ΤΟ ΟΛΟΖΩΝΤΑΝΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΕΥΓΟΝΙΚΗΣ ΠΛΑΝΑΤΑΙ ΑΠΕΙΛΗΤΙΚΑ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Μετάφραση/προσαρμογή από “The European Times” (01/11/21): Σωτήριος Πλαγιανός, Κοινωνιολόγος
Η Επιτροπή Βιοηθικής του Συμβουλίου της Ευρώπης τα τελευταία χρόνια προετοιμάζει ένα νέο νομικό μέσο για τη χρήση του καταναγκασμού στην ψυχιατρική.
Το μέσο αυτό αποτελεί τεχνικά ένα τροποποιητικό Πρωτόκολλο επί της Βιοϊατρικής Συνθήκης (Σύμβαση του Οβιέδο) και αντλεί τη δύναμή του από το γεγονός ότι αποτελεί μια επέκταση αυτής της Συνθήκης.
Νέα έρευνα πρωτότυπων εγγράφων του Συμβουλίου της Ευρώπης διαπίστωσε ότι στη βάση των εργασιών αναφοράς, πάνω στις οποίες η Επιτροπή Βιοηθικής βασίζει το Πρωτόκολλο, βρίσκεται το κείμενο ενός νομικού εγγράφου που δημιουργήθηκε για να εξουσιοδοτήσει νομοθεσία και πρακτικές βασισμένες στην Ευγονική.
Αυτό είναι γνωστό στην επιτροπή, ακόμη και αν ο πρόεδρος δεν έχει ενημερώσει όλα τα μέλη της σχετικά.
Η Επιτροπή μέχρι στιγμής προωθούσε την οριστικοποίηση του Πρωτοκόλλου για ψηφοφορία στις 2 Νοεμβρίου 2021, ενώ γνώριζε ότι θα φέρει όλα τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης σε νομική σύγκρουση, καθώς το Πρωτόκολλο έρχεται σε αντίθεση με μια διεθνή σύμβαση για τα ανθρώπινα δικαιώματα η οποία επικυρώθηκε από 46 από τα 47 κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Η Επιτροπή Βιοηθικής, ωστόσο, προχώρησε διαιωνίζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο ένα φάντασμα της Ευγονικής στην Ευρώπη και καταστρέφοντας τις διεθνείς προσπάθειες για τη δημιουργία καθολικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων για όλους.
Το Πρωτόκολλο ενάντια στα διεθνή ανθρώπινα δικαιώματα
Η Επιτροπή Βιοηθικής εργάζεται με βάση τις οδηγίες που λαμβάνει από το όργανο λήψης αποφάσεων του Συμβουλίου της Ευρώπης, την Επιτροπή των Υπουργών, όπως αναφέρεται στο πλαίσιο που ορίζει τη λειτουργία της.
Ωστόσο, η Επιτροπή των Υπουργών λειτουργεί βάσει πληροφοριών για αυτό το εξειδικευμένο θέμα οι οποίες έχουν διατυπωθεί και παρασχεθεί από την Επιτροπή Βιοηθικής. Αυτό συντονίζεται εξ’ αρχής από την κ. Laurence Lwoff, Γραμματέα της Επιτροπής.
Με αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή Βιοηθικής μπόρεσε να υποδείξει προς το ανώτερο όργανό της και τον κόσμο γενικότερα, μια πολιτικά υπερασπίσημη γραμμή, ενώ στην πραγματικότητα λειτουργούσε με άλλη ατζέντα.
Αυτό είχε ξεκινήσει ήδη πριν ληφθεί από την Επιτροπή Υπουργών η ουσιαστική απόφαση για τη σύνταξη ενός πρόσθετου πρωτοκόλλου. Το 2011 πραγματοποιήθηκε στο εσωτερικό της Επιτροπής Βιοηθικής άτυπη ανταλλαγή απόψεων σχετικά με τη διεθνή συνθήκη για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία (CRPD), ιδίως του Άρθρου 14 – Ελευθερία και ασφάλεια του ατόμου.
Η Επιτροπή εξέτασε πώς ένα τέτοιο Πρωτόκολλο του Συμβουλίου της Ευρώπης θα μπορούσε να έλθει σε σύγκρουση με τη CRPD, ιδίως όσον αφορά τα μέτρα ακούσιας θεραπείας και ακούσιου εγκλεισμού.
Η Σύμβαση και τα Γενικά της Σχόλια είναι ξεκάθαρα. Η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες, ωστόσο, σε δήλωση προς την Επιτροπή Βιοηθικής διευκρίνισε αργότερα ότι «ο ακούσιος εγκλεισμός ή η ιδρυματοποίηση όλων των ατόμων με αναπηρία, και ιδιαίτερα των ατόμων με διανοητική ή ψυχοκοινωνική αναπηρία, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων με “ψυχικές διαταραχές”, είναι παράνομα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο δυνάμει του άρθρου 14 της Σύμβασης και συνιστούν αυθαίρετη και μεροληπτική στέρηση της ελευθερίας των ατόμων με αναπηρία καθώς πραγματοποιούνται στη βάση πραγματικής ή αντιληπτής αναπηρίας.»
Η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών επεσήμανε περαιτέρω ότι τα συμβαλλόμενα κράτη πρέπει «να καταργήσουν τις πολιτικές, νομοθετικές και διοικητικές διατάξεις οι οποίες επιτρέπουν ή επιβάλλουν εξαναγκασμένη θεραπεία, καθώς αυτό αποτελεί συνεχή παραβίαση των νόμων για την ψυχική υγεία σε όλο τον κόσμο και συγκρούεται με τα εμπειρικά στοιχεία τα οποία δείχνουν την έλλειψη αποτελεσματικότητας της εξαναγκασμένης νοσηλείας και με τις απόψεις των ανθρώπων που χρησιμοποιούν συστήματα ψυχικής υγείας οι οποίοι έχουν βιώσει βαθύ πόνο και τραύμα ως αποτέλεσμα της εξαναγκασμένης θεραπείας».
Ο ακούσιος εγκλεισμός ατόμων με αναπηρία για λόγους υγειονομικής περίθαλψης έρχεται σε αντίθεση με την απόλυτη απαγόρευση στέρησης της ελευθερίας λόγω αναπηρίας (CRPD άρθρο 14, παράγραφος 1, εδάφιο β) και την αρχή της ελεύθερης και ενημερωμένης συναίνεσης του ενδιαφερόμενου για υγειονομική περίθαλψη (CRPD άρθρο 25)Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία, Δήλωση προς την Επιτροπή Βιοηθικής του Συμβουλίου της Ευρώπης, που δημοσιεύτηκε στο DH-BIO/INF (2015) 20
Η Επιτροπή Βιοηθικής του Συμβουλίου της Ευρώπης, ως αποτέλεσμα της εσωτερικής ανταλλαγής απόψεων, υιοθέτησε μια Δήλωση σχετικά με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία (CRPD) τον Νοέμβριο του 2011. Η δήλωση, ενώ φαινομενικά αναφερόταν στη CRPD, στην πραγματικότητα αναφερόταν στη Σύμβαση και έργο αναφοράς της ίδιας της Επιτροπής – την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (ΕΣΔΑ).
Η δήλωση αναφέρει ότι η Επιτροπή εξέτασε τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία, ιδίως το κατά πόσον τα άρθρα 14, 15 και 17 ήταν συμβατά με «τη δυνατότητα υπό ορισμένες προϋποθέσεις ενός ατόμου που έχει ψυχική διαταραχή σοβαρής φύσης να υποβληθεί σε ακούσιο εγκλεισμό ή ακούσια θεραπεία, όπως προβλέπεται σε άλλα εθνικά και διεθνή κείμενα.»
Συγκρίνετε το κείμενο στη βάση της δήλωσης της Επιτροπής Βιοηθικής:
Δήλωση σχετικά με την CRPD: «Η ακούσια θεραπεία ή εισαγωγή μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο σε σχέση με ψυχική διαταραχή σοβαρής φύσης, εάν από την απουσία θεραπείας ή εγκλεισμού είναι πιθανό να προκληθεί σοβαρή βλάβη στην υγεία του ατόμου ή σε τρίτον.” (Πουθενά στη CRPD δεν αναφέρεται κάτι τέτοιο)
Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική (Σύμβαση του Οβιέδο), άρθρο 7: «Με την επιφύλαξη προστατευτικών συνθηκών που προβλέπονται από το νόμο, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών εποπτείας, ελέγχου και προσφυγής, ένα άτομο που έχει ψυχική διαταραχή σοβαρής φύσεως μπορεί να υποβληθεί, χωρίς τη συγκατάθεσή του, σε παρέμβαση που αποσκοπεί στη θεραπεία της ψυχικής διαταραχής του/της μόνο όταν, χωρίς τέτοια θεραπεία, είναι πιθανό να προκληθεί σοβαρή βλάβη στην υγεία του/της».
Κατ’ αυτό τον τρόπο, η Επιτροπή Βιοηθικής θα μπορούσε να προχωρήσει στη διαμόρφωση ενός νέου νομικού μέσου, κάνοντάς το να φαίνεται σύμφωνο με τα διεθνή ανθρώπινα δικαιώματα, στα οποία δεσμεύονται τα κράτη μέλη του Συμβουλίου.
Η Επιτροπή έλαβε νέα εντολή για το 2012 και το 2013, στην οποία συμπεριλαμβανόταν η προετοιμασία ενός σχεδίου νομικής πράξης «σχετικά με την προστασία των ατόμων με ψυχική διαταραχή σε σχέση με την ακούσια θεραπεία και τον ακούσιο εγκλεισμό».
Ανησυχία της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης και εισήγηση για απόσυρση του πρωτοκόλλου
Αν και αυτή η εργασία της Επιτροπής Βιοηθικής δεν ήταν δημόσια, ανακαλύφθηκε και την 1η Οκτωβρίου 2013 η Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων, Υγείας και Βιώσιμης Ανάπτυξης της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης κατέθεσε Πρόταση σύστασης σχετικά με την επεξεργασία αυτού του νέου νομικού μέσου.
Η Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων στην Πρότασή της σημείωσε αναφερόμενη στη CRPD, ότι «σήμερα αμφισβητείται η ίδια η αρχή του ακούσιου εγκλεισμού και ακούσιας θεραπείας ατόμων με ψυχοκοινωνική αναπηρία.
Η Συνέλευση σημειώνει επίσης ότι παρά τις εγγυήσεις που έχουν θεσπιστεί, ο ακούσιος εγκλεισμός και θεραπεία είναι αφ’ εαυτής επιρρεπής σε κατάχρηση και παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και τα άτομα που υποβάλλονται σε τέτοια μέτρα αναφέρουν συντριπτικά αρνητικές εμπειρίες».
Η Πρόταση της Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων οδήγησε σε εκτενή εξέταση του θέματος με αποτέλεσμα την έκθεση της επιτροπής «Η υπόθεση κατά νομικής πράξης του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με ακούσια μέτρα στην ψυχιατρική» η οποία εκδόθηκε τον Μάρτιο του 2016.
Από αυτή προέκυψε Σύσταση προς την Επιτροπή Υπουργών η οποία σημείωνε ότι η Κοινοβουλευτική Συνέλευση κατανοεί τις ανησυχίες που ώθησαν την Επιτροπή Βιοηθικής να εργαστεί για αυτό το θέμα, αλλά και ότι έχει «σοβαρές αμφιβολίες για την προστιθέμενη αξία ενός νέου νομικού μέσου σε αυτόν τον τομέα».
Η Συνέλευση πρόσθεσε ότι «η κύρια ανησυχία της για το μελλοντικό πρόσθετο πρωτόκολλο σχετίζεται με ένα ακόμη πιο ουσιαστικό ζήτημα: τη συμβατότητά του με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία (CRPD).»
Η Συνέλευση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «οποιοδήποτε νομικό μέσο το οποίο διατηρεί έναν δεσμό μεταξύ ακούσιων μέτρων και αναπηρίας θα εισάγει διακρίσεις και συνεπώς θα παραβιάζει την CRPD. Σημειώνει ότι το σχέδιο πρόσθετου πρωτοκόλλου διατηρεί έναν τέτοιο δεσμό, καθώς ορίζει ότι η “ψυχική διαταραχή” αποτελεί τη βάση που δικαιολογεί την ακούσια θεραπεία και εγκλεισμό, μαζί με άλλα κριτήρια».
Η Συνέλευση ολοκλήρωσε με τη σύσταση να δώσει εντολή η Επιτροπή Υπουργών στην Επιτροπή Βιοηθικής «να αποσύρει την πρόταση για την κατάρτιση πρόσθετου πρωτοκόλλου σχετικά με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας των ατόμων με ψυχική διαταραχή όσον αφορά τον ακούσιο εγκλεισμό και την ακούσια θεραπεία.»
Αυτή η Κοινοβουλευτική εξέταση και Σύσταση έλαβε επίσης υπόψη τοποθετήσεις μίας δημόσιας ακρόασης, η οποία πραγματοποιήθηκε το 2015. Η ακρόαση είχε ως αποτέλεσμα σαφείς προειδοποιήσεις ή αντιδράσεις κατά του Σχεδίου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου από τον Επίτροπο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του Συμβουλίου της Ευρώπης, τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα Θεμελιώδη Δικαιώματα (FRA), η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες (CRPD), τον Ειδικό Εισηγητή των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία, τον Ειδικό Εισηγητή των Ηνωμένων Εθνών για το δικαίωμα του καθενός στην απόλαυση του υψηλότερου δυνατού επιπέδου σωματικής και ψυχικής υγείας και μια σειρά από ενδιαφερόμενους φορείς συμπεριλαμβανομένων σημαντικών ενώσεων ασθενών.
Η αντίδραση της Επιτροπής Βιοηθικής
Η κατεύθυνση των εργασιών για το νέο Πρωτόκολλο δεν άλλαξε σημαντικά. Η Επιτροπή επέτρεψε στους ενδιαφερόμενους να παρευρεθούν στις συνεδριάσεις της και δημοσίευσε πληροφορίες για τις εργασίες στον ιστότοπό της. Αλλά η γενική κατεύθυνση των εργασιών της δεν άλλαξε.
Η Επιτροπή στον ιστότοπό της ανακοίνωσε ότι στόχος αυτού του νέου Πρωτοκόλλου είναι να αναπτύξει, για πρώτη φορά σε ένα νομικά δεσμευτικό εργαλείο, τις διατάξεις του άρθρου 7 της Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική, καθώς και αυτές του άρθρου 5 § 1 (ε) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Το Πρωτόκολλο αποσκοπεί στον καθορισμό των θεμελιωδών εγγυήσεων όσον αφορά αυτήν την ειδική και κατ’ εξαίρεση δυνατότητα παρέμβασης στα δικαιώματα της ελευθερίας και της αυτονομίας των προσώπων.
Ως κείμενα αναφοράς για την εκπόνηση του Πρωτοκόλλου δηλώθηκαν σαφώς η Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.
Το προοίμιο του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου το αναφέρει και πολλές άλλες αναφορές το σημειώνουν, συμπεριλαμβανομένης της ιστοσελίδας της Βιοηθικής του Συμβουλίου της Ευρώπης σε σχέση με την Ψυχική υγεία Βάση για την εργασία και στόχος του πρόσθετου πρωτοκόλλου σχετικά με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας των ατόμων με ψυχικές διαταραχές.
Η Επιτροπή επιπλέον πρόσθεσε ένα τμήμα στην ιστοσελίδα της σύμφωνα με το οποίο «Το έργο διεξάγεται επίσης υπό το πρίσμα της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες (βλ. και τη Δήλωση που υιοθετήθηκε από τη Διευθύνουσα Επιτροπή Βιοηθικής – CDBI) και άλλες σχετικές νομικές πράξεις που εγκρίθηκαν σε διεθνές επίπεδο».
Η δήλωση που αναφέρεται είναι η δήλωση της Επιτροπής σχετικά με την CRPD του 2011 η οποία σχεδιάστηκε για να κάνει τους αναγνώστες να πιστέψουν ότι η Επιτροπή θα λάβει υπόψη της τη CRPD, ενώ στην πραγματικότητα την αγνοούσε παντελώς και αγνοούσε το πνεύμα με το οποίο πρέπει να γίνει κατανοητή και να εφαρμοστεί.
Η Επιτροπή στην ιστοσελίδα της μέχρι σήμερα προωθεί την άποψη αυτής της δήλωσης του 2011 με τη φανερή πρόθεση να παραπλανήσει οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο επισκέπτεται τον ιστότοπο του Συμβουλίου της Ευρώπης για να μάθει περί τίνος πρόκειται.
Τι βρίσκεται στη βάση του Πρωτοκόλλου
Τα έργα αναφοράς για το Πρωτόκολλο για το οποίο εργάζεται η Επιτροπή Βιοηθικής είναι το Άρθρο 7 της Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική, το οποίο με τη σειρά του βασίζεται στο Άρθρο 5 § 1 (ε) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.
Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα συντάχθηκε το 1949 και το 1950. Στο τμήμα της για το δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια του προσώπου, άρθρο 5 § 1 (ε), προβλέπει μια εξαίρεση για «φρενοβλαβείς, αλκοολικούς, τοξικομανείς και αλήτες.»
Ο διαχωρισμός των προσώπων που θεωρούνται ότι βιώνουν τέτοιες κοινωνικές ή προσωπικές πραγματικότητες, ή τα οποία είναι φορείς διαφορετικών απόψεων, έχει τις ρίζες του σε ευρέως διαδεδομένες μεροληπτικές αντιλήψεις των αρχών του 20ού αιώνα.
Η εξαίρεση διατυπώθηκε από εκπροσώπους του Ηνωμένου Βασιλείου, της Δανίας και της Σουηδίας, με επικεφαλής τους Βρετανούς.
Βασίστηκε σε μια ανησυχία ότι τα τότε εκπονούμενα νομικά κείμενα συνθηκών για τα ανθρώπινα δικαιώματα επεδίωκαν να εφαρμόσουν καθολικά τα Οικουμενικά ανθρώπινα δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των ατόμων με ψυχικές διαταραχές (ψυχοκοινωνικές αναπηρίες), πράγμα το οποίο ερχόταν σε σύγκρουση με τη νομοθεσία και την κοινωνική πολιτική που εφαρμοζόταν σε αυτές τις χώρες.
Οι Βρετανοί, όπως και οι Δανοί και οι Σουηδοί, ήταν ένθερμοι υποστηρικτές της ευγονικής εκείνη την εποχή και είχαν θεσπίσει και εφάρμοζαν τέτοιες αρχές και απόψεις στη νομοθεσία και την κοινωνική πρακτική τους.
Η στόχευση «φρενοβλαβών» ατόμων υποκινήθηκε από τους Βρετανούς, που είχαν υιοθετήσει νομοθεσία το 1890 η οποία εξειδικεύτηκε περαιτέρω με τον Νόμο περί Διανοητικής Ανεπάρκειας του 1913 που καθιέρωσε τα μέσα για τον διαχωρισμό και τον εγκλεισμό των «διανοητικά αναπήρων» σε άσυλα.
Ο Νόμος περί Διανοητικής Ανεπάρκειας είχε προταθεί και προωθηθεί από τους Ευγονιστές. Στο αποκορύφωμα της εφαρμογής του Νόμου περί Διανοητικής Ανεπάρκειας του Ηνωμένου Βασιλείου, 65.000 άτομα απομονώθηκαν σε «αποικίες» ή σε άλλα ιδρύματα.
Τόσο στη Δανία όσο και στη Σουηδία είχαν θεσπιστεί νόμοι της ευγονικής κατά τη δεκαετία του 1930, νόμοι που στη Δανία ειδικότερα επέτρεπαν τη στέρηση της ελευθερίας των μη επικίνδυνων διανοητικά διαταραγμένων ατόμων.
Τις προσπάθειες των εκπροσώπων του Ηνωμένου Βασιλείου, της Δανίας και της Σουηδίας στη διαδικασία σύνταξης της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων οι οποίες προωθούν την εξουσία της κυβέρνησης να διαχωρίζει, να φυλακίζει σε άσυλα και να απομακρύνει από την κοινωνία «φρενοβλαβείς, αλκοολικούς, τοξικομανείς και αλήτες» πρέπει να τις δει κανείς υπό το πρίσμα της υφιστάμενης εκείνη την εποχή ευρείας κοινωνικής αποδοχής της ευγονικής ως αναπόσπαστου μέρους της κοινωνικής πολιτικής για τον έλεγχο του πληθυσμού.
Κατά τον ίδιο τρόπο όπως και για τη Σύμβαση του Οβιέδο, πρέπει να κατανοήσουμε ότι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (ΕΣΔΑ) είναι μια πράξη που χρονολογείται από το 1950 και το κείμενο της ΕΣΔΑ αντικατοπτρίζει μια παρωχημένη και απαρχαιωμένη προσέγγιση όσον αφορά τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία.
Επιπλέον, σε ζητήματα που αφορούν την κράτηση για λόγους ψυχικής υγείας, το κείμενο του 1950 επιτρέπει ρητά τη στέρηση της ελευθερίας με βάση τη «φρενοβλάβεια» (άρθρο 5, παράγραφος 1, εδάφιο ε).
Παρόλο που η ΕΣΔΑ θεωρείται ένα “ζωντανό όργανο… το οποίο πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα των σημερινών συνθηκών”.Κα Catalina Devandas-Aguilar, Ειδική Εισηγήτρια του ΟΗΕ για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία
Συνεπώς, η υποκείμενη άποψη του πρόσθετου πρωτοκόλλου στη Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική –παρά την φαινομενική πρόθεσή του να προστατεύσει τα ανθρώπινα δικαιώματα– στην πραγματικότητα διαιωνίζει μια πολιτική διακρίσεων έντονα διαποτισμένη από ευγονικές αρχές, παρά το λεκτικό που χρησιμοποιείται.
Δεν προάγει τα ανθρώπινα δικαιώματα. Στην πραγματικότητα, έρχεται σε σύγκρουση με την απόλυτη απαγόρευση της στέρησης της ελευθερίας λόγω αναπηρίας, όπως ορίζεται από την Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου