Η ΑΠΟΓΥΜΝΩΜΕΝΗ ΚΑΙ ΑΚΟΡΕΣΤΗ ΛΑΧΤΑΡΑ ΓΙΑ ΕΞΟΥΣΙΑ

Για τον απλό άνθρωπο, αυτόν που ζει τη ζωή του ανάμεσα στην εργασία, την οικογένεια, τη ρουτίνα και την ανάγκη για αξιοπρέπεια, η ακόρεστη δίψα ορισμένων για εξουσία μοιάζει με αρρώστια.
Μια ανίατη παθολογία που τον παραξενεύει και τον αποσυντονίζει: γιατί κάποιος να θέλει να εξουσιάζει άλλους ανθρώπους;
Τι κερδίζει πραγματικά όταν οι υπόλοιποι τον φοβούνται ή υποτάσσονται σε αυτόν; Τι βαθύτερη ανάγκη καλύπτει η βία, ο έλεγχος, η ταπείνωση του άλλου;
Το ερώτημα αυτό δεν είναι καινούργιο. Επανέρχεται σε κάθε εποχή, σε κάθε καθεστώς, σε κάθε είδος σχέσης – από τις πιο βίαιες μορφές εξουσίας (δικτατορίες, βασανιστήρια, πολιτική καταπίεση), μέχρι τις πιο ύπουλες και αδιόρατες (χειραγώγηση, συναισθηματικός έλεγχος, κοινωνική συμμόρφωση).
Και όμως, παρά τη φαινομενική του απλότητα, παραμένει δύσκολο να απαντηθεί. Γιατί, όπως εύστοχα σημειώνει ο Winston Smith στο δυστοπικό αριστούργημα του George Orwell 1984, «Καταλαβαίνω το πώς, αλλά όχι το γιατί». Μπορούμε να εντοπίσουμε τους μηχανισμούς, αλλά δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε την εσωτερική παρόρμηση.
Η εξουσία ως έννοια δεν έχει μόνο πολιτική διάσταση. Δεν είναι απλώς ο στρατός, η αστυνομία, το κράτος ή η κυβέρνηση.
Είναι πολύ περισσότερο μια σχέση – μια ασύμμετρη διάταξη θέσεων μεταξύ ανθρώπων, όπου ο ένας επιβάλλεται στον άλλον, συνειδητά ή ασυνείδητα, με μέσα που μπορεί να κυμαίνονται από τη γοητεία μέχρι τη βία, από την αποδοχή μέχρι τη βιοπολιτική.
Είναι η πιο σύνθετη, η πιο σαγηνευτική και ταυτόχρονα η πιο επικίνδυνη μορφή ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Ο Michel Foucault υπήρξε ίσως ο πιο διαυγής ανατόμος αυτής της διάστασης. Είδε την εξουσία όχι ως κάτι που κατέχει κάποιος και το ασκεί, αλλά ως ένα πλέγμα σχέσεων, έναν μηχανισμό που διαπερνά κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής.
Η εξουσία, κατά τον Foucault, δεν βρίσκεται μόνο στην κορυφή – είναι διάχυτη, είναι παντού. Υπάρχει στον τρόπο που μιλάει ο δάσκαλος στον μαθητή, ο γιατρός στον ασθενή, ο εργοδότης στον εργαζόμενο, η κοινωνία στο άτομο. Υπάρχει ακόμη και όταν δεν τη βλέπουμε.
Αυτός ο αθέατος χαρακτήρας της εξουσίας είναι που την καθιστά τόσο επικίνδυνη. Δεν εκφράζεται πάντα με φωνές, εντολές ή απαγορεύσεις. Συχνά φοράει το πρόσωπο της φροντίδας, της ευθύνης, της «αναγκαιότητας».
«Το κάνω για το καλό σου», «πρέπει να προστατέψουμε την κοινωνία», «δεν έχεις τις γνώσεις να αποφασίσεις μόνος σου». Έτσι μετατρέπεται η κυριαρχία σε τεχνοκρατική επιβολή, η βία σε ιατρική ή παιδαγωγική πρακτική, η υποταγή σε αυτονόητη συμπεριφορά.
Ο Horst Stowasser, με αναρχικό πάθος και ριζοσπαστική καθαρότητα, αναλύει το κράτος ως θεσμοποιημένη μορφή βίας, που δεν διαφέρει στην ουσία της από οποιονδήποτε μηχανισμό καταναγκασμού.
Το κράτος, κατά τον Stowasser, νομιμοποιεί αυτό που θα ήταν εγκληματικό για κάθε άλλον πολίτη: να σκοτώνει, να καταδικάζει, να φυλακίζει, να φορολογεί, να επιτηρεί. Αυτό δεν είναι ουδέτερη διοίκηση – είναι οργανωμένη κυριαρχία.
Πίσω από την ψυχρή γλώσσα της διοίκησης κρύβεται η βασική αλήθεια: η εξουσία είναι απόλαυση. Είναι μια ψυχολογική απόλαυση, μια ικανοποίηση βαθύτερη από την οικονομική ανταμοιβή ή τη δημόσια αναγνώριση.
Είναι η αίσθηση παντοδυναμίας. Ο απόλυτος έλεγχος πάνω στον άλλον. Η ικανοποίηση ότι ο άλλος εξαρτάται από εσένα – να σε φοβάται, να σε υπακούει, να περιμένει από εσένα. Αυτός είναι ο λόγος που η εξουσία δεν εγκαταλείπεται εύκολα. Γίνεται εθιστική.
Ίσως η πιο ωμή αποτύπωση αυτής της πραγματικότητας να είναι ο διάλογος στο 1984, όταν ο Ο’Βράιεν λέει στον Winston: «Αν θέλεις μια εικόνα του μέλλοντος, φαντάσου μια μπότα να πατάει ένα ανθρώπινο πρόσωπο – για πάντα».
Η εξουσία δεν επιθυμεί απλώς να κυβερνήσει. Θέλει να εξευτελίσει, να διαλύσει, να σβήσει την ταυτότητα του άλλου. Η πλήρης εξουσία είναι εκείνη που συνθλίβει τον άλλον χωρίς κανένα άλλο κίνητρο πέρα από τον ίδιο τον εξευτελισμό.
Αυτή η βαθύτερη σαδιστική διάσταση αναδεικνύεται σε παραδείγματα καθημερινά, όχι μόνο σε απολυταρχικά καθεστώτα ή στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Ο βασανισμός στις φυλακές του Γκουαντάναμο, οι δημόσιοι εξευτελισμοί σε στρατόπεδα εκπαίδευσης, ο εξαναγκασμός σε ομολογίες ή παραιτήσεις σε πολιτικά συστήματα, οι συναισθηματικοί εκβιασμοί στις προσωπικές σχέσεις – όλα φέρουν το ίδιο υπόβαθρο: την ανάγκη να συντριβεί το άτομο.
Ο Erich Fromm, ψυχαναλυτής με ευαίσθητη προσέγγιση της ανθρώπινης φύσης, διακρίνει ανάμεσα στην εξουσία που στηρίζει και σε αυτή που συντρίβει. Η πρώτη είναι η εξουσία του δασκάλου που δίνει στον μαθητή τα εργαλεία να γίνει αυτόνομος.
Η δεύτερη είναι η εξουσία του δικτάτορα, του δεσμοφύλακα, του γονέα που χρησιμοποιεί το παιδί για να επιβεβαιωθεί. Η δεύτερη μορφή είναι αυτή που κυριαρχεί στην Ιστορία – και στις περισσότερες σχέσεις.
Η εξουσία δεν είναι λοιπόν μόνο θεσμική. Είναι και βαθιά προσωπική. Υπάρχει στον τρόπο που μια μητέρα ελέγχει τη ζωή του παιδιού της, που ένας σύντροφος ασκεί έλεγχο στον άλλον μέσω της ζήλιας, της ενοχής, της σιωπής.
Υπάρχει στον προϊστάμενο που δεν χρειάζεται να φωνάξει – αρκεί μια ματιά, μια αναφορά, μια σύσταση. Υπάρχει στον επιστήμονα που παρουσιάζει τη γνώση του ως απροσπέλαστη αλήθεια. Στον θρησκευτικό ηγέτη που καθορίζει την ηθική του κόσμου.
Στην ουσία, η εξουσία αναζητά μια και μόνη επιβεβαίωση: ότι ο άλλος δεν είναι πια πρόσωπο, αλλά αντικείμενο. Ότι δεν είναι ένας άλλος εαυτός, αλλά ένας αριθμός, ένα εργαλείο, μια λειτουργία.
Από τη σκλαβιά μέχρι τον καταναγκασμό, από τη διαπόμπευση μέχρι τη ρητορική υποτίμησης, ο σκοπός είναι κοινός: να ακυρωθεί η ατομικότητα. Η εξουσία απολαμβάνει όταν ο άλλος παραιτείται από τον εαυτό του. Και το επιτυγχάνει όχι μόνο με βία, αλλά κυρίως με εσωτερίκευση.
Ο Nietzsche προσφέρει μια επικίνδυνη διαύγεια όταν αναγνωρίζει στη θέληση για δύναμη το θεμέλιο της ανθρώπινης φύσης. Δεν είναι όλοι φτιαγμένοι για αγάπη, συνύπαρξη ή ενσυναίσθηση.
Για πολλούς, η εξουσία είναι το μόνο πεδίο όπου νιώθουν ζωντανοί. Δεν αγαπούν τους άλλους – απολαμβάνουν να τους βλέπουν να γονατίζουν. Δεν δημιουργούν – εξουσιάζουν. Δεν αλληλεπιδρούν – επιβάλλονται.
Ο Lars von Trier, στην ταινία Dogville, αποκαλύπτει με τρόπο γυμνό και άβολο πώς ακόμη και μια φιλήσυχη κοινότητα μπορεί να μετατραπεί σε όχλο βασανιστών, όταν βρει την ευκαιρία να εξουσιάσει κάποιον που είναι αδύναμος.
Η κοινωνία δεν είναι ούτε αθώα ούτε ουδέτερη – είναι, όπως θα έλεγε ο Freud, ένας χώρος συνεχούς καταστολής και ασυνείδητων παρορμήσεων. Και η εξουσία είναι η βαλβίδα εκτόνωσης.
Όμως δεν είναι μόνο οι «κακοί» που ασκούν εξουσία. Είναι και οι «καλοί». Οι καθηγητές, οι γιατροί, οι δημοσιογράφοι, οι πολιτικοί που μιλούν στο όνομα του «κοινού καλού». Πόσες φορές η εξουσία δεν μεταμφιέστηκε σε «προστασία», σε «επιστήμη», σε «υγειονομική πρόληψη»;
Η πανδημία του COVID-19 έδειξε πόσο εύκολα μπορούν οι κοινωνίες να παραδώσουν τα δικαιώματά τους στο όνομα μιας συλλογικής απειλής. Πόσο πρόθυμα μπορούν να υπακούσουν, να καταδώσουν, να συμμορφωθούν.
Η εξουσία τρέφεται από τον φόβο, αλλά θεμελιώνεται στην ανοχή. Δεν επιβάλλεται πάντα – της παραχωρούμε χώρο. Και μόλις εδραιωθεί, δεν χρειάζεται πια βία. Αρκεί η συνήθεια. Η αποδοχή. Η πεποίθηση ότι «έτσι λειτουργούν τα πράγματα». Ότι πάντα υπήρχαν ιεραρχίες, καθοδήγηση, πειθαρχία. Ότι χωρίς εξουσία θα επικρατήσει χάος.
Αλλά αυτή είναι η μεγαλύτερη ψευδαίσθηση: ότι η εξουσία είναι αναγκαίο κακό. Στην πραγματικότητα, είναι η πιο περίπλοκη, ύπουλη και εθιστική κατασκευή της ανθρώπινης κοινωνίας. Κι αν θέλουμε να την κατανοήσουμε, να την αμφισβητήσουμε, να την αποδυναμώσουμε, πρέπει πρώτα να την κοιτάξουμε στα μάτια – χωρίς ψευδαισθήσεις, χωρίς ηθικές υπεκφυγές.
Γιατί, τελικά, όπως αποφαίνεται ο Orwell με τραγική σαφήνεια, η εξουσία δεν υπάρχει για να εξυπηρετεί. Υπάρχει για να επιβάλλεται. Και το μόνο που την συγκρατεί, είναι η αντίσταση – εκείνη η ακατανίκητη φλόγα που καίει μέσα σε κάθε άνθρωπο όταν του στερούν την αξιοπρέπεια. Αν αυτή η φλόγα σβήσει, τότε η μπότα θα συνεχίσει να πατάει το πρόσωπο – για πάντα.
Η εξουσία, τελικά, είναι παρούσα όχι μόνο στους φανερούς θεσμούς αλλά και στις καθημερινές μας σχέσεις. Ο τρόπος που κοιτάμε, μιλάμε, απαιτούμε ή σωπαίνουμε φέρει μια ασυμμετρία. Μια ροπή προς το μονομερές. Και όσο πιο ανεπαίσθητη είναι, τόσο πιο επικίνδυνη μπορεί να γίνει.
Η επιδίωξη της απόλυτης υπακοής, η φαντασίωση της παντοδυναμίας, η μετατροπή του άλλου σε αντικείμενο — αυτές είναι οι σκιές που ακολουθούν την εξουσία όταν απελευθερώνεται από την ενσυναίσθηση και τη συνείδηση.
Όπως αποκαλύπτει η ιστορία, και όπως συνεχίζει να αποδεικνύει η σύγχρονη πραγματικότητα, η μεγαλύτερη απειλή δεν είναι η βία, αλλά η συναίνεση στη βία. Δεν είναι ο τύραννος, αλλά ο εθελοντής εκτελεστής.
Και η απάντηση στο «γιατί», που ταλανίζει τον Winston Smith; Ίσως είναι απλούστερη από ό,τι φανταζόμαστε. Γιατί μπορούν. Γιατί τους αφήσαμε. Γιατί η εξουσία —όταν δεν την κοιτάμε στα μάτια— πάντα βρίσκει τρόπο να μας υποτάξει.

Τα τρία μεγαλύτερα ΜΕΤΑ-πτωτικά (συνεπώς αφύσικα και άρρωστα) ανθρώπινα πάθη, τα οποία γεννούν και ΟΛΑ τα άλλα μετα-πτωτικά (συνεπώς αφύσικα και άρρωστα) πάθη στους ανθρώπους, είναι :
ΑπάντησηΔιαγραφή1) Η αγάπη στο ΧΡΗΜΑ.
2) Η αγάπη στη ΔΟΞΑ που δίνουν οι άλλοι άνθρωποι.
3) Η αγάπη στις διάφορες επίγειες ΗΔΟΝΕΣ.
Η εξουσία δίνει την ευκαιρία, να ικανοποιηθούν τα τρία προαναφερόμενα αφύσικα και άρρωστα ανθρώπινα πάθη. Διότι αυτά τα τρία πάθη, προκαλούν και την ουσιαστική αποστασία των ανθρώπων από τον αληθινό Θεό.
Ακόμα και τα φαινόμενα βίαιας εξουσίας μεταξύ των ζώων, είναι μια ΣΥΝΕΠΕΙΑ της ΠΤΩΣΗΣ του ανθρώπινου γένους στον αρχαίο Παράδεισο του Θεού. Αυτή η ΠΤΩΣΗ (αποστασία από τον αληθινό Θεό), συνεχίζεται κανονικότατα στη ζωή των ανθρώπων, μέχρι και σήμερα, και θα συνεχίζεται όσο θα υπάρχει η γη.
Ο Θεός έδωσε σαν ΘΕΡΑΠΕΥΤΗΡΙΟ της ΑΡΡΩΣΤΗΣ μετα-πτωτικής ανθρώπινης φύσης, την Εκκλησία του Ιησού Χριστού. Αυτό το ΜΟΝΑΔΙΚΟ θεραπευτήριο πάνω στη γη, οι περισσότεροι άνθρωποι το αρνούνται (διότι "δεν τους συμφέρει" για την επίγεια ζωή τους).