Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2018

ΟΙ ΨΕΥΤΟΣΚΟΠΗΣΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΤΟ L.S.D. ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΝ ΣΤΟ ΚΟΙΝΟ ΕΚΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΙΣΘΗΣΕΙΣ!


Η ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗ ΜΕΣΩ ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΕΩΝ


 




Παρά το ότι οι περισσότεροι ισχυρίζονται πως δεν τις πιστεύουν, όλοι σχεδόν τις αποδέχονται – ενώ στην ουσία οι εταιρίες προσπαθούν να διαμορφώσουν τα εκλογικά αποτελέσματα έτσι όπως τα προβλέπουν, προς όφελος των κομματικών εντολέων τους.


«Η Επιστήμη είναι το τελευταίο καταφύγιο του πολιτισμού μας. Aς μην την κάνουμε λοιπόν και αυτή ένα ευτελές όργανο των όποιων κοινωνικών, πολιτικών ή οικονομικών σκοπιμοτήτων μας» (Μ. Δανέζης).

Επικαιρότητα

Το τελευταίο χρονικό διάστημα, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε πάρα πολλές χώρες, όπως στις Η.Π.Α. πριν την εκλογή του προέδρου Trump ή στη Μ. Βρετανία πριν από το BREXIT, διαπιστώθηκε πως τα εκλογικά αποτελέσματα ήταν εντελώς διαφορετικά, από ότι προέβλεπαν οι δημοσκοπήσεις – με αποτέλεσμα να μειωθεί η αξιοπιστία τους, ειδικά σε αυτούς που έχουν τη δυνατότητα να κρίνουν. 

Η αιτία είναι η χρησιμοποίηση τους ως όπλο χειραγώγησης των μαζών από τις ελίτ – οι οποίες ουσιαστικά αγοράζουν τις εκλογές χωρίς κανέναν περιορισμό, ενώ οι μάζες έχουν την ψευδαίσθηση πως εκλέγουν τις κυβερνήσεις τους.

Στις παραπάνω περιπτώσεις απλά οι ελίτ είχαν χωριστεί σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα, οπότε η διχογνωμία δεν τους επέτρεψε να επηρεάσουν καταλυτικά τους εκλογείς – με αποτέλεσμα να γίνει φανερή η «αδυναμία» των δημοσκοπήσεων, σε έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων. 

 Κάτι ανάλογο συνέβη στην Ελλάδα το 2015, όπου η τότε κυβέρνηση στήριξε μία επιλογή, το «ΟΧΙ», παρά το ότι ήθελε να επικρατήσει το «ΝΑΙ» – γεγονός που σημαίνει πως υπήρξε ξανά διχογνωμία, με τις δημοσκοπήσεις να απέχουν σε μεγάλο βαθμό από την πραγματικότητα.

Εν τούτοις, πρόκειται για εξαιρέσεις και όχι για τον κανόνα – με την έννοια πως οι δημοσκοπήσεις συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται για τον επηρεασμό και τη χειραγώγηση του «όχλου», όπως αντιλαμβάνονται οι ελίτ τους Πολίτες. 

Εύλογα λοιπόν νοιώθει κανείς μεγάλη ντροπή για τους επιστήμονες που διεξάγουν τις δημοσκοπήσεις, προδίδοντας την ίδια τους την επιστήμη – το τελευταίο καταφύγιο του πολιτισμού μας, όπως αναφέρθηκε στην εισαγωγή του κειμένου.

Περαιτέρω, φαίνεται καθαρά πως τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων είναι στενά συνδεδεμένα με την παράταξη που τις «παραγγέλνει» – συνήθως μέσω κάποιων δικών της ΜΜΕ που την υπηρετούν, ασφαλώς με υλικά ανταλλάγματα (διαφημιστικές καταχωρήσεις κλπ.). 

Εν προκειμένω τα μικρά κόμματα είναι οι μεγάλοι χαμένοι, ειδικά τα καινούργια που δεν επιχορηγούνται καθόλου από το κράτος αφού δεν έχουν τη δυνατότητα να πληρώνουν τις δημοσκοπήσεις, ούτε δικά τους ΜΜΕ.

Εάν βέβαια αποτελούν μέρος του συστήματος, το οποίο τα προωθεί για να έχει καλυμμένα τα νώτα του ή για να εξισορροπεί τα εκλογικά αποτελέσματα (για παράδειγμα, στηρίζοντας ένα δεξιό μικρό κόμμα αφαιρεί κανείς ψήφους από την κυρίαρχη ΝΔ), τότε εμφανίζονται στις δημοσκοπήσεις και αυξάνουν τα ποσοστά τους – οπότε εύλογα προσελκύουν περισσότερα στελέχη και οπαδούς, με την προοπτική της εισόδου τους στη Βουλή.

Εάν όμως δεν είναι μέρος του συστήματος ή εάν περιθωριοποιηθούν, λόγω του ότι έκαναν κάποιο σοβαρό επικοινωνιακό λάθος, δεν πλήρωσαν τα «λύτρα» που απαιτεί ή έχασαν την εμπιστοσύνη του, τότε είναι καταδικασμένα – με πρώτη ενέργεια τη μείωση των ποσοστών που τους δίνονται και στη συνέχεια πλήρη εξαφάνιση τους από τις δημοσκοπήσεις, στην κατηγορία «λοιπά κόμματα». 

Αυτή είναι μία από τις αιτίες, για τις οποίες χαρακτηρίζονται βρώμικοι οι πολιτικοί και η Πολιτική – ενώ τα ΜΜΕ, όπως επίσης οι εταιρίες δημοσκόπησης (πάντοτε με εξαιρέσεις, αφού ποτέ δεν γενικεύουμε), είναι βασικοί συντελεστές του βρώμικου παιχνιδιού.

Εάν τώρα είναι κανείς ιδιαίτερα προσεκτικός, καταχωρώντας στο μυαλό του τις δημοσκοπήσεις σε συνδυασμό με το μέσον που τις παραγγέλνει, με το κόμμα που το στηρίζει και με τις οικονομικές ελίτ που στηρίζουν το κόμμα, συγκρίνοντας τες επί πλέον με παλαιότερες που έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά, καταλαβαίνει αμέσως τι συμβαίνει – όχι μόνο στατικά αλλά και δυναμικά, αφού οι «βρώμικες συμμαχίες» συχνά διαφοροποιούνται, εμφανίζοντας ως εκ τούτου αντικρουόμενες δημοσκοπήσεις.

Συνεχίζοντας, ειδικά όσον αφορά τη δολοφονία των μαθηματικών από τις δημοσκοπήσεις, θεωρούμε πως το κατωτέρω κείμενο ενός εξειδικευμένου καθηγητή, του κ. Δανέζη (πηγή), δίνει περισσότερες και καλύτερες απαντήσεις.

Σύμφωνα με αυτό, μια από τις πιο γνωστές, αλλά και πιο αποτελεσματικές μεθόδους επηρεασμού της κοινής γνώμης, είναι η παρουσίαση δημοσκοπικών αποτελεσμάτων – αυτό ασχέτως της εγκυρότητάς τους.

Ξένη δημοσίευση
του Δρ. Δανέζη

Ο αγώνας προβολής προσώπων, κομμάτων ή παρατάξεων, στηρίζεται στην ανάλυση βαθύτερων κοινωνιολογικών φαινομένων – τα οποία θέλουν τους αναποφάσιστους πολίτες-καταναλωτές να συντάσσονται, σε ένα μεγάλο βαθμό, με τους πιθανότερους τελικούς νικητές. 

Η τάση αυτή θεωρείται λογική, από κάποιους, εφόσον, όπως όλοι γνωρίζουμε, κάποιοι πολίτες δεν επιλέγουν στις εκλογές με βάση ιδεολογικά η γενικότερα κριτήρια – αλλά λαμβάνοντας υπόψη το προσωπικό τους συμφέρον το οποίο τους επιβάλλει να συνταχθούν στο πλευρό του πιθανότερου νικητή που θα έχει την δυνατότητα να εξυπηρετήσει τις όποιες τυπικές ή άτυπες επιδιώξεις τους.

Άμεσο αποτέλεσμα αυτής της τάσης είναι, σε πολλές περιπτώσεις, το «μαγείρεμα» των δημοσκοπικών αποτελεσμάτων, υπέρ προσώπων ή σχηματισμών – έτσι ώστε, η έννοια δημοσκόπηση, στην συνείδηση πολλών πολιτών να αποτελεί συνώνυμο της έννοιας «εξαπάτηση».

Οι βασικές αρχές μιας Δημοσκόπησης

Προκειμένου να ξαναβρούν οι πολίτες την εμπιστοσύνη τους σε αυτό που λέγεται Μαθηματική Επιστήμη και κατ’ επέκταση στην έννοια της Μαθηματικά ορθής Δημοσκόπησης, θα προσπαθήσουμε, με απλά λόγια, να περιγράψουμε μερικά βασικά κριτήρια που θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους οι αναγνώστες τέτοιων δημοσκοπικών ερευνών, προκειμένου να κρίνουν την ορθότητά τους.

Το πρόβλημα του συνεπούς δείγματος

Αρχικό και τεράστιο πρόβλημα μιας Δημοσκόπησης είναι η συγκρότηση ενός συνεπούς λεγομένου δείγματος ερωτώμενων πολιτών. 

Αυτό σημαίνει ότι, το δείγμα των επιλεγέντων πολιτών που θα συμμετάσχουν στην δημοσκόπηση, θα πρέπει να περιγράφει επακριβώς, ποσοστιαία βέβαια, την δομή της κοινωνίας της δημοσκοπούμενης περιοχής (διάφορες ηλικίες, φύλο, διάφορα μορφωτικά επίπεδα, διάφορα επαγγέλματα, διάφορα οικονομικά επίπεδα, τοπικές διαφοροποιήσεις κλπ). 

Μια τέτοια πλήρης κατανομή του δείγματος δεν είναι εφικτή για δύο λόγους:.


(α) Λόγω πιθανής ανυπαρξίας αντίστοιχων αναλυτικών στοιχείων από την Στατιστική Υπηρεσία και

(β) Λόγω του τεράστιου αριθμού των πολιτών που θα έπρεπε να δημοσκοπηθούν – γεγονός που αυξάνει κατά πολύ το κόστος της έρευνας ελαχιστοποιώντας τα περιθώρια κέρδους των εταιριών.

Τα πολλά σφάλματα που δημιουργούνται σε πολλές φάσεις της δημοσκόπησης, λόγω των προηγούμενων προβλημάτων είναι τεράστια και σπάνια αναφέρονται. Για παράδειγμα αναφέρουμε ότι ένα ανεκτό μέγεθος δείγματος για την Α’ Εκλογική Περιφέρεια Πειραιά είναι 1300 ερωτώμενοι.

 Το δείγμα αυτό βέβαια είναι ανεκτό αν οι ερωτώμενοι πουν την αλήθεια. Στην αντίθετη περίπτωση το σφάλμα πολλαπλασιάζεται. Ενδιαφέρον είναι να αναφερθεί ότι το σφάλμα μέτρησης για κάθε κόμμα είναι διαφορετικό.

Για να εξασφαλίσουμε, στο μέτρο του δυνατού, την αλήθεια των απαντήσεων των ερωτούμενων, καταφεύγουμε σε μεθόδους απόκρυψης της ταυτότητάς τους. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιούμε την μέθοδο του ανώνυμου ερωτηματολογίου, και ακόμα καλύτερα, την μέθοδο της κάλπης, προκειμένου να εξασφαλίζεται η ανωνυμία των δημοσκοπούμενων πολιτών.

Αυτό σημαίνει ότι: «τα αποτελέσματα των τηλεφωνικών δημοσκοπήσεων δεν αντέχουν σε καμιά σοβαρή επιστημονική αξιολόγηση, λόγω των τεραστίων σφαλμάτων που εμπεριέχουν, και ως εκ τούτου οι λόγοι διενέργειας τους θα πρέπει να αναζητηθούν μόνο στα πεδία κάποιων σκοπιμοτήτων». Πιστεύει κανείς ότι αν ο ερωτώμενος γνωρίζει ότι είναι η ταυτότητά του γνωστή στον ερωτώντα, η απάντησή του σίγουρα θα είναι αληθής;

Βέβαια ένα είναι αληθές. Ότι δείγματα 1.000 και 2.000 ερωτώμενων, σε πανελλαδικό επίπεδο, «μόνο γέλια μπορούν να προκαλούν στους Μαθηματικούς κύκλους» ως προς την ορθότητα του τελικού αποτελέσματός – εφ’ όσον δεν υπάρχει καμιά δυνατότητα να τα σταθμίσουμε, έστω και ελάχιστα ικανοποιητικά.

Στην συνέχεια της δημοσκόπησης βέβαια υπεισέρχεται μια σειρά άλλων σφαλμάτων, λόγω των μεθόδων μαθηματικής επεξεργασίας. Τα σφάλματα αυτά είναι ασυγκρίτως μικρότερα από τα προηγούμενα που οφείλονται στην κακή κατανομή του δείγματος και τα μόνα, τα οποία σε κάποιες περιπτώσεις δίδονται στη δημοσιότητα. 

Αυτό επειδή είναι αρκετά μικρά και έτσι δεν αποκαλύπτουν με την «πρώτη ματιά» το εσφαλμένο του τελικού αποτελέσματος. Στην πραγματικότητα μια «έντιμη», σε μαθηματικό επίπεδο, δημοσκόπηση, πρέπει να αναφέρει στην ταυτότητά της το άθροισμα των προηγούμενων σφαλμάτων και όχι τον τυπικό μέσο όρο τους – πράγμα που ποτέ δεν γίνεται.

Το τι σημαίνει όμως «σφάλμα» ενός δημοσκοπικού αποτελέσματος μπορούμε να το κατανοήσουμε από το επόμενο παράδειγμα. Έστω ότι έχουμε δύο παρατάξεις με δημοσκοπούμενα ποσοστά 31% και 39% – με πιθανό έστω μέσο τελικό σφάλμα μέτρησης 9%. Αυτό σημαίνει πως ακόμα και αν όλα τα στοιχεία της έρευνας είναι ορθά, τα πιθανά εκλογικά ποσοστά της πρώτης παράταξης, σύμφωνα με την δημοσκόπηση, βρίσκονται μεταξύ 22% και 40% – της δεύτερης μεταξύ 30% και 48% (αφαιρούμε και προσθέτουμε το σφάλμα 9%).

Όπως βλέπουμε, λαμβάνοντας υπόψη μας τα δημιουργούμενα σφάλματα, σαν αποτέλεσμα μιας επιστημονικά ορθής δημοσκόπησης, έχουμε μια περιοχή ποσοστών μέσα στην οποία κυμαίνεται η δύναμη των παρατάξεων – όχι απόλυτα ποσοστά.

Με απόλυτα ποσοστά ο δεύτερος συνδυασμός με 39% μπορεί να πανηγυρίζει ότι προηγείται του πρώτου. 

Με αναγραφή όμως των ποσοστών σφάλματος, κανένας δεν μπορεί να αναγνωρίσει από την δημοσκόπηση πιο κόμμα προηγείται του άλλου, εφόσον η μαθηματική ανάλυση δίνει την δυνατότητα η πρώτη παράταξη, τελικά, να φέρει την ημέρα των εκλογών ποσοστά πολύ μεγαλύτερα της δεύτερης. 

Ένα τέτοιο φαινόμενο παρατηρήσαμε στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές.
Τα κουτοπόνηρα μαγειρέματα

Στο σημείο όμως αυτό, μερικοί προβαίνουν σε ένα συνηθισμένο κουτοπόνηρο «μαγείρεμα» των μαθηματικών αποτελεσμάτων. 

Σκέφτονται λοιπόν κάποιοι οι οποίοι θέλουν π.χ. να πουλήσουν «εκδούλευση» στη δεύτερη παράταξη: «αφού τα μαθηματικά δίνουν την ίδια πιθανότητα ο πρώτος συνδυασμός να πάρει ποσοστά μεταξύ 22% και 40% δεν είναι και τόσο κακό αντί της μέσης τιμής 31% να δώσω την ελάχιστη 22% αφού είναι το ίδιο πιθανή. Και αντίθετα, με την ίδια σκέψη, δεν είναι και έγκλημα να δώσω στους φίλους μου ποσοστά 48% αντί 39%»

Με τον τρόπο αυτό η διαφορά των 8 ποσοστιαίων μονάδων που χωρίζουν το πρώτο από το δεύτερο σχηματισμό γίνονται πλαστά 26 μονάδες – μία τεράστια απόκλιση.

Θα πει βέβαια κανείς γιατί να γίνει το «μαγείρεμα», αφού έτσι κι αλλιώς ο δεύτερος σχηματισμός προηγείται του πρώτου: Ο λόγος είναι απλός και αφορά τους αναποφάσιστους. 

Όπως ήδη αναφέραμε, οι πολιτικοί διαφημιστές πιστεύουν ότι, οι αναποφάσιστοι πολίτες-καταναλωτές, συντάσσονται τελικά, για λόγους συμφέροντος, σε ένα μεγάλο μέρος τους, με τον πιθανότερο τελικό νικητή. 

Για το λόγο αυτό οι διαφημιστές προσπαθούν να επιβάλουν έναν πλαστό αέρα νίκης και εκλογικού θριάμβου μέσω του «μαγειρέματος» των δημοσκοπικών αποτελεσμάτων.

Ένα δεύτερο ερώτημα είναι: «Το τελικό εκλογικό αποτέλεσμα δεν θα αποκαλύψει την απάτη;» Και στο σημείο αυτό υπάρχει η επιστημονικοφανής απάντηση προκειμένου να καλυφθεί το «μαγείρεμα». Λέγουν οι εμπλεκόμενοι:

«Μια δημοσκόπηση δεν αποτελεί παρά την ένδειξη μιας συγκεκριμένης τάσης της κοινωνίας την στιγμή της δειγματοληψίας». 

Αυτό είναι σωστό, όμως δεν συμπληρώνουν ότι δέκα ημέρες πριν την εκλογική αναμέτρηση, μια πραγματική διαφορά 30 ποσοστιαίων μονάδων μεταξύ δύο συνδυασμών δεν είναι δυνατόν να γίνει 10 μονάδες, αν δεν συμβούν δραματικά κοινωνικά γεγονότα στην περιοχή της εκλογικής αναμέτρησης.

Αυτό συμβαίνει διότι είναι γνωστό ότι, οι μεταβολές των τάσεων μιας δεδομένης κοινωνίας, εκτός των άλλων, είναι αποτέλεσμα μιας σειράς μακροσκοπικών κοινωνικών φαινομένων – τα οποία έχουν σχέση με μια συνεχή, αλλά πολύ αργή, αλλαγή της κοινωνικής συνείδησης της δημοσκοπούμενης κοινωνίας.

Το ερώτημα είναι βέβαια απλό. Ο διαφημιζόμενος κώδικας δεοντολογίας των εταιριών δημοσκόπησης επιβάλλει ή όχι την αναγραφή έστω του συνολικού μέσου σφάλματος των μετρήσεων το οποίο για δημοσκόπηση δύο και τριών χιλιάδων πολιτών έτσι κι αλλιώς είναι πολύ μεγάλο; 

Αν όχι, γιατί; Αν ναι γιατί δεν εγκαλούνται αυτοί που ασελγούν στον «σώμα» των Μαθηματικών, αλλά και της ενημέρωσης της κοινωνίας των πολιτών;

Επιτέλους ας επιτρέψουν στα Μαθηματικά να επιβιώσουν αξιοπρεπώς έξω από παιχνίδια σκοπιμότητας και εξουσίας. Η Επιστήμη είναι το τελευταίο καταφύγιο του πολιτισμού μας – ας μην την κάνουμε και αυτή ένα ευτελές όργανο των όποιων κοινωνικών, πολιτικών ή οικονομικών σκοπιμοτήτων μας.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου