ΜΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΥΠΟ ΚΡΙΣΗ

Η παραδοσιακή παρομοίωση της κοινωνίας με ένα ενιαίο ανθρώπινο σώμα δεν είναι μόνο εύστοχη, αλλά παραμένει επίκαιρη. Όπως κάθε όργανο ή κύτταρο ενός σώματος συμβάλλει στην υγεία του οργανισμού, έτσι και κάθε μέλος μιας κοινωνίας φέρει ευθύνη για τη συνολική ευημερία.
Αν ένα μέλος νοσεί ή λειτουργεί καταστροφικά, τότε η βλάβη επεκτείνεται στο σύνολο.
Σε αυτόν τον οργανισμό, τον ρόλο του εγκεφάλου, δηλαδή του κέντρου καθοδήγησης και αποφάσεων, αναλαμβάνουν οι πολιτικές ηγεσίες που εκλέγονται από τους πολίτες. Το αν αυτές οι ηγεσίες ανταποκρίνονται στην αποστολή τους αποτελεί το μεγάλο διακύβευμα κάθε εποχής.
Η κοινωνική οργάνωση αποτέλεσε από τα πρώτα βήματα του ανθρώπινου είδους τον βασικό μηχανισμό επιβίωσης. Η ανάθεση καθηκόντων, η δημιουργία κανόνων, η αναγνώριση ρόλων ήταν όροι που επέτρεψαν την έξοδο από τις σπηλιές και την είσοδο στην ιστορία.
Ωστόσο, η εξουσία δεν ήταν πάντα εργαλείο προόδου. Πολλές φορές λειτούργησε ως εργαλείο καταπίεσης. Η Ιστορία είναι γεμάτη από παραδείγματα «εγκεφάλων» που, ενώ είχαν αναλάβει να υπηρετήσουν το κοινωνικό σώμα, το υπέταξαν στη δική τους βούληση, καταστρατηγώντας δικαιώματα, ελευθερίες και την ίδια την έννοια της συλλογικότητας.
Η πρόοδος, όμως, δεν σταμάτησε εκεί. Με τον αγώνα φωτισμένων ανθρώπων και συλλογικών αγώνων, θεσπίστηκαν συστήματα ελέγχου της εξουσίας.
Η δημοκρατία, η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, η δημοσιογραφία, η ελευθερία της έκφρασης, η δυνατότητα του συνδικαλισμού και η θεσμική λογοδοσία συγκρότησαν ένα θεσμικό πλαίσιο που προστατεύει τον πολίτη από αυθαιρεσίες.
Σε αυτό το νέο περιβάλλον, η κοινωνία επέλεξε έναν πιο ανθρώπινο τρόπο για να διαχειριστεί τις παρεκκλίσεις από τον κανόνα: πρόληψη αντί καταστολής, ενσωμάτωση αντί απομόνωσης, μόρφωση αντί τιμωρίας.
Ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και η γνώση των κοινωνικών επιστημών αποτέλεσαν τον θεμέλιο λίθο μιας πιο ώριμης κοινωνικής διαχείρισης. Η ισότητα και η κοινωνική φροντίδα έγιναν αξίες θεμελιώδεις για τη συλλογική επιβίωση. Αν κάποιος τρυπήσει τη βάρκα, όλοι θα βουλιάξουν.
Η φροντίδα αυτή εφαρμόστηκε και στις ευάλωτες ομάδες: σε μειονότητες, πρόσφυγες, μετανάστες, αποκλεισμένους. Η αλληλεγγύη και η πρόνοια δεν είναι φιλανθρωπία – είναι αναγκαία προϋπόθεση για τη διατήρηση του κοινωνικού ιστού.
Ωστόσο, εύλογα προκύπτει το ερώτημα: τι γίνεται όταν αυτή η επιείκεια καταντά εργαλείο κατάχρησης; Τι γίνεται όταν κάποιοι μετατρέπουν τη βοήθεια σε βιοποριστικό μηχανισμό, την ανοχή σε άδεια παρανομίας και το κράτος δικαίου σε πρόσχημα ατιμωρησίας;
Η κοινωνία δεν μπορεί να είναι όμηρος της μειοψηφίας που απορρίπτει συνειδητά κάθε έννοια κοινού συμφέροντος.
Όπως ο γιατρός προχωρά σε αφαίρεση ενός επικίνδυνου ιστού για να σώσει το υπόλοιπο σώμα, έτσι και η πολιτεία έχει την υποχρέωση να προφυλάξει το σύνολο από την αποδόμηση που προκαλούν όσοι καταστρατηγούν τις βασικές συμφωνίες συμβίωσης.
Ο σεβασμός και η επιείκεια δεν είναι ανεξάντλητα – πρέπει να κατευθύνονται σε εκείνους που τα αξίζουν και όχι σε εκείνους που τα καταχρώνται.
Αυτή η ισορροπία μεταξύ προστασίας του ατόμου και ασφάλειας του συνόλου είναι σήμερα πιο αναγκαία από ποτέ – και δυστυχώς πιο δύσκολο να διατηρηθεί.
Σε αυτό το πλαίσιο, αποκτά ιδιαίτερη αξία η μαρτυρία ενός πρώην πολιτικά ενεργού πολίτη, που υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος ανανεωτικής κίνησης μετά τη Μεταπολίτευση. Επιδίωξή τους ήταν η δημιουργία κομμάτων αρχών, η καθιέρωση διαφάνειας και αξιοκρατίας, η θεσμοθέτηση εσωκομματικής δημοκρατίας και η εξάλειψη της οικογενειοκρατίας.
Στην πορεία, πολλά από τα μέλη της κίνησης εντάχθηκαν στη Νέα Δημοκρατία, επί Αβέρωφ και Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Ορισμένοι ανέλαβαν δημόσια αξιώματα, άλλοι διακρίθηκαν στον επιστημονικό ή τοπικό δημόσιο βίο. Κοινός παρανομαστής, όμως, είναι η απογοήτευση: οι αρχές που υπηρέτησαν δεν επικράτησαν.
Ο ίδιος πολίτης μιλά με σκληρά λόγια για τη σημερινή κατάσταση: «Τρεις φορές χειρότερη από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Ακόμα και το σκάνδαλο Κοσκωτά φαντάζει αθώο μπροστά στα σημερινά φαινόμενα.
Κόμματα αρχών δεν αποκτήσαμε ποτέ. Ο λαός αντιμετωπίζεται ως βάρος». Η κριτική αυτή αγγίζει τον πυρήνα του ελληνικού πολιτικού προβλήματος: ένα σύστημα που αδυνατεί να αυτορυθμιστεί, να εξελιχθεί, να εμπιστευθεί τον πολίτη.
Ακόμα και προσπάθειες εκσυγχρονισμού, όπως οι εσωκομματικές προκριματικές εκλογές του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη το 1989, ακυρώθηκαν εκ των έσω. Νικητές αποκλείστηκαν για να προστατευτούν «ισχυροί» τοπικοί παράγοντες.
Η πολιτική ανανέωση παρέμεινε ελεγχόμενη υπόθεση. Έντιμοι και ικανοί άνθρωποι απομακρύνθηκαν από τον δημόσιο βίο, αηδιασμένοι από τη διαπλοκή και τη χειραγώγηση.
Στις κομματικές νεολαίες, η κομματική πειθαρχία επιβλήθηκε ως αξία: απόκρυψη σκανδάλων του κόμματος, καταγγελία μόνο των αντιπάλων. Όποιος τολμούσε να διαφοροποιηθεί, περιθωριοποιούνταν. Η εθελοντική δράση αντικαταστάθηκε από επαγγελματικά κομματικά στελέχη. Τα κόμματα έγιναν μηχανισμοί, όχι φορείς ιδεών.
Η έλλειψη λογοδοσίας, η αποδυνάμωση των ελεγκτικών μηχανισμών και η κακή στελέχωση της δημόσιας διοίκησης προκάλεσαν σκάνδαλα, αδράνεια, αναποτελεσματικότητα. Πολιτικά φαινόμενα ακραίου λαϊκισμού και αντισυστημικού λόγου ενισχύθηκαν.
Και οι αλλαγές που υπόσχονται οι κυβερνήσεις σε κάθε εκλογή αποδεικνύονται διαχειριστικές – όχι μεταρρυθμιστικές.
Για να υπάρξει ελπίδα, χρειάζεται αλλαγή νοοτροπίας. Ο πρωθυπουργός κάθε κυβέρνησης πρέπει να ηγείται με θάρρος και αλήθεια. Να επιλέγει συνεργάτες με βάση την αξία και όχι την κομματική συγγένεια.
Να μειώσει το κράτος των μετακλητών, να θεσπίσει πραγματικούς μηχανισμούς διαφάνειας, να ενισχύσει την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και να ενθαρρύνει τη συμμετοχή των πολιτών στη λήψη αποφάσεων.
Τα κόμματα, ως θεσμοί χρηματοδοτούμενοι από τους φορολογούμενους, πρέπει να ελέγχονται διαρκώς και να λειτουργούν υπό καθεστώς λογοδοσίας. Η εθνική συνεννόηση σε μεγάλα ζητήματα δεν είναι πολιτική πολυτέλεια – είναι επιβίωση.
Η Ελλάδα έχει ανάγκη από μια πανεθνική ανασυγκρότηση. Κι αυτή δεν μπορεί να στηριχθεί σε ψευδαισθήσεις ή σε λέξεις – αλλά σε πράξεις και θυσίες. Από όλους. Μα πρώτα από εκείνους που ζητούν την εντολή να ηγηθούν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου