Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2025

ΤΑ ΟΦΕΛΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ, ΕΝΩ ΤΟ ΚΟΣΤΟΣ ΑΝΑΤΡΟΦΗΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟ....

ΠΩΣ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΕΙ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ




Οικογένεια: Οι ιδιόμορφες συνέπειες που προκύπτουν από την κρατική παρέμβαση είναι παρόμοιες σε όλους τους τομείς της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. 

Προβλήματα όπως η αδιαφορία, η εξασθένιση της αλληλεγγύης, η ανευθυνότητα και η βραχυπρόθεσμη σκέψη προκαλούνται ή επιδεινώνονται συχνότερα από τις —ενίοτε καλοπροαίρετες— κρατικές παρεμβάσεις.

 Αυτό ισχύει για παρεμβάσεις στον οικονομικό κόσμο και στις επιχειρήσεις, και τα πράγματα δεν διαφέρουν στην οικογενειακή πολιτική. 

Για να γίνει αυτό ξεκάθαρο, θα θέλαμε να κάνουμε πρώτα ορισμένα σχόλια για τα οικονομικά της οικογένειας και στη συνέχεια να εξηγήσουμε το πώς η κρατική παρέμβαση τείνει να καταστρέφει τις οικογένειες εκ των έσω.

Ένα εργοστάσιο ενέργειας που δεν έχει όμοιό του

Σύμφωνα με τον χριστιανικό ορισμό, η οικογένεια είναι μια κοινότητα μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας, ενώπιον του Θεού, με τον Θεό και για τον Θεό. Είναι ένα είδος λατρείας. Φυσικά, αυτό δεν είναι καθόλου το μόνο κίνητρο για τη δημιουργία οικογένειας, αλλά η λατρεία είναι αυτή που ορίζει τη χριστιανική οικογένεια.

Από αυτή τη διαθήκη ζωής ενώπιον του Θεού, με τον Θεό και για τον Θεό, ακολουθεί μια ολόκληρη σειρά περαιτέρω συνεπειών με λογική αναγκαιότητα, π.χ. η επίσημη και δημόσια συμμαχία των συζύγων, η δια βίου πίστη, η τάση για την απόκτηση πολλών παιδιών, η απόρριψη της άμβλωσης και η Χριστιανική δέσμευση. 

Αντίθετα, όπου δεν υπάρχει αναφορά στον Θεό, δεν υπάρχει λογική σύνδεση μεταξύ αυτών των στοιχείων. Σε αυτή την περίπτωση εμφανίζονται ως, περισσότερο ή λιγότερο, αυθαίρετες συμβάσεις. 

Γίνονται προαιρετικές μέσα στον ελεύθερο σχεδιασμό των ατομικών τρόπων ζωής. Μερικές φορές γίνονται περιττές και μάλιστα αποτελούν εμπόδιο.Σε μια κοινωνία που χάνει την αγάπη για τον Θεό, χάνει και η οικογένεια τη στέρεη μορφή της. 

Στη συνέχεια, η χριστιανική οικογένεια αντικαθίσταται σταδιακά από ένα συνονθύλευμα άλλων μορφών συνύπαρξης, οι οποίες στήνονται σύμφωνα με τις προτιμήσεις του καθενός. Αυτό είναι αναπόφευκτο και δεν μπορεί να αποτραπεί με καμία ανθρώπινη παρέμβαση — ούτε καν από το κράτος.

Όμως η παραδοσιακή κυριαρχία της χριστιανικής οικογένειας δεν απειλείται μόνο από αυτή την ευρεία αποστασία. Είναι επίσης υπό την μαζική πολιορκία της κρατικής παρέμβασης. 

Για να τα κατανοήσουμε όμως αυτά, πρέπει πρώτα να εξετάσουμε τους οικονομικούς λόγους από τους οποίους προκύπτουν και μεγαλώνουν οι οικογένειες. Ο πρώτος από αυτούς τους λόγους είναι ο καταμερισμός της εργασίας.

Η θεωρία του καταμερισμού της εργασίας μας διδάσκει ότι η εργασία των εξειδικευμένων που ανταλλάσσουν τα πλεονάσματά τους είναι πιο επικερδής από την μη εξειδικευμένη εργασία. 

Ο τσαγκάρης παράγει φυσικά περισσότερα παπούτσια, κι ο φούρναρης περισσότερο ψωμί, από όσο θα χρειαζόταν ο ίδιος και η οικογένειά του. 

Το θέμα όμως είναι ότι η εξειδίκευσή τους φτιάχνει περισσότερα παπούτσια και ψωμιά συνολικά από ό,τι αν όλοι αφιέρωναν μέρος του χρόνου τους στην υποδηματοποιία και ένα άλλο μέρος στην αρτοποιϊα.

Η πιο σημαντική προϋπόθεση αυτού του μικρού θαύματος είναι οι άνθρωποι που είναι ειδικευμένοι σε κάτι να έχουν διαφορετικά ταλέντα. Η παραγωγικότητα του καταμερισμού της εργασίας βασίζεται στην ανισότητα των εταίρων της ανταλλαγής. Και γι’ αυτό ακριβώς η χριστιανική οικογένεια είναι τόσο αποτελεσματική. 

Οι άνδρες και οι γυναίκες είναι διαφορετικοί και συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον με αγάπη. Συμπληρώνουν ο ένας τον άλλο στις πνευματικές και σωματικές τους ικανότητες, στις κοινωνικές τους δεξιότητες, στις πνευματικές και αισθητικές τους ευαισθησίες και στην ψυχική τους ζωή. 

Είναι επομένως δυνατό για αυτούς να αναπτυχθούν μαζί, σε όλες αυτές τις διαστάσεις του να είναι κανείς άνθρωπος, πέρα ​​από αυτό που θα ήταν δυνατό για αυτούς αν ήταν μόνοι τους και ενεργούσαν μόνο για λογαριασμό τους.

Ο καταμερισμός της εργασίας μεταξύ των γενεών μέσα στην οικογένεια είναι εξίσου σημαντικός. Οι γενιές είναι επίσης διαφορετικές, κι αυτές αλληλοσυμπληρώνονται επίσης. Οι νέοι έχουν συνήθως μεγάλη ικανότητα εργασίας και δημιουργικότητα, αλλά λιγότερη εμπειρία και χρήματα. 

Η συνεργασία μεταξύ των γενεών μιας οικογένειας ευνοείται επίσης από την εμπιστοσύνη και τη στοργή που αυξάνεται με την πάροδο πολλών ετών, η οποία πρέπει ακόμη να δημιουργηθεί σε σχέση με άτομα που δεν είναι μέλη της οικογένειας.

Από καθαρά οικονομική άποψη, οι οικογένειες είναι ίσως η πιο αποτελεσματική μορφή ανθρώπινης οργάνωσης. Δυστυχώς, αυτό δεν εκτιμάται σχεδόν ποτέ σωστά, ούτε καν από τους οικονομολόγους. 

Αυτό οφείλεται πιθανώς στο γεγονός ότι η απόδοση της οικογένειας έχει πολλές διαστάσεις, οι περισσότερες από τις οποίες είναι δύσκολο ή αδύνατο να μετρηθούν, σε ευδιάκριτη αντίθεση με την απόδοση μιας εταιρείας ή ενός αθλητικού συλλόγου.

Οι οικογένειες είναι εξαιρετικά αποτελεσματικές, αλλά όχι αλάνθαστες. Συνήθως αποτυγχάνουν σε έναν από τους σημαντικότερους τομείς συγκρούσεων: στα οικονομικά, στην ανατροφή παιδιών, στην σεξουαλικότητα. 

Εάν δεν βρεθεί κανένας κοινός παρονομαστής εδώ, εάν υπάρχει έλλειψη ελπίδας ή ανοιχτότητας στα δώρα του Θεού, τότε η αποτυχία είναι πιθανή.

Πώς όμως προωθείται αυτή η αποτυχία με την κυβερνητική παρέμβαση;

Το κράτος και η οικογένεια

Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, πρέπει πρώτα να εξετάσουμε τη φύση του κράτους. Σύμφωνα με τον γνωστό ορισμό του Μαξ Βέμπερ, το κράτος είναι το μονοπώλιο της νόμιμης βίας. Αυτή η έννοια του κράτους έχει τις ρίζες της στη νομική έννοια του σύγχρονου κράτους – του κράτους που καθορίζει τον νόμο κατά την κρίση του. 

Προέκυψε τον δέκατο έκτο και τον δέκατο έβδομο αιώνα από τις συζητήσεις για ένα αντικειμενικό δίκαιο, το οποίο να είναι πέρα ​​από την ανθρώπινη αυθαιρεσία. Στη σύγχρονη αντίληψη το ίδιο το κράτος δεν έχει μόνο ειδικά δικαιώματα που αντιστοιχούν στις ιδιαίτερες υποχρεώσεις του. 

Αντίθετα, είναι υπεράνω του νόμου με αυστηρή έννοια. Το κράτος είναι εντελώς ελεύθερο να αποφασίσει τι είναι σωστό και τι λάθος.

Μόλις αυτή η έννοια του νόμου και του κράτους αποκτήσει βάση, υπάρχει μια φυσική τάση για απεριόριστη διόγκωση του κράτους. Δεν υπάρχει λογικό φρένο σε αυτή την πορεία, γιατί οι εξουσίες και τα καθήκοντα του κράτους δεν είναι πλέον θεμελιωδώς περιορισμένα, αλλά θεμελιωδώς ανοιχτά και απεριόριστα. 

Και δεν υπάρχει σχεδόν κανένα οικονομικό φρένο στην διόγκωση του κράτους, γιατί όσο αυτό αυξάνεται, τόσο αυξάνεται το εισόδημα και η εξουσία των κρατικών υπαλλήλων και όλων των άλλων ενδιαφερομένων.

Η οικογενειακή πολιτική έχει γίνει ένας σημαντικός τομέας ανάπτυξης του κράτους τα τελευταία χρόνια. Στο παρελθόν, διάφορες κρατικές παρεμβάσεις χρησίμευαν για την προστασία της οικογένειας (φορολογικά προνόμια, επιδόματα τέκνων κ.λπ.), αλλά η σημερινή πολιτική είναι σχεδόν αποκλειστικά επιζήμια για την οικογένεια.

Πρέπει να σημειωθεί ότι η ρητή πολιτική βλάβη στις οικογένειες είναι μάλλον σπάνια. Κομμουνιστές όπως ο Φρίντριχ Ένγκελς αναγνώρισαν σωστά την οικογένεια ως την πηγή της αστικής ηθικής και ως εκ τούτου την πολέμησαν. Τέτοιοι φανατικοί υπάρχουν ακόμα και σήμερα, αλλά δεν καθορίζουν τι θα συμβεί.

Η σιωπηρή ζημιά στην οικογένεια είναι μια πολύ πιο σημαντική παραλλαγή. Στην πραγματικότητα, οι καταστροφικές για την οικογένεια επιπτώσεις της κρατικής παρέμβασης μερικές φορές δεν λαμβάνονται καν υπόψη. 

Η νομισματική πολιτική είναι ένα σημαντικό παράδειγμα. Το τρέχον νομισματικό μας σύστημα έχει σχεδιαστεί για να δημιουργεί σταθερό (μέτριο) πληθωρισμό τιμών, ο οποίος με τη σειρά του δημιουργεί ακαταμάχητα κίνητρα σχετικά με την διαχείριση του χρέους. 

Οι κίνδυνοι είναι προφανείς. Πόσες οικογένειες δεν διαλύθηκαν επειδή αποδείχθηκαν ανίκανες να διαχειριστούν το βάρος του χρέους; Οι μονεταριστές πολιτικοί δεν έχουν καμία πρόθεση να αποδεχτούν τέτοιου είδους συνέπειες ή ακόμη και να τις αποδεχτούν εν γνώσει τους. 

Απλώς δεν τις λαμβάνουν υπόψη όταν παίρνουν πολιτικές αποφάσεις. Κι όμως, αυτές είναι συνέπειες που προκύπτουν από τις αποφάσεις τους.

Σε άλλες περιπτώσεις, η ζημιά στην οικογένεια δεν επιδιώκεται ως αυτοτελής στόχος, αλλά γίνεται αποδεκτή ως παρενέργεια μιας πολιτικής. 

Σε μικρότερο βαθμό, αυτό επηρεάζει το κλασικό κράτος πρόνοιας, ιδιαίτερα την υποτιθέμενη «φιλελεύθερη» κοινωνική πολιτική à la John Stuart Mill, που έγινε ο κυρίαρχος παράγοντας στη Μεγάλη Βρετανία και τις Σκανδιναβικές χώρες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και επικρατούσε επίσης στη Γερμανία για γύρω στα είκοσι χρόνια.

Σύμφωνα με τον Mill, το κράτος θα πρέπει να προωθεί την ελευθερία επιλογής για τα άτομα αφαιρώντας τα εμπόδια της ζωής από το δρόμο τους. Ειδικότερα, το κράτος θα πρέπει να τους απελευθερώσει από τους περιορισμούς και τις καταπιεστικές δυνάμεις του κοινωνικού τους περιβάλλοντος.

 Οι οπαδοί του Mill σήμερα έχουν φτάσει αυτή την προσέγγιση στα άκρα. Τελικά, εκλαμβάνουν σαν «περιορισμούς» και «καταπίεση» οτιδήποτε περιορίζει την ανθρώπινη αυθαιρεσία – οτιδήποτε θα μπορούσε να εμποδίσει τα άτομα να κάνουν αυτό που θα ήθελαν να κάνουν ή να είναι αυτό που θα ήθελαν να είναι. 

Η καταπίεση (σύμφωνα με αυτή την άποψη) δεν προκύπτει μόνο από νόμους, φόρους και προσωπικές οικονομικές συνθήκες. Προέρχεται επίσης από αρχές όπως η εκκλησία, οι πατέρες, οι μητέρες και οι επικεφαλής των εταιρειών. 

Εμφανίζεται με φράχτες και τοίχους στα σύνορα. Σε ακραία μορφή, η καταπίεση εμφανίζεται στις συνθήκες της ίδιας του της ταυτότητας. 

Το ίδιο σας το φύλο και το σώμα σας θα πρέπει επίσης να είναι ελεύθερα επιλέξιμα, και το κράτος θα πρέπει επίσης να βοηθά το άτομο σε αυτήν την ελεύθερη επιλογή.

Όταν το κράτος επεμβαίνει για να επιφέρει μια τέτοια «απελευθέρωση», προξενεί βλάβη την οικογενειακή ζωή. Πράγματι, τέτοιες παρεμβάσεις αφ’ ενός επιβαρύνουν οικονομικά τις οικογένειες, αφ’ ετέρου καθιστούν τις οικογένειες περιττές. Το πιο σημαντικό παράδειγμα είναι η πολιτική της χειραφέτησης στο όνομα του φεμινισμού. 

Τα ολοήμερα σχολεία και τα ολοήμερα νηπιαγωγεία που χρηματοδοτούνται από το κράτος, τα οποία η Ursula von der Leyen και η καγκελάριος Merkel εισήγαγαν στη Γερμανία με μεγάλη αποφασιστικότητα, στοχεύουν ρητά στο να αμβλύνουν τους περιορισμούς της ζωής της γυναικείας ύπαρξης. 

Σκοπός τους ήταν να πάρουν ένα βαρύ φορτίο από τους ώμους των γυναικών, για να μπορούν να αναπτυχθούν ελεύθερα. Όλα αυτά ταιριάζουν άψογα με την φεμινιστική πολιτική από τη δεκαετία του 1970: δικαιώματα αμβλώσεων, αποζημίωση από το κράτος για την αντισύλληψη και το κόστος άμβλωσης, νόμοι διαζυγίου, νόμοι για την επιμέλεια κ.λπ.

Είναι σαφές ότι αυτή η πολιτική δεν υποστηρίζει τη χριστιανική οικογένεια. Στην πραγματικότητα, βλάπτει την οικογένεια, επιδεινώνοντας τη σχέση μεταξύ του κόστους και του οφέλους της οικογενειακής ζωής. 

Μειώνει τα κίνητρα για την δημιουργία οικογένειας και για την διατήρησή της κόντρα στα όποια προβλήματα. 

Τα ολοήμερα σχολεία και τα ολοήμερα νηπιαγωγεία χρηματοδοτούνται μέσω της φορολόγησης των νοικοκυριών, άρα μειώνονται οι αποδόσεις στην οικογενειακή ζωή ενώ αυξάνεται η ανάγκη για πρόσθετο χρηματικό εισόδημα. 

Η μεγαλύτερη οικονομική ανεξαρτησία των γυναικών μειώνει επομένως το κόστος εξόδου (σ.σ. του διαζυγίου) από την οικογενειακή «κοινότητα». Υπάρχουν αυξημένα διαζύγια και αυξημένος αριθμός ανύπαντρων μητέρων. 

Αυτή η σύνδεση ενισχύεται περαιτέρω από το γεγονός ότι μειώνονται επίσης τα κίνητρα για τους άνδρες να κάνουν οικογένεια. Σίγουρα, πρέπει να περιμένει κανείς μια μεγαλύτερη πιθανότητα αποτυχίας των γάμων εξ αρχής. 

Από την άλλη πλευρά, ο γερμανικός νόμος περί διαζυγίου (σ.σ. και όχι μόνο ο γερμανικός) σημαίνει πολύ συχνά οικονομική καταστροφή για τους άνδρες.

Από την άποψη της οικονομικής θεωρίας, αυτό δημιουργεί μια καταστροφική «παγίδα ορθολογισμού». Από την οικονομική σκοπιά μιας γυναίκας, η οικογένεια καθίσταται αχρείαστη και περιττή, ως αποτέλεσμα της κρατικής παρέμβασης. 

Καθώς όμως η οικογένεια ξεθωριάζει, οι επιδόσεις της οικονομίας στο σύνολό τους αποδυναμώνονται, και τελικά μειώνονται οι αντλούμενοι φόροι, χωρίς τους οποίους η φεμινιστική πολιτική είναι αδύνατη.

Υπό το φως αυτών των εξωφρενικών συνεπειών, μπορεί κανείς να λαχταρά το κλασικό κράτος πρόνοιας. 

Το παλιό, καλό κράτος πρόνοιας —ας σκεφτούμε πρωτίστως τα συστήματα συνταξιοδότησης και υγειονομικής περίθαλψης πληρωμές— δεν στόχευε σε καμία περίπτωση να επιτρέψει την ατομική αυτοεκπλήρωση σε βάρος του φορολογούμενου.

 Στόχος του δεν ήταν να απελευθερώσει το άτομο από όλους τους περιορισμούς της ζωής, αλλά μόνο να παράσχει κάποια προστασία έναντι σοβαρών καταστάσεων έκτακτης οικονομικής ανάγκης.

Ωστόσο, μια επιστροφή σε ένα τέτοιο σύστημα θα ήταν παραπλανητική, τουλάχιστον όσον αφορά τις οικογένειες. Το κράτος πρόνοιας είχε επίσης μόνιμο αντίκτυπο στη σχέση μεταξύ του κόστους και του οφέλους της οικογενειακής ζωής. 

Επίσης, έχει αποδυναμώσει την κοινότητα αλληλεγγύης μεταξύ των συζύγων —και μεταξύ γονέων και παιδιών— αν και όχι τόσο γρήγορα, βάναυσα και κυνικά όσο η πιο πρόσφατη φεμινιστική πολιτική. Δεν σφαγίασε την οικογένεια, αλλά την διέλυσε σιγά σιγά. 

Αυτή η τάση είναι ιδιαίτερα εμφανής στη σχέση μεταξύ των γενεών. Το κρατικό συνταξιοδοτικό σύστημα ανατρέπει αυτή τη σχέση από οικονομική άποψη.

 Οι οικογένειες είναι υποχρεωμένες να συνεχίσουν να αναλαμβάνουν το κόστος ανατροφής των παιδιών, αλλά πρέπει να μοιράζονται τις μελλοντικές φορολογικές πληρωμές των παιδιών τους με όλους τους άλλους πολίτες, συμπεριλαμβανομένων των άτεκνων. 

Τα οφέλη των παιδιών κοινωνικοποιούνται, ενώ το κόστος ανατροφής των παιδιών παραμένει ιδιωτικό. Αν θέλατε να μειώσετε τις οικογένειες, δεν θα μπορούσατε να σκεφτείτε τίποτα καλύτερο.






1 σχόλιο:

  1. Το να γνωρίζουμε την πονηρία των ανθρώπων, δηλαδή το κακό που κάνουν οι άλλοι, μικρό ή μεγάλο, μας αλλοιώνει την λογική, εξασθενεί τις δυνάμεις μας, διότι δε συμμαρτυρεί με το Θεό. Τελικά έχουμε αδιαλείπτως έναν πειρασμό μπροστά μας.
    Γι’ αυτό δεν πρέπει να θέλουμε να μαθαίνουμε, να γνωρίζουμε τί κάνει ο άλλος..

    Όσιος Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης

    ΑπάντησηΔιαγραφή