Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2021

ΟΙ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΟΤΑΝ ΣΥΜΠΛΕΚΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΔΙΑΠΛΕΚΟΝΤΑΙ ΑΠΑΤΟΥΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΔΥΝΑΣΤΕΥΟΥΝ ΤΟΝ ΛΑΟ...

 Η ΨΕΥΔΕΠΙΓΡΑΦΗ ΣΥΝΑΛΛΗΛΙΑ  ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΣΜΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ


Γράφει ο Νικήτας Αποστόλου

“Γνώσεσθε την αλήθεια και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς”
(Ιωαν. Κεφ.8 , 32)

 Ένα ζήτημα που συχνά βρίσκεται στο προσκήνιο της επικαιρότητας είναι το θέμα των σχέσεων Εκκλησίας με τις κοσμικές εξουσίες, γιατί όπως είναι δομημένες οι σχέσεις δημιουργούν τριβές, προβλήματα και εκρηκτικές διλημματικές καταστάσεις για τους πιστούς Χριστιανούς .


Το ζήτημα αυτό, έχω την ταπεινή γνώμη, ότι πρέπει να το δούμε με βάση την ιστορική εξέλιξη των σχέσεων και την συμφωνία των εκάστοτε νομικών ρυθμίσεων με το εάν αυτές είναι σε αρμονία με όσα σχετικά προκύπτουν από την διδασκαλία του Κυρίου μας στην Αγία Γραφή.

Α. Επισημαίνουμε το πολύ σημαντικό γεγονός ότι, η πρώτη κοινότητα πιστών αυτοχαρακτηρίστηκε “εκκλησία” (Πραξ. Αποστόλων. Κεφ. Β 47). Δηλώνονταν με τον όρο αυτόν ως τρόπος σχέσεων κοινωνίας η αγαπητική συνύπαρξη .

Η πρώτη αυτή Εκκλησία του Χριστού, ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΑ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΑ από κάθε κοσμική εξουσία, δημιούργησε δικούς της θεσμούς. Την “διακονία του λόγου”, την “διακονία των τραπεζών”, τα μυστήρια του βαπτίσματος, της θείας ευχαριστίας, την “ομοθυμαδόν” λήψη αποφάσεων, την κοινή προσευχή και την κοινοκτημοσύνη.

Μόλις η Εκκλησία έλαβε κοινωνική υπόσταση άμεση ήταν η σύγκρουση της με την κρατική εξουσία. Ο Αρχιερέας, οι ιερείς, ο “στρατηγός του Ναού” συνέλαβαν τους Αποστόλους και στους προσήγαγαν σε δίκη.

Στη δίκη αυτή ο Πέτρος προσδιόρισε τα όρια της νομιμοφροσύνης των Χριστιανών απέναντι στις κοσμικές εξουσίες λέγοντας το περίφημο “πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις” (Πραξ.Αποστόλων Κεφ.Ε 29).

Οι αποφάσεις στην Εκκλησία εκείνη ήταν συλλογικές και λαμβάνονταν αφού συζητούνταν και επικυρώνονταν από την όλη κοινότητα των πιστών, “ομοθυμαδόν”. Η αυτοδιοίκηση αυτή της Εκκλησίας , άρχισε με την αυθεντική ποιμαντική διακονία των Αποστόλων, ως εκλεγμένων από τον Κύριον και τους εκλεγέντες από τους πιστούς επτά διακόνους,

Στη συνέχεια μέσα στη δεκαετία οι Απόστολοι και διάκονοι πλαισιώθηκαν από συνεργάτες τους, τους “Πρεσβυτέρους”. Στη συνέχεια αυτόνομα και αυτοδίκαια δημιουργήθηκε στην Εκκλησία ο θεσμός των Επισκόπων.

Κατά τον 2ο αιώνα οι Εκκλησίες υιοθέτησαν αυτόνομα τον θεσμό των επαρχιακών συνόδων. Ο θεσμός αυτός απέκτησε εθιμικό χαρακτήρα και σε λίγα χρόνια επεκτάθηκε σε όλη την Αυτοκρατορία.

Εκ των πραγμάτων υιοθέτησαν ένα ιδιότυπο είδος Χριστιανικής κοινοπολιτείας των Εκκλησιών των μέσα στην όλη κοινωνία της Αυτοκρατορίας, με δημοκρατική νοοτροπία και πρακτική.

Η όλη αυτή οργάνωση διοίκησης και λειτουργίας των Χριστιανικών Εκκλησιών είναι απόλυτα εναρμονισμένη με όσα στην Αγία Γραφή αναφέρονται. (Ματθ. Κεφ.6 9-10), (Ματθ. Κεφ. Δ 8-11), (Λουκάς Κεφ. Δ 5-8) & (Μαρκ. Ι 42-45)προφητείες (Μιχ. Δ. 1-8), (Δαν. Β 1-46, Ψαλμ. Νστ΄1-10, Ησαϊας Β 2-4 κ.α.) .

Τους τρεις πρώτους αιώνες η Εκκλησία ευρίσκετο σε καθεστώς παρανομίας. Αναγνώριση νόμιμης υπόστασης απέκτησε η Εκκλησία με το διάταγμα των Μεδιολάνων.

Β. Κατά τον 4ο μ.Χ. αιώνα, οι τότε Επίσκοποι, σε συνόδους των δεν μπόρεσαν ΑΥΤΟΝΟΜΑ να δώσουν λύσεις σε σημαντικά τότε εκκλησιαστικά ζητήματα (Δονατιστές, αίρεση Αρείου). Αυτό ανάγκασε τον Μ. Κων/νο να αναμείχθηκε ενεργά σε θέματα διοικητικά και δογματικά της Εκκλησίας , προκειμένου να διασφαλίσει τη δημόσια τάξη στην Αυτοκρατορία.

Την πολιτική αυτή του Μ. Κων/νου την ακολούθησαν και οι μεταγενέστεροι Αυτοκράτορες στο Βυζάντιο. Η πλήρης αυτονομία της Εκκλησίας χάθηκε. Διαμορφώθηκε μια νέα σχέση επεμβατική από την Πολιτεία στα ζητήματα τα διοικητικά κυρίως της Εκκλησίας.

Η σχέση αυτή κατ΄ άλλους ιστορικούς ήταν σχέση υποταγής (Καισαροπαπισμός) κατ΄ άλλους σχέση συναλληλίας, δεδομένου ότι τους κανόνες λειτουργίας της Εκκλησίας τους συνέτασσαν οι Επίσκοποι σε συνόδους των και τους υιοθετούσαν οι Αυτοκράτορες.

Η ανάμειξη αυτή των Αυτοκρατόρων του Βυζαντίου έγινε με έξυπνο τρόπο, αφού την παρουσίαζαν ως ενέργεια επίλυσης κρατικού προβλήματος δημόσιας τάξης. Με δική τους αυτοκρατορική πρόσκληση συγκαλούσαν συνόδους Επισκόπων κύρωναν τις αποφάσεις των και επέβαλαν την τήρησή των με διατάγματά των.

Στις 27 Φεβρουαρίου του 380 μ.Χ. ο Μέγας Θεοδόσιος εξέδωσε (ένδικτον) διάταγμα (Cod. Theod. XVI, 1,2) με το οποίο καθιερωνόταν ως ΕΠΙΣΗΜΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ (RELIGIO IMRERII) η “Καθολική Αποστολική Εκκλησία”. Έκτοτε η Χριστιανική Εκκλησία έγινε ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΘΕΣΜΟΣ.

Δεν θα αναφερθώ στις συγκεκριμένες επεμβάσεις του Κράτους σε διοικητικά αλλά και σε δογματικά ζητήματα στο διάστημα των 20 αιώνων, που ήταν πάνπολλες. Είναι καταχωρημένες στα ιστορικά βιβλία.

Την περίοδο της Τουρκοκρατίας φαινομενικά υπήρχε ανοχή στην ύπαρξη της Εκκλησίας. Τυπικά είχαν παραχωρηθεί “προνόμια” από τον Σουλτάνο στον Πατριάρχη σχετικά με την διοίκηση της Εκκλησίας και τα κτήματα των μοναστηρίων είχαν υπαχθεί στην κατηγορία των “βακουφίων” και δεν περιελήφθησαν στις δημόσιες γαίες.

Οι βίαιοι εξισλαμισμοί όμως, οι αυθαίρετες επεμβάσεις στη διοίκηση της Εκκλησίας , οι εκτελέσεις Πατριαρχών και άλλων κληρικών πιστοποιούν ότι στην ουσία η Εκκλησία ευρίσκετο σε διωγμό.

Γ. Μετά την αποτίναξη του Τουρκικού ζυγού και μέχρι σήμερα οι ιστορικές επεμβάσεις στα της Εκκλησίας την Βυζαντινή περίοδο και το παράδειγμα εκκλησιαστικής πολιτικής των Ευρωπαίων, εδραίωσαν διαχρονικά στην συνείδηση της Ελληνικής ελιτ, ένα σύστημα σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, που από τους νομικούς λέγεται σήμερα καθεστώς “ΤΗΣ ΝΟΜΩ ΚΡΑΤΟΥΣΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ”.

Δυστυχώς με όλες τις νομικές διατάξεις, που διαχρονικά θεσμοθετήθηκαν, καθιερώθηκε και υφίσταται μια συνεχής παρέμβαση και πολλάκις επέμβαση στα διοικητικά ζητήματα της Εκκλησίας.

Με εξαίρεση τον Ιωάννη Καποδίστρια, από την έλευση του Όθωνα και μέχρι σήμερα όργανα του κράτους μας, αγνόησαν το γεγονός, ότι της Εκκλησίας είναι αδιαίρετος και η διδασκαλία και το φιλανθρωπικό έργο και ο αγώνας για τον αγιασμό και τη θέωση των πιστών.

Έτσι εδραιώθηκε ως διοικητικό καθεστώς στην Εκκλησία η “δεσποτοκρατία” των Μητροπολιτών, που διαστρέφει την ποιμαντική αποστολή τους και είναι αντίθετη με την διδασκαλία του Χριστού.

Για τους ιερείς θεσμοθετήθηκαν ελάχιστες αρμοδιότητες σχετικά με την διοίκηση των ενοριών στις οποίες εφημερεύουν. Άφαντος μέσα στα νομικά κείμενα ο ρόλος των πιστών.

Δ. Πριν προχωρήσω στην λεπτομερή παρουσίαση της σημερινής κατάστασης των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας στην Ελλάδα και επειδή η χώρα μας έχει ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πρέπει προηγουμένως να σημειώσω το γεγονός ότι τυπικά δεν υφίσταται ανάμειξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα της Εκκλησίας.

Αυτό προκύπτει από την Δήλωση αριθ. 11 της Συνθήκης του Άμστερνταμ της Ε. Ε. , όπου η ορίζεται ότι: «Η Ευρωπαϊκή Ένωση σέβεται και δεν προδικάζει το, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, καθεστώς των εκκλησιών και των θρησκευτικών ενώσεων ή κοινοτήτων στα κράτη μέλη».

Επομένως το Κράτος μας έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα μονομερώς να καθορίζει τις σχέσεις του με την Εκκλησία.

Η ισχύουσα σήμερα ρύθμιση σε συνταγματικό επίπεδο είναι η καταχωρημένη στο άρθρο 3 του Συντάγματος του 1975. Σ΄ αυτό θεσμοθετήθηκε η Εκκλησία της Ελλάδος να “διοικείται από την Ιερά Σύνοδο των εν ενεργεία Αρχιερέων και από την Διαρκή Ιερά Σύνοδο που προέρχεται από αυτήν”.

Η Ιερά Σύνοδος ορίζεται να “συγκροτείται όπως ορίζει ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας”. Περαιτέρω οριζεται ότι. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος τηρεί απαρασάλευτα τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις. Διοικείται με τήρηση των διατάξεων του Πατριαρχικού Τόμου της κθ΄(29) του 1850.

Οι διατάξεις όμως του ανωτέρω Πατριαρχικού Τόμου ορίζουν ότι η Εκκλησία της Ελλάδος ΘΑ ΔΙΟΙΚΕΙΤΑΙ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟΥΣ ΙΕΡΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΚΑΙ ΑΚΩΛΥΤΑ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΚΟΣΜΙΚΗ ΕΠΕΜΒΑΣΗ.

Επομένως στη συνταγματική διάταξη υπάρχει μια τραγική αντίφαση. Η Εκκλησία της Ελλάδος να διοικείται σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες και ταυτόχρονα η Πολιτεία μονομερώς καθορίζει τον τρόπο διοίκησής της. Σημειολογικά αυτό είναι πολύ σημαντικό.

Στη συνέχεια, μονομερώς η Πολιτεία με τον Νόμο 590 του 1977 (ΦΕΚ 146 Α΄) θεσμοθέτησε τον “Καταστατικό χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος”. Με αυτόν προχώρησε σε λεπτομερή ρύθμιση της οργάνωσης της Εκκλησίας.

Προσέδωσε στα νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας την νομική κατάσταση του Ν.Π.Δ.Δ. πλήν ορισμένων ολίγων νομικών προσώπων της, που τους αποδόθηκε το καθεστώς Ν.Π.Ι.Δ.

Τα ΝΠΔΔ όμως είναι υπηρεσίες του ευρύτερου Δημοσίου, δηλαδή του Κράτους. Επομένως στην ουσία επανήλθαν οι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας στο καθεστώς που είχε θεσμοθετηθεί από τον Μ. Θεοδόσιο (RELIGIO IMRERII)

Αυτό έχει ως συνέπεια για τα ΝΠΔΔ της Εκκλησίας , να είναι αναγκασμένα να λειτουργούν με τους κανόνες που θεσπίζει το Κράτος ΕΠΙ ΠΑΝΤΟΣ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ακόμη και όταν αυτό αφορά τον τρόπο της λειτουργίας των.

Έτσι φθάνουμε στο γεγονός ιδίως σε οικονομικά ζητήματα τα νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας να λειτουργούν με διατάξεις νόμων της αγοράς, που έχουν ως περιεχόμενό των την φιλοσοφία του υλιστικού αντιχριστιανικού Καπιταλισμού, προωθούν τα συμφέροντα των κοινωνικά ισχυρών της χώρας και αγνοούν το πνεύμα και τις αρχές του Ευαγγελίου.

Σαφέστερα αυτό φαίνεται στον Αστικό μας Κώδικα που ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ προσώπων, ο οποίος έχει τις ρίζες του στο ειδωλολατρικό Ρωμαϊκό Δίκαιο. Αυτό είναι δεοντολογικά χριστιανικά απαράδεκτο.

Νομικά, θεολογικά και οντολογικά μια τέτοια υπαγωγή των νομικών προσώπων της Εκκλησίας στην νομική κατάσταση του ΝΠΔΔ είναι αντιφατική, για τους εξής λόγους:

1) Τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου δημιουργούνται από το Κράτος, δια της νομοθετικής λειτουργίας του, με την έκδοση νόμων ή διαταγμάτων, ενώ η Εκκλησία είναι έργο του Κυρίου Ημών Ιησού Χρηστού. Θεολογικά είναι σώμα Χριστού στο ιστορικό γίγνεσθαι.

Το άστοχο του χαρακτηρισμού των νομικών προσώπων της Εκκλησίας ως ΝΠΔΔ αναγνώρισε το 1994 και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σε δίκη υπόθεσης των Ιερών Μονών κατά χώρας μας. Το δικαστήριο δέχθηκε ότι οι μονές δεν είναι κρατικής προέλευσης νομικά πρόσωπα και δίκασε την υπόθεση ως αντιδικία ιδιώτη με το Κράτος.

2) Το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου αποσκοπεί στην υλοποίηση έργου κρατικού ενδιαφέροντος, ενώ η Εκκλησία σκοπό έχει να «θεραπεύσει» τον άνθρωπο και να τον οδηγήσει, στη σωτηρία και την θέωση.

Ο σκοπός αυτός είναι ολοφάνερα διαφορετικός από τον σκοπό της υπάρξεως του κράτους που είναι, εκτός από την διασφάλιση της αυθυπαρξής του, κατ΄ εξοχήν η ομαλή κοινωνική συμβίωση των διαβιούντων στην Επικράτειά του και στην καλύτερή του εκδοχή η κατοχύρωση ορισμένων ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών του, όσα επιτρέπει κατά καιρούς συσχετισμός των κοινωνικών δυνάμεων.

3) Στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου το κράτος μεταβιβάζει ένα μέρος της πρωτογενούς εξουσίας του και ταυτοχρόνως υπαγάγει αυτά στον διαρκή έλεγχο του.

Αυτό έχει ως συνέπεια, ιδίως στο χώρο της Οικονομίας, να είναι αναγκασμένα τα ΝΠΔΔ της Εκκλησίας να λειτουργούν με τους κανόνες του υλιστικού αντιχριστιανικού Καπιταλισμού, δεδομένου ότι οι νόμοι που ισχύουν για τα ΝΠΔΔ λειτουργούν σύμφωνα με νομικούς κανόνες που βασικά αγνοούν το πνεύμα και τις αρχές του Ευαγγελίου.

Περαιτέρω η Εκκλησία δεν επιτρέπεται να ασκεί οποιαδήποτε δημόσια εξουσία ενόψει της ρήσης του Κυρίου μας «Απρόδοτε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεω».

4) Το Κράτος μπορεί το οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου να το καταργήσει με την αυτήν διαδικασία που το είχε δημιουργήσει.

Είναι απαράδεκτο χριστιανικά για να συσταθεί ή να ιδρυθεί, συγχωνευτεί ή να διαλυθεί ενορία ή μονή να “συντελείται” η σχετική πράξη με έκδοση Προεδρικού Διατάγματος.

Η Εκκλησία υπάρχει και θα υπάρχει στους αιώνες των αιώνων. Επομένως και οι θεσμοί που αυτόνομα δημιούργησε όπως οι ενορίες και οι μονές. (Ματθ. κεφ.16 :18)

5) Η Εκκλησία όταν λειτουργεί ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου περιορίζει τον αυτοκαθορισμό της και περαιτέρω αυτό συνιστά στοιχείο εκκοσμίκευσής της. Και τέλος

6) Ενίοτε η σχέση αυτή του ΝΠΔΔ νομικά επιβάλλει τελείως απαράδεκτες για την Εκκλησία ενέργειες και ως παράδειγμα αναφέρω τον περιορισμό χειροτονίας κληρικών για δημοσιονομικούς λόγους παραγνωρίζοντας τις υπαρκτές ποιμαντικές ανάγκες.

Τον καθορισμό από την Πολιτεία των σχετικών ζητημάτων για την τέλεση της Θείας Λειτουργίας και λιτανειών, όπως στην παρούσα επιδημία.

Την στέρηση από το Διοικητικό Συμβούλιό των νομικών προσώπων της Εκκλησίας ή τον Μητροπολίτη του δικαιώματος να ελέγχει το θρησκευτικό πιστεύω του προσωπικού των ΝΠΔΔ της αρμοδιότητάς τους και την επιλογή του να μην μπορεί να κάνει το Διοικητικό Συμβούλιό του ή ο οικείος Μητροπολίτης αλλά να γίνεται από το ΑΣΕΠ.

7. Με τις διατάξεις του νόμου 590 του 1977 η Πολιτεία προσέδωσε την νομική κατάσταση του ΝΠΔΔ στα νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας για να τα έχει υπό τον έλεγχό της.

Επίσης ο νόμος αυτός ακροθιγώς ρυθμίζει τα της Ενορίας, ενώ είναι το κύτταρο της Εκκλησίας. Σκοπίμως για να την υποβαθμίσει, την αγνοεί σε ότι αφορά τα της οργάνωσης και λειτουργίας της.

Είναι σαφές ότι το κατεστημένο της χώρας αποσκοπεί στο να περιορίσει την δράση της Εκκλησίας μόνο στην λατρεία που γίνεται στους Ιερούς Ναούς. Απόδειξη αυτού του γεγονότος είναι το περιεχόμενο των ρυθμίσεων του Νόμου 590 που έχει 75 άρθρα.

Οι διατάξεις που αναφέρονται στο κύτταρο της Εκκλησίας την Ενορία είναι οι εξής μόνο:

α) Στην παρ. 3 του άρθρου 11 ορίζεται ότι: “Εκάστη Μητρόπολις υποδιαιρείται εις ενορίας εχούσας ως κέντρον τον αντίστοιχον ενοριακόν ναόν”.

β) Στο άρθρο 30 όπου ρυθμίζεται ότι: “η διαχείρησις των κατά νόμων εισφορών των Ιερών Ναών προς συντήρησιν των Μητροπολιτικών Γραφείων ή άλλων προσόδων της Μητροπόλεως διεξάγεται ευθύνη του οικείου Μητροπολίτου, συμφώνως προς τας εκαστοτε εκδιδομένας και δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως δημοσιευομένας κανονιστικάς πράξεις της Δ.Ι.Σ.”

γ) Στο άρθρο 36 που αναφέρεται στο χαρακτηρισμό της ως ΝΠΔΔ, και προσδιορίζονται οι όροι ίδρυσης, συγχωνεύσεως ή καταργήσεως της.

Για τους ιερείς θεσμοθετούνται ελάχιστες αρμοδιότητες σχετικά με την διοίκηση των ενοριών στις οποίες εφημερεύουν. Συγκεκριμένα στο άρθρο 37 όριζεται ότι "Ο εφημέριος μεριμνά δια την λατρευτικήν και πνευματικήν ζωήν των ενοριτών και δια παν ζήτημα αφορών εις την πνευματικήν και υλικήν πρόοδον της Ενορίας".

Τα υπόλοιπα αφορούν την “υπηρεσιακή” κατάσταση των εφημερίων.

Τέλος άφαντος μέσα σε αυτό το νομικό κείμενο είναι ο ρόλος των πιστών, όπως και σε όλους τους προηγηθέντες νόμους.

Ε. Οι περισσότερες ενέργειες των συλλογικών οργάνων της Εκκλησίας στο χώρο της Οικονομίας (παραγωγής και διανομής αγαθών και υπηρεσιών) είναι "δέσμιες εκ του νόμου", δηλαδή προκαθορισμένες από διατάξεις νόμων θεσπισθέντων μάλιστα στα πλαίσια της φιλοσοφίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ( κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, εκτοκισμός, μερίσματα, πλειοδοτικοί διαγωνισμοί), με ελάχιστα περιθώρια διακριτικής ευχέρειας ενεργείας εναρμονισμένης με το πνεύμα και το μήνυμα του Ευαγγελίου.

Έτσι τα νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας πρέπει να συμμορφώνονται σε ότι αφορά την διαχείριση της περιουσίας των και των οικονομικών των με τις διατάξεις των εξής νόμων. νόμος 4684/1931 και Π.Δ. της 1-3- 1932 (ΦΕΚ 61 Α΄) νόμοι 1611/1950, 1811/1988, 2216/1994 ,4182/2013 .

Είναι αλήθεια ότι οι διατάξεις του άρθρου 46 του νόμου 590/1977 , ορίζουν ότι “ο τρόπος διοικήσεως, ελέγχου, διαφυλάξεως, διαχειρίσεως, εκμισθώσεως και εκποιήσεως και γενικά κάθε ζήτημα της διαχειρίσεως και αξιοποιήσεως της περιουσίας κάθε νομικού προσώπου της Εκκλησίας” καθορίζεται, με Κανονισμούς της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου.

Όποιος όμως διαβάσει τους σχετικούς κανονισμούς που ψήφισαν και εξέδωσαν οι Επίσκοποί μας και οι οποίοι είναι οι υπ΄αριθ. 9/1971 (ΦΕΚ Α΄ 28/08-02-1971), 8/1979 (ΦΕΚ 1 Τ.Α΄1980), 58/1975 (ΦΕΚ Α΄ 4/13-01-1975), 100/1998 (ΦΕΚ. Α΄. 261/20-11-1998), 267/2015 (ΦΕΚ Α΄ 120/29-09-2015), 19/146/2021(ΦΕΚ Β΄ 415/04-02- 2021) θα διαπιστώσει ότι η φιλοσοφία των δεν απέχει πολύ από εκείνη των ανωτέρω νόμων.

ΣΤ. Διαπιστώνει κανείς από τα ανωτέρω νομικά κείμενα αλλά και από τα γεγονότα που έρχονται κατά καιρούς στη δημοσιότητα ότι και η Ιεραρχία μας αποδέχεται πλήρως αυτήν την κατάσταση των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας.

Το ενδιαφέρον των Επισκόπων μας εξαντλείται κυρίως στα της διοίκησης και διαχείρισης της Εκκλησιαστικής περιουσίας και στην παροχή περίθαλψης στους ευρισκόμενους σε κατάσταση ανάγκης συνανθρώπων μας.

Σε πλείστα κείμενα Επισκόπων μας οι σχέσεις αυτές χαρακτηρίζονται ως συναλληλία. Δυστυχώς όμως λέγοντας “Εκκλησία” εννοούν μόνο την διοικούσα Εκκλησία δηλαδή τους εαυτούς τους.

Έτσι είναι πλήρως ευχαριστημένοι με το περιεχόμενο του νόμου 590/1977 και ιδίως του άρθρου 2 που κατ΄αυτούς στο άρθρο αυτό θεσμοθετείται η “συναλληλία”. Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού θεσπίζεται η συνεργασία της Πολιτείας με την Εκκλησία της Ελλάδος στα θέματα “κοινού ενδιαφέροντος”.

Αυτά το άρθρο 2 ενδεικτικά και όχι περιοριστικά τα προσδιορίζει ως εξής. “τα της χριστιανικής αγωγής της νεότητος , της εν τω στρατεύματι θρησκευτικής υπηρεσίας , της εξυψώσεως του θεσμού του γάμου και της οικογένειας, της δια την περίθαλψιν των δεομένων εν γένει προστασίας , της διαφυλάξεως των ιερών κειμηλίων και εκκλησιαστικών και χριστιανικών μνημείων, της καθιερώσεως νέων Θρησκευτικών εορτών”.

Όμως ουσιαστικά συναλληλία υφίσταται, όταν η πολιτεία βοηθά την Εκκλησία προκειμένου αυτή να εκπληρώσει επί της Γης το έργο της, όταν απέχει από κάθε ανάμειξη στο λειτουργικό έργο της και στα θέματα της διοίκησης της. Αντίστοιχα όταν η Εκκλησία ευλογεί τα έργα της Πολιτείας, που δεν αντιστρατεύονται το έργο της.

Το έργο της Εκκλησίας έχει ως στόχο την σωτηρία και η θέωση των πιστών Χριστιανών και στο έργο της αυτό όχι μόνο δεν έχει την βοήθεια της Πολιτείας που νομικά περιορίζεται στα όσα αναφέρονται στο ανωτέρω υπ΄ αριθμον 2 άρθρο αλλά και το αντιστρατεύεται αν όχι άμεσα οπωσδήποτε έμμεσα.

Δυστυχώς και παλαιότερα και από το 1977 που θεσπίστηκε οι ανωτέρω διατάξεις και μέχρι σήμερα δεν είδαμε θέσπιση νομικών κανόνων και κρατικές πράξεις που να προωθούν την χριστιανική αγωγή της νεότητος, την “εξύψωση” του θεσμού του γάμου και της οικογένειας.

Είδαμε αντίθετα την δημιουργία Καζίνων, την επέκταση του θεσμού των τυχερών παιχνιδιών (ΠΡΟ ΠΟ κλπ), την δημιουργία Χρηματιστηρίου Παραγώγων, την θέσπιση κανόνων λειτουργίας του και του Χρηματιστηρίου Αξιών, που προωθούν την νόμιμη ληστεία και καλλιεργούν την απληστία και έτσι διαφθείρουν συνειδήσεις, καλλιεργούν την λατρεία του χρήματος και καταστρέφουν τις ψυχές των ανθρώπων που μετέχουν στις συναλλαγές μέσω αυτών των θεσμών.

Είδαμε την μεθοδευμένη ληστεία που από το 1998 έως το 2010 που έγινε μέσω των θεσμοθετημένων κανών λειτουργίας του Χρηματιστηρίου. Επίσης, είδαμε την έλλειψη προστασίας όσων επλήγησαν από την οικονομική κρίση από το 2010, είδαμε την μετανάστευση 500.000 νέων μας, την ανεργία να έπληξε και πλήττει εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά, την λήστευση των ασφαλιστικών ταμείων, το άγχος εκατοντάδων χιλιάδων οικογενειών από τον φόβο πλειστηριασμού της πρώτης κατοικίας των.


Οι πράξεις και οι παραλήψεις αυτές του πολιτικού μας συστήματος αποδεικνύουν ότι η λεγόμενη συναλληλία Πολιτείας και Εκκλησίας είναι κενό γράμμα είναι ψευδεπίγραφη. Συναλληλία μπορεί να υπάρχει στις σχέσεις της Ιεραρχίας και του πολιτικού συστήματος όταν μπροστά σ΄αυτά τα γεγονότα η Ιεραρχία να μένει σιωπηλή. Όμως αυτή δεν είναι συναλληλία Πολιτείας και Εκκλησίας. Η Εκκλησία δεν είναι μόνο οι Επίσκοποι της είναι όλα τα μέλη της Εκκλησίας κλήρος και όλοι οι πιστοί χριστιανοί.

Σιώπησαν οι Επίσκοποι . Η σιωπή όμως σημαίνει συμφωνία. Ο Μέγας Βασίλειος το επιβεβαιώνει “ο σιωπών δοκεί συναινείν”. Δεν πήραν ως παράδειγμα την ενέργεια του Αγίου μας Ιωάννη του Χρυσοστόμου, που έστειλε επιστολή στην Αυτοκράτειρα Ευδοξία με την οποία στηλίτευε την ανάλγητη και παράνομη συμπεριφορά της να αρπάξει την την περιουσία της χήρας του πατρικίου Θεόγνωστου και των ορφανών παιδιών της. Έκανε αυτό που η διακονία του Επισκόπου επέβαλε, γνωρίζοντας ότι αυτό θα του στοίχιζε την εξορία του.

Υπήρξε όμως μια σπίθα που έλαμψε. Η σπίθα αυτή ήταν το εμπνευσμένο Μήνυμα της Ιεραρχίας “ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΑΟ” του Νοεμβρίου του 2010. Σ΄ αυτό λειτούργησε σωστά την διακονία της την περίσταση εκείνη.

Καυτηρίαζε την πολιτική που άσκησε το πολιτικό μας σύστημα στην οικονομία, όπως και το ήθος και την στάση ζωής που ο λαός μας είχε διαμορφώσει με την παράδοσή του στον καταναλωτισμό και στον εναγκαλισμό των υλικών αξιών που είχαν αποτέλεσμα την χρεοκοπία της οικονομίας της χώρας μας και όλα τα επακόλουθά της.

Επισήμαινε η Ιεραρχία ότι με τα μνημόνια “Από κοινωνικής πλευράς επιχειρείται μια ανατροπή δεδομένων και δικαιωμάτων και μάλιστα με ένα πρωτοφανές επιχείρημα.

Τα απαιτούν τα μέτρα αυτά οι δανειστές. Δηλώνουμε δηλαδή ότι είμαστε μια χώρα ΥΠΟ ΚΑΤΟΧΗ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΟΥΜΕ ΕΝΤΟΛΕΣ των κυριάρχων δανειστών μας” Ποιο επεσήμαινε η Ιεραρχία ότι η οικονομική κρίση είναι συνέπεια και καρπός της πνευματικής κρίσης και ότι “η ουσία της πνευματικής κρίσης είναι η απουσία νοήματος ζωής και ο εγκλβισμός του ανθρώπου στο εγωκρατούμενο ένστικτο.

Ενα παρόν χωρίς μέλλον χωρίς όραμα…”

Βέβαια το μήνυμα αυτό δεν είχε την προβολή που το άρθρο 2 του ανωτέρω νόμου επιβάλλει από τα κρατικά ΜΜΕ και βεβαίως από τα ιδιωτικά ΜΜΕ που ξέρουμε πλέον όλοι ποιόν υπηρετούν.

Η στάση της Πολιτείας εξ άλλου εκδηλώθηκε με την επικύρωση της συνταγματικότητας του μνημονίου και της δανειακής σύμβασης από το Συμβούλιο της Επικρατείας.

Το μήνυμα όμως εκείνο δεν είχε συνέχεια. Ακολούθησε σιωπή. Πρόσφατα είχαμε μια άλλη εμπειρία. Μετά από ενάμιση έτους της “Πανδημίας του κορονοϊου COVID-19 τον Ιούλιο του 2021 η Διαρκής Ιερά Σύνοδος σε μήνυμά της προς τον Λαό με τίτλο

“ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΜΑΣ ΡΩΤΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟ ΕΜΒΟΛΙΟ ΚΑΙ ΟΙ ΓΙΑΤΡΟΙ ΜΑΣ ΑΠΑΝΤΟΥΝ” αφού παρέθετε τις απαντήσεις που έλαβε “αρμοδίως” (χωρίς να διευκρινίζει ποιοί αποτελούν τους αρμόδιους) σε ερωτήματά της συνιστούσε τα εξής στους πιστούς.


“Ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐμπιστεύεται τήν ἐπιστημονική κοινότητα τῶν ἰατρῶν, ἡ ὁποία νυχθημερόν ἀγωνίζεται γιά τήν ἀπαλλαγή τῶν ἀνθρώπων ἀπό τή θανατηφόρο πανδημία.

Μέ τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐπίπονη προσπάθεια τῶν ἐπιστημόνων ἐρευνητῶν, ἡ ἀνθρωπότητα ἔχει πλέον στή διάθεσή της τό ἐμβόλιο, τό ὁποῖο εἶναι ἱκανό νά ὑψώσει τεῖχος στήν ἐξάπλωση τῆς πανδημίας.

Ὁ ἐμβολιασμός ἀποτελεῖ μέγιστη πράξη εὐθύνης ἀπέναντι στόν συνάνθρωπο, ἐνῶ τό ἐμβόλιο κατά τοῦ κορωνοϊοῦ δέν ἔρχεται σέ καμία ἀντίθεση μέ τήν Ἁγιογρα-φική, Πατερική καί Κανονική διδασκαλία τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας.

Κατά συνέπεια, τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας μποροῦν ἐλεύθερα, σύμφωνα μέ τήν ὑπόδειξη τοῦ ἰατροῦ τους, νά ἐπιλέξουν τήν πράξη τοῦ ἐμβολιασμοῦ, δίχως τόν ὁποιονδήποτε φόβο ὅτι αὐτή ἡ ἐπιλογή θά ἔχει ἐπίπτωση στή σχέση τους μέ τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία ἤ καί σέ αὐτήν τή σωτηρία τους.”

Τι δεν πρόσεξε και τι δεν επισήμανε προς το χριστεπώνυμο πλήρωμα της Εκκλησίας η ΔΙΣ.

Την παγκόσμια φίμωση στα ΜΜΕ της αντίθετης θέσης από την “επίσημη” διακεκριμένων λειτουργών της υγείας για τα εμβόλια των εταιρειών Pfizer, Moderna, Astra Zeneca, Johnson & Johnson.

Το γεγονός ότι για την παραγωγή και την διάθεση των εμβολίων των ανωτέρω εταιρειών διετέθησαν αστρονομικά ποσά από τις Κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Ε.Ε. δεν υπήρξε σκέψη να διατεθούν τα αναγκαία ποσά ούτε για έρευνα και παραγωγή καταλλήλων φαρμάκων για την ασθένεια του κορονοϊού, ούτε για την διενέργεια ενός παγκοσμίου συνεδρίου καταξιωμένων επιστημόνων για τον τρόπο αντιμετώπισης της “πανδημίας του κορονοϊού”.

Εάν τα επισήμαινε αυτά στη συνέχεια όφειλε να κάνει την ανάλογη κριτική προς τους διεθνείς οργανισμούς και διεθνώς προς τα πολιτικά συστήματα και πρωτίστως της χώρας μας για τα εξής που είναι πληγές για την ανθρωπότητα.

Να καυτηριάσει την αδιαφορία των πλουσίων απέναντι στο γεγονός της πείνας που μαστίζει τον τρίτο κόσμο με αποτέλεσμα ημερησίως χιλιάδες παιδιά να χάνουν την ζωή τους.

Να καυτηριάσει το γεγονός ότι τεράστια ποσά διατίθενται για εξοπλισμούς παγκοσμίως.

Να καυτηριάσει την υποκρισία των “ισχυρών της Γης” που μιλούν για ειρήνη αλλά εργάζονται για να δημιουργούν και να συντηρούν τοπικούς πολέμους.

Για να επανέλθω στο θέμα μου συνοψίζω για να υπάρχει συναλληλία Εκκλησίας και Πολιτείας πρέπει η Πολιτεία να γίνει “διάκονος του Θεού για το καλό των ανθρώπων”. Να υπηρετεί αυτήν αποστολή όπως ο Απόστολος Παύλος την προσδιορίζει στην προς Ρωμαίους Επιστολή του.

Ζ. Εντός των προσεχών ημερών θα συνεδριάσει η Ιεραρχία της Ελλάδος . Μεταξύ των θεμάτων που θα εξετάσει είναι και το ζήτημα για την συμμετοχή των λαϊκών στο εκκλησιαστικό γεγονός και το ζήτημα του τρόπου λειτουργίας των ενοριών.

Ευχής έργο θα είναι μέσα σε αυτά να δει και το θέμα της συμπλήρωσης των διατάξεων του άρθρου 1 παρ. 5 του κανονισμού υπ΄ αριθ. 230/2012 (ΦΕΚ73/Τ.Α.΄ 2012) της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος "Περί Εφημερίων και Διακόνων" που προβλέπει ότι “με μέριμνα των Εφημερίων του κάθε Ιερού Ναού συντάσσεται και διατηρείται ο κατάλογος των Ενοριτών”.

Η διάταξη αυτή ως έχει είναι ανεφάρμοστη. Θα πρέπει η Ιερά σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος να την συμπληρώσει κατά να την καταστήσει λειτουργική. Έτσι θα έχουμε την Ελευθέρα και Ζώσα Ενορία, όπως έχω εξηγήσει σε προηγούμενο κείμενό μου με τίτλο “ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΔΙΑΛΟΓΟ”


Νικήτας Αποστόλου




3 σχόλια:

  1. Η διαστρέβλωση της αρχικής εκκλησίας μετά την σύμπραξή της με το κράτος ,φαίνεται από τα γεγονότα που στις μέρες μας κορυφώθηκαν και από τα μέλλοντα που προειδοποιούνται.
    Η εκκλησία ως σώμα πιστών είναι δημιούργημα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και δεν έχει σχέση με την εκάστοτε ιεραρχία και το κράτος.
    Το συμπέρασμα εξάγεται από τις πράξεις των επισκόπων και του ιερατείου που επί 2000 χρόνια προσπαθούν να την σπιλώσουν και να την καταστρέψουν με τα έργα τους ,όμως αυτή παραμένει ακμαία στις καρδιές των πιστών ανθρώπων τώρα και πάντα και εις τους αιώνας των αιώνων.
    Ματαιοπονούν οι Κούληδες και οι Ψευδώνυμοι εγκάθετοι εξουσιαστές .
    Εύγε Νικήτα άξιε συνέχισε ,μοιράζεις γνώση στον λαό και πόνο στους πονηρούς.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ιερωνυμε για εσενα ειδικα θα ερθει οχι με φραγγελιο,αλλα με κατι αλλο...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. ΨΑΧΝΩ ΤΗΝ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΑΠΟ ΘΕΣ/ΝΙΚΗ.ΘΕΛΩ ΝΑ ΤΗΣ ΠΩ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή