Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2017

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΜΑΘΕΙΣ

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΧΡΕΩΚΟΠΙΑΣ* 

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ




Του Σπύρου Λαβδιώτη
Οι άνθρωποι δεν είναι αιχμάλωτοι της μοίρας τους αλλά της σκέψης τους 


Franklin D. Roosevelt 

ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ

Είναι λοιπόν άκρως σημαντικό να κατανοήσουμε πρώτα, πώς οι «ελληνικές τράπεζες» με την αναίσχυντη συνδρομή της πολιτικής ηγεσίας του τόπου, αλλά και με τις ευλογίες των ευρωπαϊκών αρχών, μεταβίβασαν αυτό το κολοσσιαίο ποσό των € 240 δις στο κράτος και με αδιαντροπιά το βάπτισαν ελληνικό δημόσιο χρέος. 

 Αυτή η κοινωνικοποίηση των ζημιών και υποχρεώσεων με το αίολο επιχείρημα οι τράπεζες είναι πολύ μεγάλες για να αποτύχουν (too big to fail), μετέτρεψε τον ελληνικό λαό σε νέο Σίσυφο του μαρτυρίου της αποπληρωμής του χρέους. 


Ενός επαχθούς μη βιώσιμου χρέους που εκτείνεται μέχρι το 2060. Έτσι επεκράτησε η διάχυτη ελληνική και διεθνής γνώμη, η οποία είναι εσφαλμένη και παραπλανητική ότι η Ελληνική χρεοκοπία οφείλεται αποκλειστικά στην κρατική ασυδοσία που οδήγησε στον εκτροχιασμό του δημοσίου χρέους.

 Η λανθασμένη αυτή γνώμη που προωθείται ένθερμα από τα ΜΜΕ, Υπουργείο Οικονομικών, Τακτικοί Προϋπολογισμοί, Εισηγητικές Εκθέσεις, 2012 και 2013 συνεχίζει να είναι εμπεδωμένη στο μυαλό του απλού πολίτη μέχρι και σήμερα, καθώς το Κοινό εξακολουθεί να θεωρεί ως δεδομένο ότι το «κρατικό» χρέος προήλθε από την κραιπάλη του δημοσίου και όχι από τις ζημιές των ιδιωτικών τραπεζών. 

Γι’ αυτό η μετονομασία του χρέους των ιδιωτικών τραπεζών σε δημόσιο χρέος και η μεταβίβασή του στους προϋπολογισμούς του κράτους, αποτελεί μία από της πιο μελανές σελίδες της χρηματοπιστωτικής ιστορίας της Ελλάδος.

Ο λόγος είναι ότι αυτοί που διέπραξαν ένα από τα μεγαλύτερα σύγχρονα οικονομικά εγκλήματα αντί να λογοδοτήσουν, χωρίς ηθική συστολή, απαίτησαν και με τη σύμπραξη της πολιτικής ηγεσίας το πέτυχαν, να πληρωθεί ο λογαριασμός από τους πολίτες. 

Με άλλα λόγια, οι πολιτικοί έθεσαν τις ιδιωτικές τράπεζες και το νόμισμα, το ευρώ, υπεράνω της ευημερίας του λαού που εκπροσωπούν, και τον φτωχοποίησαν, με περικοπές μισθών, συντάξεων, κοινωνικής πρόνοιας και αυξήσεις φόρων.

 Δηλαδή, η πολιτική ηγεσία του τόπου αντί να σώσει τον λαό που εκπροσωπεί έσωσε τις τράπεζες και το ευρώ και χρεοκόπησε τον λαό! 

Η παράδοξη συμπεριφορά της πολιτικής ηγεσίας καθώς και η μεταβίβαση σημαντικών ευρωπαϊκών κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση των δήθεν ελληνικών τραπεζών, δεν μπορεί επαρκώς να εξηγηθεί, παρά μόνο εάν ανατρέξουμε στις ρίζες του κακού, που εντοπίζονται στην περιβόητη Συνθήκη του Μάαστριχτ. 

Η Συνθήκη υπογράφηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1992 στην Ολλανδική πόλη Μάαστριχτ 6 και η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) μετονομάζεται σε Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), και ανοίγει ο δρόμος της δημιουργίας της Οικονομικής Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) και της θεσμοθέτησης του ενιαίου νομίσματος, του ευρώ. 

Το ενιαίο νόμισμα του ευρώ, έδωσε τη δυνατότητα υλοποίησης μιας κοινής πλατφόρμας διακίνησης των τραπεζικών καταθέσεων, γνωστά ως κεφαλαία, από την μια πλευρά στην άλλη της Ευρωζώνης, χωρίς τριβές και συναλλαγματικούς κινδύνους. 

Έτσι, αναπτύχθηκε με γνώμονα τη μεγιστοποίηση του κέρδους, η άνευ ελέγχου χορήγηση δανείων, που περιέθαλπε η σαθρή αρχιτεκτονική της νομισματικής ένωσης. Αυτή διευκόλυνε την επίτευξη τραπεζικών κερδών των χωρών που είχαν πλεονασματικά κεφάλαια, όπως της Γερμανίας και της Γαλλίας. 

Η Συνθήκη του Μάαστριχτ στηρίζονταν στην υπόθεση ότι η νομισματική ένωση πρέπει να κρατήσει για πάντα, ες αεί. Για να θεμελιώσει την υπόθεση αυτή, ενώ καθόρισε σαφείς όρους για την ένταξη στο ευρώ, προμελετημένα, δεν περιέλαβε καμία διάταξη για την έξοδο. 

Από την στιγμή λοιπόν που οι αγορές κατέληξαν να πιστεύουν ότι κανείς ποτέ δεν θα έφευγε από τη ζώνη του ευρώ και κανένα πλέον κράτος- μέλος δεν θα μπορούσε να υποτιμήσει, ο δανεισμός ήταν ασφαλής και κερδοφόρος. 

Συνεπώς, τα πλεονάζοντα κεφάλαια του Βορρά μπορούσαν να επενδυθούν στις χώρες του Νότου, όπως η Ελλάδα, η οποία παρείχε ένα ελκυστικό πεδίο δράσης, λόγου του υψηλότερου επιτοκίου δανεισμού. 

Την Συνθήκη του Μάαστριχτ υπέγραψαν 12 κράτη- μέλη της ΕΟΚ: Αγγλία, Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Δανία, Ελλάδα, Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία και Πορτογαλία. 

Στις 29 Ιουλίου 1992, η Ελληνική Βουλή επί κυβερνήσεως Μητσοτάκη κυρώνει τη Συνθήκη, μ’ όλα τα κόμματα υπέρ, πλην του ΚΚΕ, χωρίς να έχει ενημερωθεί ο λαός, ούτε, όπως σ’ άλλες χώρες, να γίνει δημοψήφισμα. 

 Επιπρόσθετα, η Συνθήκη του Μάαστριχτ έδωσε προτεραιότητα στην δημιουργία της ΟΝΕ, ενώ το πρωτεύων θέμα της Πολιτικής Ένωσης των κρατών -μελών παραπέμφθηκε στο μέλλον, το οποίο και παραμένει ανεπίλυτο. 

Η ΟΝΕ αποτελεί την πλέον σημαντική μεταβίβαση νομισματικής κυριαρχίας από τα κράτη-μέλη στην ΕΕ από την ίδρυση της ΕΟΚ, με την Συνθήκη της Ρώμης το 1957. Μ’ αυτόν τον ανορθόδοξο τρόπο οι ευρωπαίοι σχεδιαστές και τεχνοκράτες της ΕΕ έβαλαν το κάρο μπροστά και πίσω το άλογο και συν τω χρόνο διαπίστωσαν ότι το κάρο δεν προχωράει ομαλά. 

Ήταν όμως πλέον αργά. Δημιουργήθηκαν μεγάλες ανισότητες πλούτου μεταξύ Βορρά και Νότου και οι αδύναμες χώρες του Νότου, ιδίως η Ελλάδα, υπερχρεώθηκαν και υπέστησαν οικονομική πανωλεθρία. 

Με την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ, αποκληθείσα και Συνθήκη των Συνθηκών, στην ουσία γίνεται το πέρασμα από το Κεϊνσιανό μοντέλο του κρατικού παρεμβατισμού και της κοινωνικής δικαιοσύνης στη λαίλαπα του νεοφιλελευθερισμού και αχαλίνωτου καπιταλισμού. 

Κι αυτό, διότι η Συνθήκη υιοθετούσε πλήρως τις αρχές του κλασσικού φιλελευθερισμού στη λειτουργία της οικονομίας, με βασικούς άξονες τις τρείς «ελευθερίες»: α) την ελεύθερη διακίνηση του κεφαλαίου, β) την ελεύθερη διακίνηση αγαθών και υπηρεσιών, χωρίς δασμούς εντός της ΕΕ, και γ) την ελεύθερη κυκλοφορία της εργασίας. 

Η εφαρμογή των αρχών της laissez-faire, διακήρυττε η Συνθήκη - που το δικαστήριο του καιρού κατέδειξε ότι ήταν «ευσεβής πόθος» - θα οδηγούσε σε άνοδο του βιοτικού επίπεδου, καλύτερη ποιότητα ζωής, υψηλή απασχόληση και κοινωνική προστασία. Για τον σκοπό αυτό θα θεσπιστεί μια νομισματική αρχή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), που θα έχει το μονοπώλιο έκδοσης του ενιαίου νομίσματος. 

Η ΕΚΤ, θα καθορίζει την ενιαία νομισματική πολιτική για όλα τα κράτη-μέλη που θα ενταχθούν στην ευρωπαϊκή νομισματική ένωση. 7 Η Συνθήκη του Μάαστριχτ είναι όντως η Συνθήκη των Συνθηκών, διότι συνιστά το θεμέλιο της ΕΕ και επάνω σε αυτήν είναι δομημένες όλες οι μεταγενέστερες, όπως η Συνθήκη του Άμστερνταμ (1997) και της Λισσαβόνας (2007). 

Η Συνθήκη όριζε ότι ο θεσμός της ΟΝΕ είναι εξελικτικός και ακολουθεί ένα πρόγραμμα τριών σταδίων διάρκειας 10 ετών. 

Συνοπτικά, το 1ο στάδιο (1/7/1990 - 31/12/1993) συνίσταται α) από το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (ΕΝΣ) με τη συμμετοχή των κρατών- μελών στο μηχανισμό των συναλλαγματικών ισοτιμιών σε σχέση με το ECU και β) την άρση των περιορισμών στις χρηματοοικονομικές αγορές και της δημιουργίας μηχανισμού εποπτείας. 

Το 2ο στάδιο ήταν το φαρμακερό (1/1/1994-31/12/1998). Αυτό συνίσταται α) από την πλήρη απελευθέρωση διακίνησης χρηματικών κεφαλαίων, β) την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ινστιτούτου (ΕΝΙ), ο πρόδρομος της ΕΚΤ, την ενίσχυση της συνεργασίας των εθνικών κεντρικών τραπεζών μεταξύ τους και την ολοκλήρωση του συντονισμού των χρηματοοικονομικών αγορών, γ) την θεσμοθέτηση της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών και της απαγόρευσης της νομισματοποίησης του δημοσίου χρέους από τις εθνικές κυβερνήσεις και δ) το πάγωμα της νομισματοδέσμης του ECU και τον ορισμό των δημοσιονομικών κριτήριων σύγκλισης των αδύναμων ανταγωνιστικώς οικονομιών των κρατών της ΕΕ. 

Στο 3ο στάδιο (1/1/1999-1/1/2002) δόθηκε το εναρκτήριο λάκτισμα του ευρώ σε ηλεκτρονική μορφή και την 1η /1/2002 πήρε σάρκα και οστά σε φυσική, αντικαθιστώντας το εθνικό μας νόμισμα. 

Είναι φανερό, το εγχείρημα του Μάαστριχτ είναι ένα μοναδικό φαινόμενο στην παγκόσμια οικονομική και πολιτική ιστορία, όπου τα υποψήφια κράτη για να ενταχθούν στο ενιαίο νόμισμα εκχωρούν πρώτα το κυριαρχικό δικαίωμα έκδοσης εθνικού νομίσματος, που αποτελεί θεμελιώδες χαρακτηριστικό ενός ανεξάρτητου κράτους. 

Πόσο μάλλον, όταν η εξουσία εκχωρείται σε μια ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα που έχει ως πρότυπο την Deutsche Bundesbank, με έδρα τη Φραγκφούρτη, με μια και μοναδική εντολή, τη σταθερότητα των τιμών, χωρίς αναφορά για την απασχόληση. Εν αντιθέσει, η νομοθεσία της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Federal Reserve) αναφέρει ότι η νομισματική πολιτική των ΗΠΑ, θα επιδιώξει «να προωθήσει αποτελεσματικά τους στόχους της μέγιστης απασχόλησης, σταθερές τιμές, και μέτρια μακροπρόθεσμα επιτόκια». 

Ως επακόλουθο, με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ τα προβλήματα για τα αδύναμα ανταγωνιστικώς κράτη-μέλη επιδεινώνονται, ιδίως για τα κράτη που έχουν δημοσιονομικά ελλείμματα, αφού η Συνθήκη παραχωρεί στην ΕΚΤ πλήρη θεσμική ανεξαρτησία από πολιτική επιρροή. 

 Μάλιστα, με σαφήνεια δηλώνει ότι «ούτε η ΕΚΤ, ούτε κανένα από τα εκτελεστικά της όργανα θα επιδιώξει να πάρει οδηγίες από θεσμούς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή από οποιαδήποτε κυβέρνηση κράτους- μέλους ή από οποιοδήποτε άλλον οργανισμό ή ίδρυμα». Ταυτόχρονα, απαγορεύει την ΕΚΤ να δανείζει απ’ ευθείας στα κράτη- μέλη, ούτε σε περίπτωση έκτατης ανάγκης. Έτσι, τα κράτη-μέλη αναγκαστικά πρέπει να δανειστούν από τις εμπορικές τράπεζες με επιβάρυνση διπλού επιτοκίου. 

Η σημαντική διάταξη της απαγόρευσης χρηματοδότησης από την ΕΚΤ στις κυβερνήσεις των κρατών- μελών της ζώνης του ευρώ αναφέρεται ρητώς στο περιώνυμο άρθρο 104, παράγραφος 1, της Συνθήκης του Μάαστριχτ  « Απαγορεύονται οι υπεραναλήψεις ή οποιουδήποτε άλλου είδους πιστωτικές διευκολύνσεις από την ΕΚΤ ή από τις κεντρικές τράπεζες των κρατών-μελών… προς κοινοτικά όργανα ή οργανισμούς, κεντρικές κυβερνήσεις, περιφερειακές, τοπικές ή άλλες δημόσιες αρχές, άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου ή δημόσιες επιχειρήσεις των κρατών-μελών· επίσης, απαγορεύεται να αγοράζουν απευθείας χρεόγραφα από τους οργανισμούς ή τους φορείς αυτούς, η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες». 

Η διάταξη αυτή, θα παραβιαστεί αργότερα από την ΕΚΤ, με το πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης (QE), εντούτοις, επέφερε το coup de grace της χρεοκοπίας της Ελλάδος και τις οδυνηρές της επιπτώσεις. 


Το άρθρο 104, παράγραφος 1, της Συνθήκης του Μάαστριχτ είναι το ίδιο με το άρθρο 123 της Συνθήκης της Λισαβόνας, η οποία κυρώθηκε το 2007. Δυστυχώς, στο άρθρο 123 αναφέρεται συχνά ο Τύπος και οι περισσότεροι αναλυτές.

 Ωστόσο, ο αποκλεισμός της χρηματοδότησης των δημοσίων ελλειμμάτων του ελληνικού κράτους από την Τράπεζα της Ελλάδος και είχε ξεκινήσει πριν 14 χρόνια, το 1993 και η προσφυγή στις αγορές μετά την ένταξη με επιβάρυνση διπλού επιτοκίου, οδήγησε την χώρα σε καθεστώς χρεοκοπίας, διότι ήταν αδύνατον να νομισματοποιήσει το δυσβάστακτο χρέος. 

 Όπως βλέπουμε το εγχείρημα του Μάαστριχτ είναι όντως μοναδικό, γιατί δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο να παραλληλίζει το θεσμό μιας κοινής αγοράς με ένα με ένα ενιαίο συμβολικό νόμισμα (fiat currency), που το εκδίδει μια υπερεθνική κεντρική τράπεζα.

 Ένας θεσμός που είναι θεμελιωμένος σε ένα δαιδαλώδες νομικό πλέγμα Συνθηκών και διατάξεων, όπου ένας αριθμός ανεξάρτητων κρατών που έτυχε τα περισσότερα να συνορεύουν γεωγραφικώς μεταξύ τους- με διαφορετικά ήθη και έθιμα, γλώσσα, κινητικότητα εργατικού δυναμικού, βιομηχανικό επίπεδο και τεχνογνωσία- να έχουν «συγκολληθεί» με μία ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα (ΕΚΤ) που έχει έδρα τη Φραγκφούρτη! 

Το Μάαστριχτ λοιπόν εκχώρησε την αίγλη και τη νομισματική εξουσία σε μία υπερεθνική κεντρική τράπεζα, η οποία δεσπόζει στη ζώνη του ευρώ. 

Το νομισματικό σύστημα όπου τα υποψήφια κράτη για να ενταχθούν, πρέπει πρώτα να απεμπολήσουν την νομισματική τους κυριαρχία και τον στόχο της μέγιστης απασχόλησης των πολιτών τους. Και το παράδοξο, το έπραξαν πριν την ύπαρξη της πολιτικής ένωσης, δημοσιονομικής ομοσπονδίας, τραπεζικής ένωσης και ταμείου εγγύησης τραπεζικών καταθέσεων! 

Από τη γέννησή της, η Ευρωζώνη ήταν ελαττωματική, στερεωμένη σ’ ένα κακότεχνο οικοδόμημα. Ένα πράγματι μισοτελειωμένο σπίτι, χωρίς πόρτες, παράθυρα, και οροφή και ήταν έτοιμο να καταρρεύσει στην χρηματοπιστωτική καταιγίδα του 2008. Πως λοιπόν οι πολιτικοί ανέλαβαν τον τόσο μεγάλο κίνδυνο της ένταξης μιας χώρας σε χαώδη κατάσταση σ’ ένα μισοτελειωμένο σπίτι, με βάση τι, την «βάρκα της ελπίδας» ή το «συναίσθημα»; 

Η λογική υποδεικνύει ότι όταν ένα κράτος δεν μπορεί να εκδώσει το δικό του νόμισμα αυτό δεν έχει καμία δύναμη να καθορίσει μια ανεξάρτητη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική και ως φυσική συνέπεια το κράτος μετατρέπεται σε μια αποικία ενός ιμπεριαλιστικού συστήματος, που οι κατευθυντήριες γραμμές και ντιρεκτίβες δίνονται από την Μητρόπολιν· και στη δεδομένη συγκυρία από την πανίσχυρη Γερμάνια. 

Ως απόρροια της απώλειας της δύναμης ενός κράτους να εκδίδει το δικό του νόμισμα, δεν χάνεται μόνο ο καθορισμός της ελεύθερης νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, αλλά φθείρεται και η εθνική κυριαρχία του Κοινοβουλίου και ο θεσμός της Δημοκρατίας. 

Και μαζί, χάνεται η δυνατότητα καθορισμού της αποτελεσματικής ζήτησης, της παραγωγής και της μέγιστης απασχόλησης του εργατικού δυναμικού. Η δε κυβέρνηση μετατρέπεται σε μία απλώς τοπική επαρχιακή αρχή. 

Και οι τοπικές αρχές όχι μόνο δεν μπορούν να εκδώσουν το δικό τους νόμισμα, αλλά δεν έχουν στην κατοχή τους κανένα από τα εργαλεία της μακροοικονομικής πολιτικής ενός κράτους. Η πολιτική τους επιρροή περιορίζεται σε σχετικά ασήμαντα οικονομικής φύσεως έργα. 



ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ....



 *Ομιλία του πρώην διοικητού της Τράπεζας του Καναδά  κ. Σπύρου Λαβδιώτη στο  Πνευματικό Κέντρο Αθηνών, την 11η Νοεμβρίου 2017, ενώπιον φοιτητών του Οικονομικού Πανεπιστημίου. 



Από ό,τι μάλιστα μάθαμε από τον τελειόφοιτο του     πανεπιστημίου Νικόλαο Μαρκουλή, οι καθηγητές του Οικονομικού Πανεπιστημίου, απέτρεπαν τους φοιτητές τους από το να παρακολουθήσουν την ομιλία!!!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου