έχει την όψη μιας γραμμής μήκους 170 χλμ.
Άλλο ένα παράδειγμα τέτοιας πόλης είναι η Telosa (απ’ την ελληνική λέξη τέλος), η οποία πρόκειται να κατασκευασθεί στο εγγύς μέλλον από τον δισεκατομμυριούχο MarcLore, πιθανότατα κάπου στην έρημο της Nevadaστις ΗΠΑ.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν την επιλογή της τοποθεσίας όπου θα κατασκευαστούν οι παραπάνω πόλεις (δηλ. κάπου στην μέση του πουθενά), εύλογα αναρωτιέται κανείς κατά πόσο θα μπορεί να φύγει από ένα τέτοιο μέρος, αλλά και με ποιο μέσο.
Αν αναλογιστούμε την προσπάθεια του Μάλισον, ο οποίος, προκειμένου να φύγει από το μοναστήρι, αψήφησε τους κινδύνους του ταξιδιού, με αποτέλεσμα να μην επιβιώσει, φαίνεται ως ένα εγχείρημα εκ των προτέρων καταδικασμένο.
Επιπροσθέτως, η καλλιέργεια κλίματος φόβου των τελευταίων ετών, μέσω των ακραίων φυσικών φαινομένων, το νέο ξέσπασμα πανδημιών και πάσης φύσεως «αόρατων εχθρών», καθώς και ο περιορισμός των ελεύθερων μετακινήσεων των ανθρώπων, μας κάνει να αντιληφθούμε με μεγαλύτερη ευχέρεια ότι η επιλογή του συνθήματος που χρησιμοποιήθηκε κατά την διάρκεια της πανδημίας
«Μένουμε σπίτι, μένουμε ασφαλείς» δεν έγινε τυχαία. Συνεπώς, είναι σημαντικό κάθε νέα κινδυνολογία να αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη και αμφιβολία.
Άραγε, θα αποδειχθεί τελικά ότι οι «έξυπνες» πόλεις είναι ένας τόπος ευδαιμονίας, όπως η Σανγκρί-λα, ή απλά μια δυστοπική τεχνοκρατική φυλακή απ’ όπου δεν θα υπάρχει έξοδος διαφυγής;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου