Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΟΡΕΝΣ ΝΤΑΡΕΛ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΙΑΣ ΠΟΥ ΑΣΚΗΣΕ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ


Ο συγγραφέας – κατάσκοπος του βρετανικού στέμματος




1. Ο τυχαίος ταξιδιώτης

Στις αρχές του 1952 ο Λόρενς Ντάρελ αποβιβάστηκε στην Κύπρο «με μοναδικό σκοπό να αγοράσει ένα σπίτι και να ζήσει εκεί»· τον Αύγουστο του 1956 κυριολεκτικά «το βάζει στα πόδια» και, ουσιαστικά, εξαφανίζεται από τον ελληνικό χώρο.

Το 1957, ο Ντάρελ εκδίδει τα Πικρολέμονα, προϊόν της τελευταίας εμπειρίας του σ’ αυτό το χώρο, που είναι ταυτόχρονα και μια προειδοποίηση για το τι πρόκειται να υποστούν οι Κύπριοι, οι Cyps όπως περιφρονητικά τους αποκαλεί, οι «άτακτοι νησιώτες», οι «αρκετά βλάκες», αν συνεχίσουν να διεκδικούν την Ένωση με την Ελλάδα και την αυτοδιάθεση.

Την ίδια χρονιά του απονέμεται το βραβείο Duff Cooper και το βιβλίο διαδίδεται παγκοσμίως ως η πιο «πιστή και αμερόληπτη» ματιά της Μεγαλονήσου «τα ταραγμένα χρόνια του 1953-1956», την εποχή που ο αγώνας της Κύπρου για να απαλλαχτεί το βρετανικό ζυγό εκφράζεται με τα όπλα.



Ο συγγραφέας είχε μπει στο χώρο του ελληνισμού από την δυτικότερη πλευρά του, την Κέρκυρα, με το επιχείρημα ότι αναζητούσε τον προσωπικό του παράδεισο, και τράπηκε σε φυγή από το γνωστό ως τον ανατολικότερο προμαχώνα του, την Κύπρο, στην αντίθετη πλευρά.


Το 1935, τη χρονιά όπου επέλεξε την Κέρκυρα, η Ελλάδα μπορούσε να προσφέρει στον ταξιδιώτη οτιδήποτε άλλο εκτός από έναν παράδεισο, διότι επικρατούσε πολιτική ρευστότητα και αστάθεια, αποτέλεσμα των αλλεπάλληλων πολέμων και πραξικοπημάτων. Και, σύντομα, η χώρα μεταμορφώθηκε σε ένα από τα πεδία της παγκόσμιας κρίσης που δημιούργησε ο δεύτερος μεγάλος πόλεμος.

Σε ότι αφορά τα Πικρολέμονα, δεν επηρέασαν τα πράγματα το ότι πολύ νωρίς ακούστηκαν αντίθετες φωνές με όσα έγραφε εκεί ο Ντάρελ, όπως εκείνες του έλληνα διπλωμάτη και καταξιωμένου συγγραφέα Ρόδη Ρούφου, με την Χάλκινη Εποχή, ή του σημαντικού κύπριου ποιητή Κώστα Μόντη, με τις Κλειστές Πόρτες, οι οποίοι εξέδωσαν τα έργα τους με πρόθεση να γνωρίσουν οι αναγνώστες και την ελληνική πλευρά του θέματος. 
Η άποψη του αποικιοκράτη Ντάρελ εξακολουθεί να επικρατεί ως η μοναδική. Για πολλούς, ακόμα ως σήμερα…

Όμως, ξαφνιάζει πως στα εκατό χρόνια από τη γέννηση του συγγραφέα που δήλωσε ότι δεν είχε άλλη πατρίδα από τον ελληνισμό, το γεγονός δεν έδωσε ερεθίσματα για να εξερευνηθεί το νόημα της δήλωσης του αυτής σε σχέση με το έργο και με τη ζωή του, τη στιγμή που τόσο άρρηκτα συνδεδεμένα βρίσκονται με την μοίρα του ελληνισμού στην πιο δραματική του εκδοχή.
Κι αυτό γιατί στα Πικρολέμονα, κατά κύριο λόγο, δεν υπάρχει ούτε μια γραμμή που να μη φανερώνει την αληθινή σκέψη αυτού του «φιλέλληνα» και επειδή, γενικά και με λίγες εξαιρέσεις, το 2012 χρησίμεψε για να προστεθούν κι άλλοι διθύραμβοι στους ήδη γνωστούς. Και αν αυτό που ενδιαφέρει είναι να επαναληφθεί ότι ο Ντάρελ ως συγγραφέας δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να «μυθοποιήσει την αλήθεια», το ερώτημα παραμένει: γιατί αυτή η αλήθεια δεν έχει εξερευνηθεί σε βάθος;

2. Μία αναδρομή

Ακολουθώντας το βήματα του τότε στενού του φίλου, George Curwen Wilkinson (1911-1967), ο Lawrence Durrell έφτασε στην Κέρκυρα το 1935, για να διαπιστώσει ότι το νησί ήταν «ακριβώς αυτό που έψαχναν και κάτι παραπάνω», σύμφωνα με το γράμμα του φίλου του, που τον καλούσε να τον συναντήσει εκεί.
Εκτός από έναν φτηνό προορισμό, για να ζήσουν οι επίδοξοι συγγραφείς μακριά από όλα και να ασχοληθούν με το γράψιμο, «η Κέρκυρα ήταν έξοχη».

Τουλάχιστον, αυτή είναι η ειδυλλιακή εκδοχή που συναντάμε κάθε φορά που ψάχνουμε πληροφορίες σχετικά με τον Ντάρελ και για τη σχέση του με την Ελλάδα. Ίσως τα χρόνια της Κέρκυρας να ήταν για τον συγγραφέα, πράγματι, τα καλύτερα της ζωής του, παρ’ όλη την πολιτική αστάθεια που χαρακτηρίζει την Ελλάδα εκείνη την εποχή, με πραξικοπήματα, πρόωρες εκλογές, στρατιωτικά κινήματα, κατάργηση και επιστροφή της βασιλείας, κλπ. Εξάλλου, η διαμονή του στο νησί δεν ήταν συνεχής. Πηγαινοερχόταν μεταξύ Αγγλίας και Ελλάδας για προσωπικούς και επαγγελματικούς λόγους και ταξίδευε σε άλλα μέρη.
Το σίγουρο, όμως, είναι ότι το 1939 ο Ντάρελ είναι στην Αθήνα και δουλεύει στο Γραφείο Πληροφοριών της Βρετανικής Πρεσβείας ως ανεπίσημος σύμβουλος Τύπου, χάρη στις γνώσεις της Ελληνικής γλώσσας και της Ελλάδας, που απόκτησε στην Κέρκυρα το προηγούμενο διάστημα. Και επειδή δεν ένοιωθε ευχαριστημένος από τη δουλειά του εκεί, ζήτησε να μετατεθεί στο Βρετανικό Συμβούλιο, όπως και έγινε, ύστερα από αίτηση που υπέβαλε. Γίνεται, λοιπόν, δάσκαλος Αγγλικών στο Βρετανικό Ινστιτούτο, και από τότε θεωρεί τον εαυτό του «περιπατητικό δάσκαλο των Αγγλικών».[1] Έκτοτε, θα αναλάβει διάφορες θέσεις στην αγγλική κυβερνητική μηχανή, που, απ’ ότι φαίνεται, λαμβάνουν τέλος όταν παραιτείται την θέση του ως Διευθυντή του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών καθώς και του Ραδιοφωνικού Σταθμού της Κύπρου, το 1956.

Για πολλά χρόνια οι ζωές του Curwen και του Ντάρελ μοιάζουν να είναι άρρηκτα δεμένες.· οι δυο φίλοι θα συναντιούνται και θα χάνονται επανειλημμένα από τα νεανικά τους χρόνια μέχρι το 1956, όταν ο Durrell εγκατέλειψε την Κύπρο, το μέρος όπου ξανασυναντήθηκαν οι δυο φίλοι για τελευταία φορά.
Τι συνέβη όμως μεταξύ της χρονιάς της άφιξης του Durrellστην Κέρκυρα ως ανεξάρτητου επίδοξου συγγραφέα και το διορισμό του στην Βρετανική Πρεσβεία στην Αθήνα το 1939 και μέχρι την παραίτηση του από το αξίωμα του στην Κύπρο;
Οι σελίδες που ανάρτησε στο διαδίκτυο ο Endymion Wilkinson[2] για τον συγγενή του, τον George Curwen W., ίσως δώσουν πολλές απαντήσεις στο θέμα, κυρίως σε ότι αφορά τις υποψίες που υπάρχουν για το ρόλο που έπαιξε ο Ντάρελ στον ελληνικό χώρο.
Ο πρώτος που διαπίστωσε μια παράξενη και απωθητική συμπεριφορά στον κάποτε εύθυμο και σαρκαστικό «φιλέλληνα» Ντάρελ ήταν ο Γιώργος Σεφέρης, αρκετά χρόνια αργότερα, ως αποτέλεσμα της συνάντησης τους στην Κύπρο, το 1953. Όμως, το εκμυστηρεύτηκε σε στενούς του φίλους με τους οποίους αλληλογραφούσε, δηλαδή σε κλειστό κύκλο, και γι αυτό πέρασαν πολλά χρόνια ώσπου να διαβαστούν οι απόψεις του και να αποτελέσουν θέμα συζήτησης.

Πιο ξεκάθαρα δήλωσε την αντίθεσή του για τον Άγγλο πρώην φίλο του ο επίσης Έλληνας διπλωμάτης και συγγραφέας Ρόδης Ρούφος, ο οποίος έγραψε το μυθιστόρημά του «Η Χάλκινη Εποχή» ως ανταπάντηση στους ισχυρισμούς του Durrell στο προπαγανδιστικό, και δυσφημιστικό, του βιβλίου για την Κύπρο, τα «Πικρολέμονα».
Το 1939, όταν πλησιάζει η γέννηση του πρώτου τους παιδιού, ο George Curwen και η γυναίκα του Pamela, επιστρέφουν στην Αγγλία. Το 1940 ο George βλέπει μια αγγελία όπου αναζητούνται άτομα με γνώση της ελληνικής γλώσσας. Πηγαίνει σε μια συνέντευξη, πιθανώς στο War Office [Υπουργείο Στρατιωτικών], και γίνεται δεκτός στο νεοϊδρυθέν Special Operations Executive (SOE) [Σώμα Ειδικών Επιχειρήσεων]. Δίνει όρκο σιωπής και ποτέ του δεν θα αποκαλύψει σε κανέναν τις δραστηριότητές του ως πράκτορα των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών. Η οικογένεια του θα μάθει γι αυτό πενήντα χρόνια αργότερα, πολύ μετά ακόμα και από το θάνατό του.

Καθώς επισημαίνει ο Endymion Wilkinson στο ίδιο άρθρο: «Ο στόχος των μυστικών υπηρεσιών ήταν, όπως το είχε δηλώσει ο Churchill, “να ανάψουν φωτιές στην Ευρώπη” χρησιμοποιώντας βρώμικα τεχνάσματα: μαύρη προπαγάνδα, δολιοφθορές και ανατροπές πίσω από τις εχθρικές δυνάμεις.» Μέχρι το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου το SOE είχε εξαπλωθεί παγκοσμίως και είχε προσλάβει και εκπαιδεύσει πάνω από εννέα χιλιάδες πράκτορες. Πολλοί από αυτούς διάσημοι διανοούμενοι, μελετητές και συγγραφείς.

Η υποτιθέμενη καινούρια προσωπικότητα του «Άγγλου φίλου του άλλου πολέμου» -όπως αποκαλούσε τον Ντάρελ ο Γιώργος Σεφέρης, σκεπτόμενος τη σχέση τους τα χρόνια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, πρώτα στην Αθήνα και μετά στο Κάιρο- εκπροσωπούσε για τον Σεφέρη τον διανοούμενο που μπαίνει στην υπηρεσία διαφόρων οργανισμών για να διεισδύσουν και να εξανδραποδίσουν συνειδήσεις.
Κι αυτό τους κράτησε στο εξής πέρα για πέρα μακριά. Μέχρι ποιού σημείου, όμως, αυτή η αλλαγή στην συμπεριφορά του Ντάρελ υπήρξε τόσο ξαφνική;

Σε γράμμα στον Henri Miller από την Αγγλία, στις αρχές του 1939, ο Ντάρελ, τη στιγμή που σχεδιάσει τον καλύτερο τρόπο να περάσουν διακοπές μαζί ταξιδεύοντας σε κότερο σε όλα τα φθηνά λιμάνια «όπως της Ισπανίας, της Ελλάδας, της Τουρκίας», εκφράζει ανησυχίες γιατί τα πράγματα δεν φαίνεται να πηγαίνουν καλά: «Απλούστατα, δεν ξέρω τι να κάνω. Να επιστρέψω στην Κέρκυρα με τους Ιταλούς έξω από την πόρτα μας; […] Η ΝΑ ΠΑΩ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ. […]» Τον Μάιο του ανακοινώνει την απόφαση να πάει στην Κέρκυρα γιατί «Πιθανώς δεν θα ξεσπάσει πόλεμος.»[3]

Και ένα χρόνο μετά, τον Μάρτιο του 1940, πάλι στον φίλο του τον Miller: «[…] τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ εδώ από τότε που έφυγες, καινούριοι και περισσότεροι εχθροί στον ορίζοντα, το σύστημα σφίγγει, σε σημείο που πρέπει να εξαντλήσω κάθε περιθώριο ανωνυμίας ώστε να αποφύγω να με πετάξουν έξω από το Συμβούλιο. Όλα έπαψαν να είναι προσωπικά: λογοκρισία παντού, τα γράμματα τα κρατούν και τα προωθούν στην κυβέρνηση, κλπ. […] Επομένως, αγαπητέ Η., να είσαι επιφυλακτικός, γιατί μονάχα ένας Θεός ξέρει τι μπορούσες να είχες πει για μένα που θα μπορούσε να παρερμηνευτεί από τους επίσημους μπόγιες. Είναι απλούστατα θέμα τακτ […]» Και αναφέρει την Κύπρο ως μια εναλλακτική λύση διαμονής σε περίπτωση ανάγκης, πράγμα που απ’ ότι φαίνεται έμεινε στο πίσω μέρος του μυαλού του από τότε.[4]

Και λίγο αργότερα, στις 18 Ιουνίου του 1940, στον Miller πάλι: «Θυμάμαι κάτι αποσπάσματα που μου είχες στείλει με βίαιες απόψεις για την αγαπημένη παλιά Βρετανική Αυτοκρατορία, της οποίας είμαι τώρα ένας πληρωμένος υπηρέτης.» Κάτι που θυμίζει την επιστολή που θα στείλει στον άγγλο Κυβερνήτη της Κύπρου, στις 17 Φεβρουαρίου του 1954, προκειμένου να ζητήσει να διοριστεί ως Διευθυντής του Γραφείου Πληροφοριών, όπου δήλωνε «εξακολουθώ να είμαι ο πλέον πιστός σας υπηρέτης».[5]
Ίσως ο Ντάρελ να είχε προηγηθεί του George Curwen και να είχε παρουσιαστεί σε παρόμοια συνέντευξη στο Υπουργείο Στρατιωτικών, αφού ήταν ακόμα ένας «που μπορούσε να μιλά Ελληνικά»[6], δεδομένου, μάλιστα, ότι πέρασε μεγάλο μέρος του 1939 στην Αγγλία, αναποφάσιστος για το μέλλον του, λόγω της παρουσίας των Ιταλών στο νησί, όπως αναφέραμε. Ίσως και να επιστρατεύτηκε μέσω του Βρετανικού Συμβουλίου ή της Βρετανικής Πρεσβείας, στην Αθήνα, «το κέντρο του πιο επιφανούς κύκλου λογοτεχνών και διανοουμένων της προπολεμικής»[7] Ελλάδας, αφού συναναστρεφόταν με γνωστούς διανοούμενους που είχαν στενές και ιδιαίτερες σχέσεις με την Αγγλία, όπως ο Σεφέρης και ο Κατσίμπαλης, μεταξύ άλλων, «πρόσωπα με κοινωνική επιρροή και πολιτικές διασυνδέσεις»[8].

Το θέμα είναι ότι το 1939 ο Ντάρελ μετακόμισε στην Αθήνα και όταν άρχισε ο δεύτερος μεγάλος πόλεμος δούλευε στις British Embassy InformationServices ως ανεπίσημος σύμβουλος Τύπου, χάρη στη γνώση της ελληνικής γλώσσας και των Ελλήνων.
Επιπλέον, η βρετανική κυβέρνηση δούλευε από το 1937 ώστε να ιδρυθεί έδρα Lord Byron of English Literature στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, πρωτοβουλία που υλοποιήθηκε το 1938, με διευθυντή τον Prof. H. V. Routh. Λίγο αργότερα, το 1939, όταν το Βρετανικό Συμβούλιο άνοιξε επίσημα τις πύλες του στην χώρα, με σκοπό να προωθήσει την διδασκαλία της αγγλικής γλώσσας -που στην Ελλάδα σημείωσε μεγάλη επιτυχία, τόσο που υπήρχε λίστα αναμονής-, ο ίδιος oRouth διεύθυνε το Αγγλικό Ινστιτούτο της Αθήνας. «Οι δραστηριότητες του [Βρετανικού] Συμβουλίου ενισχύθηκαν και το φιλοαγγλικό πνεύμα ενθαρρύνθηκε, ώστε η Ελλάδα να εμπλακεί στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων.»[9]

Το Συμβούλιο έπαιρνε τις αποφάσεις σ’ ότι αφορούσε τους διορισμούς και τη λειτουργία των Ινστιτούτων για την διδασκαλία της αγγλικής γλώσσας, επίσης για το πού έπρεπε να λειτουργήσει ένα ακόμα παράρτημα. Στην ουσία, όμως, η διδασκαλία της γλώσσας ήταν απλώς ένας τρόπος διείσδυσης στην πολιτική και πολιτιστική ζωή άλλων χωρών. Είναι φανερό ότι επίσης χάραζε τον τρόπο διδασκαλίας σύμφωνα με τις δικές του σκοπιμότητες, διότι αποτελούσε -και αποτελεί μαζί με τα παραρτήματά του- μέρος της εξωτερικής πολιτικής της βρετανικής κυβέρνησης. Ακριβώς, όπως ανέκαθεν συμβαίνει με παρόμοιες πρωτοβουλίες άλλων κυβερνήσεων και χωρών, που χρησιμοποιούν αυτά τα κέντρα διδασκαλίας ως αιχμή του δόρατος μιας συγκεκριμένης πολιτικής σκοπιμότητας. Εξ ου και προσελκύουν τους άνευ όρων μελλοντικούς τους φίλους με υποτροφίες, ταξίδια γνωριμίας και σπουδών, επιβραβεύσεις και ούτω καθ’ εξής.

Ο Curwen, συγκεκριμένα, βρέθηκε επίσης στο Κάιρο, όπου βρισκόταν το τοπικό στρατηγείο του SOE για την Ανατολική Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή, αποσπασμένος στην Δύναμη 133. Υπηρέτησε ως αξιωματικός ειδικών επιχειρήσεων σε γολέτα, ενταγμένος στην «Levant Fishing Patrol». Μετά τον πόλεμο αναβαθμίστηκε σε ταγματάρχη και δούλεψε για το Foreign Officeʼs Combined Research and Planning Departament, δηλαδή, στην Secret Intelligence Service (SIS) [Υπηρεσία Μυστικών Υπηρεσιών] στην Ισμαϊλία, σε θέματα που αφορούσαν την επιρροή στην κοινή γνώμη.

Το 1946, το SOE καταργήθηκε και πολλοί από το δυναμικό του απορροφήθηκαν από την SIS, υπό την οποία συνέχισαν παρόμοιες δραστηριότητες. Ο Curwen συνέχισε να δρα στην ίδια περιοχή, για ένα διάστημα στο αραβικό ραδιοφωνικό σταθμό Sharq al-Adna, που είχε οργανώσει και βάλει σε λειτουργία το SOE, πρώτα στην Γιάφα και ύστερα στα Ιεροσόλυμα, και που την Άνοιξη του 1948 μεταφέρθηκε στην Λεμεσό, στην Κύπρο.
Αυτοί οι ραδιοφωνικοί σταθμοί ιδρύθηκαν και λειτούργησαν με σκοπό, μέσω των δελτίων ειδήσεων, των μουσικών εκπομπών, των συνεντεύξεων και της ψυχαγωγίας, να κερδίσουν σε επιρροή και στήριξη στις χώρες όπου εξέπεμπαν, να επωφεληθούν και να βρουν υποστηριχτές στην πολιτική που εφάρμοζαν. Για το λόγο αυτόν ο Ντάρελ επέμενε αργότερα, όταν διορίστηκε ως επικεφαλής της αποικιακής προπαγάνδας στη Λευκωσία, να του αναθέσουν και τη διεύθυνση του ραδιοφωνικού σταθμού της κυβέρνησης, μια που έβλεπε πως είχε αποτύχει ως δάσκαλος των αγγλικών στο έργου του να επηρεάζει τους μαθητές του και να τους στρατολογήσει με το μέρος της Βρετανίας.
Το Νοέμβριο του 1948 ο Curwen διορίστηκε στην Αλβανία και συμμετείχε στις επιχειρήσεις που είχαν σκοπό την ανατροπή της κομουνιστικής κυβέρνησης του Χότζα, που όμως απέτυχαν. Και εκεί ο Ντάρελ έπαιξε κάποιο ρόλο.
Τα ενδιαφέροντα από τις πληροφορίες που δίνει ο Endymion Wilkinson είναι τα εξής: όσα είναι γνωστά για τις ειδικές μυστικές υπηρεσίες εκείνης της εποχής οφείλονται σε άτομα που παραβίασαν τον όρκο της σιωπής τους. Γιατί με την εξάρθρωση του SOE καταστράφηκαν και τα αρχεία· πολλές φορές «τυχαίες πυρκαγιές», επανειλημμένες όμως, κατέστρεψαν ολόκληρα γραφεία, όπως συνέβη στο Κάιρο ή στο στρατηγείο της Baker Street, στο Λονδίνο. Στην Αλεξάνδρεια καταστράφηκαν το 1945: «So the history of SOE in the Mediterranean will never be told in any detail».[10]

Και κάποια στιγμή, όπως φαίνεται να συνέβη και στην περίπτωση του Ντάρελ, μετά από την θητεία τους στην Κύπρο, η SIS απλούστατα δεν τους κάλεσε ποτέ πια στην υπηρεσία της.
Θαρρώ πως δεν υπήρχε ποτέ κάποια ξαφνική αλλαγή στην συμπεριφορά του Ντάρελ. Ίσως και να αγαπούσε την Ελλάδα, αλλά όπως και στην περίπτωση της Κύπρου, εφόσον ήταν κάτω από την αγγλική επιρροή. Και οι δυο χώρες του ήταν υποφερτές ως ανεπίσημες ή επίσημες αγγλικές αποικίες· για την τύχη του πληθυσμού δεν φαίνεται να δίνει δεκάρα, και υπάρχουν στο έργο του σκόρπια περιφρονητικά σχόλια για τους ντόπιους· του αρκούσε που ήταν φθηνοί και ευχάριστοι τόποι διαμονής και συνάντησης, ώστε να προσφέρουν διασκέδαση και εμπειρίες στον επίδοξο συγγραφέα και στους φίλους του. Έτσι, στην Κύπρο οι συμπάθειες του στράφηκαν στους Τούρκους. Και προκειμένου να τους ευνοήσει δούλεψε εντατικά για να λύσει το πρόβλημα των ποσοστών πέντε προς ένα του πληθυσμού, κερδίζοντας χρόνο έτσι ώστε να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες και η θέση της Τουρκίας που «δεν ήταν απλώς πολιτικά πρόσφορο να υιοθετηθεί» (σ. 237) να καθορίσει το Κυπριακό.

3. Divide ut imperas

Σε ότι αφορά την Κύπρο, ο Durrell δεν υπήρξε ποτέ ένας προνομιούχος θεατής και μάρτυρας που είχε έρθει με την πρόθεση να ξαναβρεί τον παράδεισο που του στέρησε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και βρέθηκε αντιμέτωπος με απρόσμενα γεγονότα. Η αποβίβασή του στο νησί ήταν ο,τιδήποτε άλλο εκτός από τυχαία. Ο συγγραφέας γνώριζε πολύ καλά για ποιό λόγο βρέθηκε εκεί. Και αν σήμερα ζούσε, λίγο θα του έλειπε για να βγει στους δρόμους και να φωνάξει πως νιώθει περήφανος που ήταν ανάμεσα στους πρωτεργάτες όχι μόνο της διχοτόμησης που «ντε φάκτο» έχουμε σήμερα, αλλά και της στρατιωτικής εισβολής του 1974 που προηγήθηκε.

Αντί να το κάνει αυτό, έγραψε τα Πικρολέμονα, το προπαγανδιστικό βιβλίο που σκοπό είχε να πείσει την κοινή γνώμη για τους λόγους που η Κύπρος έπρεπε να παραμείνει κάτω από την βρετανική διοίκηση. Επιπλέον, μέσα στις σελίδες του σκιαγραφεί τα σχέδια της Μεγάλης Βρετανίας για το μέλλον που είχαν προαποφασίσει για το νησί, με την συνεργασία της Τουρκίας και με την συγκατάβαση των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο Ντάρελ υπήρξε ενεργός παράγοντας των πολιτικών εξελίξεων που επηρέαζαν τον ελληνισμό σε όλο του το φάσμα κατά την ταραγμένη εποχή του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου. Ήταν ακόμα ένας από τους διανοούμενους που στρατολόγησαν το Foreign Office και οι υπηρεσίες κατασκοπίας, -κατά πάσα πιθανότητα το Special Operations Executive (SOE), όπως αναφέραμε-, χάρη στις γνώσεις που αποκόμισε από την εποχή που έζησε στην Κέρκυρα, σε σχέση με μια περιοχή που είχε στρατηγική σημασία για την βρετανική αυτοκρατορία, όπως ήταν και εξακολουθεί να είναι η ανατολική Μεσόγειος.

Αυτός ο διανοούμενος συνέλεξε πληροφορίες, έλαβε μέρος σε κατασκοπικές δραστηριότητες, υπήρξε άξονας της λεγόμενης «μαύρης προπαγάνδας» ή παραπληροφόρησης στην διαμόρφωση της κοινής γνώμης· προσέφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες με την προστασία που του παρείχαν οι διορισμοί του σε θέσεις που είχαν σχέση με τον τύπο, την πληροφόρηση και τις δημόσιες σχέσεις, χάρη στις δραστηριότητες του ως συγγραφέα, δημοσιογράφου και ομιλητή σε συνέδρια, σε βρετανικές πρεσβείες, προξενεία, δημόσιες υπηρεσίες ή έδρες του Βρετανικού Συμβουλίου ή ακόμα και ως δάσκαλου αγγλικών. Κατά τη σταδιοδρομία του υπήρξε μέλος ενός δικτύου από πληροφοριοδότες που απλώνεται από την Γιουγκοσλαβία μέχρι την Αίγυπτο και από τα Επτάνησα μέχρι την Τουρκία και, για ένα διάστημα, ακόμα και στην Αργεντινή.
Ο ρόλος του στον ελληνικό χώρο συμπεριλαμβάνει την ενεργητική και συνειδητή συμμετοχή του:

Στην επιβολή μιας κυβέρνησης της δεξιάς στην Ελλάδα, φιλικής προς τα βρετανικά συμφέροντα, πρώτα από την Αίγυπτο, όπου η ελληνική κυβέρνηση βρισκόταν εξόριστη δεδομένης της γερμανικής κατοχής, και από τα Δωδεκάνησα ύστερα, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου·
την υπονόμευση των δράσεων του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) και του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ), από την Κρήτη στην αρχή, και στην συνέχεια από την Ρόδο, με σκοπό οι δραστηριότητες των αντιστασιακών να φέρουν αντίθετα αποτελέσματα από τα επιδιωκόμενα και να εμποδίσουν με αυτό τον τρόπο τους κομμουνιστές -που είχαν επωμιστεί τον αγώνα ενάντια στο φασισμό- έτσι ώστε να μην μπορέσουν να σχηματίσουν κυβέρνηση μετά από την απελευθέρωση·
την αποτελμάτωση του Βαλκανικού Συμφώνου, από την Γιουγκοσλαβία·
την αποτυχία του κινήματος της Ένωσης με την Ελλάδα στην Κύπρο.
Επίσης, έλαβε μέρος στις προσπάθειες αποσταθεροποίησης της Αλβανίας και των περιοχών της Θράκης και της Μακεδονίας όπως ο ίδιος ο Ντάρελ το καταγράφει απερίφραστα στα Πικρολέμονα.

Ο συγγραφέας αποβιβάστηκε στη Λεμεσό και χωρίς να κάνει ούτε μια στάση κατευθύνθηκε προς το Βορρά, στην Κερύνεια, με στόχο να εγκατασταθεί σ’ αυτήν την πόλη-λιμάνι. Όλα τα περαιτέρω βήματά του αποδεικνύουν πως έφτασε με μια ξεκάθαρη αντίληψη του νησιού -το οποίο είχε καθαρά χαρτογραφημένο μέσα στο μυαλό του-, την υλοποίηση της οποίας ήθελε να εφαρμόσει στην πράξη.

Σύμφωνα με την μαρτυρία του, με το πρόσχημα πως αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, κατάφερε να φιλοξενηθεί στο σπίτι ενός από τα πιο αξιοσέβαστα πρόσωπα της πόλης, «τον δάσκαλο Πάνο» [σ.σ. το Νίκο Χιωτέλη], από τον οποίον βρήκε τον τρόπο να απομυζήσει κάθε λογής χρήσιμες γι αυτόν πληροφορίες. Καλυμμένος από το κύρος του Χιωτέλη μπόρεσε να εισχωρήσει βαθιά στην καθημερινότητα του νησιού. Φιλοξενήθηκε επίσης στο σπίτι του αρχιτέκτονα Austin Harrison (μαρτυρία αυτού του τελευταίου), στη Λάπηθο, πόλη που όχι χωρίς υστεροβουλία, υπαινίσσεται «τουρκοκυπριακό χωριό», γεγονός που τον έφερε σ’ επαφή με τις αντιλήψεις που είχαν και με την ζωή που έκαναν οι ομοεθνείς του, αποξενωμένοι και αποκομμένοι από τους ντόπιους.

Η αναπαλαίωση της κατοικίας που αγόρασε στο Μπελλαπαΐς μέσω του Σαμπρί Ταχίρ, ενός τουρκοκύπριου μεσίτη και κερδοσκόπου, που πουλούσε και οικοδομικά υλικά, αλλά και που υπήρξε πληροφοριοδότης της αποικιακής αστυνομίας, τον έφερε σ’ επαφή με την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Ύστερα από λίγους μήνες, με τη βοήθεια του Maurice Cardiff, διευθυντή του Βρετανικού Συμβουλίου στο νησί, κατάφερε να προσληφθεί ως δάσκαλος Αγγλικών στο Παγκύπριο Γυμνάσιο της Λευκωσίας, συνώνυμο της κυπριακής παιδαγωγικής και ακαδημαϊκής αριστείας, που χαρακτηριζόταν από την εισαγωγή του γερμανικού πρότυπου παιδείας βασισμένου στις κλασικές σπουδές και που υπήρξε φυτώριο της εφηβικής και νεανικής πρωτοπορίας του αντιαποικιακού αγώνα και του κινήματος της Ένωσης με την Ελλάδα.

Σημειωτέον, το 1952, όταν ο Ντάρελ παραιτήθηκε του διορισμού του ως ακόλουθου Τύπου στο Βελιγράδι, είχε γράψει επιστολή στον Cardiff, ο οποίος ήταν ο επικεφαλής του Βρετανικού Συμβουλίου στην Κύπρου, και του ζητούσε τις απόψεις του για το νησί.[11]
Με αυτόν τον τρόπο, ο Ντάρελ συναναστρέφεται με όλα τα κοινωνικά στρώματα των τριών σημαντικότερων στοιχείων του πληθυσμού: Βρετανών, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Περιπλανιέται ασταμάτητα και πιάνει φιλίες με όσους συντυχαίνει στο δρόμο του. Είναι παρών σε όλες τις δραστηριότητες της κοινωνικής καθημερινότητας, πίνοντας με κάθε ευκαιρία, σχεδόν πάντα κερασμένα από τους ντόπιους, τα ονομαστά τοπικά κρασιά και καλώντας τους άλλους να πιούν μαζί του. Για τον Ντάρελ όλοι είναι, ακόμα και άθελά τους, πληροφοριοδότες. Και οι πολυτιμότεροι είναι ακριβώς εκείνοι που το κάνουν εν αγνοία τους. Όταν επιστρέφει σπίτι του καταγράφει, αρχειοθετεί και διαβαθμίζει τις πληροφορίες που μαζεύει, και τις δίνει όλες στον Μaurice Cardiff. Και οι δυο τους βρίσκονται ανάμεσα στους οπαδούς της σκληρής πολιτικής γραμμής και του βρώμικου πολέμου με τελικό σκοπό την παραμονή της Κύπρου κάτω από τον βρετανικό έλεγχο.

Για την αφοσίωση του Ντάρελ σ’ ό,τι αφορά την συλλογή πληροφοριών, ο Ian S. MacNiven διηγείται κάτι που, με τη σειρά του, τους διηγήθηκε ο Cardiff για εκείνον: ότι συνήθιζε να επισκέπτεται ακόμα και τα μπουρδέλα του νησιού προκειμένου να συγκεντρώσει ιστορίες που να φανερώνουν τα κυπριακά συνήθειες και ήθη “of course”. Και ότι κάποτε είχε συζητήσει με μια Αθηναία πόρνη για τις διαφορές στις πρακτικές μεταξύ Ελλήνων και Κυπρίων.[12]
Η παρουσία των «μελών» του πιο αγαπημένου του κύκλου, ατόμων με τα οποία συναντιόντουσαν επανειλημμένα στις μετακινήσεις τους ανά την ανατολική Μεσόγειο, που ο ίδιος αποκαλούσε «ανθρώπινα χελιδόνια», μαζί με τους «ερημίτες της Λαπήθου», αποδεικνύουν ακράδαντα πως η Μεγάλη Βρετανία θεωρούσε την Κύπρο ως το επόμενο βήμα στα σχέδια της για να χαράξει την πολιτική της στην περιοχή και πως είχε συγκεντρώσει στο νησί την αφρόκρεμα των «κομάντος» της, του στρατού και του πνεύματος, περιπλανώμενους σ’ ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο, από την εποχή του πρώτου παγκοσμίου πολέμου.
Αυτοί οι άνθρωποι, που είχαν εγκατασταθεί όλοι σε «τούρκικα σπίτια» στο νησί (ο ίδιος ο Ντάρελ στις επιστολές του αποκαλούσε το σπίτι του «τούρκικο»), που είχαν συνάψει άριστες σχέσεις με Τουρκοκύπριους πληροφοριοδότες, θρησκευτικούς ηγέτες και κοινοτάρχες, για τους οποίους μόνο λόγια συμπάθειας και θαυμασμού εκφράζουν σε αντίθεση με τις απόψεις τους για του Έλληνες του νησιού, παρ’ όλο που είχαν γυρίσει αρκετά τον κόσμο, είχαν διαλέξει την Κύπρο, «ως ένα χρήσιμο απομονωτήριο» για να δουλέψουν, να παραθερίσουν, να δημιουργήσουν τα μεγάλα έργα τέχνης τους[13]:
«[…] μιλούσαμε για τα σπίτια μας, για τα βιβλία που θα γράφαμε και για τη ζωή που θα μπορούσαμε να ζήσουμε εδώ κάτω από τον ήλιο […] Είμαστε γεμάτοι από τα προμηνύματα μιας ζωής που θα ζούσαμε και που θα ήταν ικανή να προσφέρει όχι μόνο τεμπελιά κάτω από τον ήλιο, αλλά και το κατάλληλο πλαίσιο όπου θα μπορούσαμε να διαβάσουμε και να στοχαζόμαστε […] προτού τα καπρίτσια της τύχης και οι δαίμονες της συμφοράς παρασύρουν την Κύπρο στο χρηματιστήριο των διεθνών υποθέσεων»[14] (σελ. 113-114), γράφει ο Ντάρελ, παραβλέποντας πως οι δαίμονες που παρέσυραν την Κύπρο στη συμφορά ήταν οι ίδιοι αυτοί «καλοσυνάτοι, ευγενικοί και μορφωμένοι άνθρωποι» και, καθώς είχε επισημάνει: «Ήταν φανερό πως ο Ώστεν Χάρρισον είχε χτίσει ένα χάνι ή καραβανσέραϊ σε μια από τις κυριότερες δημοσιές του κόσμου [τη Λάπηθο]» (σ. 112).

Ο Ντάρελ απαριθμεί («δίνει στεγνά» στην καθομιλουμένη αγοραία ελληνική) τα πρόσωπα «χάρη στα οποία η ζωή στο νησί γινόταν υποφερτή»:
η ηλικιωμένη ήδη Rose Macaulay, η «ομότεχνη συναδέρφισσα», συγγραφέας, που είχε συνεργαστεί με το Βritish Propaganda Department και με το War Office·
οι αρχιτέκτονες Pierce Hubbard και Austin Harrison, «οι ερημίτες της Λαπήθου», με τα σπίτια που προκαλούσαν την απελπισία και το φθόνο των επισκεπτών, όπως γράφει ο Ντάρελ, και που του έδιναν πληροφορίες και συμβουλές σύμφωνα με την πείρα που είχαν αποκτήσει σε μια περιοχή «ιδανική για τα καλοκαίρια»·[15]
η Freya Stark, εξερευνήτρια και συγγραφέας ταξιδιωτικών βιβλίων, που υπηρέτησε στο Βritish Ministry of Information, γνώστης της Μέσης Ανατολής, κυρίως της Τουρκίας, και που μέσα σε άλλα που της είχαν αναθέσει ήταν να δημιουργήσει ένα προπαγανδιστικό δίκτυ στην περιοχή·
ο Harry Luke, που υπήρξε γραμματέας του Ύπατου Αρμοστή στην Κύπρο το 1911-12 και Έπαρχος Αμμοχώστου το 1918-20, αξιωματικός και ιστοριογράφος, καταξιωμένος ως αυθεντία σ’ ό,τι αφορούσε την Ελλάδα και την Τουρκία·
ο Patrick Kinross, διπλωμάτης, ιστοριογράφος και συγγραφέας, βιογράφος του Ατατούρκ και αυθεντία σε ό,τι αφορούσε την Τουρκία·
ο Ralph Izzard, δημοσιογράφος και αξιωματικός στην British Naval Inteligence Service, γνώστης της Μέσης Ανατολής, ειδήμων σε μεθόδους ανάκρισης αιχμαλώτων πολέμου και στην αποκρυπτογράφηση ντοκουμέντων·
o Richard Lumley, «που ήρθε για ένα Σαββατοκύριακο κ’ έμεινε περίπου έξη μήνες» ως υπασπιστής του κυβερνήτη sir John Harding·
o Maurice Cardiff, του SOE, που τους τελευταίους μήνες πριν τελειώσει ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος συνεργάστηκε με την κομουνιστική αντίσταση στα νησιά του Αιγαίου, έλαβε μέρος στην απελευθέρωση της Αθήνας και μετά τον πόλεμο ανέλαβε την διεύθυνση του Βρετανικού Συμβουλίου στην ελληνική πρωτεύουσα. Ήταν διευθυντής του ιδρύματος αυτού στην Κύπρο όταν έφτασε εκεί ο Ντάρελ, ο οποίος πήγε αμέσως να τον συναντήσει για να συνεχίσουν να συνεργάζονται, όπως έκαναν και πριν. Μεταξύ άλλων, ο Cardiff τον βοήθησε να διοριστεί στο Παγκύπριο Γυμνάσιο. Ήταν επίσης στενός φίλος των Hubbard και Harrison.

Εκτός από αυτούς, και ο Patrick Leigh Fermor («Paddy»), τον οποίον ο Cardiff αποκαλούσε «a wartime comrade-in-arms»[16], μέλος και αυτός του SOE, η επιτομή του «φιλέλληνα», γνώστης των Βαλκανίων, σύνδεσμος του πυρήνα της Intelligence Service στην Αλβανία, διάσημος σ’ όλη την Ελλάδα ως ήρωας, επειδή έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην Κρήτη την εποχή του πολέμου, όπου είχε ως πραγματική του αποστολή να υποσκάψει και να μποϊκοτάρει τις δραστηριότητες της αντίστασης της αριστεράς. Στην Κύπρο άσκησε τη δημοσιογραφία, κάλυψε την δίκη των Μιχάλη Καραολή και Ανδρέα Δημητρίου, μελών της ΕΟΚΑ, που ήταν και οι πρώτοι ήρωες που καταδικάστηκαν σε θάνατο και απαγχονίστηκαν κατά τον απελευθερωτικό-αντιαποικιακό αγώνα για την Ένωση με την Ελλάδα. Δεν έχει διαψευστεί ότι είχε ίσως ως αποστολή να επαναλάβει μέσω της ΕΟΚΑ ότι είχε καταφέρει να κάνει στην Ελλάδα πριν μερικά χρόνια, αφού βρισκόταν εκείνο τον καιρό στο νησί και ο ταγματάρχης Xan Fielding, o alter ego του στις ίδιες δραστηριότητες, ασκώντας κι αυτός την δημοσιογραφία.

Οι πληροφορίες και οι συμβουλές από αυτούς και από πολλά άλλα έμπειρα πρόσωπα σε ότι αφορούσε την συλλογή πληροφοριών, τις στρατηγικές καταστολής, τον βασανισμό, την εξαγορά συνειδήσεων, το σαμποτάζ, την παραπληροφόρηση, τη προπαγάνδα, κλπ., υπήρξαν η πρώτη ύλη χάρη στην οποία το βρετανικό στέμμα μπόρεσε να χαράξει με επιτυχία τον βρώμικο πόλεμο που εξαπέλυσε σ’ όλο το φάσμα και την έκταση του ελληνικού χώρου.




Ο Γιώργος Σεφέρης στη Μονή Αχειροποιήτου στην παραλία της τότε κωμόπολης του Καραβά, το 1953, έχοντας δίπλα του τον Λόρενς Ντάρελ. Κοντά τους, η Αντουανέτα Διαμαντή και ο Μορίς Κάρντιφ. Ορθιοι, ο ζωγράφος Α. Διαμαντής και ο γιος του.


4. Η επιταγή της Ιστορίας

Ο Ντάρελ αναγνωρίζει χωρίς περιστροφές την αφοσίωσή του στο βρετανικό στέμμα την ώρα που συνέτασσε αναφορές πολιτικού περιεχομένου, με κάθε λογής στοιχεία, και που μπορούσαν να είναι πολύτιμες σε όσους έπαιρναν τις πολιτικές αποφάσεις. Κι αυτό το επισημαίνει επανειλημμένα, επειδή θέλει να αφήσει το στίγμα του. Περηφανεύεται που βρίσκεται ανάμεσα στους πρωτεργάτες της πολιτικής της διχοτόμησης του νησιού, και επειδή είναι ένας μηχανορράφος που, παρ’ όλο που υπήρξε προδότης των φίλων του, υπήρξε συγχρόνως ένας πιστός υπηρέτης της βρετανικής πολιτικής σκοπιμότητας.

Η Κύπρος είναι το κύκνειο άσμα του Ντάρελ σε σχέση με την περιοχή της ανατολικής Μεσογείου σ’ ότι αφορά τις πολιτικές του δραστηριότητες, είναι η περιοχή όπου δίνει τα ρέστα του, αρκεί να παραμένουν ανέγγιχτα τα προνόμια των κατοίκων της μελλοθάνατης Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
Στα Πικρολέμονα αφήνει την μαρτυρία του για τη συμμετοχή του στα διαβούλια για να στρωθεί η παγίδα της Τριμερούς Διάσκεψης (Μεγάλη Βρετανία, Ελλάδα, Τουρκία) και για τη θεμελίωση των προϋποθέσεων για να καταλήξει σε ναυάγιο το κίνημα Ένωσης, έτσι ώστε να μετατραπεί σε διένεξη ανάμεσα σε Τουρκοκυπρίους και Ελληνοκυπρίους. Και, επιπλέον, για το ότι παρείχε συμβουλές για τον καλύτερο τρόπο χάραξης της διαχωριστικής γραμμής στο νησί, με σκοπό να διασφαλίζονται ως επί το πλείστον τα τουρκικά και τα βρετανικά συμφέροντα. Κι αυτό, χωρίς να εξαιρεθούν οι ανώτατοι υπάλληλοι ή οι αξιωματικοί των επίσημων υπηρεσιών -που, μάλιστα, αναφέρει με το όνομά τους ή μόνο με το αξίωμά ή τον τίτλο τους-, όπως είναι οι κυβερνήτες της Κύπρου sir John Harding και sir Robert Armitage, ο υπουργός Αποικιών sir Alan Lennox-Boyd ή ο πρωθυπουργός sir Anthony Eden.

Ο Ντάρελ ποτέ δεν αμφισβητεί πως το «κυπριακό αεροπλανοφόρο» «όπου τόσες χιλιάδες στρατιώτες της Κοινοπολιτείας είχαν βρει καταφύγιο μετά την κατάρρευση της Ελλάδας» (σ. 207) πρέπει να παραμείνει σε βρετανικά χέρια, είτε με πονηρά τεχνάσματα είτε με την βία. Γι αυτό και χρησιμοποιεί ως ύστατο επιχείρημα ότι επιβάλλεται η συνεργασία «με την επιταγή της Ιστορίας» (σ. 190), η οποία έχει αποφασίσει πως οι μοίρα της Κύπρου είναι σφραγισμένη από την τραγωδία: «Έτσι καθώς βρίσκεται δίπλα στους θαλάσσιους δρόμους του κόσμου υπήρξε πάντα αμέσου ενδιαφέροντος για την οποιαδήποτε ναυτική δύναμη που οι ζωτικές γραμμές της εκτείνονται διαμέσου της άξενης και πολεμοχαρής Ανατολής. Τζένοβα, Ρώμη, Βενετιά, Τουρκιά, Αίγυπτος, Φοινίκη ─ ανάμεσα από κάθε μεταλλαγή της ιστορίας ήταν θαλασσογέννητη και θαλασσοπνιγμένη. Και τώρα πια δεν είναι για μας η γαλέρα που ήταν για τη Βενετιά αλλά ένα αεροπλανοφόρο: ένα θωρηχτό. Θα μπορούσε να κρατηθεί;» (σ. 173) διερωτάται.

Καθώς, λοιπόν, ο Ντάρελ παρατηρούσε «την απατηλή ειρηνικότητα» στο λιμάνι της Αμμοχώστου καταλάβαινε ότι η ιστορία του τόπου ποτέ «δεν ήταν λιγότερο σκληρή και ταραχώδης από τους καιρούς που ζούσαμε» (σ. 188).
Το συμπέρασμα που βγαίνει από τις συνεχείς αναφορές του στους αλλεπάλληλους δεσπότες του νησιού είναι ότι τελικά η Κύπρος δεν υπήρξε ποτέ της ελεύθερη: «κάθε ήρωας σκέφτηκε ν’ αναστείλει με κάποια οριστική τέλεια πράξη [την ιστορία], αλλά πάντοτε κατέληγε σε κάτι περιορισμένο και αλλόκοτο» (σ. 189). Με αυτό το μάτι έβλεπε το κίνημα εναντίον της εκάστοτε αποικιοκρατίας. Γι αυτό και, όσο περισσότερο σεργιανούσε στο αβαείο του Μπελλαπαΐς, τόσο πιο πολύ συνειδητοποιούσε «πως μια μέρα η ιστορία μας πρέπει να αγγίξει και να παντρευτεί τη δική της σιωπή, για ν’ ανταμώσει τη μεγάλη συμβολή των καιρών που συναντιώνται πάντα στο σημείο όπου το παρόν συναντά το παρελθόν σε θανάσιμο εναγκαλισμό» (σ.190).

Το έργο των Βρετανών, κατά την άποψη του, δεν κάνει παρά να σπρώξει τα πράγματα εκεί που διατάσσει η Ιστορία, μια που «οι ύφαλοι και οι ρουφήχτρες έχουν αρχίσει και πάλιν το παιχνίδι τους υποσκάπτοντας την εποχή που κληρονομήσαμε» (σ. 190). «Στην πλημμυρίδα και στην άμπωτη ιστοριών και πολιτισμών [η Κύπρος] υπήρξε επανειλημμένα το σημείο αναφλέξεως όπου Άριοι και Σημίτες, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι ανταμώθηκαν σε θανάσιμο εναγκαλισμό» (σ. 21).
Με αυτό τον τρόπο, προειδοποιεί πως η Αμμόχωστος θα ακολουθήσει «το πεπρωμένο της» ως πόλη φάντασμα, καθώς την είχε περιγράψει στο παρελθόν ο Samuel Brown, και πως η Λάπηθος και η Κυρήνεια βρίσκονται ανάμεσα στις περιοχές που τους μέλλεται να χαθούν. Γράφει: «Καθώς σεργιάνιζα, το σούρουπο, στο σιδερένιο παραλληλόγραμμο της Αμμοχώστου, οι σκέψεις αυτές ανακατεύονταν παράξενα με αναπολήσεις από την αρχαία ιστορία, που δεν ήταν λιγότερο σκληρή και ταραχώδης από τους καιρούς που ζούσαμε. […]» Και προσθέτει ένα απόσπασμα από το έργο του Brown, Three Months in Cyprus, του 1879: «“Φαντασθείτε μια πόλη που βομβαρδίστηκε ωσότου όλα της τα κτίρια (εξόν από κείνα που είχαν εξαιρετική αντοχή) έχουν καταστραφεί, και προσθέστε σ’ αυτά τις συνέπειες ενός σεισμού. […] Αν η Αμμόχωστος ήταν εντελώς χωρίς κατοίκους θα προκαλούσε λιγότερη εντύπωση στην ερήμωσή της παρ όσον τώρα στο σούρουπο ─όπου τίποτε δεν σαλεύει εξόν από την κουκουβάγια και την νυχτερίδα […]» (σ. 189).
Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι αφού έφτασαν στην Κύπρο κατά το ταξίδι που έκαναν υψηλοί αξιωματούχοι μαζί με τον Ντάρελ παραμονές της Τριμερούς Διάσκεψης, ο υπουργός τον Αποικιών «ο μέγας ανήρ» [ο sir Alan Lennox-Boyd] εξαφανίστηκε: «Φαίνεται πως είχε πάει στη Λάπηθο για πρωινό λουτρό και για να πιεί κανένα καφέ με μερικούς χωριάτες φίλους του […]» (σ. 229). Και, όπως είχε πληροφορήσει λίγες γραμμές πριν, «Εγνώριζε κι ο ίδιος το νησί καλά, είχε μείνει στο χαριτωμένο σπίτι του Πηρς και περπάτησε κάτω από τα λεμονοδάση της Λαπήθου […]» (σ. 225).

Ο συγγραφέας των Πικρολέμονων ισχυρίζεται:

«Τα συμπεράσματά στα οποία κατέληξα ήταν περίπου τα εξής:
»Τη σημερινή κατάσταση θα μπορούσαμε έστω και τώρα να την είχαμε θέσει υπό έλεγχο και να τη χειριστούμε όσο βρισκόταν ακόμη στην οπερεττική της θάλεγε κανείς, φάση και θα είμασταν σε θέση να τη μεταστρέψουμε προς όφελός μας με ωραία λόγια. Ήταν μια καλή ευκαιρία για να κερδίσουμε ίσως δεκαπέντε ή είκοσι χρόνια με την απλή υπόσχεση ενός δημοκρατικού δημοψηφίσματος. Τούτο θα ήταν πολύτιμο κέρδος πραγματικά ανεκτίμητο γιατί μας έδινε τον καιρό να ανασυγκροτήσουμε ολόκληρο τον κυβερνητικό μηχανισμό […]» (σ. 204).

Και αποφαίνεται:

«Η Κύπρος μου φαινόταν σαν μια περίπτωση όπου η κυριαρχία και η ασφάλεια δεν ήταν κατ’ ανάγκην συνεξαρτημένες, και μέσα σε μια προγραμματισμένη προθεσμία είκοσι ετών (που νομίζω ότι θα γινότανε δεκτή) θα μπορούσαμε να πετύχουμε πολλά.» (σ. 225) Επίσης, «[…] οι ηθικοί και νομικοί τίτλοι μας πάνω στο νησί ήταν απρόσβλητοι […] Το ίδιο ίσχυε και για τους Τούρκους […] Αλλά με δεκαπέντε χρόνια στο χέρι όλα θα ήταν δυνατόν να συμβούν […]» (σ. 204-205).
Δεν είναι βέβαιο ότι ο Ντάρελ αναφέρεται ακριβώς σε ένα πραγματικό δημοψήφισμα διότι, επιπλέον, δηλώνει πως η δική του λύση και οι εισηγήσεις του θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως τα παραληρήματα ενός παράφρονα προσωρινού δημόσιου λειτουργού.
Όμως, αυτό ακριβώς συνέβη και, μάλιστα, μέσα στα χρονικά πλαίσια που εκείνος θεωρούσε ως αναγκαία: Τα δεκαπέντε με είκοσι χρόνια… Η εισβολή και η κατοχή του νησιού από τουρκικά στρατεύματα, και η -μέχρι σήμερα- «ντε φάκτο» διχοτόμησή του με τη βρετανική συγκατάβαση. Μπορεί κανείς να απορρίψει με σοβαρά επιχειρήματα και χωρίς συναισθηματισμούς την ιδέα πως ο ίδιος ο Ντάρελ αποτέλεσε μέρος της ομάδας που εισηγήθηκε αυτήν την πιθανότητα ως εναλλακτική λύση για τις ανάγκες του στέμματος;
«Αλλά τη σήμερον ημέρα», συλλογιζόταν τότε ο συγγραφέας, «με τους ασταθείς ψηφοφόρους στην πατρίδα [σ.σ. το Λονδίνο] που είναι ανίκανοι νʼ ανεχθούν την αιματοχυσία και τρομοκρατούνται από τη βία, θα μπορούσε κανείς να κρατήσει μια Μεσογειακή αποικία, εάν τα μέτρα που θα ήταν υποχρεωμένος να λάβει για να το επιτύχει, υπερέβαιναν τα όρια της συνήθους αστυνομικής διαδικασίας;» (σ. 205)
Άραγε είναι συμπτωματική η αναφορά που κάνει στις διαμαρτυρίες του «εθνικιστικού Τύπου» που έγραφε ότι η διακυβέρνηση του sir Robert Armitage «έμοιαζε περίπου σαν του Αττίλα, ότι είχαμε αναλάβει το έργο του ξερριζώματος του ελληνισμού κι ότι απόφασή μας ήταν να “καταδικάσουμε τους Έλληνες του νησιού σε διηνεκή δουλεία”»; (σ. 167)
Θα μπορούσε να λεχθεί ότι ο Ντάρελ συνόψισε με τον ακόλουθο τρόπο την ουσία της «προσφοράς» του στην υπηρεσία του βρετανικού κράτους. Όλες οι προσπάθειες του ήταν συγκεντρωμένες σ’ εκείνο που θεωρούσε ως τον πυρήνα της υπόθεσης και που ο ίδιος αφοσιώθηκε στο να βρει την καλύτερη λύση:

Πώς ένα ιστορικό φαινόμενο με βαθιές ρίζες [δηλαδή, το θέμα της Ένωσης με την Ελλάδα, λόγω της ιστορικής συμπόρευσης Εκκλησίας και Κράτους στον ελληνικό χώρο] θα μπορούσε, αν όχι να εκριζωθεί, τουλάχιστον «να βολευτεί και ν’ απολήξει προς όφελός [της Βρετανίας]» (σ. 143). Και η μέθοδος που ακολούθησε η Βρετανία για να υλοποιηθεί αυτό ήταν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για να πετύχουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Κάθε φορά που ο συγγραφέας εξέφραζε φόβους μη τυχόν συμβεί κάτι, αυτό συνέβαινε με μαθηματική ακρίβεια: μην ξεσπάσει η βία, μην εκραγούν βόμβες, μην υπάρχουν θύματα, μην προκληθούν κοινοτικά αντίποινα… Αλλά, επειδή «δεν ήταν δυνατόν να εφαρμοστούν οι μέθοδοι του 1821 σήμερα» εφάρμοσαν «τη γραμμή που ακολουθούν οι δημοκρατίες». (σ. 235)

Ο ίδιος ο Ντάρελ αναγνώρισε ότι οι ωρολογιακές βόμβες «δεν ήσαν εγχώριες» (σ. 216), για αυτό και δεν θα ήταν δύσκολο να γεννηθούν υποψίες για το ποιοι θα μπορούσαν να τοποθετήσουν μια «σ’ ένα γραμματοκιβώτιο στην είσοδο του Κεντρικού Αστυνομικού Σταθμού της Λευκωσίας», ένα από τα πιο φρουρούμενα σημεία εκείνο τον καιρό και να προκαλέσουν «τυχαία» των τραυματισμό Τούρκων και Αρμένιων.

Ο Ντάρελ αναφέρει πολύ συχνά πως ψάχνοντας για την καλύτερη λύση δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο παρά να σηκώσει κανείς το βλέμμα «και η Τουρκία προβάλλει από παντού». Γιατί τα «αητοφύλαχτα ταμπούρια» της οροσειράς του Τροόδους συναγωνίζονται με εκείνα των βουνών του Ταύρου από την άλλη μεριά, «υπενθυμίζοντας πως ολόκληρο το νησί γεωλογικά είναι απλώς ένα παράρτημα της ασιατικής ηπείρου που κάποτε είχε αποκοπεί κι αφέθηκε να αρμενίζει. / Η οροσειρά της Κερύνειας ανήκει σε άλλον κόσμο[…]» (σ. 33). Μια προσθήκη, δηλαδή, της Ανατολίας είναι η Κύπρος. Και αυτή η σκέψη, που τον απασχολούσε «εκατό φορές την ημέρα», ερχόταν μαζί με την πεποίθηση πως η πεδιάδα Μεσαορίας «χωρίζει με φυσικό τρόπο το νησί σε δυο περιοχές».

Ήδη είχε σημειώσει από την αρχή ότι στο «μάθημα γεωγραφίας» που του έκανε ο «δάσκαλος Πάνος» έμαθε ότι: «Στην αρχή υπήρχαν δυο νησιά […] Ύστερα αναδύθηκε η πεδιάδα από την θάλασσα για να τις ενώσει -η Μεσαορία- επίπεδη σαν τάβλα του μπιλιάρδου […] Τα δυο νησιά είναι τώρα δυο ορεινοί όγκοι, η μεγάλη οροσειρά του Τροόδους και η μικρή της Κυρήνειας. (σ. 32). Και επαναφέρει το θέμα με άλλο τρόπο την επομένη της έναρξης της εξέγερσης της 1ης Απριλίου του 1955: «Ένα κομμάτι απ’ το νησί είχε κοπεί κ’ είχε γλιστρήσει αθόρυβα στη θάλασσα. Κατά κάποιον τρόπο τώρα δεν χρειαζόταν να σκέπτεται κανείς τι πρέπει να γίνει. Είχαμε φτάσει ένα σύνορο.[…] Οι λύσεις που ονειρευόμασταν είχαν πέσει όλες στο κενό» (σ. 213).
Τελικά, ο Ντάρελ αναγνωρίζει ότι η πολιτική που εφαρμόστηκε απέτυχε και άνοιξε το δρόμο για τη στρατιωτική λύση: δίπλα στη Κύπρο, που δεν ήταν παρά «ένα τριανταφυλλί σημαδάκι, όχι πιο μεγάλο από νύχι, στον οδοντωτό χάρτη του κωμικοτραγικού τοπίου της Εγγύς Ανατολής» (σ. 206), μια κουκίδα δηλαδή στον ωκεανό που πάλευε να αποφασίσει η ίδια για την τύχη της, πρόβαλε η Τουρκία μαζί με τη σχέση και το βάρος της στον Αραβικό κόσμο:

«Θα τολμούσε κανείς να δυσαρεστήσει την Τουρκία;», ρωτά ο Ντάρελ, «[…] θα κινδυνεύαμε […] ν’ ανατρέψουμε την τουρκική συμμαχία και να καταστρέψουμε το όλο σύμπλεγμα των Μεσανατολικών υποθέσεων όπου η μεγάλη αυτή Μουσουλμανική δύναμη έπαιζε τόσο σημαντικό ρόλο;» (σ. 237)
Δεν ήταν μόνο αυτό το επιχείρημα, αλλά και το ότι η αναγνώριση της αυτοδιάθεσης της Κύπρου σήμαινε να ανοίξει ο δρόμος για άλλες διαπραγματεύσεις: «[…] το Χονγκ Κονγκ, η Μάλτα, το Γιβραλτάρ, οι Φάλκλαντς [οι Μαλβίνες, δηλαδή], το Άντεν, ─ όλα νησιά και σημεία πολυτάραχα αλλά σταθερά στο μέγα σύνολο;» (σ. 226).

Είναι ανατριχιαστικό το γεγονός ότι δεν ένοιωθε τον παραμικρό δισταγμό την ώρα που βοηθούσε να εφαρμοστούν τα πιο σκληρά μέτρα καταστολής εναντίον του φιλειρηνικού και φιλόξενου πληθυσμού που τον αγκάλιασε ως φίλο και οπαδό· μπήκε στα σπίτια τους, ήπιε στην υγεία τους το κρασί που τον φίλεψαν· καταχάρηκε όταν είδε τους μαθητές του -τα παιδιά των γειτόνων του- πίσω από τα συρματοπλέγματα των στρατοπέδων συγκεντρώσεως, και θεωρούσε τον πατριωτισμό τους ένδειξη βλακείας, όπως θεωρούσε ελάττωμα τους το γεγονός ότι απέτυχε στις προσπάθειες του να εξαγοράσει τη συνείδησή τους και να τους προσεταιριστεί.

Τον στρατάρχη sir John Harding, τον προτελευταίο σκληρό Άγγλο αποικιοκράτη κυβερνήτη της Κύπρου, τον άσπλαχνο και αλύγιστο αυτόν οπαδό του στρατιωτικού νόμου, τον θεωρεί αναμφισβήτητα τον σωστό άνθρωπο στην σωστή θέση για να οδηγήσει τα πράγματα στο αναμενόμενο τέλος -την έντιμη ήττα-, σύμφωνα με όσα ο Ντάρελ είχε αντιληφθεί από την πρώτη στιγμή της άφιξής του στο νησί: Παρομοιάζει τον Harding με τον Φιλίπ ντε Βιλιέ ντε λ’ Ιλ-Αντάμ (σ. 285), Μέγα Άρχοντα του Ιπποτικού Τάγματος του Αγίου Ιωάννου και διοικητή της Ρόδου κατά τη διάρκεια της μακράς και αιματηρής πολιορκίας της από τις δυνάμεις του Σουλεϊμάν Α΄, το 1522. Με μόνο 600 ιππότες και 4 500 στρατιώτες αντιστάθηκε έξι μήνες τους 200 000 τούρκους πολιορκητές, μέχρι που διαπραγματεύτηκε τη συνθηκολόγηση. 
Ως ένδειξη σεβασμού στο θαρραλέο ιππότη, ο Σουλτάνος του επέτρεψε, για μία και μοναδική φορά στην ιστορία της βασιλείας του, την αναχώρησή του Γάλλου ευγενούς από το νησί μαζί μ’ όσους ανθρώπους ήθελε να πάρει μαζί του, πριν εισβάλει.

Το μόνο όπου δεν χωρεί αμφιβολία είναι πως ακόμα και τη στιγμή που ο Ντάρελ «μυθοποιεί την αλήθεια», τα Πικρολέμονα επιβεβαιώνουν πως το Κυπριακό είναι ένα ζήτημα εισβολής και στρατιωτικής κατοχής, διχοτόμησης, κατάχρησης δύναμης, καταφανούς παράβασης του δικαιώματος των λαών στην αυτοδιάθεση, καθώς και παραπληροφόρησης της κοινής γνώμης, για να μπορέσουν να επιβληθούν λύσεις «αλά Ντάρελ» εκ των άνω. Δηλαδή, «αν όχι με την βία, με δόλο», μονάχα για να διασφαλιστεί το στρατηγικό συμφέρον του επικρατέστερου.
Με αυτή την έννοια τα Πικρολέμονα αποτελούν ένα σωστό εγχειρίδιο για το πώς σχεδιάστηκε το Κυπριακό και για το ποιοι βρίσκονται ανάμεσα στους κυριότερους πρωταγωνιστές της τραγωδίας του κυπριακού λαού. Και αβίαστα προκύπτει βασανιστικό το ερώτημα: Για ποιο λόγο δεν επισημαίνεται δυνατά και χωρίς περιστροφές αυτό που αυτός ο ίδιος ο πρωταγωνιστής των γεγονότων επισφράγισε με την υπογραφή του;

Δεδομένου του βραβείου Duff Cooper και εν όψει των προπαγανδιστικών στόχων που ήθελαν να επιτύχουν οι Βρετανοί, ήταν λογικό το βιβλίο να αγκαλιαστεί από τους κριτικούς «για την συγγραφική του ποιότητα». Αλλά στο Λονδίνο…
Πώς εξηγείται, ωστόσο, το γεγονός ότι στην Κύπρο, κατά κύριο λόγο, αλλά και σε χώρες που έχουν υποστεί συνέπειες από παρόμοιες πολιτικές, το βιβλίο αυτό έγινε δεκτό τόσα χρόνια τώρα με το χειροκρότημα της κριτικής και της κοινής γνώμης για τις λογοτεχνικές του αρετές ή για τη γραφικότητά του, τη στιγμή που τόσοι άνθρωποι δεινοπαθούν ως αποτέλεσμα της ζωής και των πράξεων ατόμων σαν το Ντάρελ, θεωρώντας το μάλιστα ως υπόδειγμα αγάπης;

Δυστυχώς, ακόμα και ο ίδιος ο εξαιρετικός μεταφραστής του βιβλίου στην ελληνική γλώσσα, ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, ένας άνθρωπος για του οποίου τη σοβαρότητα και τη διορατικότητα που χαρακτήριζε το έργο του και τον ίδιο δεν χωρά αμφιβολία, ζητά από τον αναγνώστη να δεχτεί το βιβλίο ως έργο ενός ανθρώπου «που αγάπησε την Κύπρο και τους ανθρώπους του» και, επιπλέον, «να κρατήσει την αντικειμενική διαπίστωση που δεν χρωματίζεται από την οποιαδήποτε σκοπιμότητα».
Μήπως βρισκόμαστε μπροστά σε μια τρανταχτή περίπτωση πρωτόγονης, αφελούς και αβίαστης αντίληψης της φιλοξενίας και του «φιλελληνισμού;
[Λόρενς Ντάρελ, Πικρολέμονα [μετφ. Αιμίλιος Χουρμούζιος], εκδ. Γρηγόρης, Αθήνα. Όλα τα αποσπάσματα που αναφέρονται προέρχονται από αυτή την έκδοση, με ελάχιστες εκσυγχρονίσεις σε ότι αφορά την ορθογραφία.]
Guadalupe Flores Liera


[3]The Durrell-Miller Letters, 1935-1980: “The sum in francs you mentioned is roughly 500 pounds is it not? For that you could get a fine little singlehanded boat to live on for the summer. We are held up frankly; because at the moment there is such a restriction on travel by yacht. We figured on spending a year in ship ports, as Spain, Greece, Turkey. At the moment things look so bad I simply donʼ t know what to do. Return to Corfu with the Italians outside our house? Spend the summer in Cornwall? OR GO TO AMERICA. It would mean a big uprooting, a big turn in the meridian: but I have a sort of feeling that sooner I shall take the jump: whether to do so now donʼ t know.” Και: “I shall be back in Corfu by May […] things look brighter in the Mediterranean. Probably no war.”
[4]Μάρτιος, 1940, Αναγνωστοπούλου, 40, Αθήνα: “[...] things have changed so much here since you left, new and more powerful enemies on the horizon, the system closing in, that I must use every ounce of anonymity to avoid being thrown out of the Council. Nothing in private any more: censors everywhere, letters being stopped and forwarded to the government etc. One breath of criticism and the apple-cart is overturned. […] Therefore, dear H, be circumspect, because heaven only knows what you might say about me that could be wrongly construed by the official dogcatchers. Itʼ s purely a question of tact; as to the question of fact, thatʼ s another and literary business […]. / [P. S.] leaving for Cyprus in early June; possibly a good job […]”Καιστις 17 Ιουνίουτου 1940: “[...] I still donʼ t know what the situation is; the school is stopped here, and with it may dough; and Iʼ m supposed to get to Cyprus and start up there in September but at the moment there is no connection.”
[5]“I remember some excerpts you send containing violences against the dear old British Empire of which I am now a paid servant.” Επίσης, βλ. υποσημείωση 3 του άρθρου της Φωτεινής Δημηρούλη, «Ο Λ. Ν. και ο ρόλος του στο Κυπριακό», Η Αυγή της Κυριακής, 15.9.12, σύμφωνα με την επιστολή που ανακάλυψε και δημοσίευσε η Βάρβαρα Παπασταύρου-Κορωνιωτάκη: «Απόρρητος φάκελος Λ. Ν.»
[6] “Who could speak Greek”.
[7] Βλ. υποσημείωση 5, στο ίδιο άρθρο της Φ. Δημηρούλη.
[8] Ibid.
[9]Βλ. υποσημείωση 1. “The Councilʼ s work in Greece had bolstered and Anglophile spirit which encouraged Greece to enter the Second World War on the Allied Side. Because of the German invasion of Greece, the Council closed in Athens until 1944 […] re-opened in 1944 by Colonel Kennneth R. Johnstone, after he was in London Deputy Director-General […].”
[10] Βλ. υποσημείωση 2. «Επομένως, η ιστορία του SOE στην Μεσόγειο δεν θα μπορέσει να αποκαλυφθεί ποτέ με κάθε λεπτομέρεια.»
[11] Ian S. MacNiven, Maurice Cardiff, Friends Abroad: Memories of Lawrence Durrell, Freya Stark, Patrick Leigh Fermor, P. Guggenheim and others,http://www.latech.edu/deusloci/ns7/7macnivenre.html
[12]Idem.
[13] Το καλύτερο παράδειγμα αποτελεί η «νεράιδα» φίλη και ερωμένη του, η Μαρί [Millington-Drake] που όταν αναγκάστηκε να τα μαζέψει μετακόμισε στη Σικελία, όπου το ειδύλλιο συνεχίστηκε. (Βλ. skyvington.blogspot.gr/2011/09/phantoms-of-lost-paradise.html.
[14] Η υπογραμμή είναι δική μου.
[15] Στην ιστοσελίδα http://www.homeaway.co.uk/p21578 μέχρι πριν από λίγο ακόμα μπορούσε να δει ο αναγνώστης φωτογραφίες του σπιτιού με δεκατρία υπνοδωμάτια όπου ζούσε αυτός ο τελευταίος, σ’ ένα παλιό μοναστήρι «inthelovelyvillageofLapta», με ενοίκιο 1100-1800 ευρώ την εβδομάδα, και η οποία είχε ως διαφημιστικό δόλωμα το ότι υπήρξε το σπίτι όπου ο αρχιτέκτονας Ο. Χ. φιλοξένησε τον συγγραφέα των Πικρολέμονων, παρ’ όλο που αυτή η διαφήμιση εξαφανίστηκε ξαφνικά, πρόσφατα, μυστηριωδώς. Άλλωστε ο Ντάρελ αφιερώνει ταΠικρολέμονα στον αγαπημένο φίλο του.
[16] Βλ. υποσημείωση 11, «σύμμαχο σε καιρού πολέμου».




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου