Πέμπτη 4 Μαρτίου 2021

Η ΑΓΑΠΗ ΕΞΩ ΒΑΛΕΙ ΤΟΝ ΦΟΒΟ ΚΑΙ ΣΥΝΕΠΩΣ ΚΑΤΑΡΓΕΙ ΤΗΝ...ΔΟΥΛΕΊΑ


Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗ ΔΟΥΛΕΊΑ



Γράφει ο Νικήτας Αποστόλου  

«Γνώσεσθε την αλήθεια και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» 
(Ιωαν. Κεφ.8 , 32)

Ο Ελληνορωμαϊκός κόσμος στην Αρχαιότητα, είχε επινοήσει δύο θεωρίες για να δικαιολογεί το θεσμό της δουλείας.

Η πρώτη είναι η θεωρεία της «κατά φύσιν δουλείας». Αναπτύχθηκε πλήρως από τον Αριστοτέλη και βασιζόταν στην προϋπόθεση ότι ορισμένοι άνθρωποι είναι δούλοι από την φύση τους. Αυτοί μάλιστα, κατά τον Αριστοτέλη, ζουν καλύτερα εάν είναι υποταγμένοι σε έναν “δεσπότη”. Για έναν τέτοιον άνθρωπο η δουλεία είναι ευεργετική και δίκαιη.

Η δεύτερη θεωρεία είναι η εθνοτική ή φυλετική κατωτερότητα που δικαιολογεί τον θεσμό. Έτσι π.χ. ο Κικέρων θεωρεί ότι οι Ιουδαίοι και κάτοικοι της Συρίας είναι λαοί γεννημένοι για την δουλεία, όπως επίσης οι “Βάρβαροι” ως κατώτερα όντα. Επομένως όταν αιχμαλωτίζονταν οι βάρβαροι γινόντουσαν εμπόρευμα προς πώληση .

Ο Χριστός αρνούμενος κάθετα τον θεσμό της δουλείας, εισήγαγε μια άλλη αντίληψη και στάση στην τότε αρχαία κοινωνία για τις σχέσεις των ανθρώπων. Εισήγαγε την αγάπη ως τρόπο συνυπάρξεως των ανθρώπων.

Αντί του “ο άνθρωπος για τον άνθρωπο είναι λύκος”, που διεκήρυτταν οι σύγχρονοι του κρατούντες, ο Χριστός μας φανέρωσε την μόνη αλήθεια. Και αυτή είναι η εξής: Όλοι οι άνθρωποι είμαστε αδέλφια γιατί κατά χάριν είμαστε παιδιά του Θεού Πατέρα. (Ματθ. ΣΤ .9 & ΚΓ. 8-9). 

Ως συνέπεια αυτής της αλήθειας, στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο αναδεικνύεται η ελευθερία ως πρώτη αξία μεταξύ των αξιών με τις φράσεις. “Ἐὰν οὖν ὁ Υἱὸς ὑμᾶς ἐλευθερώσῃ, ὄντως ἐλεύθεροι ἔσεσθαι (Ἰωαν. 8, 36).

Την αλήθεια αυτή την διεκήρυξε επίσης και ο Απόστολος Παύλος στην προς Κολοσσαείς επιστολή του (Κεφ.3 .11)& (Κεφ. 4.1) λέγοντας . “Ουκ ένι Έλλην και Ιουδαίος περιτομή και ακροβυστία, βάρβαρος,Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλά τα πάντα και εν πάσιν Χριστός”, “Ου καλώ υμάς δούλους αλλά αδελφούς” και “Οι κύριοι το δίκαιον και την ισότητα τοις δούλοις παρέχεσθε, ειδότες ότι και υμείς έχετε Κύριον εν ουρανοίς” .

 Επίσης στην προς Γαλάτας επιστολή του (Κεφ. 3 .28) επαναλαμβάνει “ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Ελλην , ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ πάντες γαρ υμείς εις εστέ εν Χριστώ Ιησού”. Και με ποιό μεγαλύτερη σαφήνεια στην προς Κορινθίους Α΄επιστολή του τονίζει (Κεφ. Ζ . 23-24) Τιμής ηγοράσθητε μη γίνεσθε δούλοι ανθρώπων.

Τέλος στην Α΄προς Τιμόθεον επιστολή του κατηγορηματικά σημειώνει. Η πώληση ανθρώπου, το «ανδραποδίζω», είναι πράξη ασεβής, ανόσια, βέβηλη και καταδικάζεται με τον πιο απόλυτο τρόπο από την χριστιανική διδασκαλία σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη: και αποτελεί νοθεία της υγιούς! 

«Οίδαμεν δε ότι καλός ο νόμος, εάν τις αυτώ νομίμως χρήται, ειδώς τούτο, ότι δικαίω νόμος ου κείται, ανόμοις δε και ανυποτάκτοις, ασεβέσι καιαμαρτωλοίς, ανοσίοις καί βεβήλοις, … ανδραποδισταίς … και ει τι έτερον τη υγιαινούση διδασκαλία αντίκειται» (Α΄ Τιμ. 1,8-10).

Βέβαια διαβάζοντας τα τα Ιερά Ευαγγέλια αναγράφεται πολλές φορές η λέξη δούλος. (Κατά Λουκάν Κεφ.12 :37-48, Κεφ. 14 :17-24, Κεφ. 15 : 22 , Κεφ.17 : 7-10 , Κεφ.19 : 11-26, Κεφ. 20 : 10-12, Κατά Μάρκον Κεφ.12 : 1-5, Κατά Ματθαίον Κεφ.10 :24-26, Κεφ.21 :33-37, Κεφ.13 :24-28, Κεφ.18 :23-35, Κεφ.22 :3-14).

Την λέξη δούλος τη χρησιμοποίησε όμως ο Κύριός μας στις παραβολές του που περιέχονταν στις ομιλίες του , προκειμένου με πραγματικές, φυσικές και ζωηρές εικόνες να καταστήσει δυνατή την κατανόηση των αληθειών Του . Δηλαδή η λέξη δούλος στα ανωτέρω χωρία των Ευαγγελίων δεν χρησιμοποιείται από τον Κύριο ως αποδεκτή θεσμική κατάσταση ανθρωπίνων σχέσεων, αλλά για να γίνει κατανοητή μια συγκεκριμένη διδασκαλία Του.

Οφείλουμε επίσης να επισημάνουμε ότι δεν πρέπει να παρασυρθούμε στην αντίληψη ότι ο Απόστολος Παύλος διαφοροποιείται και κατά περίπτωση αποδέχεται την δουλεία από την περικοπή της προς Εφεσίους επιστολής του (Κεφ. 6.1 & 6. 5-9) όπου διαβάζουμε τα εξής: “Τα τέκνα υπακούετε τοις γονεύσι υμών. ....“Οι δούλοι υπακούετε τοις κυρίοις κατά σάρκα μετά φόβου και τρόμου εν απλότητι της καρδίας υμών ως εν τω Χριστώ... 

Ειδότες ότι ό εαν τι έκαστον ποιήσει αγαθόν τούτο κομίειται παρά του Κυρίου είτε δούλος είτε ελεύθερος . Και οι κύριοι τα αυτά ποιείτε προς αυτούς , ανιέντες την απειλήν ειδόντες ότι και υμών αυτών ο Κύριος εστιν εν ουρανοίς και απροσωποληψία ουκ έστι παρ΄αυτώ”.

Στο χωρίο αυτό ο Απόστολος Παύλος εν όψει της υφισταμένης θεσμικής κοινωνικής κατάστασης που βίωναν οι χριστιανοί δούλοι, αφ΄ενός μεν θέλει να τους επισημάνει ότι μόνο σωματικά είναι δούλοι και ότι πνευματικά είναι ήδη ελεύθεροι, αφού για τον Χριστό “απροσωποληψία ουκ έστι παρ΄αυτώ”, αφ΄ετέρου να τους υποδείξει την συμπεριφορά εκείνη, που στην τρέχουσα καθημερινή επί της γης ζωή τους θα κάνει απαλότερο τον ζυγό της δουλείας. 

Ο Απόστολος Παύλος δε λέει πουθενά πως ο χριστιανός πρέπει να αδιαφορεί για την απελευθέρωση των δούλων από την δουλεία. Τη λαχταράει αλλά τη συνδέει με προϋποθέσεις. Φοβάται μήπως μερικοί πιστοί εκλάβουν το χριστιανισμό μόνο σαν ένα κοινωνικό κίνημα . 

Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε μάλλον σε άσκοπες και άκαιρες ενθουσιαστικές τάσεις, που χωρίς ρεαλισμό, θα οδηγούσαν σε ψευδαισθήσεις . Έχει δίκιο να μην περιμένει από ατομικές κοινωνικές πρωτοβουλίες την αλλαγή των κοινωνικών δομών και κρατικών θεσμών. 

 Ο Απόστολος Παύλος συνέδεε την κατάργηση της δουλείας με μια γενικότερη και ριζικότερη αλλαγή στον κόσμο, στην ηθική στα ήθη, στις συμπεριφορές στους θεσμούς και ειδικά στους κρατικούς θεσμούς.

Επομένως το χωρίο αυτό αναφέρεται στην τρέχουσα συμπεριφορά της στιγμής και όχι στην θεσμική ορθότητα ρυθμίσεως των ανθρωπίνων σχέσεων.

Η πίστη της αδελφότητας των ανθρώπων θεμελίωσε στην κοινωνική ζωή των πρώτων χριστιανών του 1ου και 2ου αιώνα ένα νέο ήθος.

Αυτό φαινόταν στην τότε κοινωνία μέσα από την φροντίδα τους για τους φτωχούς, τις χείρες , τα ορφανά, τους ανίκανους για εργασία,τους αρρώστους και ειδικά εντός της πρώτης Εκκλησίας των Ιεροσολύμων με την πρακτική της κοινοκτημοσύνης των αγαθών και της διανομής των σύμφωνα με τις ανάγκες εκάστου.

Οι δούλοι γίνονταν δεκτοί στις Χριστιανικές κοινότητες ως αδέλφια και προτρέπονταν όσοι γίνονταν πιστοί να απελευθερώσουν τους δούλους τους. Επίσης απέρριπταν και θεωρούσαν αμαρτία, την θεσμοθετημένη στο ρωμαϊκό δίκαιο, εγκατάλειψη ή πώληση παιδιών ως δούλων .Δούλοι και ελεύθεροι, όπως και πλούσιοι και φτωχοί, συμμετείχαν ισότιμα στη θεία Μετάληψη, αλλά και στα κοινά δείπνα, τις γνωστές “αγάπες”.

Η ηθική αυτή και το ήθος αυτό των Χριστιανών διατηρείτο όσο η Εκκλησία λειτουργούσε πολυκεντρικά με την πλήρη αυτονομία των Επισκόπων της. Είχε μια οριζόντια δομή οργανώσεως.

Οι μεταβολές θεσμών και νοοτροπιών έχουν διαλεκτική σχέση.

Οι θεσμικές μεταβολές επιφέρουν μακροπρόθεσμα και την αλλαγή των νοοτροπιών και των ηθών.

Μέσα από μια μακρά εξέλιξη η συλλογική αυθεντία των Επισκόπων προσωποποιήθηκε σε συγκεκριμένους Επισκόπους έχοντας αυξημένο κύρος λόγω συνδέσεώς των είτε με το πρόσωπο του Αποστόλου Πέτρου, όπως έγινε με τον Επίσκοπο της Ρώμης, είτε με την ίδρυση θεολογικών σχολών όπως έγινε με τους Επισκόπους Αλεξανδρείας και Αντιοχείας.

Μετά το 325 μ.Χ. η Εκκλησία αναπτύσσει συνθετότερες δομές με την ανάδειξη της υπερεπισκοπικής αυθεντίας των μητροπολιτών και το 451μ.Χ. την εξύψωση από πλευράς κύρους των 5 Πατριαρχίων Ρώμης, Κων/πόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων.

Έτσι η δομή διοικήσεως και λειτουργίας της Εκκλησίας από οριζόντια μετετράπη σε κάθετη. Αυτό όμως είχε ως συνέπεια το ήθος και το ύφος της Διοικούσας Εκκλησίας (Πατριαρχών,Μητροπολιτών και Επισκόπων) πλέον να μην είναι εκείνο το Αποστολικό της διακονίας αλλά το “δεσποτικό” ως μίμηση εκείνου των κοσμικών αρχών.

Επίσης σημαντικά συνέβαλε στην αλλαγή νοοτροπιών και συμπεριφορών η αποδοχή της προσφοράς ακίνητης περιουσίας προς τις Εκκλησίες ως νομικά πρόσωπα, είτε από πιστούς είτε από τους Αυτοκράτορες, αρχής γενομένης από τον Μ. Κων/νο. Η διαχείρηση ακίνητης περιουσίας, εισήγαγε την κάθε Εκκλησία στο χώρο της παραγωγής και πώλησης αγαθών (γεωργικών κτηνοτροφικών κ.α.). 

Οι σχέσεις, που οι πράξεις αυτές αναπόφευκτα δημιουργούν, ρυθμίζονταν όχι από την βούληση των πιστών της Εκκλησίας, αλλά από το τότε υφιστάμενο Ρωμαϊκό δίκαιο. Επομένως εδώ δεν μπορούσαν οι Επίσκοποι και οι Οικονόμοι των Εκκλησιών να εφαρμόσουν το υποστηριχθέν από τον Μάρτυρα και φιλόσοφο Ιουστίνο ότι οι Χριστιανοί “…..πείθονται τοις κειμένοις νόμοις και τοις ιδίοις βίοις νικώσι τους νόμους ” (Προς Διόγνητον 5, 10).

Για παράδειγμα θα αναφέρουμε την δωρεά του Ανακτόρου του Λατερανού και των κτημάτων του από τον Μέγα Κων/νο στον Επίσκοπο Ρώμης. Προφανώς τα κτήματα αυτά καλλιεργούντο από δούλους οι πάροικους . Άρα την υπεραξία της εργασίας των μετά την δωρεά την καρπωνετο η Εκκλησία της Ρώμης. 

Και βεβαίως η πράξη αυτή χριστιανικά δεν δικαιολογείται έστω και εάν τα καρπούμενα διατίθεντο για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Παραθέτω προς βεβαίωση το κατωτέρω χαρακτηριστικό απόσταγμα ομιλίας του Πατέρα της Εκκλησίας μας Γρηγορίου Νύσσης.

“Μη με θρέψεις άνθρωπε, από τα δάκρυα των αδελφών μου. Μη δώσεις στο φτωχό ψωμί βγαλμένο από τους στεναγμούς των άλλων φτωχών. Μοίρασε στους συνανθρώπους σου όσα με αδικίες μάζεψες και τότε θα παραδεχθώ την ευεργεσία σου. ”

Όλα αυτά είχαν σαν συνέπεια την περίοδο μετά τα μισά του 3ου αιώνα μ.Χ. βεβαιωμένα πλέον η αυτοπειθαρχία των Χριστιανών στη νέα ηθική, την χριστιανική, που τους διαφοροποιούσε από τους παγανιστές, να χαλαρώνει. 

 Είναι βέβαια δύσκολος ο προσδιορισμός χρονικά των αλλοτριώσεων της γνησιότητος των συμπεριφορών των Χριστιανών, οι οποίες ήταν συνέπεια της αλλαγής των νοοτροπιών των, γιατί ήταν σταδιακός και μακροχρόνιος.

Το γεγονός αυτό της έναρξης έκπτωσης των ηθών επιβεβαιώνεται από τον Τερτυλλιανό , που ήταν Χριστιανός πρεσβύτερος και πολυγραφότατος συγγραφέας και αργότερα από τον Πατέρας της Εκκλησίας Κυπριανό ο οποίος στο “Περί της ενότητος της Καθολικής Εκκλησίας” σημειώνει: “Παρ΄ ημίν αληθώς η ομόνοια ελαττούται κατά τοσούτον καθ΄όσον η αφθονία αγάπης φθίνει”. 

Συγκρίνοντας το ήθος των πιστών της εποχής του με εκείνο των πρώτων Χριστιανών με αγωνία σημειώνει: “Τότε επώλουν τας οικίας και τα κτήματα αυτών και καταθέτοντες δι΄εαυτούς θησαυρούς εν Ουρανοίς προσέφεραν στους Αποστόλους το τίμημα αυτών προς χρήσιν των πτωχών. 

Τώρα όμως ουδέ το δέκατον της πατρικής ημών κληρονομίας δίδομεν. Και ενώ ο Κύριος παραγγέλει εις ημάς ίνα πωλώμεν , ημείς μάλλον αγοράζομεν και αυξάνομεν τον πλούτον ημών”.

Η αλλαγή νοοτροπιών είναι διαδικασία μακροπρόθεσμη που επιφέρει θεσμικές μεταβολές.

Ως γνωστόν ο Μ. Κων/νος Το 314 μ.Χ. ο Κων/νος αναμείχθηκε ενεργά στο εκκλησιαστικό ζήτημα που είχαν ανακινήσει οι δονατιστές της Β. Αφρικής, προκειμένου να διασφαλίσει τη δημόσια τάξη . Με δική του αυτοκρατορική πρόσκληση συγκάλεσε σύνοδο Επισκόπων στην Αρελάτη της Γαλατίας 

 Ο Δονατισμός καταδικάστηκε από τη Σύνοδο αυτή. Συνεχίζοντας την πολιτική του της παρέμβασής του στα εκκλησιαστικά πράγματα το 325 μ.Χ. ο Μ. Κων/νος με διάταγμά του συνεκάλεσε την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο. 

Η σύνοδος πραγματοποιήθηκε στη Νίκαια της Βιθυνίας. Έλαβαν μέρος 318 Επίσκοποι. Η σύνοδος αυτή εξέδωσε είκοσι κανόνες συμπεριλαμβανομένου του Συμβόλου της Νικαίας (α΄ μέρος του Συμβόλου της Πίστεως) και κανόνισε την ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα.

Σχετικά με τις ενέργειες αυτές του Κων/νου πρέπει να σημειώσουμε και να τονίσουμε ότι, με αυτήν, γίνεται παρέμβαση της πολιτικής εξουσίας , του Κράτους, για πρώτη φορά από την Πεντηκοστή, που είναι η χρονική στιγμή σύστασης της Εκκλησίας, στην εσωτερική λειτουργία της Εκκλησίας με αποτέλεσμα να δυναμιτίζεται η ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ της. 

Το εντυπωσιακό είναι ότι οι τότε Επίσκοποι αποδέχθηκαν την εξέλιξη αυτή αδιαμαρτύρητα. Ερμηνεύεται όμως αυτή η συμπεριφορά από το γεγονός της αναπάντεχης αλλαγής πολιτικής έναντι της Εκκλησίας από τον Κωνσταντίνο, που εξαφάνιζε κάθε επιφύλαξη για τις προθέσεις του.

Η Α΄Οικουμενική Σύνοδο κατεδίκασε την διδασκαλία του Αρείου, θέσπισε του Συμβόλου της πίστεως αποκρυσταλλώνοντας την ορθοδοξία ως προς την πίστη και θέσπισε περαιτέρω 20 κανόνες. 

Οι κανόνες αυτοί ρύθμισαν την ορθοπραξία σε σχέση με τους κληρικούς, ζητήματα δικαιοδοσίας του Επισκόπου Αλεξανδρείας, σχετικά με τη χορήγηση της Θείας Ευχαριστίας και καταδίκασε τον έντοκο δανεισμό από τους κληρικούς που οδηγεί στην πλεονεξία και αισχροκέρδεια και απαγόρευσε τη γονυκλισία στη Θεία Λειτουργία της Κυριακής και την ημέρα της Πεντηκοστής. 

Είναι εντυπωσιακό ότι για το ζήτημα της ορθοπραξίας των πιστών οι Επίσκοποι της Συνόδου δεν διανοήθηκαν καν να το εξετάσουν εκτός από το θέμα της γονυκλισίας!!!

Δηλαδή πως απαγόρευσαν στους κληρικούς να δανείζουν με τόκο και αυτή την απαγόρευση δεν το επέκτειναν και για τους πιστούς; Είναι γεγονός ότι προκειμένου να ανταποκριθούν πολλοί μικροί αυτοκαλλιεργητές και ελεύθεροι επαγγελματίες που δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στους υπέρογκους φόρους έγγειους και κεφαλικούς (χρυσάργυρον) και δανείζοντο χρηματικά ποσά τα οποία όταν δεν μπορούσαν να αποπληρώσουν οδηγούσε σε κατασχεση των κτημάτων των ή και σε αυτή την δουλοποίησή των.

Εάν οι συνοδικοί Επίσκοποι προχωρούσαν στην έκδοση τέτοιων κανόνων, αυτοί θα ήταν σοβαρότατη ηθική πίεση και προς τον Αυτοκράτορα να εναρμονίζει την νομοθετική του αρμοδιότητα κατά το εφικτό στην κάθε ιστορική στιγμή με τέτοιους κανόνες και προς τους πιστούς να εναρμονίζουν την πρακτική τους προς αυτούς.

Το τραγικό είναι ότι θέμα εξέτασης του ζητήματος της ρύθμισης της ορθοπραξίας δεν τέθηκε σε καμιά από τις επόμενες Οικουμενικές Συνόδους, παρά το γεγονός ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας του 4ου μ.Χ. Αιώνα απερίφραστα καταδίκαζαν τον θεσμό της δουλείας.

Κάτω από αυτήν την πίεση των Πατέρων ο Θεοδόσιος κατάργησε το δικαίωμα ζωής και θανάτου που είχε ο πατέρας στα παιδιά του, χαρακτηρίζοντας την παιδοκτονία ως ειδεχθές έγκλημα. Η γυναίκα έπαυσε να θεωρείται ιδιοκτησία του συζύγου. 

Ανεγνώρισε το δικαίωμα στη γυναίκα να ελέγχει την περιουσία της, όπως και το δικαίωμά της να κηδεμονεύει τα παιδιά της. Απαγορεύτηκε επίσης να πωλεί ο πατέρας τα παιδιά του. Επί Ιουστινιανού απελευθερώθηκε κάθε παιδί που είχε πουληθεί από τον πατέρα του.

Όμως ως εκεί προχώρησαν οι θεσμικές μεταρυθμίσεις. Ο θεσμός της δουλείας διατηρήθηκε σε όλη την Βυζαντινή περίοδο. Στο βιβλίο “Πρόχειρο Νόμων ή Εξάβιβλος” του Κ. Αρμενόπουλου που περιέχει την νομοθεσία που ίσχυε στο Βυζάντιο τον 14ο αιώνα μ.Χ. και στο ΙΗ κεφάλαιο του πρώτου βιβλίου ο θεσμός της δουλείας διατυπώνεται ως εξής.

ΠΕΡΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ

“1. Των προσώπων άκρα διαίρεσίς εστιν αύτη . ‘Οτι των ανθρώπων οι μεν εισίν ελεύθεροι , οι δε δούλοι.

2. Και την μεν ελευθερίαν , εξ ης η των ελευθέρων επινενόηται προσηγορία, ούτως ορίζεσθαι χρή.

3………………………...

4. Οι δούλοι ή τίκτονται ή γίνονται. Τίκτονται οι εκ των ημετέρων ημιν προσγινόμενοι θεραπαινών. Γίνονται οι εκ των εθνικών νομίμων τουτέστιν εκτης αιχμαλωσίας.

5. Και η μεν των δούλων τύχη ουδεμίαν επιδέχεται διαίρεσιν . Ου γαρ εστιν ειπείν επ΄αυτών μάλλον ή ήττον δούλος. Έστιν ούν άτομος η δουλεία . Επί δε των ελευθέρων πολλάς ευρίσκομεν διαφοράς ή γαρ ευγενείς εισιν ή απελεύθεροι.

Βέβαια το βλέπω ότι είναι ουτοπικό να περιμένουμε από τους σημερινούς Επισκόπους να σκεφθούν να συνέλθουν σε μια Οικουμενική Σύνοδο και εκεί να καταδικάσουν το υφιστάμενο σήμερα παγκοσμίως οικονομικό σύστημα του Καπιταλισμού, που στις μέρες μας, μας δείχνει το ποιό απάνθρωπο πρόσωπό του, ως σύστημα απάνθρωπο, αντιχριστιανικό, σύστημα εκμεταλλεύσεως ανθρώπου από άνθρωπο και καταστροφικό για το φυσικό περιβάλλον τη Γη μας .

ΟΜΩΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΚΑΙ ΘΕΟ ΜΑΣ.


Νικήτας Αποστόλου  


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου