«Ἅς σβήσουμε τήν πυρκαγιά τῶν ἁμαρτημάτων μας,
ὄχι μέ ὕδατα πολλά, ἀλλά μέ λίγα δάκρυα·
τό δάκρυ σβήνει τήν πυρκαγιά τῶν ἁμαρτημάτων,
καί ἀποπλύνει τήν δυσωδία τῆς ἁμαρτίας.’’[1]
Ζήσαμε τίς ἡμέρες αὐτές τήν ὅλη τραγικότητα μέ τήν φωτιά πού ξέσπασε στήν περιοχή τῆς Ἀττικῆς, μέ ὅλα τα καταστροφικά ἀποτελέσματα. Κινούμενη ἡ φωτιά μέ τήν δριμύτητα τῶν ἀνέμων, μέ ιλιγγιώδεις ταχύτητες, μέσα σέ λίγες ὧρες κατέκαψε ἐκτάσεις, σπίτια καί τό χειρότερο ἀνθρώπινες ζωές.
Θεατές τῆς μεγάλης καταστροφῆς ἔγιναν ὅλοι οἱ Ἕλληνες, πονώντας καί πενθώντας καί κλαίγοντας μπροστά σε μιά γυάλινη παρουσίαση τῆς τηλεόρασης, σέ μιά αἱματηρή ἀγωνία καί ἀνύστακτη προσευχή τῆς καρδιᾶς, μπροστά στίς θρηνώδεις περιγραφές καί κραυγές τῶν αὐτοπτῶν μαρτύρων.
Ποιά ψυχή δέν ἔσκυψε θρηνωδοῦσα μπροστά στό δράμα τῶν παιδιῶν καί τῶν ἀνθρώπων ποῦ καίγονταν σάν λαμπάδες στό πέρασμα τοῦ ὁλοθρευτοῦ πυρός; Ἄνθρωποι ἑνωμένοι σφιχτά σέ μιά ἀγκαλιά ἀγάπης καί προσευχῆς σήκωναν γενναία το μαρτύριο τῆς καιόμενης φύσης καί γινόταν παρανάλωμα τῆς φωτιᾶς.
Ἦταν μάρτυρες τῆς ὑπομονῆς, καιόμενοι σέ ἕνα σφιχταγκάλισμα προσευχῆς, καθώς οἱ ψυχές των ἀνέβαιναν στήν Πολιτεία τοῦ Θεοῦ ἀφήνοντας τά καρβουνιασμένα σώματά τους, τά οὐρανοφύτευτα καμμένα δένδρα. Σκληρές εἰκόνες, σκληρή πραγματικότητα… ἀδυναμία ἀνθρώπινου νοῦ νά κατανοήσει καί νά ἀντισταθεῖ στό μεγάλο κακό, μπροστά στήν σκέψη του πού τόν τρελαίνει μέ τό μεγάλο γιατί.
Καί εἶναι ἀλήθεια πῶς ζήσαμε ὅλο το ‘’μεγαλεῖο’’ της ἀνθρώπινης ἀδυναμίας βρισκόμενοι τραγικά ἀδύναμοι μπροστά στήν λαίλαπα τῆς φωτιᾶς. Ἔνιωθε πολύ μικρός, λιλιπούτειος ὁ ἄνθρωπος, στήν προσπάθειά του νά δαμάσει τήν πύρινη καταιγίδα. Παρέμενε ἀποσβολωμένος, τραγικός θεατής τῆς φωτιᾶς πού ἔτρεχε ἰλιγγιωδῶς καί ἔκαιγε τά πάντα στό πέρασμά της.
Καί ἔβλεπα τόν ἄνθρωπο ἀπελπισμένο ἀπό τήν δική του δύναμη νά τά βάζει μέ τό σύστημα καί τήν κωλυσιεργία τοῦ κράτους καί τῶν ὑπηρεσιῶν, νά ρίχνει εὐθύνες καί νά κατακρίνει ὑπευθύνους καί νά κλαίει ἀπαρηγόρητα πάνω στά ἀποκαΐδια καί τίς στάχτες τοῦ σπιτιοῦ του καί νά φορτώνει τά λάθη στούς ἄλλους… ἄκουγα νά τά βάζει μέ τόν Θεό καί νά βλασφημεῖ, ποῦ δέν τόν βοήθησε καί πού ἦταν ὁ μεγάλος ἀπῶν…νά βγαίνει στά κανάλια καί νά μαλώνει μέ ὅλους καί νά τούς βρίζει χυδαία, λές καί ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶναι ὑπεύθυνοι τῆς δικῆς του δυστυχίας καί κακοδαιμονίας.
Καί ποιός ἄραγε θά μποροῦσε νά σκύψει μέσα του σέ μιά ἐνδοσκόπηση καί προσευχή βλέποντας τόν δικό του κόσμο τῆς ψυχῆς καί τήν εὐθύνη;
Καί τίς ὧρες ἐκεῖνες ὀρθώνονταν μπροστά μου μεγάλα ἐρωτήματα. Εἶχα τήν ἀνάγκη νά πάρω ἀπαντήσεις γιά τήν καρδιά μου πού σήκωνε βάρος ἀσήκωτο, πολύ θλίψη… καί κατέφυγα στό Βιβλίο τοῦ Θεοῦ, τήν Ἁγία Γραφή γιά νά μοῦ δώσει ἀπαντήσεις.
Καί ἀναρωτιόμουνα μέ ποιόν τρόπο θά μποροῦσε νά σβήσει ἡ φωτιά ἐν τῇ γενέσει της; Καί ἔπαιρνα τήν ἀπάντησή μου…κι ἄκουγα πώς εἶναι μονάχα ἡ προσευχή καί ἡ μετάνοια. Αὐτά τά δύο εἶναι ἡ ἔκφραση καί τά λόγια τῆς καρδιᾶς πού στήν ὥρα τήν δύσκολη εἰσακούγονται στόν οὐρανό καί ὁ Θεός κάνει τό θαῦμα.
Δέν πιστεύουμε δυστυχῶς στό θαῦμα οὔτε καί στήν δύναμη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μονάχα στίς ἀνθρώπινες δυνάμεις μας, γι’ αὐτό καί ἀπογοητευτήκαμε. Ποιός θά τολμοῦσε νά μιλήσει γιά μετάνοια καί προσευχή τίς ἡμέρες αὐτές;
Μόνο ὡς γραφικός καί φαιδρός θά ἀκουγόταν καί θά σχολιαζόταν ἀπό τούς δημοσιογράφους. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἡ φωτιά ἔκαψε καί ρήμαξε καί ἕνας δίκαιος δέν βρέθηκε γιά νά προσευχηθεῖ μέ τήν πίστη καί τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς του καί νά γίνει τό θαῦμα.
Ὅλοι ἤμασταν ἀπόντες βολεμένοι στήν δική μας κρεβατοκάμαρα καί καί στήν δική μας ἡσυχία, μπροστά σε ἕνα γυάλινο τεῖχο καί παρακολουθούσαμε ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς σάν μιά φανταστική ταινία θρίλερ ὅλο το πραγματικό δράμα τῶν ἀνθρώπων καιόμενων.
Κι ἐκεῖνοι πού ζοῦσαν τό μαρτύριο τρωγόταν ἀπό τήν ἀγανάκτηση καί μασοῦσαν τίς γλῶσσες των ἐναντίον ὅλων. Δέν εἶχε χῶρο ἡ καρδιά τους γιά προσευχή μετανοίας καί καφυγής στόν Θεό.
Ὁ ἄγ. Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος τονίζοντας τήν δύναμη τῆς προσευχῆς ἑνός δικαίου ἀνθρώπου προβάλλει τον προφήτη Ἠλία. Ὁ προφήτης αὐτός προσευχήθηκε στόν Θεό καί ἔκλεισε ὁ οὐρανός ἐπί τρεισήμισι χρόνια καί πάλι προσευχήθηκε καί ἄνοιξαν οἱ οὐρανοί καί ἔβρεξε.
Τό συμπέρασμά του εἶναι ὅτι ‘’πολύ ἰσχύει δέησις δικαίουἐνεργουμένη’’.[2] Στ’ἀήθεια μεγάλη εἶναι ἡ δύναμη ἑνός ἁγίου ἀνθρώπου πού μᾶς κάνει προσευχή. Καί οἱ πνευματικοί μας καί οἱ ἱερεῖς καί οἱ μοναχοί καί οἱ δίκαιοι εἶναι οἱ μεγάλοι ἱκέτες στήν ζωή μας.
Καί μοῦ ἔλεγε ἕνας ἁγιορείτης ἀσκητής ‘’παιδί μου στά σπίτια πού δέν μπῆκε ἡ φωτιά ἦταν γιατί ἐκεῖ θυμιάτιζαν καί προσευχόταν καί βρῆκε ἀντίσταση ἀπό τήν εὐωδία Χριστοῦ πού ἐνέπνεαν οἱ προσευχόμενες ψυχές τους.’’
Καί σ’ἕνα σπίτι πού κάηκε εἶχε ἀπομείνει ἡ εἰκόνα τῆς Παναγιᾶς ἀνέπαφη σάν αἰσθητή παρουσία τῆς προσευχόμενης μεσίτριας Μητέρας τοῦ Θεοῦ πάνω ἀπό τά ἀποκαίδια. Καί ἡ Ἐκκλησία τῆς ἐνορίας ἐκείνης δέν κάηκε γιά νά μείνει ὡς τόπος ἅγιος παρηγοριᾶς καί λατρείας τοῦ Θεοῦ καί τόπος δακρύων τῶν μετανοούντων.
Ὁ ἀπ. Παῦλος ὁδηγούμενος μέ πλοῖο στήν Ρώμη γιά νά δικαστεῖ πέφτει πάνω σε μεγάλη θαλασσοταραχή καί τό σκάφος εἶναι ἕτοιμο νά καταποντιστεῖ στήν ἄβυσσο. Τότε, ὁ μόνος πού γονάτισε καί ἄρχισε νά προσεύχεται ἦταν ὁ Ἀπόστολος. Ὁ Κύριος δέν ἄντεξε τήν δύναμη τῆς προσευχῆς του καί τοῦ λέγει ὅτι δέν πρόκειται νά χαθεῖ κανείς γιά χάρη του παρά μονάχα τό πλοῖο. Αὐτός ὁ λόγος ‘’γιά χάρη του’’ δεικνύει τήν δύναμη καί τήν παρρησία πού ἔχει ἕνας δίκαιος προσευχόμενος μέ πίστη στήν δύσκολη ὥρα.
Καί ὁ Μωυσῆς εὑρισκόμενος μπροστά στήν σκληρή ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ γιά νά καταστρέψει τούς Ἰσραηλίτες, πού φέρονταν μέ μεγάλη ἀχαριστία καί ἰταμότητα ἀπέναντί του, ἀρχίζει μέσα ἀπό τήν καρδιά του σιωπηλά νά προσεύχεται μέ δύναμη…καί τότε κάποια στιγμή γυρίζει ὁ Θεός στόν Μωυσῆ καί τοῦ λέγει ’’σταμάτα, μέ ξεκούφανες’’ καί τοῦ ἀνακοινώνει τήν νέα ἀπόφασή Του, ὅτι δέν θά τούς τιμωρήσει γιά χάρη του.
Ὁ Μωυσῆς προσευχόταν καί ἔπειθε τόν Θεό, δέν κραύγαζε μέ φωνή γιά νά ἀκουστεῖ, ἀλλά ἔβγαζε τήν ‘’ἔνδον βοήν’’ καί εἰσακουγόταν. Αὐτή ἡ φωνή τῆς καρδιᾶς τοῦ δικαίου ἔσωσε τόν λαό τοῦ Ἰσραήλ.
Μπορεῖ καί ἕνας μόνον πιστός, ἄν εὐχηθεῖ ἐξ ὅλης ἁγνῆς καρδίας του, νά σώσει ἀπό μεγάλη δυσκολία τούς ἀνθρώπους. Καί ποῦ νά βρεῖς πιστό ἄνθρωπο; Θά μποροῦσε νά μετακινήσει βουνά ὁλόκληρα καί νά σβήσει φωτιές, γι’αὐτό ἔλεγε ὁ Κύριος, ’’ἄν ἐχητε πίστιν ὠς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτω μεταβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καί μεταβήσεται, καί οὐδέν ἀδυνατήσει υμίν’’.[3]
Καί ἀναρωτιώταν ἄν θά μποροῦσε νά βρεῖ ἄνθρωπο ἐπί τῆς γῆς νά ἔχει πίστη. ‘’πλήν ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐλθῶν ἄρα εὐρήσει τήν πίστιν ἐπί τῆς γῆς;[4] Στό Ἅγιο Ὅρος καί στούς ἀσκητές τοῦ Γεροντικοῦ ἔβλεπες καί διάβαζες πάντοτε ὅτι στήν φωτιά πού κατέβαινε ἀπό τό βουνό πρός τά μοναστήρια καί στίς σκῆτες τήν σταματοῦσαν μέ νηστεῖες μετανοίας καί λιτανεῖες καί προσευχές.
Θαυμαστά ὁ Κύριος ἄκουγε τίς προσευχές τῶν δικαίων καί ἔσβηνε τήν φωτιά ἀπό τόν οὐρανό ρίπτοντας βροχή ὡς πυροσβέστης. Καί γινόταν οἱ προσευχές των τεῖχος ἀδιαπέραστο στήν λαίλαπα τῆς φωτιᾶς.
Βέβαια, θά πεῖ κανείς ὅτι πολλοί προσεύχονταν τότε στήν δυσκολία τῶν πυρκαγιῶν, ἀλλά ποιός προσευχόταν σωστά; Ἦταν προσευχές ἀνάγκης καί φόβου; Ὅμως καί τότε ἡ πίστη δυναμώνει καί κοιτᾶ ψηλά ἀφήνοντας τά γήινα.
Ἡ προσευχή γίνεται πολύ πλαδαρή, λέγει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, ὅταν ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σέ ἡσυχία καί ἄνεση. Εἶναι σάν τό νερό πού λιμνάζει στήν πεδιάδα καί σαπίζει. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος βρεθεῖ στά στενά καί ἐγκλωβίζεται ἀπό δυσκολίες, τότε οἱ προσευχές του ἀνεβαίνουν μέ θέρμη καί δύναμη στόν οὐρανό. Εἶναι σάν τό νερό πού, ὅταν τό στριμώξεις σέ σωλῆνες, συμπιέζεται πολύ καί πετάγεται ψηλά σάν πίδακας.
Ὅμως μόνο αὐτές οἱ προσευχές δέν μποροῦν νά κάνουν τό θαῦμα. Σέ ποιές προσευχές ὑπάρχει τό θαῦμα; Ποιές προσευχές ἔχουν τήν δύναμη νά κάνουν τό Θεό νά μετανοήσει καί νά ἐπέμβει θαυμαστῶς; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλή ὅσο καί δύσκολη στήν ἐφαρμογή.
Ἡ μετάνοια εἶναι αὐτή πού κάνει τίς προσευχές δυνατές καί πείθουν τόν Θεό. Τότε οἱ προσευχές ἑνός δικαίου ἐνεργοῦν μέ θαυματουργικό τρόπο.
Ὁ προφήτης Ἠσαΐας στό πρῶτο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου του παρουσιάζει τόν Θεό νά μιλᾶ ἀπευθείας στόν λαό τοῦ Ἰσραήλ καί νά δηλώνει ἀπερίφραστα ὅτι δέν θέλει νά διαλεχθεῖ μαζί τους λόγω τῶν ἁμαρτιῶν των, καί ζητᾶ ἄμεσα νά μετανοήσουν.
Τρομάζει μπροστά στήν ὑποκρισία καί τόν τυπικισμό τους καί τήν ἀπομάκρυνσή τους ἀπό τήν ἀληθινή πιστή. ‘’Τό βόδι ξέρει τό ἀφεντικό του καί ὁ γαίδαρος τόν στάβλο τοῦ κυρίου του, ἀλλά τά παιδιά μου τά ἴδια, ὁ Ἰσραήλ, δέν μέ ξέρουν καί ὁ λαός μου δέν μέ ἀναγνώρισε’’[5].
Μέ παράπονο τούς λέγει ὅτι ἔγιναν σάν Σόδομα καί Γόμορρα ἀπό τίς ἁμαρτίες των, καί γι’ αὐτό οἱ πόλεις των πῆραν φωτιά καί ἐρημώθηκαν, ’’ἡ γῆ ὑμῶν ἔρημος, αἱ πόλεις ὑμῶν πυρίκαυστοι’’[6]. Καί λέγει πιό σκληρά ὅτι δέν θέλει τίς προσευχές τους καί τά πανηγύρια τους καί τίς θυσίες τους, διότι τούς σιχάθηκε πολύ γιά τήν ὑποκρισία τους καί τά ἁμαρτήματά τους: ‘’τί τόσο τό πλῆθος τῶν θυσιῶν σας;
Λέγει Κύριος· ἔχω χορτάσει ἀπό τά ὁλοκαυτώματά σας τῶν κριαριῶν καί δέν θέλω πλέον ἀπό τά λίπη τῶν ἀρνίων σας καί τό αἷμα τῶν ταύρων καί τῶν τράγων σας καί οὔτε θέλω νά σᾶς δῶ ὅταν ἔρχεσθε στόν οἶκο μου. Ποῖος σᾶς τά ζήτησε ἀπό τά χέρια σας;
Νά μήν ξαναπατήσετε ξανά στήν αὐλή τοῦ Ναοῦ μου· μοῦ εἶναι ἄχρηστο νά μοῦ φέρετε σιμιγδάλι γιά θυσία· σιχαμερό σάν βδέλυγμά μου εἶναι τό θυμίαμά σας · δέν σᾶς ἀντέχω νά ἔρχεστε στίς νουμηνίες καί τά Σάββατα καί τήν μεγάλη ἡμέρα· μισεῖ καί σιχαίνεται ἡ ψυχή μου τήν νηστεία καί τήν ἀργία σας καί τίς νουμηνίες σας καί τίς γιορτές σας· ἔχω κορεσθεῖ ἀπό ἀηδία μαζί σας καί δέν πρόκειται νά σᾶς συγχωρήσω γιά τίς ἁμαρτίες σας.
Ὅταν σηκώνετε τά χέρια σας σέ μένα γιά νά προσευχηθεῖτε, ἐγώ γυρίζω τά μάτια μου μακριά ἀπό σᾶς, καί ἄν πληθύνετε μέ φωνές τήν προσευχή σας, κλείνω τά αὐτιά μου γιά νά μή σᾶς ἀκούσω· διότι τά χέρια σας εἶναι γεμάτα ἀπό αἷμα.
Λουστεῖτε καί γίνετε καθαροί, πετάξτε ἀπό τίς ψυχές σας τίς πονηρίες σας πού γίνονται μπροστά στά μάτια μου, σταματῆστε ἀπό τίς ἁμαρτίες σας, μάθετε νά κάνετε τό καλό, ψάξτε τήν δικαιοσύνη, γλιτῶστε αὐτόν πού ἀδικεῖται, δῶστε τό δίκαιο στό ὀρφανό καί τήν χήρα· καί τότε ἐλᾶτε νά προσευχηθεῖτε καί νά μιλήσουμε πρόσωπο μέ πρόσωπο, λέγει ὁ Κύριος.’’[7]
Ο Κύριος ἐδῶ ἀπαιτεῖ σαφῶς τήν καθαρότητα τῆς καρδίας πρίν ἀπό κάθε προσευχή καί συνάντηση μαζί Του. Γνωρίζει καλῶς ὅτι ὁ ἄνθρωπος ρέπει ἐκ φύσεως στήν ἁμαρτία καί ὅτι πολλά πάθη μαστίζουν τήν ψυχή του. Κανείς ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά βρεθεῖ ἐνώπιόν Του χωρίς ρύπο. Ὅμως μπορεῖ νά ζεῖ τήν καθαρότητά του μέ τήν συνεχῆ μετάνοιά του.
Ἡ μετάνοιά του εἶναι μέν μία συντριπτική στιγμή τῆς ζωῆς του, ἀλλά εἶναι καί μία συνεχής πορεία πρός τόν οὐρανό. Ἡ ἁμαρτία πού τόν ἐπισκέπτεται συχνά καί τήν ἐπιτελεῖ μέ τήν θελήσή του δέν ἔχει καμία δύναμη πάνω του, ἄν μέ τήν μετάνοιά του καί τά δάκρυά του τήν ἀποβάλει. Ὁ Θεός δέν μᾶς κρίνει ἀπό τίς ἁμαρτίες μας, ἀλλά ἀπό τήν μετάνοιά μας. Δέν ζητᾶ ἀπό μᾶς τήν τελειότητα, γιατί εἶναι ἀτέλεστος καί ὅσο πιό πολύ ἀνεβαίνουμε, τόσο πιό πολύ βλέπουμε τήν ἄβυσσο τοῦ ἐαυτοῦ μας. Ὁ Κύριος ζητά τήν μετάνοιά μας καί τήν ἀλλαγή μας σέ μία νέα ζωή κοντά στόν Χριστό.
Ὅταν λέμε μετάνοια πρέπει νά ποῦμε ὅτι, κατά πρώτον, εἶναι ἡ συναίσθηση τῶν ἁμαρτιῶν καί τό βαθύ πένθος καί τά δάκρυα καί κατά δεύτερον ἡ ὁμολογία τῶν ἁμαρτιῶν ἐνώπιόν του Θεοῦ. Αὐτή ἡ βασική ἐκδήλωση μετανοίας συνδυάζεται καί μέ τήν νηστεία καί τήν ταπείνωση καί τήν σιωπή καί τήν ἀδελφικότητα καί συγχώρηση τῶν ἄλλων.
Μετά ἀπό τήν πρώτη αὐτή ἐκδήλωση ἀκολουθεῖ ἡ μετάνοια ὡς ξεκίνημα μιᾶς καινούργιας ζωῆς μέ τό φύτεμα τῶν ἀντίστοιχων λουλουδιῶν τῶν ἀρετῶν στίς κοπριές τῶν ἁμαρτιῶν. Ἡ κάθαρση τῆς καρδίας πού ἔρχεται ἀπό τήν μετάνοια εἶναι ὁ κατάλληλος τόπος γιά νά φυτρώσει ἡ δυνατή προσευχή.
Καί μέσα σ’ αὐτές τίς σκέψεις γυρίζω νά δῶ τί ἔγινε μέσα στήν καρδιά μας βλέποντας ὅλο αὐτόν τόν ὁλοθρεμό τῆς φωτιᾶς. Ποιός κήρυξε τήν μετάνοια στόν λαό καί τήν αὐτοσυνειδησία; Ποιός μέ προφητική φωνή τοῦ Ἰωνά καί τοῦ προφήτη Ἠσαία καί τοῦ Ἠλία ξεσήκωσε τόν λαό ὄχι σέ ἕνα πένθος συανισθηματικό ἀλλά σέ ἕνα πένθος πνευματικό γιά τίς ἁμαρτίες ὅλου του λαοῦ τῶν Ἑλλήνων; Ποιός μίλησε γιά τά δάκρυα καί τόν πόνο τῆς καρδιᾶς σέ μιά μετάνοια ὅλου του ἔθνους; Τόν καιρό αὐτό ὑπογράφονται καί θεσπίζονται νομοσχέδια γιά τήν ἀποχριστιανοποίηση τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους καί τό ξεπούλημα τῆς Ἑλληνικῆς ταυτότητος καί ἱστορίας. Καί οἱ διαμαρτυρόμενοι δέν εἰσακούγονται.
Καί γινόταν μάρτυρες ἱερᾶς καί ἐθνικῆς ἀγανακτήσεως. Οἱ μεγάλοι της χώρας μόνο μιλοῦσαν γιά τριήμερο πένθος καί ψάχναν πανικόβλητοι νά βροῦν πού εἶναι οἱ εὐθύνες τους στήν καταστροφή μέ μιά ἔλλειψη αὐτεπίγνωσης. Ποιός θά μποροῦσε νά μιλήσει γιά τριήμερη μετάνοια τύπου Νινευῆ. Καί οἱ πνευματικοί ἡγέτες πού μίλησαν γιά μετάνοια μέ προφητική σκληρή φωνή ‘’ὡς ὑδάτων πολλών’’ ἔγιναν γραφικοί ἀπό τούς πολλούς καί τούς φελλούς. Ὅλοι τόν Θεό τόν θέλουν νά εἶναι μιά ἀπρόσωπη ἀγάπη καί νά εἶναι ὁ ἀπών ὅταν ἁμαρτάνουν καί νά εἶναι παρών νά τούς γλυτώνει ἀπό τίς συμφορές.
Ἔτσι βλέπουμε μέσα στήν Παλαιά Διαθήκη τόν προφήτη Ἰωνά νά κηρύττει στήν πόλη τῆς Νινευῆ ὅτι σέ τρεῖς μέρες ὁ Θεός θά στείλει φωτιά καί θά τούς κάψει. Ὁ λόγος του συντάραξε τούς κατοίκους καί ἔδειξαν μετάνοια συντριπτική καί εἰλικρινῆ.
Ἔκαναν νηστεία παντελῶς χωρίς φαγητό, ντύθηκαν τσουβάλια τρίχινα γιά νά ὑποφέρουν ἀπό κνησμό ὥστε νά δημιουργεῖ καί αὐτή ἡ αἴσθηση, κλάμα καί πόνο γιά τίς ἁμαρτίες των… καί ἔριξαν στάχτη στό κεφάλι τούς ἐνδεικτικό του πένθους των. Ἀκόμη καί τά ζῶα τά νήστεψαν. Ἔκλαιγαν καί ἐξομολογοῦνταν τίς ἀνομίες των ὅλος ὁ λαός μαζί καί μέ τούς ἄρχοντες. Καί τότε ψέλλιζαν ταπεινά μία μοναδική σέ ταπείνωση προσευχή ‘’μήπως ὁ Κύριος δεῖ τήν μετάνοιά μας καί δέν μᾶς τιμωρήσει’’.
Ἡ προσευχή τούς βγαίνει μέσα ἀπό μία βαθειά αὐτογνωσία καί αὐτομεψία καί δέν τολμοῦν οὔτε νά ἐκφράσουν τό αἴτημά τους. Νιώθουν πώς εἶναι ἄξιοί τῶν τιμωριῶν τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἀθλιότητά τους. Ἡ προσευχή τούς αὐτή πού ἔβγαινε μέ τήν ὁλόκληρη αὐτή μετάνοια ἔκανε τόν Θεό νά μετανοήσει καί μέ ἀγάπη νά σκύψει πάνω τους καί νά μήν ἐφαρμόσει τό σχέδιό Του. Τότε γκρινιάρικα καί παραπονεμένα ἔλεγε ὁ Ἰωνάς ὅτι ὁ Θεός τόν ἔβγαλε ψεύτη καί πάλι ἀθώωσε τούς ἁμαρτωλούς εἰδωλολάτρες.
Καί ὁ Θεός τοῦ ἀπάντησε σάν πατέρας που δέν μπορεῖ τά παιδιά του νά καταστρέψει βλέποντας τήν μετάνοιά τους. Ἄν ὁ προφήτης λυπήθηκε μία κολοκυθιά ποῦ ξεράθηκε, πῶς ὁ Θεός νά μή λυπηθεῖ τά παιδιά του; Εἶναι ἀλήθεια πῶς ἡ προσευχή ἔχει τήν δύναμή της καί τό θαῦμα της, ὅταν ἔρχεται μέσα ἀπό τήν μετανοοῦσα καρδία. Οἱ Νινευίτες σώθηκαν ἀπό τήν φωτιά μέ τήν μετάνοια καί τήν προσευχή τους.
Ὑπάρχει ἕνα ἀντίθετο παράδειγμα μέ τίς πόλεις τῶν Σοδόμων καί Γομόρρας.[8] Ἐπισκέφτηκαν τόν Ἀβραάμ στήν σκηνή του οἱ τρεῖς ἄγγελοι σταλμένοι ἀπό τόν Θεό, εἰς τύπον τῆς Ἁγίας Τριάδος, γιά νά ἀνακοινώσουν ὅτι τόν ἑπόμενο χρόνο πρόκειται νά γεννηθεῖ ὁ Ἰσαάκ παρ’ ὅλα τα γηρατειά του καί τήν στειρότητα τῆς γυναικός του.
Παράλληλα, καθώς τούς ξεπροβοδοῦσε τοῦ ἀναγγέλλουν ὅτι πρόκειται νά καταστραφοῦν τά Σόδομα καί τά Γόμορρα. Τότε ὁ Ἀβραάμ κινούμενος ἀπό ἀγάπη ἀρχίζει νά παζαρεύει τόν Θεό προσευχόμενος γιά νά μήν κάψει τίς πόλεις αὐτές. Τόν παρακαλεῖ, ἄν εἶναι 50 δίκαιοι στίς πόλεις αὐτές, νά μήν τούς καταστρέψει, ‘’μηδαμῶς σύ ποιήσεις ὡς τό ρῆμα τοῦτο, τοῦ ἀποκτεῖναι δίκαιον μετά ἀσεβοῦς’’.(στίχ.25).
Καί τοῦ ἁπαντά ὅτι δέν ὑπάρχουν τόσοι καί ΄΄εἶπε δέ Κύριος· ἐάν ὦσιν ἐν Σοδόμοις πεντήκοντα δίκαιοι ἐν τῇ πόλει, ἀφήσω ὅλην τήν πόλιν καί πάντα τόν τόπον δι’ αὐτούς’’.(στίχ.26) Καί συνεχίζει τό παζάρι τῆς προσευχῆς λέγοντας ἄν εἶναι 45, καί τοῦ ἁπαντά πάλι ὄχι, καί ὅτι ὡς Θεός δέν θά τιμωροῦσε τήν πόλη γιά 45 δικαίους. Καί παρακαλώντας τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί παλεύοντας μαζί Του προτείνει τόν ἀριθμό τῶν 40 καί μετά 30 καί 20 καί τελικά 10, ἀλλά οὔτε τόσοι λίγοι δέν ὑπῆρχαν.
Ἀπογοητεύτηκε ὁ Ἀβραάμ πού οὔτε δέκα δέν ὑπῆρχαν δίκαιοι στήν χώρα ἐκείνη. Οἱ Ἄγγελοι ἔφευγαν νά ἀνταμώσουν τόν μόνο δίκαιο στά Σόδομα, τόν Λώτ, γιά νά τόν φυγαδεύσουν καί νά γλιτώσει ἀπό τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀνηθικότητα καί ἡ ὁμοφυλοφιλία στίς πόλεις αὐτές ἦταν ἀνεκδιήγητες. Ἀκόμη καί στούς Ἀγγέλους πού ἐμφανίστηκαν ὡς νέοι προσπάθησαν νά τούς ὀρμήξουν οἱ Σοδομίτες καί νά τούς ἁρπάξουν μέσα ἀπό τό σπίτι τοῦ Λώτ γιά νά τούς κακοποιήσουν μέ τά ὁμοφυλοφυλικά τούς ὄργια.
Καί οἱ Ἄγγελοι τούς τύφλωσαν καί ἔτσι λύθηκε ἡ διαστροφική βία τους καί ἔφυγαν. Τελικά ἔφευγε τήν ἑπομένη μόνος του ὁ Λώτ μέ τήν γυναίκα του καί τίς δύο θυγατέρες χωρίς νά ἀκολουθήσουν οἱ γαμπροί του παρασυρμένοι ἀπό τήν ἀθλιότητα καί τήν ἀπιστία τοῦ τόπου. Καί αὐτή ἡ γυναίκα του δέν ἄντεξε καί μέ λύπη γύρισε νά δεῖ πῶς καιγόταν ἡ περιουσία της ἀπό τήν φωτιά καί τό θειάφι πού ἔπεφτε ἀπό τόν οὐρανό.
Αὐτή ἡ πλεονεξία καί ἡ ἀπιστία τῆς τήν ἔκανε στήλη ἅλατος. Εἶχαν διαλέξει τήν πόλη ἐκείνη γιά νά ζήσουν καί νά βγάλουν ἀγαθά πολλά καί νά κάνουν πλούτη πολλά χωρίς νά βλέπουν τήν μεγάλη ἁμαρτία ποῦ ἔμπαινε στό πετσί τους καί στά παιδιά τους μέ τόν συνεχῆ συμφυρμό μέ τούς ἁμαρτωλούς.
Ἀκόμη καί οἱ θυγατέρες του ἔπεσαν σέ μεγάλες διαστροφές παρόλο πού ἔφυγαν ἀπό τόν τόπο τῆς φωτιᾶς. Ζωντας τόσα χρόνια πρίν στά Σόδομα τήν χαλαρότητα τῆς ἠθικῆς καί κολυμπώντας στά πλούτη ἔπεσαν σέ αἱμομιξία μέ τόν πατέρα τους, τόν Λώτ, καί ἔκαναν παιδιά μαζί του. Τόν μέθυσαν ἐπανειλημμένως καί τόν παρέσυραν στήν ἄθλια σχέση τῆς αἰμομικτικῆς συνουσίας, φοβούμενες μήπως μείνουν ἄτεκνες.
Τελικά, ἀπό τόν τραγικό ἀπολογισμό τῶν πόλεων ἔβγαινε πώς ἕνας μοναχά ἄνθρωπος ἦταν δίκαιος καί αὐτός δυστυχῶς στιγματισμένος ἀπό τά ἴδια τά παιδιά του καί τήν γυναίκα του. Οἱ ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων τῶν Σοδόμων ἔφεραν τήν καταστροφή.
Καί ἔβλεπα πρίν καιρό πού ἡ ἀνομία στήν Ἀθήνα εἶχε πάρει διαστροφικές τάσεις. Ἐρχόταν στήν σκέψη μου οἱ εἰκόνες οἱ βλάσφημες ὅλων των ὁμοφυλοφίλων πού ἔκαναν παρέλαση καί διαπόμπευαν βλάσφημα τόν Τίμιο Σταυρό καί τίς Εἰκόνες τῶν Ἁγίων..καί νά φωτίζεται ὁ τόπος τῆς ἑλληνικῆς Βουλῆς μέ τό σκότος τῶν πολύχρωμων φώτων τῶν gay.
Οἱ ἔκφυλοι κάνανε παρέλαση προκλητική βλάσφημη ἐνώπιον Θεοῦ. Ὁ Κύριος ἀνέχεται τήν φυσική ἁμαρτία ἀλλά ποτέ ὅμως τήν παραφύσιν ἁμαρτία. Ἀπέριψε παραδειγματικά καί τούς τιμώρησε τούς χριστούς του, τόν Σαούλ καί τόν Σολομώντα καί τόν Ἱεροβοάμ γιατί βλασφήμησαν τόν ἀληθινό Θεό καί λάτρευσαν τά εἴδωλα.
Σκεφτόμουνα ὅλα τα νομοσχέδια πού περάσαν ἀπό τήν Βουλή μέ τούς ὁμοφυλόφιλους καί τήν ὅλη ἀποχρισταινοποίηση τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους πού ἐπιχειρεῖται ἀκολουθώντας τίς ὑποδείξεις τῆς Εὐρώπης πού μᾶς χορεύει σάν μπαλαρίνα, ἀφοῦ μᾶς ταπείνωσε προηγουμένως και μᾶς υποδούλωσε μέ τήν οἰκονομική δυσπραγία.
Καί μέ ἰταμότητα περιφρόνησαν τόν Θεό οἱ ἡγέτες τῆς χώρας μας καί οὔτε μιά φορά κανείς τους δέν μίλησε γιά Θεό στήν ὥρα τῆς φωτιᾶς καί δέν προσέτρεξαν καί οὔτε προσέπεσαν στήν βοήθειά Του, ἀλλά μονάχα μέ καύχημα ὑπερφίαλου συνεποῦς ἀποστάτου δήλωναν καί διακήρυτταν πώς εἶναι ἄθεοι.
Οἱ ἁμαρτίες σπέρνουν τήν φθορά καί τήν καταστροφή. Ἀπό τήν ρίζα της ἡ ἁμαρτία φέρνει τόν ἀφανισμό. Ἀπό μόνος του ὁ ἄνθρωπος ἀπομακρύνεται ἀπό τόν Κύριο, βασίζεται στά ἀγαθά του σάν τόν ἄφρονα πλούσιο καί ἐκεῖ μέσα συμπνίγεται καί αὐτοπυρπολεῖται. Τό χειρότερο ἁμάρτημά του εἶναι ἡ πλεονεξία πού τήν χαρακτηρίζει ὁ ἄπ. Παῦλος ὡς εἰδωλολατρία.
Εἶναι τό μόνο πάθος πού εἶναι ἡ λατρεία ἑνός ἄλλου Θεοῦ. Αὐτή ἡ λατρεία τοῦ χρήματος κάνει τόν ἄνθρωπο νά εἶναι ἐγωιστής καί νά θησαυρίζει θησαυρούς γιά τόν ἑαυτό του. Ζεῖ ἐγωιστικά καί ὑπερφίαλα καί δέν τόν ἐνδιαφέρει ἡ ζωή τῶν ἄλλων. Ἔτσι θά καταγίνει καί μέ τό ἄνομο ἐμπόριο καί μέ τήν ἐκμετάλλευση τῶν ἐργατῶν τῶν χωραφιῶν του καί θά περιφρονήσει τόν φτωχό καί πεταμένο καί θά κλέψει ἐκεῖ πού τόν χωρά καί τοῦ βγαίνει ἡ εὐκαιρία.
Θά κάνει χασισοκαλλιέργειες καί θά ἐμπορευτεῖ ναρκωτικά μόνο καί μόνο γιά νά βγάλει χρήματα. Χτίζει παλάτια καί ξενοδοχεῖα καί ἀγοράζει κομμάτια γῆς μέ βρώμικο χρῆμα. Κι αὐτή ἡ πλεονεξία τοῦ ξαπλώνεται παντοῦ, διότι ὅλοι οἱ γύρω του εἶναι τά ἀντικείμενα τῆς ποικιλόμορφης ἐγωιστικῆς ἡδονῆς του.
Ἐκμεταλλεύεται συνειδήσεις καί πλεονεκτεῖ μέ τό χρῆμα του καί τόν ἐκβιασμό καί τήν ἀνέχεια τοῦ ἄλλου καί ζεῖ μέσα στήν ἀνηθικότητα καί τήν ἐκζήτηση ἡδονῆς. Ἡ πλεονεξία τοῦ χρήματος ὁδηγεῖ κατόπιν στήν πλεονεξία τῆς σάρκας πού εἶναι μία ἄλλη ἁμαρτία καί ἀθλιότητα πού ὁδηγεῖ σέ πάθη Σοδόμων, ἀκόμη καί σ’ αὐτή τήν αἱμομιξία καί τήν ὁμοφυλοφιλία καί τήν χρόνια μοιχεία πού ἔχει ξεπεράσει κάθε ὅριο καί σεβασμό.
Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος σέ μία διδαχή του στήν ἐπιστολή του περιγράφει τήν τραγικότητα τοῦ ἀνθρώπου πού κατέχεται ἀπό τήν ἀλαζονεία τοῦ πλούτου. ‘’Γιά ἐλᾶτε ἐσεῖς ποῦ λέτε· σήμερα καί αὔριο θά πᾶμε σ’ ἐκείνη τήν πόλη καί θά μείνουμε ἕνα χρόνο καί θά ἐμπορευτοῦμε καί θά κερδίσουμε· ἐσεῖς πού δέν ξέρετε τό αὔριο· ποιά εἶναι ἡ ζωή σας; Ἀτμίδα καπνοῦ εἶναι πού γιά λίγο φαίνεται καί ἔπειτα ἐξαφανίζεται· ἀντί νά λέτε ἐσεῖς, ἄν ὁ Κύριος θελήσει καί ζήσουμε, θά κάνουμε αὐτό ἤ ἐκεῖνο. Τώρα ὅμως καυχιέστε μέσα στίς ἀλαζονεῖες σας· κάθε τέτοια καύχηση εἶναι πονηρή. Τό νά ξέρεις νά κάνεις τό καλό καί νά μήν τό κάνεις εἶναι ἁμαρτία. Γιά ἐλᾶτε ἐσεῖς οἱ πλούσιοι, κλάψτε μέ ὀλολυγμό γιά τίς ταλαιπωρίες πού πρόκειται νά σᾶς ἔλθουν. Ὁ πλοῦτος σας σάπισε καί τά ροῦχα σας τά ἔφαγε ὁ σκῶρος, τό χρυσάφι σας καί ὁ ἄργυρος σκούριασε καί ἡ σκουριά τους θά εἶναι ὁ μάρτυς κατηγορίας σας καί θά καταφάγει καί τίς σάρκες σας. Μαζεύατε φωτιά μέσα στά θησαυροφυλάκια σας γιά νά σᾶς κάψει κάποια ἡμέρα. Νά ὁ μισθός τῶν ἐργατῶν πού θέρισαν τά χωράφια σας, καί πού τόν στερήσατε, κράζει, καί οἱ φωνές τῶν θεριστάδων αὐτῶν ἔφτασαν στ’ αὐτιά Κυρίου Σαβαώθ. Ζήσατε μέ τρυφή καί ἡδονή πάνω στήν γῆ, καί πλεονεκτήσατε, θρέψατε τίς καρδιές σας σάν τά ζωντανά που τά ταΐζουν πολύ γιά νά παχύνουν γιά τήν ἡμέρα τῆς σφαγῆς των. Καταδικάσατε τόν δίκαιο· καί δέν εἶχε τήν δύναμη καί τό δικαίωμα νά σᾶς ἀντιταχτεῖ.’’[9]
Στόν λόγο του αὐτόν ὁ Ἀπόστολος ξεκάθαρά μας ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ φωτιά καί ἡ καταστροφή πού ἔρχονται πάνω μας εἶναι ἡ φωτιά πού μόνοι μας συλλέγαμε καί θησαυρίζαμε μέ ὅλη τήν ἀλαζονεία τοῦ πλούτου καί τήν ἀδικία στούς ἄλλους. Ὅσο σκληρό κι ἄν ἀκούγεται ὅμως εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ἐμεῖς μέ τίς ἁμαρτίες μᾶς βάλαμε φωτιά στόν ἑαυτό μας καί καιγόμαστε. Δέν ὑπάρχει ἡ ἀγάπη, ἀλλά οὔτε καί ἡ δικαιοσύνη καί ὅλα ἔχουν χτιστεῖ πάνω στήν ἀδικία καί τήν ἐκμετάλλευση. Αὐτό πού σπέρνουμε αὐτό καί θερίζουμε. Ζοῦμε σάν τά γουρούνια πού κυλιοῦνται μέσα στόν βοῦρκο καί παχαίνουμε γιά τήν ἡμέρα τῆς σφαγῆς μας. Ἑπομένως, γιά μία καλή αὐτοσυνειδησία καί ἐπίγνωση πρέπει νά ποῦμε ξεκάθαρα ὅτι ἐμεῖς ὅλοι βάλαμε τήν φωτιά τῆς πλεονεξίας μέσα μας καί ἐμεῖς μέ τίς ἁμαρτίες μας κάψαμε τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας καί συνέχεια βάλαμε φωτιά καί στά ὑπάρχοντά μας. Ὅλοι μέ ἀγανάκτηση ἀπαιτοῦν νά βρεθοῦν καί νά τιμωρηθοῦν οἱ δράστες τοῦ ἐγκλήματος. Μήν τούς ψάχνουμε κάπου ἀλλοῦ καί ἔξω ἀπό μας. Μά εἴμαστε οἱ ἴδιοι ἐμεῖς. Βγαίνουν στά τηλεπαράθυρα καί τά βάζουν μέ ὅλους καί ὑβρίζουν ὅλους. Μά κανείς δέν εἶδε τόν ἑαυτό του καί τίς ἁμαρτίες του. Ὅλοι νιώθουν πώς κάποιος ἄλλος τούς κυνηγάει καί τούς φταίει, καί ἡ φωτιά εἶναι ἡ κακοδαιμονία πού ἔρχεται ἀπό δυνάμεις σκότους. Μᾶς κυνηγάει ὁ ἴδιος ὁ ἐαυτός μας, σάν τόν σκύλο πού κυνηγάει μέ μανία τήν οὐρά του καί γυρίζει μωρός καί τρελλός γύρω γύρω ἀπό τήν ὕπαρξή του. Εἴμαστε οἱ μόνοι ἔνοχοι καί πρέπει νά ἀφήσουμε τούς ἐγωισμούς μας, πού ψάχνουν νά βροῦν ἀλλοῦ τόν δράστη καί νά ἀπενοχοποιηθοῦν ἀπό τήν εὐθύνη τους. Ἅς σκύψουμε βαθιά μέσα μας κι ἅς ποῦμε πώς ἐμεῖς κτίσαμε τήν ζωή μας πάνω στήν ἁμαρτία καί τώρα αὐτοπυρπολούμεθα. Ἅς σκύψουμε μέ δάκρυα νά μετανοήσουμε γιά τίς ἀλαζονεῖες μας καί ὁ Θεός θά σκύψει μέ ἀγάπη στίς ταλαιπωρίες μας καί θά μᾶς σώσει καί θά μᾶς ἀποκαταστήσει πάλι. Ὀφείλουμε νά δοῦμε καί νά δεχτοῦμε ὅτι ὅλα αὐτά γίνονται ἀπό τίς ἁμαρτίες μας. Ὅσο κι ἄν φαίνεται σκληρό, οἱ φωτιές στή χώρα μας ἀνάφτηκαν ἀπό μᾶς τούς ἰδίους λόγω τῶν ἁμαρτιῶν μας καί ἀπό τίς πλεονεξίες συνανθρώπων μας γιά μία νέα καμένη γῆ ἐκμεταλλεύσιμη μέ νέο σχῆμα.
Ὁ Θεός κινεῖται μεταξύ δύο ἀγαθῶν του, τήν ἀγάπη του στούς ἀνθρώπους καί τόν σεβασμό τῆς ἐλευθερίας των. Ἀγάπη καί ἐλευθερία εἶναι δύο χάρες πού μέ διάκριση κινεῖται ὁ Κύριος. Ὁ Κύριος ἀγαπᾶ ἀλλά καί σέβεται τήν ἐλευθερία μας ὅταν τόν ἀπομακρύνουμε. Τόν βάλαμε στό γηροκομεῖο καί τόν ἐκδιώξαμε ἀπό τήν ζωή μας. Τοῦ εἴπαμε ὅπως λέει ὁ ποιητής ‘’φύγε Θεέ ἀπό τήν ζωή μου σκιάχτρο τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς. ποιός σου εἶπε πώς σύ τόν κόσμο κυβερνᾶς’’. Καί ὁ Κύριος ἐλεύθερά μας ἀφήνει καί κάθεται στήν ἄκρη νά τά βροῦμε μόνοι μας. Ἀφήνει ὅλους νά ἁμαρτήσουν μέ τήν ἐλευθερία τους καί τότε εἶναι πού κτίζουν τήν καταστροφή τους. Ἀπό τήν ρίζα της ἡ ἁμαρτία φέρνει τήν καταστροφή. Καί περιμένει ὁ Θεός νά μετανοήσουμε καί νά τοῦ ζητήσουμε βοήθεια. Καί βέβαια μέ παράπονο θά πεῖ πώς δέν τοῦ ζητήσαμε τήν παρέμβασή Του μέ τόν λόγο μας καί τήν μετάνοιά μας. Ἀντιθέτως στήν δυσκολία τά βάζαμε μαζί του καί τοῦ χρεώναμε τήν καταστροφή καί τόν βλασφημούσαμε…λές καί ὁ Θεός εἶναι ὁ ὑπάλληλός μας… καί ὅταν ἁμαρτάνουμε τόν καταργοῦμε καί ὅταν δυσκολευόμαστε τόν βλασφημοῦμε.
Λέγει στήν Ἀποκάλυψη ὅτι μέ τό ρίξιμο τῆς πέμπτης φιάλης στόν θρόνο τοῦ θηρίου θά πέσει μεγάλο σκοτάδι καί οἱ ἄνθρωποι θά μασοῦν τίς γλῶσσες τους ἀπό τόν πόνο καί θά σηκώνουν τό κεφάλι τους στόν οὐρανό καί θά τόν ὑβρίζουν.
‘’καί ἐγένετο ἡ βασιλεία αὐτοῦ ἐσκοτωμένη, καί ἐμασῶντο τάς γλώσσας αὐτῶν ἐκ τοῦ πόνου, καίἐβλασφήμησαν τόν Θεόν τοῦ οὐρανοῦ ἐκ τῶν πόνων αὐτῶν καί ἐκ τῶν ἑλκῶν αὐτῶν, καί οὐ μετενόησαν ἐκ τῶν ἔργων αὐτῶν’’.[10]
Καί διάβαζα παρακάτω στό ἴδιο κείμενο τά γεγονότα πού συνέβαιναν μέ τό ρίξιμο τῆς ἑβδόμης φιάλης. Θά πέφτει ‘’ταλαντιαία’’ βροχή, ‘’καί χάλαζα μεγάλη ὡς ταλαντιαία καταβαίνει ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐπί τούς ἀνθρώπους· καί ἐβλασφήμησαν οἱ ἄνθρωποι τόν Θεόν ἐκ τῆς πληγῆς τῆς χαλάζης, ὅτι μεγάλη ἐστίν ἡ πληγή σφόδρα’’[11].
Ἅς μήν κατηγοροῦμε τόν Θεό τῆς ἀγάπης γιά τά δεινά πού μᾶς ἐπισκέπτονται. Δέν φταίει ὁ Θεός. Δέν μποροῦμε καί οὔτε δικαιούμαστε νά σηκώνουμε τό κεφάλι μας ὑβριστικά καί νά τά βάζουμε μέ τόν Κύριο γιά ὅλες τίς καταστροφές. Ὁ Θεός δέν εἶναι ὁ ὑπάλληλός μας ποῦ ἀπ’ τήν μία μεριά τόν ἀποδιώχνουμε, γιά νά μή μᾶς βλέπει, ὅταν ἀσχημονοῦμε, ἀλλά καί ἀπ’ τήν ἄλλη τόν θέλουμε νά ἐπεμβαίνει ὅταν ἔρχονται οἱ δυσκολίες. Δέν μποροῦμε νά παίζουμε μέ τόν Θεό.
Ὁ Θεός δέν μετακινεῖται ἀπό τήν ἀγάπη Του. Δέν στεκόταν τίς ἡμέρες αὐτές θεατής, διότι μᾶς γλίτωσε ἀπό πολλά ἄλλα κακά, ποῦ δέν ξέρουμε καί οὔτε θά μάθουμε ποτέ. Ὁ Θεός κόπασε τήν ἐπανάσταση τῆς φύσεως ἐναντίον μας πού ἐμεῖς τήν καταστρέψαμε καί μᾶς ἐκδικεῖται. Ἐμεῖς τόν Θεό τόν κάναμε πέρα μέ τήν θέλησή μας καί καιγόμασταν μέ τίς ἁμαρτίες μας καί καίγαμε τήν γῆ γιά κάποια συμφέροντα πού θά φανοῦν αὔριο.
Κυρίως δέν τοῦ δώσαμε τό δικαίωμα νά ἐπέμβει πλήρως καί νά μᾶς σώσει, διότι δέν τοῦ τό ζητήσαμε. Κι ἄν ζητήσαμε τήν λύτρωση ἀπό τά δεινά, τό ζητήσαμε μέ κακό τρόπο, μόνο καί μόνο γιά νά μή χάσουμε τήν γλυκεία ζωή τῶν ἡδονῶν μας. Τό παράπονο καί ἡ γκρίνια στόν Θεό εἶναι πού τώρα, μετά ἀπό τήν καταστροφή, δέν ὑπάρχει ἡ ἄνεση γιά νά ἁμαρτάνουμε μέσα στίς ἡδονές. Δέν τό ζητήσαμε ἀπό τόν Θεό μέ μετάνοια καί προσευχή δακρύων. Κάπως ἔτσι τό λέγει καί πάλι ὁ ἄγ. Ἰάκωβος: ‘’ἐπιθυμεῖτε καὶ οὐκ ἔχετε· φονεύετε καὶ ζηλοῦτε, καὶ οὐ δύνασθε ἐπιτυχεῖν· μάχεσθε καὶ πολεμεῖτε καὶ οὐκ ἔχετε, διὰ τὸ μὴ αἰτεῖσθαι ὑμᾶς· αἰτεῖτε καὶ οὐ λαμβάνετε, διότι κακῶς αἰτεῖσθε, ἵνα ἐν ταῖς ἡδοναῖς ὑμῶν δαπανήσητε.’’[12]
Μπορεῖ ὅμως κάποιος νά πεῖ ὅτι ἐκεῖ που ἔγιναν οἱ καταστροφές ἦταν οἱ ἁμαρτωλοί; Εἶναι λάθος νά μιλᾶ κανείς μ’ αὐτόν τόν τρόπο. Τά θλιβερά γεγονότα, ὅταν συμβαίνουν σ’ ἕναν τόπο, εἶναι γιά τήν μετάνοια ὅλων ἀνεξαρτήτως. Δέν στέκει ὁ Θεός ὡς ἐκδικητής γιά νά πυροβολεῖ τούς ἀμαρτάνοντας, ἀλλά ὡς φιλάνθρωπος πατέρας γιά νά δεχθεῖ τήν μετάνοιά τους.
Ὅλα αὐτά τά κακά γιά τά ὁποῖα αἴτιος εἶναι μόνον ὁ ἄνθρωπος γίνονται γιά τήν ἀλλαγή του πρός τό καλό. Χάνει τά ὑπάρχοντά του καί καταντάει γυμνός ἀπό κάθε γήινη αὐτάρκεια καί σιγουριά, καίγονται τά ψεύτικα δεκανίκια του που τόν ψήλωναν μέχρις οὐρανοῦ καί γκρεμίζεται… καί ἔτσι παρατημένος μόνος καί ἔρημος, τότε βρίσκει τόν ἑαυτό του καί τόν Θεό. Συνειδητοποιεῖ ὅτι ἡ ζωή του δέν τελειώνει ἐδῶ καί πρέπει νά ἐπενδύσει στόν οὐρανό καί στήν αἰωνιότητα. Μέσα στήν θλίψη τοῦ θυμᾶται τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέγει ὁ προφήτης Ἠσαΐας ’’ἐν θλίψει ἐμνήσθην Σου’’,[13],καί μετανοεῖ καί προσκυνάει τόν Κύριο.
Κάποτε ἔλεγαν στόν Χριστό, μέ τό σκεπτικό ὅτι ὁ Θεός τιμωρεῖ τούς ἁμαρτωλούς καί δέν ἔχει ἀγάπη, ὅτι ὁ Πιλάτος σκότωσε τούς Γαλιλαίους τήν ὥρα πού ἔκαναν θυσία στόν Κύριο καί ‘’τό αἷμα αὐτῶν ἔμιξε μετά τῶν θυσιών’’.
Τότε ὁ Χριστός τούς ἀπάντησε ὅτι οἱ Γαλιλαῖοι δέν ἦταν οἱ πιό ἁμαρτωλοί ἀπ’ ὅλους τους Ἰουδαίους, ὅπως ἐπικρατοῦσε τότε ἡ κακή φήμη, καί τιμωρήθηκαν, ἀλλά ὅτι ὅλοι τους εἶναι στό ἴδιο κρίμα καί ἄν δέν μετανοήσουν, θά ἀπολεσθοῦν κατά τόν ἴδιο τρόπο ‘’οὐχί, λέγω ὑμίν, ἀλλ’ ἐάν μή μετανοήσητε, πάντες ὁμοίως ἀπολεῖσθε’’.[14]
Καί συνέχισε μέ προφητικό σκληρό τρόπο λέγοντας: ‘’ἤ νομίζετε ὅτι ἐκεῖνοι οἱ δεκαοκτώ, πού πάνω τους ἔπεσε ὁ πύργος στήν Σιλωάμ καί σκοτώθηκαν, ἦταν οἱ ὀφειλέτες γιά ὅλους πού κατοικοῦν στήν Ἱερουσαλήμ; Ὄχι σᾶς λέγω, ἀλλά ἄν δέν μετανοήσετε καί ἐσεῖς θά πεθάνετε κατά τόν ἴδιο τρόπο’’. Οἱ καταστροφές δέν εἶναι οἱ τιμωρίες τῶν ἁμαρτωλῶν γιά νά πληρώσουν τίς ἁμαρτίες τῶν ἰδίων καί τῶν ἄλλων, ἀλλά τά σημάδια τοῦ Θεοῦ γιά νά ταπεινωθεῖ καί νά μετανοήσει ὁ ἄνθρωπος.
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός λέγει ὅτι δέν ἦρθε στόν κόσμο γιά νά κρίνει τόν ἄνθρωπο, ἀλλά γιά νά τόν σώσει. Καί ὁ Θεός στήν Παλαιά Διαθήκη δήλωνε ὅτι δέν θέλει τόν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀλλά πῶς νά μετανοήσει καί νά ἐπιστρέψει καί νά ζήσει μία νέα ζωή.
Ἡ φωτιά τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἐκείνη πού φέρνει τόν αἰώνιο θάνατο. Σκληρός ἔρχεται ὁ πειρασμός τῆς ἁμαρτίας νά ἐπισκεφθεῖ τόν ἄνθρωπο. Τοῦ ἀνάβει φωτιά παράφορης ἡδονῆς καί πάθους καί ἐξαπλώνεται ὡς τάχιστος δρομέας καί καταλαμβάνει τήν ψυχή καί τό σῶμα του.
Παρανάλωμα φωτιᾶς, ἄλλοτε σαρκικῆς ἡδονῆς, τῆς μοιχικῆς καί πορνικῆς καί ὁμοφυλοφιλικῆς σχέσης, καί ἄλλοτε τοῦ πάθους τῆς κακίας καί τῆς ἐκδίκησης καί ἄλλοτε τῆς ἐξουσιολαγνείας καί τῆς ὑποσκέλισης τῶν ἄλλων, καί βλέπεις νά παίρνει διαστάσεις ἀκατανόητες. Καί δέν εἶναι μόνον ἡ φωτιά τῆς ἁμαρτίας πού κυκλώνει ἀσφυκτικά, ἀλλά ἔρχεται καί ἡ ἄλλη φωτιά τῆς ἀπελπισίας καί τῶν ἐνοχῶν καί κατακαίει τήν εἰρήνη τῆς καρδιᾶς.
Καί ἄραγε πῶς θά μποροῦσε νά σβήσει ἡ φωτιά αὐτή μέ τό πολλαπλό της μέτωπο; Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου ἔρχεται ἁπλά μέ μία λέξη: μέ τά δάκρυα. Εἶναι τά δάκρυα τῆς μετανοίας πού μποροῦν νά σβήσουν μεγάλες πυρκαγιές ἁμαρτιῶν. Ἡ Ἁγία Γραφή τό δείχνει πρακτικά. Ὁ Θεός θέλγεται ἀπό τά δάκρυα τοῦ ἁμαρτωλοῦ πού ζητᾶ τήν λύτρωση. Γλυκαίνουν τόν Θεό ἐκεῖνες οἱ προσευχές πού ποτίζονται μέ δάκρυα μετανοίας.
Τότε, μά μόνον τότε ἡ προσευχή ἔχει τήν δύναμή της, ὅταν ἀναπέμπεται μέ συνοδεία τά δάκρυα τῆς μετανοίας. Αὐτά τά δάκρυα ὁδήγησαν στήν μετάνοια μεγάλους ἁμαρτωλούς καί ἔσβησαν πυρκαγιές ἁμαρτιῶν. Ὁ ψαλμωδός Δαβίδ μετά δακρύων ἔλουζε κάθε νύκτα τήν στρωμνή του μετά ἀπό τό διπλό του ἁμάρτημα, τῆς μοιχείας καί τοῦ φόνου πού διέπραξε, καί μέ τήν μετάνοιά του αὐτή πῆρε τήν συγχώρηση. Ἡ πόρνη μετά δακρύων καί μύρου ράντιζε τά πόδια τοῦ Χριστοῦ καί πῆρε τήν λύτρωση.
Ὁ Πέτρος λουζόταν στά δάκρυα καί στήν θλίψη καί ἔπαιρνε τό δεύτερο καθάρσιο βάπτισμα τῆς μετανοίας του. Ὁ Θεός μπροστά στήν λύπη καί τά δάκρυα τοῦ βασιλιά Ἀχαάβ τόν συγχωρεῖ, ἀποσύρει τήν τιμωρία του καί συνηγορεῖ ὑπέρ αὐτοῦ στόν προφήτη Ἠλία πού διαμαρτύρεται γιά τήν μεγάλη φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου.
Ἕνας ἀσκητής ἔλεγε, ὅταν σ’ ἐπισκεφτεῖ ὁ πειρασμός, σήκωσε τά χέρια σου σέ προσευχή δακρύων καί πές στόν Χριστό νά σέ βοηθήσει. Ἀμέσως θά δεῖς τόν Θεό νά ἔρχεται γρήγορος σάν τήν φωτιά καί νά κατακαίει τόν πειρασμό καί νά εἰρηνεύεις μέ τήν παρουσία Του. Ἡ ἀντιπυρική ζώνη φωτιᾶς τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ σώζει ἀπό τήν ἁμαρτία. Ὁ Θεός εἶναι ὄντως ‘’πῦρ καταναλίσκον’’ τόν πειρασμό.
Ὁ κύριος στόχος καί σκοπός ὅλων αὐτῶν τῶν θλίψεων εἶναι μόνον γιά τήν χειραγωγία τοῦ ἀνθρώπου στήν μετάνοια. Δέν εἶναι ὁ Κύριος Θεός ἐκδικήσεων, ἀλλά ὁ Θεός τῆς ἀγάπης καί τῆς μετανοίας.
Γνωρίζοντας καλῶς ὡς χριστιανοί ὅτι ὁ Πατέρας μας ὁ οὐράνιος μᾶς ἀγαπᾶ καί τίποτα δέν γίνεται χωρίς νά τό ἐπιτρέψει, καί γνωρίζοντας ὅτι ἡ θλίψη εἶναι ὁ μεγάλος δάσκαλος τῆς αἰωνιότητος καί τῆς μετανοίας, ὀφείλουμε ἀκόμη καί νά εὐχαριστήσουμε τόν Θεό καί γιά ὅλα τα λυπηρά πού μᾶς συμβαίνουν.
Ἡ τηλεόραση καί ὁ τύπος μέ μία συναισθηματική φόρτιση δεικνύουν μόνιμα τήν τραγικότητα τῶν καταστροφῶν καί τῆς ἀπωλείας τῶν προσώπων καί οἰκογενειῶν. Ὅμως ἁπλῶς πρέπει νά ποῦμε πώς αὐτοί εἶναι πλέον στά χέρια τοῦ Θεοῦ ὡς σύγχρονοι μάρτυρες βγαλμένοι μέσα ἀπό τήν λαίλαπα τῆς φωτιᾶς καί τῆς ἐναγώνιας προσευχῆς των. Οὔτε ἕνα σπουργίτι, λέγει ὁ Χριστός, δέν πέφτει στήν γῆ, ἄν δέν τό θέλει ὁ Θεός.
Ὁ Κύριος τους πῆρε μαζί του ὅλους αὐτούς στόν οὐρανό, ὅπως καί κάποια ἡμέρα ὅλοι θά φύγουμε ἀπό τήν ζωή αὐτή. Μέσα σ΄ αὐτήν τήν θλίψη ὁ χριστιανός δέν πρέπει νά ἀφήσει τό παράπονο καί τήν γκρίνια καί τήν μιζέρια νά φωλιάσουν μέσα του. Αὐτό πέρα ἀπό τό ὅτι γίνεται μία μεγάλη κατάθλιψη καί ψυχική ἀρρώστια μέσα του, εἶναι καί σιχαμερό ἀπέναντι στόν Θεό τήν ὥρα πού Αὐτός ὁρίζει καί κατευθύνει τίς ζωές μας. Τήν ὥρα τοῦ πόνου, λέγει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, δάγκωσε τήν γλώσσα σου κι ἅς γεμίσει μέ αἷμα τό στόμα σου παρά νά βλασφημήσεις τόν Θεό καί νά πεῖς τόν σκληρό λόγο ‘’γιατί’’.
Τήν ὥρα τῆς θλίψης σφίξε τά χείλη σου καί μέ καιγόμενη ἀπό πίστη καί ἀγάπη καρδία στόν Πατέρα σου φώναξε δυνατά μέχρι τόν οὐρανό ‘’δόξα τῷ Θεῶ’’ γιά ὅλα πού μου συμβαίνουν. Αὐτή εἶναι ἡ πιό μεγάλη προσευχή, ἡ πιό δυνατή προσευχή πού δείχνει πώς εἶσαι παιδί τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί Σωτῆρος ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Μέ δάκρυα στά μάτια εὐχαρίστησε τόν Θεό καί γιά τά λυπηρά πού σου ἦρθαν μιμούμενος τόν Ἰώβ. Αὐτός ὁ δίκαιος μέσα στήν καταστροφή τῶν πάντων βλέποντας τόν θάνατο τῶν δέκα παιδιῶν του καί τήν διάλυση ὅλης της περιουσίας του καί σηκώνοντας ὅλη τήν δυσκολία τῆς μολυσματικῆς του ἀρρώστιας φώναζε ἐκ καρδίας δυνατά ‘’εἴη τό ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον ἀπό τοῦ νῦν καί ἕως τοῦ αἰῶνος’’.
Αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη δύναμη καί πίστη στόν χριστιανό, τό νά μπορεῖ νά εὐχαριστεῖ τόν Θεό καί τίς ὧρες πού πονᾶ καί θλίβεται. Ἔτσι μένει εἰρηνικός καί ἥσυχος στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Αὐτός ὁ Θεός θά τοῦ δώσει καί τό αὐριανό ψωμί καί τό σπίτι γιά νά μείνει. Ὁ Θεός δέν εἶναι κάπου μακριά καί οὔτε εἶναι ἁπλός θεατής τῶν κακῶν πού μᾶς συμβαίνουν.
Ἄν μέ τήν μετάνοιά μας τόν παλεύουμε γιά νά μετανοήσει καί νά μᾶς ἐλεήσει, τότε μέ τήν προσευχή τῆς εὐχαριστίας ἀποθέτουμε ἐξ ὁλοκλήρου τήν ζωή μας μέ ἐμπιστοσύνη στά χέρια Του γιά νά μᾶς κατευθύνει. Ὁ Θεός δέν γλυκαίνεται τόσο μέ τίς προσευχές τῆς ζητιανιᾶς μας, ὅσο μέ τίς προσευχές τῆς πλήρους εὐχαριστίας καί ἐμπιστοσύνης σ’ Αὐτόν. Ἄν ἡ προσευχή μας μοιάζει μέ ἕνα ὥριμο στάχυ, τότε τά ἄχυρα εἶναι τά παρακαλητά μας καί τό σιτάρι εἶναι οἱ εὐχαριστίες μας.
Αὐτές οἱ προσευχές δείχνουν τήν ἀγάπη μας καί τήν ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος μέσα στό διωγμό καί τήν ἐξορία δέν γκρίνιαξε ποτέ, διότι, ὅπως ἔλεγε, μόνο ἕνα εἶναι τό κακό, ἡ ἁμαρτία. Οἱ θλίψεις καί οἱ χαρές εἶναι αὐτά πού κυλοῦν τό ἕνα μετά τό ἄλλο σ’ αὐτήν τήν ζωή καί ἔρχονται καί παρέρχονται. Αὐτό πού μένει αἰώνια εἶναι τό κακό ἤ ἡ ἀρετή, πού μόνος του ὁ ἄνθρωπος τό ἐπιλέγει.
Ὁ χειμώνας ἀναζωογονεῖ τήν φύση καί φέρνει τήν ἄνοιξη καί ἡ νύχτα ἀναπαύει τά σώματα καί ὁδηγεῖ σέ μία καινούργια ἡμέρα. Ἔτσι εἶναι καί ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου πού μέσα ἀπό μία θλίψη ἔρχεται ἡ ἀνάσταση καί ἡ χαρά. Τό μόνο κακό πού μπορεῖ νά ὁδηγεῖ καί ἐδῶ στόν θάνατο, ἀλλά καί στόν αἰώνιο θάνατο εἶναι ἡ ἁμαρτία.
Γι’ αὐτό καί δυνατή ἀκούγεται ἡ προτροπή τοῦ ἄπ. Παύλου νά ἔχουμε μόνιμη χαρά καί τήν εὐχαριστία μέσα μας, ἀφοῦ ὁ Κύριος τήν ζωή μας κρατᾶ στά χέρια Του, ‘’πάντοτε χαίρετε, ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε· τοῦτο γὰρ θέλημα Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ εἰς ὑμᾶς’’ .[15]
Ὅλη ἡ φωτιά καί ἡ καταστροφή, πού ἔγινε στήν Ἀττική, δέν ἔγινε κάπου μακριά ἀπό μας. Δέν μποροῦμε νά λέμε ὅτι εὐτυχῶς πού ἐμεῖς ξεφύγαμε ἀπό τήν δαγκάνα τοῦ Θεοῦ. Ὄχι, εἴμαστε μία οἰκογένεια καί ὅλα αὐτά ἔγιναν καί σέ μᾶς καί γιά μᾶς καί μέσα στό δικό μας σπίτι.
Πῆραν φωτιά τά σπίτια μας καί τά χωράφια μας, ὄχι τά σπίτια τους καί τά χωράφια τους. Εἶναι ὡς νά ἔγινε σέ μᾶς τούς ἰδίους καί δέν μποροῦμε νά ἐπαναπαυόμαστε σέ ἕναν ὕπνο δικαίου καί ἁγίου καί νά στεκόμαστε ὡς θεατές καί κατήγοροι τῶν ἄλλων. Ὅλοι καλούμεθα στήν μετάνοια. Δέν μποροῦμε νά κοιμόμαστε τοῦ καλοῦ καιροῦ.
Καί εὑρισκόμενοι μπροστά στά συνταρακτικά αὐτά γεγονότα πού θυμίζουν ἔσχατες ἡμέρες Ἀποκαλύψεως σκύβουμε ταπεινά προσευχόμενοι καί εὐχαριστοῦντες καί μετανοοῦντες. Ὅσο δέ γιά τήν φιλανθρωπική μας συμπαράσταση εἴτε διά λόγου, εἴτε διά χρημάτων, εἴτε διά τροφίμων εἶναι μέσα στό χρέος τῆς ἀγάπης μας. Ὅμως πρώτη ἔρχεται ἡ μετάνοιά μας καί ἡ προσευχή.
Κι ἄν δεῖ ὁ Θεός νά ξεκινᾶμε κατά πρώτον μέ τήν δική μας πνευματική ἀνασυγκρότηση ζωῆς, τότε καί ἀπό τίς πέτρες καί τίς στάχτες θά ἀναστήσει τά σπίτια μας καί τούς ἀγρούς μας καί πλουσιοπάροχα θά ἐπιδαψιλεύσει ὅλα τα ὑλικά πού χάθηκαν καί κάηκαν, διότι εἶναι ἀδιάψευστος ὁ λόγος του,
‘’ζητεῖτε πρώτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ,
καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν’’.
Αγνώστου ιερωμένου
[1] Ἱ.Χρυσόστομος, PG,MIGNE 49,331
[2] Ἰακώβ. 5,16
[3] Ματθ. ιζ'20
[4] ΛΚ.18,8
[5] Ἠσαΐας 1,3
[6] Ἠσαΐας 1,7
[7] Ἠσαΐας 1,11-18
[8] Γένεσις 18,16-33
[9] Ἰακ. 4, 13-5,6
[10] Ἀποκ. 16,10-11
[11] Ἀποκ. 16,21
[12] Ἰακ.4,2-3
[13] Ἠσ. 26,16
[14] Λκ. 13,6
[15] Α’ Θεσσ .5, 16-19
Μας το έστειλε ο Ηλίας Σκουντριάνος
του οποίου είναι και ο υπέρτιτλος
Τα λόγια περισσεύουν
ΑπάντησηΔιαγραφή😔😔😔😔😔😔😔😔😔😔