Η ΠΛΗΡΗΣ ΑΠΟΣΥΝΘΕΣΗ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ
ΒΙΝΤΕΟ

Όσα διαδραματίζονται σήμερα στον δυτικό κόσμο δεν μπορούν να εκληφθούν ως μεμονωμένα περιστατικά ή ως παροδικές εκτροπές από μια κατά τα άλλα σταθερή ιστορική πορεία. Δεν πρόκειται για ιδιομορφίες της εποχής ούτε για γραφικές υπερβολές που θα απορροφηθούν από τον χρόνο.
Αποτελούν οργανικό τμήμα μιας βαθύτερης ιστορικής διαδικασίας, η οποία εξελίσσεται με σταθερό ρυθμό και αποτυπώνει τη μετατόπιση ενός ολόκληρου πολιτισμού από τις πνευματικές του αφετηρίες. Η Ιστορία καταγράφει αυτή την εξέλιξη όχι ως ατύχημα, αλλά ως συνέπεια επιλογών που συσσωρεύτηκαν επί αιώνες.
Ο σύγχρονος δυτικός κόσμος εμφανίζει χαρακτηριστικά εσωτερικής αποσύνθεσης που δεν προκύπτουν από εξωτερική σύγκρουση ή βίαιη ανατροπή. Η φθορά εκδηλώνεται εκ των έσω, μέσα από τη σταδιακή υποχώρηση των αξιακών θεμελίων που συγκρότησαν τον πολιτισμό του.
Όπως μεγάλα οικοδομήματα της αρχαιότητας κατέρρευσαν όχι από σεισμούς αλλά από την αργή διάβρωση των υλικών τους, έτσι και η Δύση δείχνει να υπονομεύεται από μια εσωτερική κόπωση που διαπερνά θεσμούς, ιδέες και κοινωνικές δομές.
Η Ευρώπη, όπως διαμορφώνεται στη σύγχρονη εποχή, δεν βίωσε έναν αιφνίδιο θάνατο. Η παρακμή της υπήρξε σταδιακή, αποτέλεσμα μιας μακράς διαδικασίας απομάκρυνσης από τις πνευματικές της ρίζες.
Η απώλεια της πίστης, η αποδόμηση των ηθικών αναφορών και η αποσύνδεση από τη συλλογική ιστορική μνήμη διαμόρφωσαν ένα περιβάλλον στο οποίο ο πολιτισμός που κάποτε παρήγαγε νόημα εμφανίζεται πλέον αμήχανος απέναντι στην ίδια του την ταυτότητα.
Ο δυτικός πολιτισμός συγκροτήθηκε ιστορικά από τη συνάντηση τριών μεγάλων παραδόσεων. Ο ελληνικός λόγος προσέφερε τη μέθοδο της σκέψης και τη φιλοσοφική αναζήτηση της αλήθειας. Το ρωμαϊκό δίκαιο διαμόρφωσε την έννοια της πολιτείας και της θεσμικής οργάνωσης.
Η χριστιανική αποκάλυψη εισήγαγε μια νέα ανθρωπολογία, θεμελιωμένη στην έννοια του προσώπου και στη σωτηριολογική προοπτική της ιστορίας. Από αυτή τη σύνθεση γεννήθηκε ένας πολιτισμός που για αιώνες λειτούργησε ως σημείο αναφοράς για την ανθρωπότητα.
Η αποκοπή από αυτό το τρίπτυχο δεν υπήρξε ουδέτερη πράξη. Η σταδιακή απομάκρυνση από τον χριστιανικό πυρήνα του δυτικού πολιτισμού δημιούργησε ένα κενό νοήματος που δεν καλύφθηκε από ισοδύναμες αξιακές δομές.
Η Ευρώπη εισήλθε σε μια περίοδο όπου οι θεσμοί συνέχισαν να λειτουργούν τυπικά, αλλά χωρίς το πνευματικό περιεχόμενο που τους νοηματοδοτούσε.
Στο πλαίσιο αυτό, σύγχρονες εικόνες από τον δημόσιο χώρο της Δύσης αποκτούν συμβολικό χαρακτήρα. Τελετουργικές πρακτικές που παρουσιάζονται ως θρησκευτικές εκδηλώσεις, αποκομμένες όμως από το θεολογικό τους υπόβαθρο, φανερώνουν τη μετατροπή της πίστης σε πολιτισμικό θέαμα.
Η ιστορική μνήμη δεν λειτουργεί πλέον ως σημείο αναφοράς, αλλά ως υλικό προς αναδιαμόρφωση σύμφωνα με τις ανάγκες της συγκυρίας.
Η μετάβαση αυτή δεν συνιστά απλώς ηθική μετατόπιση. Αγγίζει τον ίδιο τον ορισμό του ανθρώπου. Η ανθρωπολογία που θεμελιώθηκε στη χριστιανική παράδοση, με επίκεντρο το πρόσωπο και τη σχέση, αντικαθίσταται σταδιακά από μια αντίληψη που ερμηνεύει τον άνθρωπο ως φορέα επιθυμιών.
Η ταυτότητα παύει να νοείται ως δεδομένη συνθήκη και μετατρέπεται σε διαρκές έργο αυτοπροσδιορισμού.
Για να κατανοηθεί το βάθος αυτής της μεταβολής, απαιτείται αναφορά στην ιστορική εμπειρία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, γνωστής στη δυτική ιστοριογραφία ως Βυζάντιο.
Η Ρωμανία αποτέλεσε ένα μοναδικό πολιτισμικό μόρφωμα που ενοποίησε τον ελληνικό λόγο, τη ρωμαϊκή πολιτειακή παράδοση και την ορθόδοξη χριστιανική θεολογία. Η πολιτική εξουσία νοούνταν ως διακονία και η κοινωνική οργάνωση ως αντανάκλαση θεολογικών αρχών.
Η πτώση της Κωνσταντινούπολης σήμανε το τέλος μιας κρατικής οντότητας, όχι όμως και την εξαφάνιση της κοσμοαντίληψης που αυτή εξέφραζε. Η πνευματική της κληρονομιά συνέχισε να υφίσταται, επηρεάζοντας λαούς και παραδόσεις.
Αντιθέτως, η δυτική Ευρώπη ακολούθησε διαφορετική πορεία, επιλέγοντας την αυτονόμηση της εξουσίας από τη θεολογία και την υποκατάσταση της πνευματικής ενότητας με θεσμικά σχήματα ελέγχου.
Το εκκλησιαστικό σχίσμα του ενδέκατου αιώνα αποτέλεσε κρίσιμη καμπή. Δεν περιορίστηκε σε δογματικές διαφορές, αλλά εξέφρασε μια βαθύτερη απόκλιση κοσμοαντιλήψεων.
Η δυτική Εκκλησία προσανατολίστηκε προς τη συγκέντρωση εξουσίας και την έμφαση στη νομική διάσταση της πίστης, απομακρυνόμενη από τη θεραπευτική και κοινοτική της λειτουργία.
Η Μεταρρύθμιση ενέτεινε αυτή τη διαδικασία. Η απόπειρα απελευθέρωσης από τον σχολαστικισμό οδήγησε σε περαιτέρω κατακερματισμό της θρησκευτικής εμπειρίας.
Η ερμηνευτική αυτονόμηση του ατόμου αποδυνάμωσε την έννοια της Εκκλησίας ως συλλογικού σώματος και μετέβαλε την πίστη σε προσωπική υπόθεση χωρίς κοινό πλαίσιο αναφοράς.
Από αυτή τη μετατόπιση προέκυψε μια νέα σχέση με το θείο. Ο Θεός έπαψε να αποτελεί ζωντανή αναφορά της ιστορίας και μετατράπηκε σε αφηρημένη έννοια ή φιλοσοφικό σχήμα.
Παράλληλα, ο άνθρωπος αποσυνδέθηκε από την έννοια του προσώπου και αντιμετωπίστηκε ως άθροισμα ψυχολογικών και βιολογικών λειτουργιών.
Η κοινωνική οργάνωση που οικοδομήθηκε πάνω σε αυτή τη βάση άρχισε να μετασχηματίζεται. Η οικογένεια προσλαμβάνεται ως συμβατική σχέση, ο γάμος ως νομικό δικαίωμα και η ταυτότητα ως ρευστή κατασκευή.
Οι θεσμοί προσαρμόζονται σε αυτή την αντίληψη, επιδιώκοντας να ανταποκριθούν σε διαρκώς μεταβαλλόμενες επιθυμίες.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον αναδύεται η σύγχρονη ιδεολογική τάση που παρουσιάζεται ως woke. Δεν λειτουργεί απλώς ως κοινωνικό ρεύμα, αλλά ως συνεκτικό σύστημα αντιλήψεων με δικά του αξιακά προτάγματα.
Η αυτοδημιουργία του ατόμου, η ιεροποίηση της επιθυμίας και η θεσμική κατοχύρωση κάθε μορφής αυτοπροσδιορισμού συγκροτούν τον πυρήνα αυτής της ιδεολογίας.
Η επιρροή της εκτείνεται σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής. Νομοθεσίες, εκπαιδευτικά προγράμματα και κοινωνικές πολιτικές αναπροσαρμόζονται ώστε να ενσωματώσουν αυτή τη νέα αντίληψη του ανθρώπου. Η έννοια της αντικειμενικής τάξης πραγμάτων υποχωρεί μπροστά στην απαίτηση της υποκειμενικής επιβεβαίωσης.
Η εξέλιξη αυτή συνδέεται άμεσα με την πολιτισμική κυριαρχία της εικόνας και της κατανάλωσης. Η πορνογραφία, από περιθωριακή πρακτική, μετατράπηκε σε κεντρικό μηχανισμό διαμόρφωσης αντιλήψεων.
Η σεξουαλικότητα αποσπάστηκε από το πλαίσιο της σχέσης και εντάχθηκε στη λογική της αγοράς, λειτουργώντας ως εργαλείο αποπροσανατολισμού και εσωτερικής αποδυνάμωσης.
Η διάδοση μέσω της ψηφιακής τεχνολογίας επέκτεινε αυτή την επίδραση σε όλες τις ηλικίες. Ο εθισμός, η αποσύνδεση από την οικειότητα και η μετατροπή του σώματος σε αντικείμενο θέασης διαμορφώνουν μια νέα κοινωνική κανονικότητα.
Η ηθική παύει να λειτουργεί ως εσωτερικός φραγμός και αντικαθίσταται από τη λογική της στιγμιαίας ικανοποίησης.
Η αποσύνθεση αυτή δημιουργεί κενά ταυτότητας και συνοχής. Σε έναν τέτοιο χώρο, η δημογραφική και πολιτισμική πίεση από πληθυσμούς με ισχυρή συλλογική ταυτότητα αποκτά καθοριστική σημασία.
Η Ευρώπη, έχοντας αποδυναμώσει τις δικές της δομές συνέχειας, βρίσκεται αντιμέτωπη με την πρόκληση της αντικατάστασης και της μεταβολής του κοινωνικού της ιστού.
Το παρόν στάδιο της ευρωπαϊκής ιστορίας αποτυπώνει μια κρίσιμη μετάβαση. Η αποδόμηση των παραδοσιακών θεσμών, η ιδεολογική κυριαρχία της επιθυμίας και η απώλεια ιστορικής μνήμης συνιστούν παράγοντες που αναδιαμορφώνουν τον πολιτισμικό χάρτη της ηπείρου.
Η ιδεολογία της ρευστότητας και η αποδόμηση των θεσμών
Η ιδεολογική κυριαρχία της επιθυμίας ως κανονιστικού κριτηρίου ζωής δεν περιορίζεται σε θεωρητικό επίπεδο. Μεταφράζεται σε συγκεκριμένες θεσμικές επιλογές που επηρεάζουν άμεσα την κοινωνική δομή.
Όταν η επιθυμία αναγορεύεται σε ύψιστη αξία, οι σταθερές μορφές συλλογικής οργάνωσης καθίστανται εμπόδιο και αντιμετωπίζονται ως κατάλοιπα προς υπέρβαση. Η κοινωνία παύει να οργανώνεται γύρω από μακροχρόνιους δεσμούς και αρχίζει να ανασυντίθεται με βάση εφήμερες ψυχολογικές καταστάσεις.
Η οικογένεια, ως θεμέλιο κοινωνικής συνέχειας, μετατρέπεται σταδιακά σε διαπραγματεύσιμη σύμβαση. Ο γάμος απογυμνώνεται από τον ιστορικό και ανθρωπολογικό του ρόλο και προσεγγίζεται ως απλή νομική ρύθμιση μεταξύ μερών. Η έννοια της ταυτότητας αποσυνδέεται από τη βιολογική και κοινωνική πραγματικότητα και αντιμετωπίζεται ως μεταβλητή δήλωση που απαιτεί θεσμική επιβεβαίωση.
Σε αυτό το πλαίσιο, η woke ιδεολογία αποκτά χαρακτηριστικά κανονιστικής εξουσίας. Δεν περιορίζεται στη διεκδίκηση αναγνώρισης, αλλά αξιώνει την πλήρη αναδιάταξη της γλώσσας, του δικαίου και των κοινωνικών ρόλων. Κάθε αντίσταση σε αυτή τη λογική ερμηνεύεται ως ηθική απόκλιση και κάθε διαφοροποίηση ως απειλή για τη νέα κανονικότητα.
Η αποδόμηση αυτή δεν εξελίσσεται αποκομμένα από άλλες πολιτισμικές διεργασίες. Συνδέεται άμεσα με την επικράτηση μιας κουλτούρας εικόνας και κατανάλωσης, όπου το σώμα αποσπάται από την προσωπική σχέση και μετατρέπεται σε αντικείμενο θέασης. Η πορνογραφία, πέρα από τη μορφή μιας βιομηχανίας ψυχαγωγίας, λειτουργεί ως μηχανισμός εσωτερικής αποδόμησης της ανθρώπινης εμπειρίας.
Η ιστορική της εξέλιξη στη Δύση δεν υπήρξε τυχαία. Εμφανίστηκε σταδιακά, αρχικά μέσα από καλλιτεχνικά και κινηματογραφικά ρεύματα που επεδίωκαν την υπέρβαση των ορίων της αισθητικής αναπαράστασης. Στη συνέχεια, με τη λεγόμενη σεξουαλική επανάσταση, άρχισε να ενσωματώνεται στην εμπορική κουλτούρα, αποκτώντας μαζική απήχηση και κανονικοποιώντας πρακτικές που έως τότε θεωρούνταν περιθωριακές.
Η μετάβαση από τις σκοτεινές κινηματογραφικές αίθουσες στην οικιακή κατανάλωση μέσω των βιντεοκασσετών και αργότερα μέσω του διαδικτύου επέφερε ριζική μεταβολή. Η πορνογραφία εισήλθε στον ιδιωτικό χώρο και επηρέασε τη δυναμική των οικογενειακών σχέσεων. Η σεξουαλικότητα αποσυνδέθηκε από τη συντροφικότητα και εντάχθηκε στη λογική της ατομικής κατανάλωσης.
Η ψηφιακή εποχή ενέτεινε αυτή τη διαδικασία. Η άμεση πρόσβαση, η απουσία ορίων και η διάχυση σε ανήλικες ηλικίες διαμόρφωσαν νέες συμπεριφορές και προσδοκίες. Ο εθισμός, η απώλεια οικειότητας και η αδυναμία διαμόρφωσης σταθερών σχέσεων αναδείχθηκαν ως δομικά χαρακτηριστικά μιας κοινωνίας που μαθαίνει να αντιλαμβάνεται τον άνθρωπο ως αντικείμενο χρήσης.
Η επίδραση αυτής της εξέλιξης δεν περιορίζεται στο επίπεδο της ατομικής συμπεριφοράς. Έχει δημογραφικές και κοινωνικές συνέπειες. Η αποδυνάμωση της οικογένειας, η καθυστέρηση ή η αποφυγή τεκνοποίησης και η αδυναμία διατήρησης μακροχρόνιων δεσμών συμβάλλουν στη συρρίκνωση των γηγενών πληθυσμών της Ευρώπης. Η κοινωνία χάνει τη δυνατότητα αναπαραγωγής του εαυτού της.
Σε αντίθεση με αυτή την αποδόμηση, άλλοι πολιτισμοί διατηρούν ισχυρές δομές συλλογικής συνέχειας. Το Ισλάμ, ως θρησκεία με σαφή κοσμοαντίληψη και νομικο-θεολογικό πλαίσιο, δεν αντιμετωπίζει τον εαυτό του ως μία από τις πολλές επιλογές στον θρησκευτικό χάρτη. Διατηρεί την αξίωση καθολικότητας και οργανώνει την κοινωνική ζωή με βάση σταθερές αρχές που μεταδίδονται διαγενεακά.
Η ευρωπαϊκή ήπειρος, έχοντας αποδυναμώσει τη δική της πολιτισμική συνοχή, καθίσταται πεδίο εγκατάστασης πληθυσμών που δεν προτίθενται να αφομοιωθούν, αλλά να διατηρήσουν τη δική τους ταυτότητα. Η διαδικασία αυτή δεν εκδηλώνεται ως άμεση σύγκρουση, αλλά ως μακροχρόνια δημογραφική μετατόπιση.
Η δημογραφία αποκτά χαρακτήρα γεωπολιτικού παράγοντα. Οι γηγενείς πληθυσμοί γερνούν και συρρικνώνονται, ενώ κοινότητες με υψηλούς δείκτες γεννήσεων και ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς αυξάνουν την παρουσία τους στις ευρωπαϊκές μητροπόλεις. Η κοινωνική ισορροπία μεταβάλλεται με ρυθμούς που δεν αναστρέφονται εύκολα.
Η στάση της ευρωπαϊκής πολιτικής ελίτ απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα χαρακτηρίζεται από αδυναμία κατανόησης του βάθους της μεταβολής. Η αποδόμηση των παραδοσιακών θεσμών προωθείται ως πρόοδος, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι μακροπρόθεσμες συνέπειες στη συνοχή των κοινωνιών. Η έννοια της ενσωμάτωσης αντικαθίσταται από μια ασαφή ιδέα συνύπαρξης, η οποία δεν συνοδεύεται από κοινό αξιακό πλαίσιο.
Σε αυτό το περιβάλλον, η θεσμική ανοχή σε εναλλακτικές μορφές οικογενειακής οργάνωσης λειτουργεί ως γλωσσική και νομική προεργασία για βαθύτερες μεταβολές. Η πολυαμορικότητα, ως θεωρητική αποδοχή σχέσεων πέραν της δυαδικότητας, δημιουργεί ένα πλαίσιο στο οποίο παραδοσιακές μορφές πολυγαμίας μπορούν να διεκδικήσουν αναγνώριση στο όνομα της πολιτισμικής ισότητας.
Η Ευρώπη διαμορφώνει έτσι ένα παράδοξο καθεστώς. Τυπικά διακηρύσσει την προσήλωσή της σε ορισμένες αρχές, ενώ στην πράξη υιοθετεί ένα λεξιλόγιο και ένα νομικό πλαίσιο που επιτρέπουν την ανατροπή τους. Οι κοινωνικές δομές αποδομούνται στο όνομα της ελευθερίας, ενώ άλλες δομές, εξωτερικές προς την ευρωπαϊκή παράδοση, εδραιώνονται ακριβώς λόγω της συνοχής τους.
Η συνύπαρξη αυτών των αντίρροπων τάσεων δημιουργεί ένα πεδίο έντασης που δεν εκφράζεται άμεσα, αλλά συσσωρεύεται. Η αποδυναμωμένη ευρωπαϊκή ταυτότητα αδυνατεί να λειτουργήσει ως ενοποιητικός παράγοντας. Η κοινωνία μετατρέπεται σε σύνολο παράλληλων κόσμων με διαφορετικές αντιλήψεις για την οικογένεια, τη θρησκεία και την εξουσία.
Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι τέτοιες μεταβάσεις δεν παραμένουν ουδέτερες. Η απώλεια κοινών αναφορών οδηγεί σε σταδιακή μεταβολή των πολιτικών και θεσμικών ισορροπιών. Η δημογραφική υπεροχή μεταφράζεται με τον χρόνο σε κοινωνική και πολιτική επιρροή.
Η Ευρώπη βρίσκεται έτσι σε ένα κρίσιμο σημείο της ιστορικής της διαδρομής. Η επιλογή της αποδόμησης του ίδιου της του πολιτισμικού πυρήνα συνυπάρχει με την άνοδο πληθυσμών που διατηρούν ισχυρή αίσθηση ιστορικής αποστολής. Η αντίθεση αυτή δεν επιλύεται με ρητορικές διακηρύξεις, αλλά διαμορφώνει σταδιακά μια νέα πραγματικότητα.
Η θεσμική αναθεώρηση της οικογένειας
Η εξέλιξη αυτή καθίσταται ιδιαιτέρως ορατή όταν η θεωρητική αποδόμηση μεταφράζεται σε πολιτικές πρωτοβουλίες και δημόσιες παρεμβάσεις που επαναπροσδιορίζουν τον θεσμό της οικογένειας.
Σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, κυβερνητικά στελέχη αναλαμβάνουν την προώθηση ενός νέου λεξιλογίου γύρω από τις οικογενειακές σχέσεις, το οποίο αποσυνδέει τον θεσμό από τη σταθερότητα και τη διάρκεια και τον επανατοποθετεί στο πεδίο των ατομικών επιλογών.
Στο ελληνικό πλαίσιο, η συζήτηση αυτή εκφράστηκε θεσμικά μέσα από δημόσιες τοποθετήσεις και πολιτικές κατευθύνσεις της υπουργού Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, Δόμνας Μιχαηλίδου.
Η ανάδειξη της ανάγκης αναγνώρισης «εναλλακτικών μορφών οικογένειας» και η εισαγωγή όρων που αποσυνδέουν τη γονεϊκότητα από τη δυαδική σχέση άνδρα και γυναίκας εντάσσονται σε ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό ρεύμα αναθεώρησης των παραδοσιακών ορισμών.
Η προσέγγιση αυτή δεν περιορίζεται σε κοινωνική πολιτική. Αποτελεί τμήμα μιας συνολικότερης μετατόπισης, όπου η οικογένεια αντιμετωπίζεται ως ευέλικτη κατασκευή και όχι ως θεσμός ιστορικής συνέχειας.
Η κρατική μέριμνα εστιάζει στη διαχείριση μορφών συμβίωσης και όχι στη διαφύλαξη ενός σταθερού κοινωνικού πυρήνα. Ο ρόλος του κράτους μεταβάλλεται από θεματοφύλακας θεσμών σε ρυθμιστή επιθυμιών.
Η θεσμική αυτή κατεύθυνση δημιουργεί ένα νέο κανονιστικό περιβάλλον, στο οποίο η εξαίρεση αποκτά χαρακτήρα γενικού κανόνα. Η πολυαμορικότητα προβάλλεται ως ισότιμη επιλογή, ενώ η μονογαμική οικογένεια παύει να αντιμετωπίζεται ως δομικό στοιχείο κοινωνικής συνοχής.
Η γλώσσα της πολιτικής μετατοπίζεται από την έννοια της συνέχειας στην έννοια της συμπερίληψης, χωρίς σαφή αναφορά στις μακροπρόθεσμες κοινωνικές συνέπειες.
Η εξέλιξη αυτή αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα όταν το νέο θεσμικό πλαίσιο συνυπάρχει με πολιτισμούς που διατηρούν διαφορετική και σαφώς καθορισμένη αντίληψη για την οικογένεια και τη δημογραφία.
Η ευρωπαϊκή κοινωνία αποδομεί τους δικούς της θεσμούς, ενώ στον ίδιο χώρο εγκαθίστανται πληθυσμοί με ισχυρή οικογενειακή συνοχή, υψηλούς δείκτες γεννήσεων και σαφείς ρόλους.
Η πολιτική συζήτηση, ωστόσο, σπανίως συνδέει αυτές τις δύο διεργασίες. Η αποδόμηση της παραδοσιακής οικογένειας παρουσιάζεται ως ανεξάρτητη από τη δημογραφική μεταβολή, παρότι οι συνέπειες αλληλεπιδρούν άμεσα. Η οικογένεια παύει να λειτουργεί ως μηχανισμός κοινωνικής αναπαραγωγής, ενώ άλλες δομές καλύπτουν το κενό που δημιουργείται.
Η Ευρώπη διαμορφώνει έτσι ένα πεδίο συνύπαρξης ασύμμετρων κοινωνικών μοντέλων. Από τη μία πλευρά, ένα αποδομημένο σχήμα σχέσεων με έμφαση στην ατομική αυτοπραγμάτωση. Από την άλλη, συλλογικές δομές με σαφή ιεραρχία και δημογραφική δυναμική. Η μεταβολή αυτή εξελίσσεται χωρίς θεσμική στρατηγική αντιμετώπισης και χωρίς αναστοχασμό για τη μακροχρόνια πολιτισμική της επίπτωση.
Η ευρωπαϊκή πολιτική χωρίς πολιτισμικό αφήγημα
Η εικόνα που διαμορφώνεται από τη συνύπαρξη αυτών των εξελίξεων δεν προκύπτει από ένα μεμονωμένο γεγονός ή από μια συγκυριακή πολιτική επιλογή. Συνιστά το αποτέλεσμα μιας μακράς ιστορικής πορείας, κατά την οποία η Ευρώπη απομακρύνθηκε σταδιακά από τις πνευματικές και ανθρωπολογικές της βάσεις.
Η αποδόμηση των θεσμών δεν εμφανίζεται ως αιφνίδια ρήξη, αλλά ως διαδικασία κανονικοποίησης της ρευστότητας.
Η σύγχρονη ευρωπαϊκή κοινωνία επιχειρεί να οργανωθεί χωρίς σταθερές αναφορές. Η έννοια της ιστορικής συνέχειας υποχωρεί μπροστά στη διαχείριση του παρόντος. Οι θεσμοί καλούνται να προσαρμόζονται διαρκώς σε μεταβαλλόμενες αντιλήψεις, χωρίς σαφή πυρήνα αξιών που να λειτουργεί ως σημείο ισορροπίας.
Η πολιτική μετατρέπεται σε τεχνική ρύθμιση κοινωνικών ροών και όχι σε έκφραση συλλογικού προσανατολισμού.
Η οικογένεια, ως βασικός μηχανισμός κοινωνικής αναπαραγωγής, βρίσκεται στο επίκεντρο αυτής της μετάβασης. Η μετατόπιση από τη θεσμική σταθερότητα προς την ευελιξία παρουσιάζεται ως απάντηση στις ανάγκες της εποχής.
Στο πλαίσιο αυτό, η κρατική πολιτική σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, περιλαμβανομένης και της Ελλάδας, υιοθετεί ένα λεξιλόγιο που επαναπροσδιορίζει την οικογένεια με όρους συμπερίληψης και ατομικής επιλογής.
Η ελληνική περίπτωση, με τις παρεμβάσεις του Υπουργείου Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας υπό την ευθύνη της Δόμνας Μιχαηλίδου, εντάσσεται σε αυτή τη γενικότερη ευρωπαϊκή τάση. Η έμφαση σε νέες μορφές οικογενειακής οργάνωσης, η αναθεώρηση παραδοσιακών ορισμών και η προσαρμογή του θεσμικού πλαισίου στις μεταβαλλόμενες κοινωνικές αντιλήψεις δεν αποτελούν μεμονωμένη εθνική ιδιαιτερότητα, αλλά αντανάκλαση ενός ευρύτερου προσανατολισμού.

Η επιλογή αυτή, ωστόσο, συνυπάρχει με μια δημογραφική πραγματικότητα που μεταβάλλεται αργά αλλά σταθερά. Η Ευρώπη αντιμετωπίζει γήρανση του πληθυσμού, μείωση γεννήσεων και απώλεια διαγενεακής συνέχειας.
Ταυτόχρονα, στον ίδιο γεωγραφικό χώρο αναπτύσσονται κοινότητες με υψηλή δημογραφική δυναμική και σαφή πολιτισμική συνοχή. Η συνύπαρξη αυτών των δύο τάσεων δημιουργεί μια νέα ισορροπία που επηρεάζει θεσμούς, εκπαίδευση και δημόσια διοίκηση.
Η απουσία ενός συνεκτικού πολιτισμικού αφηγήματος καθιστά δυσχερή τη διαχείριση αυτής της μετάβασης. Η πολιτική συζήτηση επικεντρώνεται σε επιμέρους δικαιώματα και ρυθμίσεις, χωρίς συνολική αποτίμηση των μακροχρόνιων συνεπειών.
Η έννοια της ενσωμάτωσης αποσυνδέεται από την πολιτισμική συνέχεια και περιορίζεται σε διοικητικές διαδικασίες.
Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι πολιτισμοί που αποκόπτονται από τη μνήμη τους δεν εξαφανίζονται άμεσα. Εισέρχονται σε φάση σταδιακής μεταμόρφωσης, κατά την οποία τα κενά καλύπτονται από άλλες δομές με μεγαλύτερη συνοχή. Η δημογραφία, η οικογένεια και η θρησκευτική ταυτότητα λειτουργούν ως βασικοί φορείς αυτής της διαδικασίας.
Η Δυτική Ευρώπη βρίσκεται σήμερα σε αυτό το μεταίχμιο. Η αποχριστιανοποίηση, η αποδόμηση των παραδοσιακών θεσμών και η ιδεολογική έμφαση στην ατομική επιθυμία συνθέτουν ένα περιβάλλον όπου η συλλογική συνέχεια καθίσταται ασαφής.
Η πολιτισμική αυτοπεποίθηση υποχωρεί και αντικαθίσταται από διαχειριστικές λογικές.
Μέσα σε αυτή τη συνθήκη, η μνήμη της Ανατολικής Ρωμαϊκής παράδοσης λειτουργεί ως υπενθύμιση ενός διαφορετικού τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας, όπου η ιστορία, η πίστη και η πολιτεία συγκροτούσαν ενιαίο σώμα.
Δεν πρόκειται για αναδρομή νοσταλγίας, αλλά για ιστορικό παράδειγμα πολιτισμικής συνοχής που άντεξε στον χρόνο.
Η Ιστορία δεν παραμένει ουδέτερη απέναντι στα κενά. Όταν ένας πολιτισμός παύει να αναπαράγει τον εαυτό του, άλλες μορφές ζωής και οργάνωσης διεκδικούν τον χώρο. Η σημερινή ευρωπαϊκή πραγματικότητα καταγράφεται ήδη ως μεταβατικό στάδιο αυτής της διαδικασίας.
Ο δυτικός κόσμος δεν οδηγείται σε κατάρρευση μέσω εξωτερικής επιβολής. Η μεταβολή συντελείται μέσα από επιλογές που αποσυνδέουν την κοινωνία από τις ιστορικές της ρίζες. Η εξέλιξη αυτή δεν συνιστά στιγμιαίο γεγονός, αλλά μακρά ιστορική κατάληξη.
Η Ευρώπη καλείται πλέον να αντιμετωπίσει τις συνέπειες αυτής της πορείας. Το ερώτημα που αναδύεται δεν αφορά απλώς τη διαχείριση της διαφορετικότητας, αλλά τη δυνατότητα διατήρησης μιας συνεκτικής πολιτισμικής ταυτότητας. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα καθορίσει τη μορφή της ευρωπαϊκής κοινωνίας στις επόμενες δεκαετίες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου