Η ΠΑΡΑΚΜΗ ΠΟΥ ΖΟΥΜΕ ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΜΑΣ ΑΔΡΑΝΕΙΑΣ

Το απόσπασμα του Τζον Κένεντι, από τη «Σκιαγραφία των γενναίων», λειτουργεί σήμερα σαν καθρέφτης που μας αναγκάζει να κοιταχτούμε χωρίς ωραιοποιήσεις.
«Σε μια δημοκρατία, κάθε πολίτης, άσχετα με το ενδιαφέρον που έχει για την πολιτική, ασκεί κι αυτός ένα λειτούργημα και υπέχει μια ευθύνη.
Και, σε τελική ανάλυση, το είδος της κυβερνήσεως που έχουμε εξαρτάται κυρίως από το πώς εκπληρώνει ο καθένας τις υποχρεώσεις του. Εμείς, ο λαός, είμαστε τα αφεντικά και θα έχουμε την πολιτική ηγεσία, καλή ή κακή, που εμείς θέλουμε και αξίζουμε».
Μας υπενθυμίζει ότι σε μια δημοκρατία η ευθύνη για το είδος της κυβέρνησης που έχουμε δεν βαραίνει μόνο εκείνους που κυβερνούν, αλλά και εκείνους που επιτρέπουν να κυβερνώνται χωρίς να αντιδρούν.
Η Ελλάδα των τελευταίων δεκαπέντε ετών βιώνει μια παρατεταμένη περίοδο παρακμής· όχι απλώς οικονομικής, αλλά πολιτικής, θεσμικής και ηθικής. Μια παρακμή που δεν έπεσε από τον ουρανό, αλλά ήρθε ως φυσική συνέπεια δεκαετιών στρεβλώσεων, πελατειακών σχέσεων και συλλογικής απάθειας.
Η απαρχή αυτής της διολίσθησης εντοπίζεται ήδη στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Η κρατικοποίηση ιδιωτικών επιχειρήσεων, όπως η Ολυμπιακή Αεροπορία και ο όμιλος Ανδρεάδη, παρουσιάστηκε τότε ως κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά εξελίχθηκε σε εργαλείο πολιτικής εξάρτησης και αναξιοκρατίας.
Στη συνέχεια, το κράτος άρχισε να δανείζεται όχι για να χτίσει υποδομές ή να στηρίξει την παραγωγή, αλλά για να εξαγοράσει τη συναίνεση των πολιτών μέσα από ένα καθεστώς επιδομάτων και προνομίων. Ήταν η εποχή όπου το Δημόσιο γινόταν ο μεγαλύτερος εργοδότης της χώρας, όχι επειδή το χρειαζόταν, αλλά επειδή βόλευε.
Ο πανεπιστημιακός και πρώην πρύτανης Βασίλης Φίλιας, στο έργο του Τα αξέχαστα και τα λησμονημένα, αποτυπώνει με πικρία αυτή τη διαδρομή από την ελπίδα στην απογοήτευση. Περιγράφει μια κοινωνία που, υπό το πρόσχημα του σοσιαλισμού, της αλλαγής και του εκσυγχρονισμού, έχασε το νόημα των ίδιων των λέξεων.
Οι αξίες που συγκροτούν μια πολιτεία –η αξιοκρατία, η ευθύνη, η πίστη στο κοινό συμφέρον– διαβρώθηκαν σταδιακά. Η Μεταπολίτευση, που υποσχέθηκε αναγέννηση, κατέληξε να παράγει μια νέα μορφή εξάρτησης, αυτή τη φορά όχι από εξωτερικούς δυνάστες, αλλά από τον ίδιο τον κρατισμό.
Κανείς βεβαίως δεν μπορεί να αγνοήσει τα θετικά που συνόδευσαν εκείνη την περίοδο: τη σταθεροποίηση του δημοκρατικού πολιτεύματος, τις ατομικές ελευθερίες, την ευρωπαϊκή ένταξη, την εξωστρέφεια που φάνηκε για λίγο να υπόσχεται ανάπτυξη. Όμως οι ευκαιρίες χάθηκαν μέσα σε μια δίνη επιφανειακής ευμάρειας και διογκούμενου δημόσιου χρέους.
Οι κοινοτικοί πόροι της ΕΟΚ, αντί να διοχετευθούν σε παραγωγικές μεταρρυθμίσεις, έγιναν καύσιμο για έναν μηχανισμό κατανάλωσης χωρίς αντίκρισμα. Η κοινωνία συνήθισε να ζει με δανεικά και οι πολίτες έμαθαν να απαιτούν περισσότερα απ’ όσα προσφέρουν.
Το πολιτικό σύστημα, αντί να λειτουργήσει ως πυξίδα, μετατράπηκε σε μηχανισμό αυτοσυντήρησης. Τα κόμματα μαζικοποιήθηκαν αλλά έχασαν ιδεολογική συνοχή, τα στελέχη τους διορίστηκαν σε δημόσιες θέσεις χωρίς αξιολόγηση, ενώ η διαφθορά έγινε σχεδόν θεσμός.
Η συνταγματικά κατοχυρωμένη σύντομη παραγραφή των αδικημάτων των υπουργών προσέφερε ένα πέπλο ατιμωρησίας που κάλυψε από οικονομικά σκάνδαλα μέχρι κραυγαλέες καταχρήσεις εξουσίας. Ο ΟΠΕΚΕΠΕ είναι απλώς ένα παράδειγμα από τα δεκάδες που εκθέτουν το κράτος δικαίου σε ανυποληψία.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, ο βουλευτής Γιώργος Σούρλας θυμίζει πως όποιος τολμούσε να ταράξει τα νερά, πλήρωνε κοινωνικό και πολιτικό τίμημα. Όταν κατέθεσε πρώτος ερώτηση στη Βουλή για τον έλεγχο των καταγγελιών που αφορούσαν τον Κοσκωτά, οι περισσότεροι συνάδελφοί του τον απομόνωσαν.
Η πολιτική τάξη προτιμούσε τη σιωπή από την κάθαρση, τον συμβιβασμό από τη σύγκρουση. Ήταν η στιγμή που το πολιτικό σύστημα έχασε όχι απλώς την ηθική του νομιμοποίηση, αλλά και τη δυνατότητα να πείσει ότι μπορεί να αυτοδιορθωθεί.
Μετά το 2010, η κρίση χρέους αποκάλυψε όλο το βάθος αυτής της αποσύνθεσης. Οι πολίτες συνειδητοποίησαν πως το όνειρο της ευημερίας ήταν φτιαγμένο από χαρτί, πως το κράτος που τους προστάτευε τους είχε στην πραγματικότητα υπονομεύσει.
Η οργή μετατράπηκε σε δυσπιστία απέναντι σε όλους, η ψήφος έγινε τιμωρητική, η πολιτική συνείδηση αντικαταστάθηκε από αγανάκτηση. Οι κυβερνήσεις εναλλάσσονταν χωρίς να αποκαθιστούν την εμπιστοσύνη. Η Ελλάδα έγινε για χρόνια πεδίο πειραματισμού οικονομικών και θεσμικών πολιτικών, χωρίς στρατηγική, χωρίς όραμα.
Σήμερα, παρότι παρατηρούνται ορισμένες προσπάθειες εκσυγχρονισμού στη δημόσια διοίκηση και βελτίωσης της ψηφιακής λειτουργίας του κράτους, η εικόνα παραμένει απογοητευτική. Κάποιοι υπουργοί πράγματι εργάζονται με συνέπεια, όμως άλλοι παραμένουν κατώτεροι των περιστάσεων, αποκομμένοι από την πραγματικότητα και εγκλωβισμένοι στην επικοινωνία.
Η αναντιστοιχία λόγων και έργων, η επίδειξη πολυτέλειας από ανθρώπους που καλούνται να εφαρμόσουν πολιτικές λιτότητας, και η συνεχιζόμενη διόγκωση του κομματικού κράτους, συντηρούν την ίδια ασθένεια που οδήγησε τη χώρα στην κρίση.
Η πρόσληψη χιλιάδων μετακλητών υπαλλήλων σε υπουργεία και οργανισμούς, υπό τον μανδύα των «ειδικών συμβούλων», είναι ενδεικτική της νοοτροπίας που επιμένει να βλέπει το κράτος ως λάφυρο. Δεν πρόκειται για τεχνικό ζήτημα διαχείρισης· είναι σύμπτωμα βαθύτερης νοσηρότητας, που τρέφεται από την ατιμωρησία και την αδιαφορία του πολίτη.
Όσο οι φορολογούμενοι αποδέχονται σιωπηλά να συντηρούν ένα παρασιτικό διοικητικό σύστημα, η φράση «όλοι μαζί τα φάγαμε» θα παραμένει μια δυσάρεστη, αλλά ακριβής διαπίστωση.
Η πολιτική δεν είναι επάγγελμα, είναι καθήκον. Και η δημοκρατία δεν επιβιώνει από τους θεσμούς της, αλλά από τη στάση των πολιτών της. Όπως έλεγε ο Κένεντι, ο λαός είναι το αφεντικό.
Όταν αυτός ο λαός παραιτείται από την ευθύνη να ελέγχει, να απαιτεί, να συμμετέχει, τότε παραχωρεί τη δημοκρατία του στους επαγγελματίες της εξουσίας. Το πραγματικό πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι ότι έχει κακούς πολιτικούς, αλλά ότι έχει πολίτες που έμαθαν να ανέχονται τους κακούς πολιτικούς, να τους επιβραβεύουν, να τους επανεκλέγουν.
Η ανασύνταξη μιας κοινωνίας δεν θα έρθει από έξω, ούτε θα την επιβάλει κάποια νέα τεχνοκρατία. Θα προκύψει μόνο όταν η κοινωνία ξαναβρεί την αίσθηση του μέτρου και της ευθύνης.
Όταν το κράτος πάψει να είναι καταφύγιο για τους ανίκανους και μηχανισμός προνομίων για τους ημέτερους.
Όταν η παιδεία πάψει να παράγει πτυχία χωρίς περιεχόμενο και ξαναγίνει φορέας αξιών.
Όταν η αλήθεια πάψει να είναι υπόθεση λίγων και η συμμετοχή γίνει καθήκον όλων.
Η Ελλάδα χρειάζεται πολιτική ηγεσία με ήθος, αλλά κυρίως πολίτες με κρίση. Χρειάζεται λιτότητα όχι μόνο στα δημόσια οικονομικά, αλλά και στη νοοτροπία της υπερβολής, της επίδειξης, του εύκολου κέρδους. Ο δρόμος της ανάκαμψης δεν είναι οικονομικός – είναι βαθιά πολιτικός και πολιτισμικός.
Η παρακμή που ζούμε είναι καθρέφτης της συλλογικής μας αδράνειας. Θα αλλάξει μόνο όταν σταματήσουμε να αντιμετωπίζουμε τη δημοκρατία ως θέαμα και την πολιτική ως επάγγελμα τρίτων.
Όταν οι πολίτες αρχίσουν να απαιτούν λογοδοσία, να συμμετέχουν ουσιαστικά, να τιμωρούν όχι μόνο με την ψήφο αλλά και με τη στάση τους. Μόνο τότε, όπως έλεγε ο Κένεντι, θα αποκτήσουμε την κυβέρνηση που πράγματι θέλουμε και –το πιο δύσκολο απ’ όλα– που αξίζουμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου