Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2016

Ο ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΣ ΕΝΑΓΚΑΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ


ΧΟΥΝΤΑ ΚΑΙ ΔΕΣΠΟΤΟΚΡΑΤΙΑ...



Γράφει ο παπά Ηλίας Υφαντής

Συνήθως στην περιρρέουσα κοινωνική αντίληψη η Εκκλησία ταυτίζεται με την αντίχριστη δεσποτοκρατία. Η οποία έχει τόση σχέση με την Εκκλησία όση και ο δικτάτορας Παπαδόπουλος είχε με τη δημοκρατία. Έστω κι αν αυτοχρίστηκε και αυτοτιτλοφορήθηκε «πρόεδρος της δημοκρατίας».

Και για να το καταλάβουμε αυτό δεν χρειάζεται να πάμε πολύ μακριά. Αρκεί να προστρέξουμε στη σημασία των λέξεων εκκλησία και δεσποτοκρατία. 

Εκκλησία σημαίνει δημοκρατία, που στην πραγματικότητα είναι η ιδανική μορφή δημοκρατίας. Με την έννοια ότι συμμετέχουν σ’ αυτήν, όχι μόνο οι δεσποτάδες και γενικότερα ο κλήρος, αλλά, χωρίς εξαιρέσεις, όλο το χριστεπώνυμο πλήρωμα. Και η συμμετοχή αυτή είναι ουσιαστική.

Που σημαίνει ότι ο λαός έχει το πρωταρχικό δικαίωμα του εκλέγειν σε όλα τα επίπεδα της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Στην εκλογή, δηλαδή, των επιτρόπων και ιερέων των ενοριών, αρχιερέων και ασφαλώς του αρχιεπισκόπου. Όπως συνέβαινε στους πρώτους αιώνες της Εκκλησίας. Οπότε και εκλέγονταν, κατά κανόνα, οι άριστοι. Σαν τον Βασίλειο, το Γρηγόριο, το Χρυσόστομο, τον Αυγουστίνο, τον Αμβρόσιο και τόσους άλλους.

Και σε διαμετρική αντίθεση με ο, τι συμβαίνει στις μέρες μας, οπότε, μέσα απ’ τα δεσποτικά, αλλά και τα πολιτικά, ντόπια αλλά και διεθνή μαγειρεία, σερβίρονται, ερήμην του λαού, συχνά οι άχρηστοι και όχι σπάνια οι εξαιρετικά επιζήμιοι. Για να μεταλλαχθούν κατ’ αυτόν τον τρόπο οι επίσκοποι σε δεσποτάδες. 

Πραγματικότητα και προσφώνηση την οποία αποδέχονται οι δεσποτάδες με ιδιαίτερα προκλητικό ναρκισσισμό. Παρότι η οποιαδήποτε έννοια και πραγματικότητα δεσποτισμού βρίσκεται σε διαμετρική αντίθεση με το ήθος και το πνεύμα του Ευαγγελίου (Μάρκου: 10: 32-45, κλπ).

Όπου ο Χριστός, καταδικάζει κατηγορηματικά κάθε είδος, όχι μόνο τυραννίας, αλλά και απλής εξουσίας. Επισημαίνοντας στους μαθητές του ότι σε διαμετρική αντίθεση προς τους κοσμικούς άρχοντες, που καταπιέζουν, αυτοί πρέπει να υπηρετούν το λαό. 

Και ότι η υπεροχή του καθενός έναντι των άλλων δεν έγκειται στα πλούτη, τις πολυτέλειες και τα μεγαλεία αλλά στο βαθμό της προσφοράς έναντι των συνανθρώπων τους. Δεδομένου ότι και ο ίδιος δεν ήρθε, για να εξουσιάσει, αλλά, για να υπηρετήσει το λαό και να θυσιαστεί για χάρη του.

Αλλά πώς απ’ το υπέροχο αυτό ιδανικό, που ο Χριστός έθεσε, προέκυψε η ολέθρια για την Εκκλησία μετάλλαξή της σε δεσποτοκρατία; Προφανώς κατ’ απομίμηση προς την κοσμική εξουσία, η οποία στα χρόνια του Βυζαντίου, ως αυτοκρατορική, ήταν δεσποτική αυταρχικήκαι αυθαίρετη. 

Και είναι ασφαλώς γεγονός ότι η κοσμική εξουσία και η νομοθεσία του Βυζαντίου εξανθρωπίστηκαν σε μεγάλο βαθμό υπό την επίδραση της ευαγγελικής διδασκαλίας. Αλλά από το άλλο μέρος είναι γεγονός πως η κοσμική εξουσία επηρέασε αρνητικά το διοικητικό σύστημα της Εκκλησίας. Αφού από διακονικό, που ήταν στους πρώτους αιώνες, μεταλλάχτηκε στη συνέχεια σε εξουσιαστικό και δεσποτικό.

Για να επιδεινωθεί η κατάσταση αυτή στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Οπότε τη θέση του αυτοκράτορα για τους υπόδουλους την πήρε ο Πατριάρχης, ο οποίος ιδιοποιήθηκε ακόμη και το αυτοκρατορικό στέμμα (μίτρα) και κατ’ απομίμηση, το ιδιοποιήθηκαν βαθμηδόν και όλοι οι αρχιερείς.

Πραγματικότητα, η οποία σήμερα, είναι τελείως απαράδεκτη, όχι μόνο, επειδή τα περισσότερα κοσμικά καθεστώτα έχουν, κατά τεκμήριο, δημοκρατικά πολιτεύματα, αλλά κυρίως και προπάντων γιατί βρίσκεται σε αντίθεση με το Ευαγγέλιο.

Έτσι ώστε ο ασύδοτος τρόπος, με τον οποίο συνήθως πολιτεύονται οι δεσποτάδες να μη θυμίζει, σε καμιά περίπτωση το ιδανικό του Χριστού αλλά τον «υπεράνθρωπο» του Νίτσε. Αφού το καθεστώς της δεσποτοκρατίας τους περιποιεί το δικαίωμα να είναι «νομοθέτες του εαυτού τους και εκτελεστές του νόμου τους».

Οπότε αυτό, που παίζει πρωταρχικό ρόλο στην περίπτωση αυτή δεν είναι η αξία ή απαξία των υφισταμένων του δεσπότη, αλλά η ικανότητα ή ανικανότητα στο να τον κολακεύουν. Με αποτέλεσμα να ξεφυτρώνει γύρω του εσμός αυλοκολάκων, οι οποίοι ανελίσσονται, στο βαθμό, που γλείφουν τους δεσποτάδες και καρφώνουν τους συναδέλφους τους.

Συνεπώς αυτοί που αναφέρονται στη σχέση της Εκκλησίας με τη Χούντα κάνουν μεγάλο λάθος. Γιατί Εκκλησία δεν χαρακτηρίζεται από το βίο και την πολιτεία του ενός ή του άλλου δεσπότη, αλλά απ’ το υπόδειγμα του Χριστού και των Αποστόλων και διαχρονικά από το βίο και την πολιτεία των αγίων. 

Σχέση αλληλεγγύηςμε τη Χούντα υπήρξε μόνο εκ μέρους της δεσποτοκρατίας. Κατά το «όμοιος ομοίω» των αρχαίων ή κατά το «βρήκε ο γύφτος τη γενιά του» των νεοελλήνων. Η οποία σχέση αποκάλυψε και τα αβυσσαλέα μίση, που τους χώριζαν. Και το πόσο αδίστακτοι και ανελέητοι και εκδικητικοί είναι αποδεικνύεται από το όργιο του πρωτοφανούς αλληλοσπαραγμού μεταξύ τους .

Γεγονός που υπογραμμίζει το μεγάλο κίνδυνο, που διατρέχει ο οποιοσδήποτε υφιστάμενός τους, αν περιπέσει στη δυσμένειά τη δική τους ή των αυλοκολάκων τους. Αφού ποτέ και πουθενά δεν πρόκειται να βρει το δίκιο του, έστω κι αν η ζωή του είναι κρυστάλλινη. Δεδομένου ότι, παρόλα τα μίση, που μπορεί να χωρίζουν τους δεσποτάδες, εντούτοις διαπνέονται από πνεύμα συντεχνίας. Με αποτέλεσμα να αλληλοκαλύπτονται και αλληλοϋποστηρίζονται, πέρα από κάθε λογική και συνείδηση.

Θα περίμενε κανείς πως η, λεγόμενη, Μεγάλη Σύνοδος, που έγινε τον Ιούνιο στην Κρήτη, θα προσπαθούσε να θεραπεύσει πρωταρχικά την πυορροούσα αυτή πληγής της Εκκλησίας. Αλλά αυτό εκ των πραγμάτων ήταν αδύνατο. Αφού ο σκοπός της Συνόδου αυτής ήταν ακριβώς αντίθετος: Μέσα, δηλαδή, απ’ την ενίσχυση των διεκκλησιαστικών και διαθρησκειακών σχέσεων να στηρίξει το καθεστώς του παγκόσμιου δεσποτισμού. Της διαβόητης, δηλαδή, παγκοσμιοποίησης, της οποίας η δεσποτοκρατία είναι ακριβή και πολύτιμη θεραπαινίδα…





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου