ΦΤΑΙΕΙ Ο ΛΑΟΣ Η ΑΝΑΘΕΜΑ ΣΤΟΥΣ ΛΑΟΠΛΑΝΟΥΣ; (*)
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΗΣ, «ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΟΥ» (1895)
– Δεν έχω δίκαιο να λέγω, ανάθεμα εις την πολιτική;
– Πταίεις όμως και συ […] που ανακατεύθης εις αυτήν. Και συ και όσοι άλλοι μαζεύετε ψήφους και πιστεύετε εις όσα σας λέγουν.
– Το “συ φταις γιατί μ’ επίστεψες” άφησέ το εις τους λωποδύτες του χρηματιστηρίου. Όσον ευκολώτερα πιστεύομεν και ταχύτερα λησμονούμεν, τόσον μεγαλειτέρα είναι η ασυνειδησία εκείνων που μας απατούν.
Όσον πλέον κουτός, άκακος και απονήρευτος είναι ο λαός, τόσον περισσότερον έπρεπε να τον συμπαθούν και να τον λυπούνται, αντί να νομίζουν πως η κουταμάρα και η καλωσύνη του τους δίδει το δικαίωμα να τον γδαίρνουν ώς το κόκκαλο, να τον καταδικάζουν εις την βρώμαν, την αρρώστιαν και την ατιμίαν, να φέρνωνται μαζί του καθώς οι άκαρδοι εκείνοι καρραγωγείς που σκοτώνουν τ’ άλογα από το πολύ φόρτωμα και το πολύ ξύλο για το λόγο που δεν δαγκάνουν και δεν κλωτσούν.
Αν έχης μέσα στο στήθος σου καρδιά και όχι πέτρα, μη λες πως φταίει ο λαός, αλλά φώναξε μαζί μου: “Ανάθεμα εις τους λαοπλάνους!”
(Εμμ. Ροΐδης, Το παράπονο του νεκροθάπτου)
Μετά την δολοφονία Καποδίστρια, ο Έλληνας πολίτης μοιάζει παγιδευμένος σε ένα καλοστημένο πολιτικό παιχνίδι που παίζεται αενάως με τους ίδιους όρους:
Δίνει την ψήφο του σε όποιον υπολογίζει ότι θα ικανοποιήσει αποτελεσματικότερα το ατομικό του συμφέρον, σαν να μην υπάρχει πατρίδα και ταυτοχρόνως σαν να πρόκειται να ζήσει ο ίδιος αιώνια σε αυτήν την πατρίδα – την μόνη που θα μείνει όρθια, έτοιμη να τον φιλοξενήσει στα ιερά της χώματα: εκεί όπου, κατά την ωραία σαιξπηρική ρήση από τον “Έμπορο της Βενετίας”, «και σε μνήμα επίχρυσο ίδιο σκουλήκι γευματίζει».
Από καταβολής των εκλογών, ο εκάστοτε απερχόμενος πρωθυπουργός έδειχνε να κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του για να αναγκαστεί ο Έλληνας να ψηφίσει το «καινούργιο» πρόσωπο που θα τον απάλλασσε από την αθλιότητα του προηγούμενου.
Έτσι, στην ουσία, όλοι οι πρωθυπουργοί συναπαρτίζουν, κατά το μάλλον ή ήττον, μια αιτιώδη εκλογική αλυσίδα, της οποίας ο κάθε επόμενος κρίκος είναι τόσο πολύ χειρότερος από τον προηγούμενο, που πολύ δύσκολα θα εξαντλήσει την τετραετία ή, αν συμβεί αυτό, θα είναι αδύνατο να επανεκλεγεί – η μητσοτακική κυβέρνηση της Νέας Δικτατορίας έκανε την (μεγάλη) διαφορά, πρωτίστως ελέω πανδημίας.
Εισερχομένη δε η Ελλάς στην μέγκενη των μνημονίων χάρη στις πρόθυμες αρχικές υπηρεσίες του περίφημου Γ.Α.Π., απέκτησε πρωθυπουργούς-διαχειριστές που άλλαζαν όνομα αλλά όχι πρόσωπο. Το πρόσωπο παρέμενε αΐδιο πίσω από νοερές μάσκες διαφορετικού χρώματος που χρησιμοποιούσαν κατά βούλησιν οι διαχειριστές.
Μάσκες σαν αυτές που δεν είχαν καμία δυσκολία να φορέσουν από το καλοκαίρι του 2020 σχεδόν όλοι οι πολιτικοί, παραδεχόμενοι εμμέσως ότι εμφανιζόμενοι μασκοφορεμένοι ενώπιον του ελληνικού λαού δεν νιώθουν καθόλου άβολα (ίσως μόνο άβουλα), αφού μάσκες φορούσαν μεταφορικώς πάντοτε, κι έτσι τώρα ήταν πανεύκολο γι’ αυτούς να φορέσουν μάσκες κατά κυριολεξία.
Όπως τόσοι άλλοι, έτσι και ο Ροΐδης (βλ. αμέσως παρακάτω) αποκαλούσε τους πολιτικούς “μασκαράδες”. Αλλά πού να φανταζόταν ότι θα ερχόταν μια εποχή που οι “μασκαράδες“ θα φορούσαν μάσκα κατά κυριολεξίαν.
Ο ορισμός του Θαυμαστού Ανάποδου Κόσμου: Οι μάσκες φορέθηκαν κυριολεκτικώς για να πέσουν μεταφορικώς! Κάποιοι, μάλιστα, δεν είχαν κανένα πρόβλημα να μοστράρουν ακόμη και την διπλή μάσκα ή την λεγόμενη πουλόμασκα, η οποία σε κάποιες περιπτώσεις ήταν η μία εκ των δύο μασκών (“μάσκα-βάση”).
Η πλήρης ασυδοσία της κυβέρνησης Τσίπρα, η οποία κατάφερε μέσα σε μία τετραετία να αποτελέσει την επιτομή του πασοκικού-παπανδρεϊκού εφιάλτη της εποχής των πρασινοφρουρών, δημιουργώντας στους πολίτες ένα πρωτοφανές αίσθημα ανασφάλειας από τον ασύλληπτο ερασιτεχνισμό της, απετέλεσε την κοπριά για να φυτρώσει δίπλα της όχι το ωραιότερο λουλούδι (όπως σημείωνε ο Wittgenstein, εις: Πολιτισμός και αξίες, μτφ.: Μ. Δραγώνα-Μονάχου / Κ. Κωβαίου, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1986, σελ. 94; «ο κηπουρός έχει στον κήπο του δίπλα στα τριαντάφυλλα την κοπριά και τα σκουπίδια και τ’ άχερα»), αλλά ένα δαιμονικό δένδρο που ονομάζεται “τυραννία της υγείας και της ασφάλειας”.
Πρόκειται για δένδρο με φρικτούς καρπούς που ενστάλαξαν συστηματικά δηλητήριο μέσα στον νωτιαίο μυελό του ελληνικού Συντάγματος.
Μάλιστα, η συμπαγής πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών άπλωνε καθημερινά το χέρι της και έτρωγε αδιαμαρτύρητα από αυτούς τους καρπούς, φοβούμενη ότι διαφορετικά θα πήγαινε στα θυμαράκια.
Η διαδοχική εμπιστοσύνη τους στο εκάστοτε, φαινομενικά διαφορετικό, όνομα των πολιτικών που προέρχονται από τα ευάριθμα τζάκια της εναλλάξ κυβερνώσας ελίτ δεν αποκλείεται να μας οδηγήσει πολύ σύντομα σε μια δυσθεώρητη οικονομική ή άλλου τύπου καταστροφή, η οποία, μετά τα απανωτά χτυπήματα των μνημονίων και της πανδημίας, θα μοιάζει με το νοκ-άουτ που καταφέρει τελικώς στον αδύναμο πυγμάχο ο αντίπαλός του.
Έτσι, μετά τις εκλογές της 25ης Ιουνίου, είναι πιθανό να τεθεί επί τάπητος το εξής αδυσώπητο ερώτημα:
Για την καταστροφή της Ελλάδος θα ευθύνεται ο ίδιος ο πολίτης που πίστεψε αφελώς τους μασκοφορεμένους (μεταφορικώς τε και κυριολεκτικώς) πολιτικούς ή, αντιθέτως, άξιοι μομφής είναι αυτοί οι τελευταίοι, οι οποίοι υλοποίησαν επί σειρά ετών ένα ανάλγητο πρόγραμμα εξάντλησης των πολιτών και σταδιακού ξεπουλήματος της χώρας τους;
Τις πταίει; Ο πολίτης που έτρεφε αφελώς εμπιστοσύνη στον πολιτικό ή ο πολιτικός που διέψευσε δόλια την εμπιστοσύνη του πολίτη;
Το καίριο αυτό ερώτημα είχε απασχολήσει ήδη τον Εμμανουήλ Ροΐδη στο εξαίσιο διήγημά του «Το παράπονο του νεκροθάπτου» (Άπαντα, Ε΄ Τόμος, 1894-1904, φιλολογική επιμέλεια: Άλκης Αγγέλου, σελ. 77 επ.), το οποίο δημοσιεύθηκε από τις 19 έως τις 27 Νοεμβρίου 1895 στην εφημερίδα «Εφημερίς» και είναι σήμερα διπλά επίκαιρο, αφού πραγματεύεται την ρουσφετολογική εξάρτηση του Έλληνα από το κομματικό σύστημα σε φόντο επιδημίας.
Ο Συριανός ήρωας Αργύρης Ζώμας, πατέρας επτά παιδιών, εμπιστεύθηκε έναν Αθηναίο συνταγματάρχη που θα κατέβαινε στις εκλογές ως υποψήφιος βουλευτής.
Ο Ροΐδης βάζει τον ήρωά του να μας αφηγηθεί τα ανταλλάγματα που του πρότεινε ο μασκαράς υποψήφιος (από την εποχή του Ροΐδη ήταν γνωστή η χρήση μάσκας –μεταφορικώς νοούμενης– από τους πολιτικούς, οι οποίοι καλούνταν από τότε «μασκαράδες») για να τον βοηθήσει στον εκλογικό αγώνα:
«Με πολλά λοιπόν καλοπιάσματα και γλυκά λόγια μού επρότεινεν ο υποψήφιος να γίνω κομματάρχης του και αντιπρόσωπος στην κάλπη του, κ’ έπειτα θα μου έκαμνεν ό,τι ήθελα.
Θα με διώριζε σε καλή θέσι, εδώ ή στην Αθήνα, θα εγλύτωνε τον κουνιάδο μου που είχαν στην φυλακή για λαθρεμπόριο, θα έβαζε το γυιό μου υπότροφο και δε θυμούμαι πόσα άλλα, που μ’ έκαναν να βλέπω στον ύπνο μου λαγούς με πετραχήλια.
Ερρίχτηκα λοιπόν κατάμουτρα “εις τον εκλογικό αγώνα”, καθώς τον έλεγε, εγώ και όλοι οι δικοί μου. Το περιβόλι μου έγινεν εκλογικόν κέντρον και από το πρωί ώς το βράδυ έτρεχα να κάμω προπαγάνδα, να μοιράζω φωτογραφίες, προγράμματα, υπόσχεσες, και όπου ήταν ανάγκη και γροθιές.
Η γυναίκα μου εμοίραζε και εκείνη φέτες καρπούζι, γλυκά λόγια και γλυκές ματιές. Ένα βράδυ ήλθεν η καημένη με πολλή της ντροπή να μου ξομολογηθή, πως για να πάρη μαζί μας ένα αντίθετο κομματάρχη αναγκάστηκε να τον αφήση να την φιλήση και να του υποσχεθή στα ψέματα κάτι παραπάνω.
Τόσος ήταν ο φανατισμός μου, που της το συγχώρεσα και αυτό, με τη συμφωνία να μην το ξανακάμη και με τον κρυφό σκοπό να σπάσω τα κόκκαλα του μασκαρά άμα ετελείωναν οι εκλογές».
Ο συνταγματάρχης εξελέγη βουλευτής «τελευταίος όμως και μόνον μ’ εννηά ψήφους παραπάνω απ’ εκείνον που ήρχουνταν κατόπιν του», ήτοι τον επιλαχόντα.
Άρα, αν έλειπαν οι ψήφοι που κερδήθηκαν χάρη στην προσπάθεια του Αργύρη, επιλαχών θα ήταν ο συνταγματάρχης. Μετά την εκλογή του συνταγματάρχη, ο Αργύρης, όπως και τα υπόλοιπα «θύματά του» πήγαν να τον συναντήσουν για να εξαργυρώσουν τον εκλογικό αγώνα που είχαν κάνει υπέρ του νεοεκλεγέντος.
«Την ημέραν που επήγα να τον αποχαιρετήσω ευρήκα εκεί πολύ κόσμο, αγροφύλακες, δασκάλισσες, ταμπάκηδες, φαναρτζήδες, διάκους, καντηλανάφτες, σκουπιδοξύστες, και αυτόν ακόμη τον μπόγια των σκύλων.
Ο βουλευτής εκρατούσεν ένα κατάστιχο κ’ εσημείωνε τα ονόματα και τι ζητούσεν ο καθένας. Όταν ήρτεν η δική μου σειρά, μου είπεν ότι δεν του περισσεύει τίποτε καλόν εις την Σύρα και να πάγω να με βολέψη καλύτερα εις τας Αθήνας. Εγώ θα προτιμούσα τη Σύρα, όπου με ήξεραν όλοι, μ’ εθάμπωνεν όμως η ανωτέρα θέσις και τα γαλόνια του λοχία».
Έτσι, ο Αργύρης άρχισε να τρέχει για να πουλήσει το κτήμα, τον ορνιθώνα, τις κατσίκες και τα γουρούνια του. Μετά κόπων και βασάνων συγκέντρωσε το ποσό των 8.000 δρχ., παρέλαβε τις τριάντα μετοχές των σιδηροδρόμων που τον έβαλε ο βουλευτής να τις αγοράσει και λίγο αργότερα πήρε το καράβι για να μετεγκατασταθεί στην Αθήνα.
Όσες φορές, όμως, προσπάθησε να συναντήσει τον βουλευτή για να συζητήσουν την τακτοποίησή του, δεν τα κατάφερε. Δεδομένου ότι οι οικονομίες του τελείωναν, αναγκάστηκε να ξεπουλήσει τα λιγοστά πράγματα που απέμεναν στην οικογένεια: χαλιά, κατσαρολικά, ακόμη και το χρυσοκέντητο νυφικό πάπλωμα. Η πολυπόθητη συνάντηση του Αργύρη με τον συνταγματάρχη πραγματοποιήθηκε τελικώς μετά από καιρό.
Όταν ο Αργύρης είδε ότι ο βουλευτής αδιαφορούσε για το πρόβλημα της επιβίωσής του, εξανέστη και άρχισε να του φωνάζει:
«πως με τες μετοχές του και με τες ψευτιές του, με τις θέσεις, τις υποτροφίες και τους γαμπρούς του, τους άφησε γυμνούς σε ξένο τόπο, πως τους αφάνισε, πως τους κατέστρεψε, πως πεθαίνουν της πείνας και πως αν δεν κάνει τίποτε, θα του καρφώσει το μαχαίρι του στην καρδιά κι έπειτα θα πέσει στη θάλασσα με μια πέτρα στον λαιμό».
Εν τέλει ο βουλευτής πρότεινε στον Αργύρη να πάει σε λίγες ώρες να συναντήσει έναν δημοτικό σύμβουλο που έχει θέση για εκείνον. Ο σύμβουλος τον καθησύχασε, λέγοντάς του ότι από το επόμενο πρωινό θα αναλάβει καθήκοντα κηπουρού με μισθό 60 δρχ. Όταν, όμως, ο Αργύρης πήγε να πιάσει δουλειά, έμαθε πως κηπουρός δεν πάει να πει περιβολάρης, αλλά νεκροθάφτης. Και, μάλιστα, νεκροθάφτης των ίδιων του των παιδιών, αφού μετά από λίγο καιρό ξέσπασε επιδημία κοιλιακού τύφου, εξαιτίας του οποίου τα παιδιά πέθαιναν σαν τις μύγες, ανάμεσα δε σε αυτά ήταν και τέσσερα δικά του (αργότερα, όπως θα δούμε, πέθαναν και τα υπόλοιπα!).
Δεν πρόλαβαν να στεγνώσουν τα μάτια του από τον χαμό των παιδιών του και ένα μεσημέρι, καθώς γύριζε από το νεκροταφείο, είδε πολύ κόσμο μαζεμένο στο σπίτι του να θρηνεί τον θάνατο ενός ακόμη παιδιού του, του Γιάννη, τον οποίο είχε παρασύρει ένας αμαξάς που έτρεχε σαν κυνηγημένος λαγός σε δρομάκι. Το μόνο θετικό αυτής της απώλειας ήταν ότι τώρα η γυναίκα του έκοβε μεγαλύτερες φέτες ψωμί για όσα παιδιά απέμεναν.
«Εσυλλογούνταν η δύστυχη πως το παραπάνω ήτο το μερίδιο των αποθαμένων».
Ακολούθως, έγινε επιστράτευση και ο μοναδικός πλέον γιος του Αργύρη, ο Πέτρος, ετοιμάσθηκε για πόλεμο στην Θεσσαλία. Μετά από κάποιο διάστημα ήλθαν τα κακά μαντάτα: ο Πέτρος είχε πεθάνει μετά από δεκαήμερη παραμονή στο νοσοκομείο υπό συνθήκες μεγάλης κακουχίας. Όπως πληροφόρησε την δυστυχή οικογένεια ο αγγελιαφόρος:
«Το σκληρότερο βάσανό τους ήταν πως δεν ελπίζανε πια να πολεμήσουνε με άλλο εχθρό από το κρύο, τη γύμνια και τη δυσεντερία» (από την εποχή του Ροΐδη, η μιλιταριστική ορολογία ήταν προσφιλής για την περιγραφή των αντίξοων καιρικών φαινομένων και των ασθενειών).
Την χειρότερη μοίρα είχε, όμως, το τελευταίο παιδί του Αργύρη, η κόρη του, που είχε αρραβωνιασθεί έναν υπαξιωματικό, ονόματι Μεϊντάνη, σύσταση του βουλευτή: ένα βράδυ, καθώς έβγαινε από το εργοστάσιο όπου δούλευε, δέχθηκε επίθεση από δύο αλήτες, οι οποίοι:
«την έπιασαν, της έφραξαν το στόμα, την έρριξαν σ’ ένα αμάξι, την επήγαν εις το βρομόσπιτο μιανής Κεράς Βασιλικής, την ατίμασαν, την εβασάνισαν όλη νύκτα και την άφισαν εκεί αναίσθητη και μισοπεθαμένη».
Τελικώς, μετά από μερικούς μήνες, ο Αργύρης της ξάπλωσε κι εκείνη δίπλα στα άλλα πέντε παιδιά του.
Στο τέλος της εξιστόρησης όλων αυτών των δεινών, ο Αργύρης αναρωτιέται απευθυνόμενος προς τον αφηγητή:
«Δεν έχω δίκαιο να λέγω, ανάθεμα εις την πολιτική;»
Ο αφηγητής, όμως, έχει άλλη άποψη:
«Πταίεις όμως και συ […] που ανακατεύθης εις αυτήν. Και συ και όσοι άλλοι μαζεύετε ψήφους και πιστεύετε εις όσα σας λέγουν».
Στο επιχείρημα αυτό, που με νομικούς όρους περιγράφεται ως αρχή της συνυπαιτιότητας και στην ελληνική νομολογία λαμβάνεται υπ’ όψιν στο στάδιο της επιμέτρησης της ποινής προς όφελος του δράστη, ο Αργύρης αντιδρά, με τα ακόλουθα σημαντικά λόγια:
«Το “συ φταις γιατί μ’ επίστεψες” άφησέ το εις τους λωποδύτες του χρηματιστηρίου. Όσον ευκολώτερα πιστεύομεν και ταχύτερα λησμονούμεν, τόσον μεγαλειτέρα είναι η ασυνειδησία εκείνων που μας απατούν.
Όσον πλέον κουτός, άκακος και απονήρευτος είναι ο λαός, τόσον περισσότερον έπρεπε να τον συμπαθούν και να τον λυπούνται, αντί να νομίζουν πως η κουταμάρα και η καλωσύνη του τους δίδει το δικαίωμα να τον γδαίρνουν ώς το κόκκαλο, να τον καταδικάζουν εις την βρώμαν, την αρρώστιαν και την ατιμίαν, να φέρνωνται μαζί του καθώς οι άκαρδοι εκείνοι καρραγωγείς που σκοτώνουν τ’ άλογα από το πολύ φόρτωμα και το πολύ ξύλο για το λόγο που δεν δαγκάνουν και δεν κλωτσούν.
Αν έχης μέσα στο στήθος σου καρδιά και όχι πέτρα, μη λες πως φταίει ο λαός, αλλά φώναξε μαζί μου: “Ανάθεμα εις τους λαοπλάνους!”».
Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με μια ευρέως υποστηριζόμενη άποψη στο πλαίσιο της ερμηνείας του εγκλήματος της απάτης, η συμπρόκληση της πλάνης δεν παύει να αποτελεί πρόκληση πλάνης. Ως εκ τούτου, η αρχή που διαπνέει την άποψη αυτή είναι η υπό του Ρωμαίου νομοδιδασκάλου Ουλπιανού διατυπωθείσα στον Ιουστινιάνειο Κώδικα (Dig. 16, 1, 2, 3): deceptis, non decipientibus opitulatur, ελληνιστί: «στους εξαπατωμένους, όχι στους εξαπατώντες παρέχεται βοήθεια».
Μια επιπλέον παράμετρο υπέρ της ανάγκης προστασίας και του θύματος εκείνου που από επιπολαιότητα έπεσε στην παγίδα του απατεώνα αναδεικνύει ο Γερμανός ποινικολόγος Ερνστ Γιόαχιμ Λάμπε (Ernst Joachim Lampe), ο οποίος διετέλεσε καθηγητής Ποινικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Bielefeld:
«κάθε ψέμα θίγει την επιθυμία και το δικαίωμα του ανθρώπου να αντιμετωπίζεται ως πρόσωπο με αξιοπρέπεια. Όποιος πέφτει στην παγίδα του ψεύτη δεν οργίζεται μόνο με αυτόν που του “την έφερε”, αλλά και με τον ίδιο του τον εαυτό που “την πάτησε”, εκτιθέμενος ως ανόητος στα μάτια των υπολοίπων» (για την θέση αυτή βλ. και Βαθιώτη, Απάτη και Εκβίαση: Ομοιότητες – Διαφορές – Διασταυρώσεις, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2014, σελ. 44, αριθμ. περ. 91).
Ο αφηγητής σχολιάζει ότι δεν είχε αρκετά δυνατή φωνή για να κάνει το χατίρι του Αργύρη και να φωνάξει “Ανάθεμα εις τους λαοπλάνους!”.
«Αν εννόησ[ε] αυτόν καλά, εκείνο το οποίον εζήτει, παραβάλλων τους πολιτικούς μας προς καρραγωγείς, ήτο, καθώς υπάρχουσιν αλλαχού εταιρείαι προς προστασίαν των ανυπεράσπιστων πλασμάτων, αλόγων, γάτων, περιστερών και άλλων πτερωτών και μαστοφόρων, ούτω να συστηθή και εις την Ελλάδα προστατευτική των ψηφοφόρων».
Στην Ελλάδα του 2023, η ανάγκη σύστασης ενός τέτοιου συλλόγου που θα μεριμνά για την προστασία των ευκολόπιστων ψηφοφόρων-χαυνοπολιτών καθίσταται επιτακτική, αφού ο τηλεδιασωληνωμένος Νεοέλληνας ραγιάς τρέφει κατ’ εξακολούθησιν την αυταπάτη ότι ουδείς τον εξαπατά, όντας ανίκανος να αντικρίσει τις αόρατες αλυσίδες του.
Αντιθέτως, τα μέλη της βρεφοποιημένης συμπαγούς πλειοψηφίας βαυκαλίζονται ότι οι κυβερνήτες τους όχι μόνο δεν τους εξαπατούν, αλλά τους φροντίζουν με αμέτρητα bonus και pass, κάνοντας τα ψίχουλα να φαίνεται ότι είναι δώρα από… ψυχούλες!
Αφού κοπάσει το εκλογικό delirium, οι Έλληνες θα έρθουν και πάλι αντιμέτωποι με νέα μέτρα λιτότητας, οπότε από ψηφοφόροι θα μετατραπούν ξανά σε «θύματα πολέμου» που δεν θα ενδιαφέρονται πλέον για εκλογές αλλά για έσχατες βιοποριστικές επιλογές. Με τα λόγια του ροϊδικού νεκροθάπτου:
«Επείνασες συ ποτέ σου; [...] Μη χωρατεύης με τη δυστυχία. Πείνα θα πη δυό μουχλά ψωμιά από το μπαγιατοπάζαρο για εννέα ανθρώπους. Το μισό του μισού απ’ όσο χρειάζεται για να χορτάσουν, όταν μαζί με το ψωμί δεν τρώνε άλλο τίποτες παρά αγριόρροκες και φασκόμηλα που εμάζεψαν τα παιδιά εις το βουνό. Όποιος δεν χορταίνει αργεί να κοιμηθή και δεν έχει ήσυχο ύπνο. Πολλές φορές τ’ άκουα να παραμιλούν ωσάν να ωνειρεύουνταν μεγαλείτερα κομμάτια ψωμί».
Σε φόντο μεγάλου λιμού που θα διαδεχθεί τον μικρό λοιμό (άραγε, πριν από τον επόμενο, μεγάλο λοιμό που ήδη προαναγγέλθηκε;), θα καταστούν επίκαιροι οι ακόλουθοι στίχοι του Δάντη, τους οποίους αναδεικνύει και πάλι ο Ροΐδης στο «παράπονο του νεκροθάπτου»:
«Τίποτε δεν είναι πιο οδυνηρό από το να αναπολείς παλιούς καλούς καιρούς ενώ είσαι πια μες στη μιζέρια» (Nessum maggior dolore / Che ricordarsi del tempo felice / Nella miseria).
To παραπάνω διήγημα του Εμμανουήλ Ροΐδη έχει και μια ενδιαφέρουσα ποινικοδικαιική διάσταση:
Όταν ο ροϊδικός ήρωας Αργύρης Ζώμας πληροφορήθηκε ότι τον έναν από τους τρεις δράστες του βιασμού της κόρης του, τον Μεϊντανό, «τον έκρυπτεν ο βουλευτής τρεις ημέρες εις το υπόγειο του σπιτιού του» και «έπειτα τον έκαμε να δραπετέψη», πήρε την απόφαση να τον σκοτώσει.
Πήγε, λοιπόν, στο σπίτι του βουλευτή-συνταγματάρχη, όπου βρήκε «την πόρτα του ανοικτή και την σάλα του γεμάτη». Κρύφτηκε πίσω από την κουρτίνα του παραθύρου «και από εκεί άκουσε πως μετά το απόγευμα είχε έρτει του συνταγματάρχη αποπληξία, πως απέμεινεν ο μισός παράλυτος και κινδυνεύει». Αφού έμεινε αρκετές ώρες κρυμμένος, μόλις βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία τρύπωσε στο δωμάτιο του συνταγματάρχη και κλείδωσε πίσω του την πόρτα.
Όταν ο Αργύρης, κρατώντας το μαχαίρι του πλησίασε τον συνταγματάρχη για να τον σκοτώσει, συνέβησαν τα ακόλουθα:
«Μ’ όλο του το χάλι τού απέμεινεν ακέραιο το λογικό. Με εγνώρισεν αμέσως και όταν εσήκωσα απάνω του το μαχαίρι, κράζοντας αυτόν “φονιά των παιδιών μας”, άπλωσεν ο φόβος στην όψι του θανάτου πρασινάδα.
Ήταν άφωνος και παράλυτος και δεν μπορούσε ούτε να παρακαλέση ούτε να γονατίση. Όσα όμως δεν ημπορούσαν να κάμουν τα γόνατα και η γλώσσα, τα έκαμνε το μάτι. Το βλέμμα του μου έλεγεν: Αμάν!
Μου φιλούσε τα χέρια, μου έγλειφε τα πόδια. Δεν μ’ εβάσταζεν η καρδιά να χτυπήσω το άρρωστο εκείνο ανδράποδο. Άδικον όμως θα ήταν να μείνουν τα παιδιά μου χωρίς εκδίκησι καμμιά.
Έβαλα στη θήκη το λάζο και έφτυσα στο πρόσωπο τον κύριον συνταγματάρχην, και αντί να θυμώση διά το φτύσιμον, μ’ εκοίταξε, σαν να μου έλεγεν ευχαριστώ που του χάρισα τη ζωή».
Αν η πράξη του Αργύρη έφθανε στο ποινικό ακροατήριο, θα έπρεπε να μείνει ατιμώρητος για την απόπειρα ανθρωποκτονίας σε βάρος του συνταγματάρχη λόγω οικειοθελούς υπαναχωρήσεως (άρ. 44 παρ. 1 ΠΚ).
Όποια ειδικότερη θεωρία για τον προσδιορισμό του εκούσιου στοιχείου κι αν εφαρμοζόταν, το ευγενές συναίσθημα του οίκτου για τον συνάνθρωπο επέδρασε κατευναστικά στην ψυχή του Αργύρη, επαναφέροντάς τον στην οδό της νομιμότητας κατά τρόπον ώστε να παρέλκει η τιμώρησή του.
Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι, κατά μίαν άποψη, το ατιμώρητο του οικειοθελώς υπαναχωρούντος δράστη εξηγείται με βάση την λογική της επιβράβευσης που εφαρμόσθηκε και επί πανδημίας, όταν η κυβέρνηση κατέφυγε σε “ψηφιακά τυράκια“ για να παρακινήσει την νεολαία να καθίσει στην εμβολιαστική καρέκλα. Όποιος, λοιπόν, τίθεται επί το εγκληματικόν έργον αλλά τα παρατά εγκαίρως με δική του θέληση, αξίζει να επιβραβευθεί με την ατιμωρησία του (θεωρία της επιβράβευσης ή της ανταμοιβής).
Τι γίνεται, όμως, με εκείνους που κάθισαν στην εμβολιαστική καρέκλα, επειδή τους έταξαν επιβράβευση, χωρίς να τους διαφωτίσουν πλήρως για τις συνέπειες της πράξης τους;
Αν πεθάνουν ή εμφανίσουν παρενέργειες, είναι σωστό να μείνουν στο ποινικό απυρόβλητο όσοι τους έταξαν τα εμβολιαστικά βραβεία;
Προφανώς και όχι! Αλλά ποιοι (ανεμβολίαστοι) δικηγόροι θα αποφασίσουν να συντάξουν την σχετική μήνυση και ποιοι (εμβολιασμένοι) εισαγγελείς θα τολμήσουν να ασκήσουν ποινική δίωξη;
Σημείωση: Όταν το 1869 ξέσπασε στο Χρηματιστήριο η λεγόμενη κρίση των Λαυρεωτικών, ο Εμμανουήλ Ροΐδης έχασε όλη σχεδόν την περιουσία του και κυριεύθηκε από μένος τόσο κατά των ομογενών εμπόρων και τραπεζιτών, τους οποίους χαρακτήρισε «σαρκοβόρους επιδρομείς», όσο και κατά του τρόπου με τον οποίο ιδρύονται ή διευθύνονται αι «μετακλεπτικαί» εταιρείες και πολλές άλλες επιχειρήσεις. Το 1878 ο Ροΐδης αρχίζει την συστηματική επίθεσή του κατά του Θ. Δεληγιάννη με το λιβελλογράφημά του “Γεννηθήτω φως”, υποστηρίζοντας παράλληλα τον Χ. Τρικούπη, ο οποίος ήταν, κατά την γνώμη του, ο μόνος πολιτικός που θα μπορούσε να καθάρει την Ελλάδα από το άγος του παλαιοκομματισμού και της αναξιοκρατίας. Το 1880 ο συγγραφέας διορίσθηκε έφορος της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Στην θέση αυτή παρέμεινε επί δέκα έτη, με εξαίρεση τα διαλείμματα εκείνα στα οποία σχημάτιζε κυβερνήσεις ο Θ. Δεληγιάννης, οπότε και απολυόταν (βλ. Ν. Μπουγά, εις: Ροΐδη, Η Πάπισσα Ιωάννα, Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος, 1995, σελ. 15-16).
(*) Το παραπάνω κείμενο αποτελεί εμπλουτισμένη εκδοχή του άρθρου που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ“, 3-4 Ιουνίου 2023, σελ. 07β/23.
τὸ ψευτορωμαίϊκο δὲν θὰ πέσει μὲ τὶς ἐκλογές,οἱ ἐκλογὲς καὶ ἡ συμμετοχή μας ὅμως,δείχνουν τὶς προθέσεις μας, τοὺς φόβους μας, τὶς ἐλπίδες μας καὶ μᾶς φέρνουν σὲ συγκρούσεις ποὺ μᾶς ζυμώνουν,ζύμωμα στὸ ζύμωμα, θὰ καθαρίσει ἡ ἦρα ἀπὸ τὸ στάρι,θὰ βροῦμε αὐτὸ ποὺ μέσα μας κοιμήθηκε καὶ ἀποδυναμώθηκε ἀλλά, δὲν πέθανε-ὁ ἔνθεος φιλότιμος ἐαυτός μας !
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυμφωνώ, αλλά αν δεν λάβει κανείς υπόψη την νοθεία όλα τα συμπεράσματα που θα βγάζει θα είναι εσφαλμένα.
Διαγραφήμεταξύ μας,ἀνάμεσά μας γίνεται τὸ ζύμωμα...ἡ πατρίδα εἶναι δικιά μας.
ΔιαγραφήΓιὰ νὰ χαρακτηριστεῖ κάτι ψεύτικο πρέπει νὰ προβάλλεται ὡς ἀληθινὸ καὶ νὰ μὴν εἶναι τέτοιο.
ΑπάντησηΔιαγραφήἜτσι καὶ τὸ ψευτορωμαίικο, θὰ πρέπει νὰ αὐτοπροβάλλεται ὡς ρωμαίικο καὶ νὰ μὴν εἶναι τέτοιο! Οἱ πολιτικοὶ ἀπατεῶνες ποὺ μᾶς κυβερνοῦν οὐδέποτε αὐτοπαρουσιάστηκαν ὡς Ρωμιοί, ἴσα ἴσα ποὺ βγάζουν σπυράκια καὶ στὸ ἄκουσμα μόνο! Τουλάχιστον σ’ αὐτὸ εἶναι εἰλικρινεῖς..ἀς τοὺς τὸ ἀναγνωρίσουμε..Κατὰ συνέπεια λοιπὸν μήπως θὰ πρέπει νὰ φυλαγόμαστε ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ θὰ αὐτοπροβάλλονται ὡς Ρωμιοί;...
Αὐτοὶ λένε πὼς εἶναι εὐρωπαϊστὲς καὶ Δυτικοί, αὐτὸ ἀκριβῶς λέμε ἐμεῖς ψευτορωμαίϊκο !
ΑπάντησηΔιαγραφήὌσοι λένε πὼς εἶναι Ῥωμηοί, βαρειὰ ἡ λέξη, εἶναι καὶ Ῥωμηοί !!( σοφιστίες καὶ ὑπονοούμεν,δὲν χρειάζονται Γιάννη !)
Εἶναι ὄντως βαρειὰ ἡ λέξη καὶ ἀκόμα βαρύτερη ἡ βιοτὴ ἡ ρωμαίικη, συμφωνῶ Καλλιόπη. Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο κρατάω τὶς ἐπιφυλάξεις μου. Δὲν μπορῶ νὰ φανταστῶ Ρωμηοὺς δασκάλους μασκοφορεμένους, νὰ διδάσκουν τοὺς μικροὺς μασκοφορεμένους μαθητὲς..τὶς ἀξίες καὶ τὰ ἰδανικὰ τῆς Ρωμηοσύνης, καὶ νὰ ἐξυμνοῦν τοὺς ἀγῶνες τοῦ Γένους γιὰ τὴν ἐλευθερία..Δὲν μπορῶ νὰ φανταστῶ Ρωμηὸ μὲ τὸ μπρατσάκι τρυπημένο..ἀρνούμενον νὰ ἀπαντήσει ἄν τσιμπήθηκε..γιατὶ πρόκειται λέει γιὰ προσωπικὰ δεδομένα!! Σοβαρά;; Ἐπίτρεψὲ μου νὰ διατηρῶ τὶς ἐπιφυλάξεις μου. Ἐξ’ ὄνυχος τὸν λέοντα; Θὰ δείξει.
ΔιαγραφήΞέρουμε πὼς δὲν φοροῦσε μάσκα στὸ μάθημα, καὶ δὲν ξέρουμε ἄν ὁ ἴδιος μπολιάστηκε. Μέσα στὶς κατηγόριες ἐναντίον τους ἄλλωστε, εἶναι πὼς εἶναι ἀντιεμβολιαστές.
ΔιαγραφήὌχι, δὲν τὸ ξέρουμε, ὁ ἴδιος τὸ ἱσχυρίζεται. Ἄν δὲν φοροῦσε θὰ εἶχε διωχθεῖ, ὅπως οἱ ἐλάχιστοι -δυστυχῶς- συνάδελφοί του ποὺ ἀντιστάθηκαν! Ἄν δὲν φοροῦσε, γιὰ λόγους ἀρχῆς, θὰ ἔπρεπε νὰ συμπαρασταθεῖ ἐπίσημα καὶ φανερὰ ἐκείνη τὴν περίοδο στοὺς διωκομένους συναδέλφους του! Ἄν δὲν εἶχε ἐμβολιαστεῖ θὰ τὸ ἔλεγε..ἁπλᾶ φοβᾶται τὴν διάψευση ἄν πεῖ ὄχι! Τὸ πρόβλημα τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅτι ἀναζητεῖ σωτῆρα..κατανοητό..δυστυχῶς.
Διαγραφήσοῦ ἔσπειραν τὰ ζιζάνια καὶ σοῦ τρῶνε τὰ ἄνθη.Ξεζαλίσου.Δὲν ἐδιώκοντο οἱ δάσκαλοι.http://oimos-athina.blogspot.com/2023/05/blog-post_900.html#more
Διαγραφή"ΧΩΡὶΣ ΕΜΟΥ ΟΥ ΔΥΝΑΣΘΕ ΠΟΙΕΙΝ ΟΥΔΕΝ (ΙΩΑΝ. 15, 5)"
ΑπάντησηΔιαγραφήΜακαριστός και άξιος Αρχιμανδρίτης π. Ευσέβιος Βίττης:
ΑπάντησηΔιαγραφήhttps://www.eusebiosvittis.gr/keimena.html
https://www.eusebiosvittis.gr/omilies.html