Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2019

ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΟΥΜΕ ΠΟΤΕ ΤΗΝ ΘΗΡΙΩΔΙΑ ΤΟΥ ΝΑΖΙΣΜΟΥ

ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΧΟΡΤΙΑΤΗ: 75 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ



Γράφει ο Μανόλης Μανωλεδάκης

Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν τον συντάκτη τους, χωρίς να συμπίπτουν κατ' ανάγκη με την άποψη του Tvxs.gr.

Πριν από 75 χρόνια, στον Χορτιάτη, τον τόπο αυτόν τον τόσο προικισμένο με φυσικές αρετές και πλούσιο σε ιστορία, όπου λίγα χρόνια πρωτύτερα σχεδιαζόταν από επιφανείς πολεοδόμους η δημιουργία ενός «επίγειου παραδείσου», όπως τον αποκαλούσαν, η μοίρα επιφύλαξε ένα αβάσταχτο χτύπημα, τη μετατροπή του χωριού σε επίγεια κόλαση και τη σφαγή 149 αθώων ανθρώπων, λίγες μόνο εβδομάδες πριν την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από τη χώρα.


Σε κάθε παρόμοια επέτειο, κάθε ανάλογου γεγονότος, συμφωνούμε όλοι ότι βασικό μας χρέος απέναντι στους νεκρούς είναι να διατηρήσουμε για πάντα την ιστορική Μνήμη, ώστε όλες οι επόμενες γενιές να γνωρίζουν τι συνέβη στον τόπο τους.

Η ιστορική Μνήμη όμως δεν μπορεί να διατηρείται και να μεταφέρεται υπό προϋποθέσεις. Ούτε βέβαια να διαστρεβλώνεται. Αλλά ούτε και να παραμένει μια θεωρητική υποχρέωση, ασυνόδευτη από σχετικές πράξεις. Αυτά όλα δεν θεωρήθηκαν δυστυχώς αυτονόητα, για πολλές δεκαετίες μετά το Ολοκαύτωμα του Χορτιάτη.

Στο εμφυλιακό κλίμα, που διέλυσε ό,τι είχε απομείνει όρθιο στο συναίσθημα και στη νόηση των Ελλήνων μετά τη γερμανική κατοχή, και οι συνέπειες του οποίου διήρκεσαν πολύ περισσότερο από ό,τι αυτές της ίδιας της κατοχής, η απόδοση ευθυνών για το Ολοκαύτωμα του Χορτιάτη έγινε συχνά αδιάκριτα και δυσανάλογα. 

Σε κάποιες περιπτώσεις Έλληνες κατηγορήθηκαν όσο και οι Γερμανοί, ουσιαστικά μόνο επειδή ανήκαν σε μια συγκεκριμένη πλευρά, την ηττημένη του εμφυλίου, ενώ οι πράξεις άλλων Ελλήνων που συνέδραμαν τους Γερμανούς σχεδόν αποσιωπήθηκαν.

 Μολονότι ειδικά στη σφαγή του Χορτιάτη ήταν η δράση αυτών των Ελλήνων που προκάλεσε τις περισσότερες φρικαλεότητες. Και χωρίς να γίνεται διόλου κατανοητό ότι η αποσιώπηση ή η κάλυψη της δράσης και της ευθύνης των Ελλήνων συνεργατών του εγκλήματος, σε αυτό το μετεμφυλιακό πλαίσιο της απλοϊκής διαίρεσης του λαού σε δύο πλευρές, εξέθετε ανεπανόρθωτα και άδικα ένα ολόκληρο ιδεολογικό στρατόπεδο που είχε και αυτό εκατοντάδες μέλη στην Αντίσταση αλλά και εκατοντάδες νεκρούς στις σφαγές και τα Ολοκαυτώματα του πολέμου.

Άλλοτε η συζήτηση και μόνο για το Ολοκαύτωμα προκαλούσε αμηχανία, με μοναδικό αποτέλεσμα την αποφυγή της και τελικά την προτίμηση της Λήθης από τη Μνήμη, σαν να επρόκειτο έτσι να γυρίσει ο χρόνος πίσω και να σβήσει το γεγονός. 

Και ασφαλώς, δεν μπορεί κανείς να μην εκπλήσσεται με την αδιανόητη απουσία του Ολοκαυτώματος του Χορτιάτη, αλλά ουσιαστικά και όλων των Ολοκαυτωμάτων, από την εκπαιδευτική ύλη της χώρας μέχρι και πριν από λίγα χρόνια.

Κατά συνέπεια, οι Έλληνες επί χρόνια στερήθηκαν την απαραίτητη προϋπόθεση ενός λαού να πετύχει ακόμα και τα αυτονόητα: την ενότητα. 

Και ως αποτέλεσμα, η αυτονόητη διεκδίκηση της καταβολής των γερμανικών αποζημιώσεων και της επιστροφής του κατοχικού δανείου όχι απλά δεν έχει προχωρήσει όπως θα έπρεπε 75 ολόκληρα χρόνια μετά, αλλά μέχρι και πριν από 15 χρόνια ορισμένες ελληνικές κυβερνήσεις, μολονότι δεν παραιτήθηκαν ποτέ επίσημα από αυτήν, έφτασαν στο σημείο ουσιαστικά να την απεμπολήσουν, στην προσπάθεια να επιδείξουν μια καλή διαγωγή απέναντι σε ένα ισχυρό κράτος, το οποίο είδαμε πριν από λίγα χρόνια πώς την ανταπέδωσε.


Ένα κράτος που – σε επίσημο πάντα επίπεδο – αρνείται πεισματικά κάθε κουβέντα για το θέμα των οφειλών, αφήνει αναπάντητες ρηματικές διακοινώσεις, όπως αυτή του 1995 (αναμένουμε την τύχη της διακοίνωσης του περασμένου Ιουνίου), και επιμένει ότι το θέμα έχει κλείσει οριστικά, και μάλιστα και από νομική και από πολιτική άποψη.

Ένα κράτος που θεωρεί ότι μια συγγνώμη είναι ικανή να ισοσταθμίσει την ταπείνωση και εξαθλίωση ενός λαού, τη σφαγή ή το θάνατο από ασιτία εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, την καταστροφή υποδομών και τη λεηλασία αρχαιοτήτων, ακόμα και να εξισωθεί με... την επιστροφή ενός δανείου – του συγκεκριμένου βέβαια δανείου, γιατί σε άλλα δάνεια το ίδιο κράτος αποδείχτηκε πρόσφατα πολύ πιο ευαίσθητο.

Σήμερα, μετά από τρία τέταρτα του αιώνα, περιμένουμε και πάλι απάντηση από τη Γερμανία σε νέα ρηματική διακοίνωση, χωρίς ωστόσο να έχουμε ενώσει ακόμα τις δυνάμεις μας με άλλες χώρες που και αυτές έχουν ανάλογες και δίκαιες αξιώσεις. Είναι προφανές ότι σε θέματα ενότητας και συνεργασίας, τόσο μεταξύ μας όσο και με άλλους, δεν τα πάμε και τόσο καλά.

Ωστόσο, η αισιοδοξία δεν πρέπει να χάνεται. Σήμερα, έστω και αργά, οι παλιές διενέξεις έχουν αμβλυνθεί, τα γερμανικά ολοκαυτώματα σε πόλεις και χωριά της Ελλάδας έχουν επιτέλους βρει τη θέση τους στη διδακτέα ύλη, έστω και επιγραμματικά σε μια παράγραφο ενός σχολικού βιβλίου ιστορίας, και πολλοί αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι τα γεγονότα, τουλάχιστον στον Χορτιάτη, ίσως δεν έγιναν ακριβώς έτσι όπως είχε καθιερωθεί να λέγεται. 

Και στον τομέα της διεκδίκησης των οφειλών υπάρχει πλέον επίσημο και συγκεκριμένο πόρισμα από διακομματική επιτροπή της ελληνικής Βουλής, που ας ελπίσουμε ότι θα φέρει κάποιο αποτέλεσμα.


Σήμερα, έστω και αργά, ο Χορτιάτης πρέπει επιτέλους να αποκτήσει το Μουσείο Ιστορίας και Ολοκαυτώματος που του αξίζει, ένα μουσείο-πρότυπο για την ιστορία και τον πολιτισμό της περιοχής, όπου όλοι, μαθητές, σπουδαστές, ερευνητές, πολίτες, επισκέπτες από όλα τα μέρη, θα μπορούν να μαθαίνουν, να μελετούν, να αναζητούν όλα τα σχετικά με την ιστορία του τόπου στοιχεία. 

Έτσι η διατήρηση της Μνήμης θα διασφαλιστεί και πρακτικά και δεν θα παραμένει μια θεωρητική παραίνεση. Επομένως, η απόφαση σύσσωμου του Δημοτικού Συμβουλίου Πυλαίας-Χορτιάτη για την άμεση εκκίνηση όλων των απαραίτητων ενεργειών για τη δημιουργία ενός τέτοιου μουσείου στο χωριό μας αποτελεί μια από τις σημαντικότερες αποφάσεις που αυτό έχει ποτέ λάβει, η τεράστια αξία της οποίας θα παραμείνει αμείωτη στο χρόνο.

Η διατήρηση της Μνήμης αποτελεί όμως μόνο το μισό χρέος μας απέναντι στους νεκρούς του Ολοκαυτώματος. Το άλλο μισό είναι η διαρκής προσπάθειά μας να μην ξανασυμβεί ποτέ καμιά παρόμοια τραγωδία. 

Το να λέμε ότι θυμόμαστε αυτούς που έφυγαν άδικα δεν αρκεί. 75 χρόνια μετά το Ολοκαύτωμα του Χορτιάτη, τα διαφόρων ειδών ολοκαυτώματα δεν έχουν σταματήσει σχεδόν πουθενά στον πλανήτη. Αλλά ούτε και οι συνθήκες, οι συμπεριφορές και οι αντιλήψεις που τα ευνοούν και τα υποθάλπουν έχουν εκλείψει. 

Την εποχή της ψηφιακής επανάστασης, τα μηνύματα μισαλλοδοξίας προς κάθε διαφορετικό και ξένο μάς κατακλύζουν αδιάκοπα και από πολλές κατευθύνσεις, ακόμα και στην ίδια μας την πολύπαθη χώρα, ο λαός της οποίας έχει ζήσει τόση ταπείνωση και τόσα ολοκαυτώματα όπως αυτό που θυμόμαστε σήμερα. 

Επιπλέον, περισσότεροι από 40 εκατομμύρια άνθρωποι, για να σταθούμε σε ένα μόνο από τα αδιανόητα νούμερα της εποχής μας, ζουν σήμερα στον πλανήτη σε καθεστώς δουλείας, μιας λέξης που για τους περισσότερους από εμάς παραπέμπει μάλλον σε μακρινές εποχές της Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα.

Και ο λόγος είναι ότι η Ιστορία, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειές της να μας διδάξει, καθώς δυστυχώς επαναλαμβάνεται διαρκώς, δεν έχει ακόμα καταφέρει να μας μάθει σχεδόν τίποτα. Όσο κι αν μας αρέσει να την επικαλούμαστε, όσο κι αν ο καθένας δηλώνει περήφανος για τη «δική του» ιστορία. 

Φαίνεται πως είναι ισχυρό και αναπόσπαστο ελάττωμα της ανθρώπινης φύσης μόλις κάποιος – άνθρωπος ή λαός – βρεθεί σε οποιαδήποτε κατάσταση υπεροχής έναντι άλλων, να επιδιώκει αμέσως την με κάποιο τρόπο υποταγή τους. Ακόμα κι αν στο παρελθόν έχει και ο ίδιος βρεθεί στη θέση τους.

Η προσπάθεια να σταματήσουν το μίσος και τα ολοκαυτώματα πρέπει να είναι τόσο συλλογική όσο και ατομική. Την οφείλει η παγκόσμια κοινότητα, η κάθε χώρα, η κάθε κοινωνία, και πρωτίστως ο καθένας από εμάς. 

Ο ρόλος του ατόμου δεν είναι καθόλου αμελητέος. Το αντίθετο. Έχουμε ένα πρόσφατο χαρακτηριστικό παράδειγμα: μια ομάδα νοσταλγών του ναζισμού και υμνητών των ταγμάτων ασφαλείας, όπως αυτά που με γερμανική διαταγή έκαψαν τον Χορτιάτη, κατόρθωσε να μπει στην ελληνική Βουλή με ατομικές ψήφους πολιτών. 

Αλλά και αντίστροφα, αυτή την εγκληματική ομάδα, που επί δύο (τυπικά τέσσερις) κυβερνήσεις και βουλευτικές περιόδους από το 2012 μέχρι το 2019 η συντεταγμένη πολιτεία δεν κατάφερε να θέσει εκτός νόμου και κοινοβουλίου, ήρθαν και πάλι οι ίδιοι οι πολίτες και με την (μη) ψήφο τους κατόρθωσαν τελικά να την απομακρύνουν από τη Βουλή.

Ο ρόλος επομένως του ατόμου δεν είναι να κρύβεται μέσα στην κοινωνία ή πίσω από αυτήν, αλλά να αγωνίζεται με όποιους τρόπους και όποιες δυνάμεις διαθέτει για τη βελτίωσή της.

Με το προσωπικό παράδειγμα των λόγων και των πράξεών του. Και κυρίως να θυμάται και να υπενθυμίζει πάντα την Ιστορία.

Γιατί η Ιστορία δεν είναι η σκέτη γνώση καθεαυτήν. Η Ιστορία έχει το προσόν έναντι όλων των άλλων επιστημών ότι μας προσφέρει ένα από τα πολυτιμότερα αγαθά για τη ζωή μας, και μάλιστα χωρίς εμείς να χρειαστεί να κοπιάσουμε καθόλου για την απόκτησή του: μας δείχνει απλά και ξεκάθαρα πώς πρέπει να ζούμε και τι πρέπει να αποφεύγουμε. 

Όσο αρνούμαστε να ανοίξουμε τα μάτια μας στην Ιστορία και να διδαχθούμε από αυτήν τόσο θα συνεχίζουμε να ζούμε με μίσος, συμπλέγματα, πάθη, πολέμους και ολοκαυτώματα. Και όσο κι αν λέμε ότι «ξέρουμε ιστορία», επειδή γνωρίζουμε ημερομηνίες και γεγονότα, στην πραγματικότητα θα μένουμε εντελώς ανιστόρητοι. 

Και στην ουσία θα υπηρετούμε έτσι τελικά τη Λήθη, που για τους αρχαίους είχε αδέρφια τον Πόνο, τον Λοιμό, τον Φόνο και τη Δυσνομία, και σχετιζόταν ακόμα και με τον Ύπνο και τον Θάνατο.

Οι άνθρωποι θα αρχίσουν να ζουν σαν πραγματικοί άνθρωποι μόνο όταν αποφασίσουν να κοιτάξουν κατάματα την Ιστορία και να δεχτούν τα τόσο απλά και κατανοητά διδάγματά της, και όταν κατανοήσουν ότι η δική τους ευτυχία και ευημερία, και σε τελική ανάλυση ο ίδιος ο πολιτισμός τους, δεν αντιτίθενται αλλά εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την ευτυχία και την ευημερία των άλλων – των οικείων, των ξένων, των διαφορετικών. 

Όταν η κατανόηση αυτή αρχίσει να μετατρέπεται σε πράξη, τότε και ο κόσμος των ζωντανών θα γίνει καλύτερος, αλλά και οι ψυχές των θυμάτων του Ολοκαυτώματος, για την ανάπαυση των οποίων δεηθήκαμε εδώ πριν από λίγο, θα αναπαυτούν πραγματικά.

*Αναπληρωτής Καθηγητής Αρχαιολογίας στο Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδας



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου