Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2025

Η ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ...

 ΤΟ «ΠΕΙΡΑΜΑ» ΤΗΣ ΑΠΟΛΙΓΝΙΤΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΛΥΔΩΝΙΖΕΙ ΤΗΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ



Η «ανάγκη» απολιγνιτοποίησης της χώρας εμφανίστηκε με τρόπο σχεδόν τελετουργικό την ίδια ακριβώς στιγμή που η Ελλάδα εισερχόταν στη μνημονιακή περίοδο. 

Το 2010, όταν η οικονομική καταιγίδα άρχιζε να σαρώνει το πολιτικό και κοινωνικό τοπίο, ο τότε υφυπουργός Ενέργειας Γιάννης Μανιάτης προανήγγειλε μία ριζική ενεργειακή μετατόπιση. 

Ο λιγνίτης, θεμέλιο της ηλεκτροπαραγωγής επί δεκαετίες, παρουσιαζόταν ως βάρος που η χώρα όφειλε να αποτινάξει, ένα υλικό σχεδόν ενοχικό, που υποτίθεται ότι κρατούσε την Ελλάδα δέσμια ενός παρωχημένου μοντέλου.

Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, η γραμμή αυτή μοιάζει περισσότερο με βεβιασμένη δογματική επιβολή παρά με ώριμο ενεργειακό σχεδιασμό, ενώ τα αποτελέσματά της γίνονται ορατά όχι μόνο στην οικονομική και κοινωνική ζωή της Δυτικής Μακεδονίας, αλλά και στη συνολική ενεργειακή ασφάλεια της χώρας, η οποία κλυδωνίζεται κάθε φορά που το διεθνές περιβάλλον παράγει αναταράξεις.

Εννέα χρόνια μετά την πρώτη περίοδο αμφισβήτησης του λιγνίτη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέλαβε να επισημοποιήσει την τελική κατεύθυνση. Από το βήμα του ΟΗΕ, μόλις δύο μήνες μετά την εκλογή του το 2019, ανακοίνωσε ότι η Ελλάδα θα απολιγνιτοποιηθεί πλήρως σε χρόνο που θεωρήθηκε εξωπραγματικός ακόμη και από τα ευρωπαϊκά χρονοδιαγράμματα.

Η αναγγελία αυτή ονομάστηκε από τότε «βίαιη απολιγνιτοποίηση», όχι από αντιδραστικά ένστικτα, αλλά επειδή αλλοίωνε εκ βάθρων ένα παραγωγικό και κοινωνικό οικοσύστημα, χωρίς επαρκή σχεδιασμό και χωρίς δίχτυ ασφαλείας για τις περιοχές που θα σηκώνουν το βάρος της μετάβασης. 

Και πράγματι, ο πόλεμος στην Ουκρανία το 2022 αποκάλυψε την ωμή πραγματικότητα: η Ελλάδα αναγκάστηκε να ενεργοποιήσει ξανά τις λιγνιτικές της μονάδες, αποδεικνύοντας ότι η εγκατάλειψη του λιγνίτη δεν ήταν απλώς βιαστική, αλλά και επικίνδυνη για την ενεργειακή σταθερότητα.

Παρά την πικρή εμπειρία εκείνης της περιόδου, η κυβέρνηση επανέρχεται στο ίδιο μοτίβο, ανακοινώνοντας τώρα το οριστικό κλείσιμο ακόμη και της Πτολεμαΐδας 5, της πιο σύγχρονης και δαπανηρής λιγνιτικής μονάδας που κατασκευάστηκε ποτέ στη χώρα. 

Με κόστος που ξεπερνά το ένα δισεκατομμύριο ευρώ και με συμμετοχή μεγάλων κατασκευαστικών σχημάτων, η μονάδα λειτουργεί εμπορικά μόλις από το 2023. 

Το ερώτημα αν θα κλείσει πριν ακόμη αποσβεστεί το τεράστιο κόστος της, διατρέχει πια ολόκληρη τη δημόσια συζήτηση και επιβαρύνει περαιτέρω το ήδη νοσηρό κλίμα αβεβαιότητας που επικρατεί στη Δυτική Μακεδονία.

Η κυβέρνηση, για χρόνια, αντιπαρέβαλλε στις ανησυχίες περί αποβιομηχάνισης και ανεργίας τη δική της αφήγηση περί επικείμενων «υπέρ-επενδύσεων», οι οποίες, σύμφωνα με τις διαβεβαιώσεις της, θα δημιουργούσαν νέες θέσεις εργασίας και θα αναζωογονούσαν το παραγωγικό τοπίο. 

Ωστόσο, έξι χρόνια αργότερα, όχι μόνο δεν εμφανίστηκαν οι θρυλούμενες επενδύσεις, αλλά δύο από τα πλέον προβεβλημένα έργα ακυρώθηκαν: η επένδυση της Advent Technologies, ύψους 64 εκατ. ευρώ, για καινοτόμες κυψέλες υδρογόνου που θα δημιουργούσε 650 θέσεις εργασίας, και η γιγαντιαία επένδυση της Sunlight Group, ύψους 1,2 δισ. ευρώ, για εργοστάσιο μπαταριών λιθίου, η οποία θα προσέφερε 2.000 νέες θέσεις.

Η αποχώρηση αυτών των δύο έργων δεν ήταν απλώς μια οικονομική απώλεια· ήταν ένα πλήγμα στην αξιοπιστία της κυβερνητικής πολιτικής και μια ανεπίστρεπτη διάρρηξη της εμπιστοσύνης των κατοίκων προς τις εξαγγελίες της Αθήνας.

Ταυτόχρονα, η ανεργία εκτοξεύθηκε. Χιλιάδες εξειδικευμένοι εργαζόμενοι, άνθρωποι με τεχνογνωσία πολύτιμη για κάθε ενεργειακό κέντρο, εγκατέλειψαν την περιοχή αναζητώντας εργασία αλλού. 

Οι αριθμοί της ΕΛΣΤΑΤ το φθινόπωρο του 2025 επιβεβαίωσαν το αυτονόητο: η Δυτική Μακεδονία βυθίστηκε σε ανεργία 14,3%, όταν ο εθνικός μέσος όρος ήταν μόλις 8,6%. Το ζήτημα δεν ήταν πια μια απλή μετάβαση, αλλά η εγκατάλειψη μιας ολόκληρης περιφέρειας σε συνθήκες οικονομικής αποδιάρθρωσης.

Υπό την πίεση της κοινωνικής δυσφορίας και μπροστά στον κίνδυνο αναζωπύρωσης του πολιτικού κόστους, η κυβέρνηση ζήτησε από τον πρόεδρο της ΔΕΗ Γιώργο Στάση να παρουσιάσει τον Απρίλιο του 2025 ένα επενδυτικό πρόγραμμα ύψους 5,75 δισ. ευρώ.

Η παρουσίαση πραγματοποιήθηκε στον πρώην ΑΗΣ Καρδιάς, μέσα σε κλίμα επιδεικτικής αισιοδοξίας, με τον πρωθυπουργό να δίνει το προσωπικό του παρών. 

Στο πρόγραμμα αυτό περιλαμβάνονταν ένα Mega Data Center στον ΑΗΣ Αγίου Δημητρίου, δύο έργα αντλησιοταμίευσης, μονάδα καύσης απορριμμάτων, μονάδα φυσικού αερίου, φωτοβολταϊκά πάρκα, εργοστάσιο πυρόλυσης και αόριστες υποσχέσεις για χιλιάδες θέσεις εργασίας. 

Όλες αυτές οι εξαγγελίες είχαν έναν θεμελιώδη όρο: την πλήρη εξαφάνιση του λιγνίτη από τον ενεργειακό χάρτη.

Την ίδια ώρα, όμως, η πραγματικότητα περιέγραφε ένα διαφορετικό αφήγημα. Ενώ η Κοζάνη και η Πτολεμαΐδα οδηγούνταν σε παραγωγική ερημοποίηση, ο λιγνίτης της Φλώρινας μεταφερόταν με φορτηγά μέσω Σκοπίων προς έναν γειτονικό ρυπογόνο σταθμό, την ώρα που η Ελλάδα εισήγαγε ρεύμα από τη Βόρεια Μακεδονία. 

Τα φορτηγά περνούσαν μπροστά από τον ΑΗΣ Μελίτης, ο οποίος είχε κλείσει τον Μάιο του 2025, δημιουργώντας την πιο οξυδερκή αλλά πικρή εικόνα της ελληνικής ενεργειακής πολιτικής: ο εγχώριος λιγνίτης ταξίδευε εκτός χώρας, ενώ η ελληνική αγορά εξαρτιόταν από εισαγωγές ρεύματος.

Τα αποθέματα λιγνίτη στην Κοζάνη και την Πτολεμαΐδα, σύμφωνα με τη Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων του 2021, υπολογίζονται σε 505 εκατομμύρια τόνους. Η ενεργειακή τους αξία ισοδυναμεί με 500 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου.

Παρ’ όλα αυτά, η πολιτική επιλογή είναι η κατασκευή ενός Mega Data Center 300 MW πάνω στις αυλές λιγνίτη του ΑΗΣ Αγίου Δημητρίου, χωρίς σαφή σχέδιο παροχής νερού ψύξης, με αδιευκρίνιστους επενδυτές και με ασύλληπτη ενεργειακή κατανάλωση. 

Δύο τεράστιες αντλησιοταμιεύσεις προγραμματίζονται ώστε να εξασφαλιστεί νερό για τις ανάγκες του Data Center, έργα που συνεπάγονται την κατάκλυση κοιτασμάτων και τη μόνιμη απώλεια δημόσιου ορυκτού πλούτου.


Στο ερώτημα αν η Ελλάδα μπορεί να λειτουργήσει χωρίς καθόλου λιγνίτη, η απάντηση ήρθε από τους ίδιους τους φορείς του συστήματος. 

Το 2024 και το 2025, ο ΑΔΜΗΕ υποχρεώθηκε να επιτάξει λιγνιτικές μονάδες για να συγκρατήσει τις τιμές και να σταθεροποιήσει το δίκτυο μετά από μεγάλης κλίμακας αναταράξεις, όπως το πρωτοφανές black out στην Ιβηρική. 

Το ερώτημα περί του ποιος θα εγγυηθεί την ευστάθεια του συστήματος όταν οι εγχώριες θερμικές μονάδες σιγήσουν οριστικά παραμένει αναπάντητο.

Η δήλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη στους Financial Times τον Οκτώβριο του 2025, ότι η πράσινη μετάβαση δεν μπορεί να αποτελεί αυτοσκοπό, ερμηνεύτηκε ως έμμεση παραδοχή της υπερβολικής βιασύνης. 

Όμως οι πράξεις διαψεύδουν τις διατυπώσεις: η ΔΕΗ έλαβε παράταση περιβαλλοντικών όρων για τον ΑΗΣ Αγίου Δημητρίου μόνο έως τον Μάιο του 2026 και ακολούθως προχωρά στο οριστικό κλείσιμό του και στην κατάχωση του κοιτάσματος στο Νότιο Πεδίο.




Τα παιχνίδια της ΔΕΗ με τη δημόσια γη

Ένα ακόμη παράδοξο με τη βίαιη απολιγνιτοποίηση στη Δυτική Μακεδονία, έχει να κάνει με την ιδιωτική πλέον ΔΕΗ, η οποία νομικά έχει δικαίωμα εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων λιγνίτη κι όχι την ιδιοκτησία του εδάφους το οποίο είχε απαλλοτριωθεί χάριν του Δημοσίου συμφέροντος. Συνεπώς δεν μπορεί να διεκδικήσει τη διατήρηση της δημόσιας γης εφόσον δεν θα κάνει εξορύξεις λιγνίτη. Η ΔΕΗ είχε άδεια εκμετάλλευσης του κοιτάσματος και όχι ιδιοκτησίας της γης. Μετά το πέρας της λειτουργίας των ορυχείων όφειλε να αποκαταστήσει και να αποδώσει τη γη στο δημόσιο. Μόνο αυτό δεν έγινε.

Βρέθηκε όμως το νομικό τρικ ώστε το δημόσιο να χαρίσει στη ΔΕΗ 120.000 στρέμματα! Τον Ιούλιο του 2022 συστάθηκε από το κράτος η εταιρεία ΜΕΤΑΒΑΣΗ Α.Ε, με σκοπό «την περιβαλλοντική αποκατάσταση και τον μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης». Στην ΜΕΤΑΒΑΣΗ Α.Ε μεταβιβάστηκαν 97.000 στρ. γης τα οποία μπορούν να εκμεταλλευθούν ελεύθερα, καλυπτόμενοι από την εξής διάταξη:

«Όλες οι εκτάσεις που ανήκουν στην Δ.Ε.Η. Α.Ε. και έχουν αποκτηθεί με σκοπό την εξόρυξη και εκμετάλλευση λιγνιτικού κοιτάσματος και οι οποίες περιλαμβάνονται στις Ζώνες Απολιγνιτοποίησης (Ζ.ΑΠ.) του άρθρου 155 του ν. 4759/2020, θεωρούνται ότι έχουν εκπληρώσει τον σκοπό για τον οποίο αποκτήθηκαν και δύνανται πλέον να χρησιμοποιηθούν και για άλλους σκοπούς στο πλαίσιο της διαδικασίας απολιγνιτοποίησης».

Με αυτά τα νομικά κόλπα η ΔΕΗ με τη συνέργεια του κράτους και μέσω της εταιρείας Μετάβαση Α.Ε ξεκίνησαν να δημοπρατούνται από τη ΔΕΗ, έργα που πληρώνονται από το Ταμείο Ανάκαμψης. Τον Σεπτέμβριο 2025 η Μετάβαση Α.Ε προκήρυξε μακροχρόνια μίσθωση 1010 στρεμμάτων στην Πτολεμαΐδα και στο Αμύνταιο προς αξιοποίηση. 

Έτσι η ΜΕΤΑΒΑΣΗ Α.Ε που συστάθηκε με σκοπό ‘’την περιβαλλοντική αποκατάσταση και τον μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης’’ κατέληξε να χρηματοδοτεί έργα από το Ταμείο Ανάκαμψης με τριμερείς συμβάσεις: ΔΕΗ, ΕΡΓΟΛΑΒΟΣ, ΜΕΤΑΒΑΣΗ.

Το πόση σχέση έχουν τα έργα αυτά με τον «μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου» το ζουν οι κάτοικοι της Κοζάνης, της Πτολεμαΐδας και του Αμυνταίου. Οι υποσχέσεις για «αποκατάσταση» γίνονται σκόνη μαζί με τη στάχτη που πνίγει ακόμα τις περιοχές. 

Και μέσα σε όλα αυτά, η ΔΕΗ εμφανίζεται με ως σωτήρας, δηλώνοντας «περήφανη» για τη συμβολή της στη μετάβαση, η οποία όπως εξηγήσαμε προς το παρόν τουλάχιστον αφήνει ενεργειακά ακάλυπτη τη χώρα. 

Η ιδιωτική ΔΕΗ εξελίσσεται σε κυβερνήτη της περιοχής και σε μεγαλοτσιφλικά, εξαγγέλλοντας έργα χωρίς διαβούλευση και ετοιμάζεται στους επόμενους μήνες να δώσει τη χαριστική βολή με το οριστικό κλείσιμο ορυχείων και σταθμών.


ΠΗΓΗ 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου