ΜΑΥΡΟ ΚΑΙ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

Η φράση «Η εποχή των τεράτων» αποτυπώνει με τον πιο πειστικό τρόπο την τρέχουσα παγκόσμια γεωπολιτική αταξία, η οποία χαρακτηρίζεται από τη σταδιακή υποχώρηση των Ηνωμένων Πολιτειών από την ηγεμονική τους θέση ως μοναδική υπερδύναμη του πλανήτη, θέση που κατείχαν πριν από λίγες δεκαετίες.
Σήμερα, βρισκόμαστε σε μια ενδιάμεση περίοδο, κατά την οποία η παραπαίουσα αμερικανική ηγεμονία προσπαθεί να αναστρέψει την αποδυνάμωσή της με κάθε μέσο, ενώ νέοι πόλοι δύναμης, όπως η Κίνα, η Ρωσία και η Ινδία, αναδύονται δυναμικά, χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να καταλάβουν την πρωτοκαθεδρία στον παγκόσμιο χάρτη.
Αυτή η ιστορική περίοδος χαρακτηρίζεται από ένταση στους οικονομικούς ανταγωνισμούς και τις πολεμικές συγκρούσεις, οι οποίες εντείνονται καθώς οι υπάρχουσες παγκόσμιες ισορροπίες δοκιμάζονται.
Σε αυτό το γεωπολιτικό σκηνικό, ο θρόισμα του Τραμπ και η κεντροαμερικανική πολιτική του, που περιλαμβάνει απειλές για οικονομικούς πολέμους και υποσχέσεις για την απόσυρση της αμερικανικής αμυντικής ομπρέλας, αποδεικνύουν την ένταση των διεθνών σχέσεων και τον κίνδυνο πλήρους διάλυσης των ισορροπιών στον Δυτικό κόσμο.
Η τάση αυτή έχει τη ρίζα της στις ισχυρές αμερικανικές επιδιώξεις να διατηρήσουν την πρωτοκαθεδρία τους, αν και αυτή η προσπάθεια φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με την ιστορική κατεύθυνση των διεθνών σχέσεων.
Καθώς η αμερικανική ισχύς φθίνει και ο κόσμος εισέρχεται σε μια νέα πολυπολική διάταξη, με μεγάλες συγκρούσεις να μαίνονται σε διάφορες περιοχές (όπως η κρίση στην Ουκρανία, η οικονομική σύγκρουση Ρωσίας-Δύσης, η σινορωσική συνεργασία και οι έντονες αντιπαραθέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, η ισλαμική τρομοκρατία και η αποσταθεροποίηση της Μέσης Ανατολής), θα περίμενε κανείς την προσπάθεια της Ευρώπης να ενισχύσει τη γεωπολιτική της θέση.
Αντί όμως για μια τέτοια γεωπολιτική ενδυνάμωση, η Ευρώπη, που άλλοτε υπήρξε το θέατρο των μεγάλων παγκοσμίων πολέμων και αντιπαραθέσεων, φαίνεται να έχει απομακρυνθεί από τη δυνατότητα να αναλάβει ηγετικό ρόλο στον νέο παγκόσμιο χάρτη.
Η στενόμυαλη οικονομική πολιτική και οι εθνικές σκοπιμότητες των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, όπως η Γερμανία, έχουν οδηγήσει στην αδυναμία συγκρότησης μιας κοινής στρατηγικής για τη διαμόρφωση ενός σταθερού ευρωπαϊκού πυλώνα στην παγκόσμια πολιτική.
Αντίθετα, η ήπειρος εμφανίζεται πλέον ως ένας από τους πιο αδύναμους κρίκους, με έντονες εσωτερικές αναταράξεις και την αναπόφευκτη άνοδο της συντηρητικής δεξιάς, η οποία ενισχύεται από τις διεθνείς πιέσεις του συστήματος Τραμπ.
Η αδυναμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στην παγκόσμια σκηνή απορρέει από την έλλειψη κοινών στρατηγικών και πολιτικών στους τομείς της ανάπτυξης, της άμυνας και της εξωτερικής πολιτικής.
Αυτό έχει μετατρέψει την Ε.Ε. σε έναν «σάκο του μποξ» για τους υπόλοιπους παγκόσμιους παίκτες, καθώς τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων κυριαρχούν και η Ένωση αδυνατεί να αντεπεξέλθει στον αυξανόμενο ανταγωνισμό. Αυτή η κατάσταση δεν είναι τυχαία ή επιφανειακή.
Οφείλεται στη συστημική αδυναμία της Ε.Ε. να εμβαθύνει πολιτικά και να αναπτύξει μια συνεκτική γεωπολιτική στρατηγική για να ανταποκριθεί στις εξελίξεις του πολυπολικού κόσμου, ο οποίος διαμορφώνεται υπό την επίδραση μιας τεράστιας γεωπολιτικής ρευστότητας.
Η εστίαση της Ε.Ε. σχεδόν αποκλειστικά στον οικονομικό τομέα – και μάλιστα με περιορισμούς που προέρχονται από τον γερμανικό οικονομικό εθνικισμό – αποδεικνύεται μια λανθασμένη προσέγγιση, δεδομένου ότι δεν συνοδεύεται από την ανάπτυξη μιας ισχυρής αμυντικής ισχύος ή μιας κοινής εξωτερικής πολιτικής.
Αυτή η αδυναμία συνιστά τη λυδία λίθο της ευρωπαϊκής γεωπολιτικής σύγχυσης, που με τη σειρά της αναμένεται να οδηγήσει σε ακόμη πιο δραματικές συνέπειες υπό την πίεση των πολιτικών του Ντόναλντ Τραμπ.
Έτσι, τα κρίσιμα ζητήματα που πρέπει να απασχολήσουν την Ε.Ε. και να οδηγήσουν σε τολμηρές πολιτικές αποφάσεις, περιλαμβάνουν πρώτα και κύρια την αποδέσμευση της Ευρώπης από τη στρατηγική αυτοπαγίδευση που έχει υιοθετήσει, η οποία την έχει θέσει σε μειονεκτική θέση απέναντι στον παγκόσμιο ανταγωνισμό του πολυπολικού κόσμου.
Ιδιαίτερα σε σχέση με την αμερικανική στρατηγική της διπλής ανάσχεσης, η οποία περιορίζει τη Ρωσία και κατευθύνει τις προσπάθειες περιορισμού της Κίνας.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία, ως ο πρώτος πόλεμος στην Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατέδειξε με δραματικό τρόπο τις αδυναμίες της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής και άμυνας.
Η ανεπάρκεια αυτών των τομέων ανάγκασε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες να στραφούν στο ΝΑΤΟ, το οποίο είχε θεωρηθεί «εγκεφαλικά νεκρό» από τον Γάλλο πρόεδρο Μακρόν.
Η στροφή αυτή προς το ΝΑΤΟ σημαίνει de facto υπαγωγή της Ευρώπης στην κυριαρχία των ΗΠΑ, οι οποίες αποσκοπούν να μετατρέψουν την ήπειρο σε προγεφύρωμα ενάντια στην αναδυόμενη στρατηγική του ασιατικού μπλοκ, με ηγετική δύναμη την Κίνα.
Η αμερικανική στρατηγική της διπλής ανάσχεσης, η οποία επικεντρώνεται στην αποδυνάμωση της Ρωσίας και την περαιτέρω απομόνωση της Κίνας, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα συμφέροντα της Ευρώπης.
Η Ρωσία και η Ουκρανία δεν αποτελούν μόνο γεωγραφικούς γείτονες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και οργανικά μέρη της ευρωπαϊκής ηπείρου, με αλληλένδετους πολιτικούς και οικονομικούς δεσμούς.
Η προσπάθεια απομόνωσης αυτών των χωρών, στο πλαίσιο της αμερικανικής στρατηγικής, δεν συμβαδίζει με τις ανάγκες της Ευρώπης για ασφάλεια και σταθερότητα στην περιοχή.
Οι ευθύνες της ΕΕ
Οι ευθύνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την τρέχουσα γεωπολιτική αδυναμία και τις εξελίξεις στην Ουκρανία είναι ιστορικές και βαθιές.
Η Ε.Ε. απέτυχε να αναλάβει πρωτοβουλίες για την αποτροπή της σύγκρουσης, αν και υπήρχαν ευκαιρίες για παρέμβαση κατά την περίοδο μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και του
Ανατολικού Μπλοκ, όταν οι συνθήκες το επέτρεπαν. Η Ε.Ε. είχε την ευκαιρία να οικοδομήσει μια οργανική ισορροπία ασφάλειας στην περιοχή, η οποία θα περιλάμβανε την εξισορρόπηση των ρωσικών ανησυχιών σχετικά με την υπερεπέκταση του ΝΑΤΟ.
Αν η Ε.Ε. είχε ενισχύσει την αυτόνομη αμυντική της ικανότητα, το ΝΑΤΟ, το οποίο πλέον φαίνεται αδιάφορο για την ασφάλεια της Ευρώπης, δεν θα είχε κανένα λόγο ύπαρξης.
Ωστόσο, η εμμονή στην προώθηση των εθνικών συμφερόντων – και κυρίως εκείνων της Γερμανίας – μετά την ενοποίηση της, που ήθελε να επιβάλει τη «γερμανοποίηση» της Ε.Ε., οδήγησε στην απώλεια αυτής της μεγάλης ιστορικής ευκαιρίας για την Ε.Ε. να αναλάβει έναν ανεξάρτητο και ισχυρό γεωπολιτικό ρόλο.
Παρά τη σημαντική οικονομική της δύναμη και το πολιτισμικό βάρος, η Ευρώπη δεν κατάφερε να προχωρήσει σε σοβαρή πολιτική ενοποίηση με κοινή εξωτερική πολιτική και αμυντική θωράκιση. Αν το είχε πράξει, θα μπορούσε να είχε παίξει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της νέας παγκόσμιας ισορροπίας, ως ανεξάρτητος πόλος εξουσίας.
Σήμερα, καθώς οι ΗΠΑ προσπαθούν να περιορίσουν την οικονομική τους φθορά και να ανακτήσουν την παγκόσμια ηγεμονία τους, η Ε.Ε. βρίσκεται αντιμέτωπη με τον άμεσο κίνδυνο να υποστεί έναν σημαντικό οικονομικό πόλεμο μέσω επιβολής δασμών, ενώ είναι επίσης εκτεθειμένη σε αμυντική ανεπάρκεια, εάν οι ΗΠΑ περιορίσουν ή αποσύρουν την αμυντική τους ομπρέλα.
Επιπλέον, η Ε.Ε. χρειάζεται να υιοθετήσει και να εφαρμόσει πολιτικές που θα επιδιώκουν την οικονομική ενοποίηση και την άμβλυνση των οικονομικών ανισοτήτων εντός της Ένωσης. Αυτές οι στρατηγικές θα ενίσχυαν τη δυνατότητα της Ε.Ε. να ανταγωνιστεί αποτελεσματικά ως οικονομικός πόλος στον υπό διαμόρφωση πολυπολικό κόσμο, προσφέροντας τη δυνατότητα στην Ευρώπη να αποκτήσει έναν πιο δυναμικό ρόλο στις διεθνείς σχέσεις.
Πράσινη μετάβαση και παραγωγική διάλυση
Η ακολουθούμενη πολιτική της πράσινης μετάβασης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πέρα από τις τεράστιες κοινωνικές ανισότητες που εντείνει λόγω της μονεταριστικής οικονομικής προσέγγισης, επιδεινώνει την παραγωγική δυναμική και ενδέχεται να καταστεί μοιραία για την ευρωπαϊκή βιομηχανία και την αγροτική παραγωγή.
Η ΕΕ, μέσω των ηγετικών της οργάνων, προσπαθεί να αναλάβει ηγετικό ρόλο στη βιώσιμη ανάπτυξη και την κλιματική ουδετερότητα, αλλά ταυτόχρονα ενεργεί με τρόπο που την καθιστά απομονωμένη, καθώς δεν εξασφαλίζεται η συνεργασία ή οι συνεννοήσεις με άλλους μεγάλους παγκόσμιους παίκτες όπως οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία και η Αφρική.
Η απουσία μιας συντονισμένης παγκόσμιας προσέγγισης στην πράσινη μετάβαση προκαλεί σοβαρές επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών προϊόντων, καθώς οι αντίπαλοι παραγωγοί σε άλλες περιοχές του κόσμου παράγουν με χαμηλότερο κόστος και χωρίς να αντιμετωπίζουν τόσο αυστηρούς περιβαλλοντικούς περιορισμούς.
Από την άλλη, πίσω από τις πολιτικές αυτές κρύβονται μεγάλα ολιγοπωλιακά συμφέροντα, τα οποία προωθούν τις εν λόγω πολιτικές μέσω της οικολογικής συνείδησης, θυσιάζοντας τον πρωτογενή τομέα και την αγροτική παραγωγή.
Ειδικότερα, η ενίσχυση των περιορισμών στις εκπομπές άνθρακα και η αύξηση των φόρων καυσίμων πλήττουν άμεσα τη βιωσιμότητα των αγροτών, με σοβαρές συνέπειες στην εφοδιαστική αλυσίδα τροφίμων και στην οικονομία της ΕΕ στο σύνολό της.
Η πράσινη συμφωνία (Green Deal) της ΕΕ, που έχει σκοπό την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας μέχρι το 2050, παραμένει μια μονομερής πολιτική απόφαση, χωρίς καμία παγκόσμια συμφωνία και συνεργασία με άλλες μεγάλες δυνάμεις.
Η EΕ με αυτή την προσέγγιση εντείνει την αδυναμία της στο παγκόσμιο γεωπολιτικό και οικονομικό πεδίο, πλήττοντας τη βιομηχανία και την παραγωγική της ικανότητα, γεγονός που θα μπορούσε να έχει δραματικές συνέπειες για το μέλλον της.
Για να αποφευχθεί η περαιτέρω παρακμή της Ευρώπης, απαιτείται άμεση αναδιοργάνωση των πολιτικών και στρατηγικών της ΕΕ.
Πρώτον, είναι επιτακτική η ανάγκη συγκρότησης μιας ενιαίας εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής για την αντιμετώπιση του παγκόσμιου γεωπολιτικού ανταγωνισμού. Δεύτερον, είναι επιβεβλημένη η εφαρμογή νέων οικονομικών πολιτικών που θα προωθούν την οικονομική ενοποίηση και την ενίσχυση του παραγωγικού τομέα.
Η έκθεση Ντράγκι προσφέρει σημαντικές προτάσεις για την αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων, με προτεραιότητα την αύξηση των επενδύσεων στη βιομηχανία, την ενέργεια, την τεχνολογία και την άμυνα, η οποία προτείνεται να χρηματοδοτηθεί μέσω της έκδοσης κοινών ευρωομολόγων και της ενεργοποίησης του δημόσιου τομέα.
Ως που θα φτάσει η αυτοκαταστροφή;
Ήδη πρέπει να σημειωθεί ότι στους τομείς αυτούς οι ΗΠΑ επενδύουν εκατομμύρια δις δολάρια ως κρατικές ενισχύσεις στη βιομηχανία και την προσέλκυση επενδύσεων στον τομέα νέων τεχνολογιών, με συνέπεια την εγκατάσταση πολλών Ευρωπαϊκών επιχειρήσεων στο έδαφός της ενώ αντίστοιχα η Κίνα που έχει κάνει άλματα στους τομείς αυτούς με τεράστια κρατική χρηματοδότηση ετοιμάζεται να γεμίσει την παγκόσμια αγορά με φθηνά ηλεκτρικά οχήματα και άλλα προϊόντα νέας τεχνολογίας.
Έτσι, ο πόλεμος ανταγωνισμού Κίνας – Γερμανίας για τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα έχει ήδη δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία που αποτελούσε έως τώρα το κόσμημα του «γερμανικού θαύματος», που εν πολλοίς όμως στηρίχθηκε στο φθηνό ρωσικό αέριο.
Και δεν φτάνει μόνο αυτό, αλλά στοχοποιείται καθημερινά μέσα από τις ψευδείς αναφορές του συστήματος Τραμπ, ότι δήθεν οι ΗΠΑ είναι οικονομικό θύμα της ΕΕ με μεγάλο εμπορικό έλλειμμα, μη υπολογίζοντας το κόστος των υπηρεσιών των τεχνολογικών, αμερικανικών «γιγάντων» (Google, Amazon, Facebook, Twitter κλπ.) στην ευρωπαϊκή αγορά.
Συμπερασματικά, η αυτοκαταστροφική έως τώρα πολιτική του ευρωπαϊκού «ιερατείου» έχει οδηγήσει την Ευρώπη στο περιθώριο των γεωπολιτικών εξελίξεων. Το μείζον ζητούμενο αποτελεί η ενεργοποίηση των ευρωπαϊκών προοδευτικών δυνάμεων, έτσι ώστε να προκύψει ένα ισχυρό ευρωπαϊκό προοδευτικό κίνημα, το οποίο θα μπορούσε να πιέσει για την εφαρμογή της μοναδικής πολιτικής που μπορεί να σώσει την Ευρώπη.
Αφενός η οικονομική και πολιτική ενοποίηση της όπως προτείνεται και με την έκθεση Ντράγκι και αφετέρου, η συγκρότηση κοινής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής και η μετατροπή της σε ισχυρό γεωπολιτικό παίκτη, αφού στην «εποχή των τεράτων» μόνο με τέτοιους όρους μπορεί να έχει τύχη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου