Η ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΙΣΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Στην εποχή του κορωνοϊού, η κυριολεκτική χρήση μάσκας εξυπηρέτησε συμβολικά την προστασία του προσώπου που πρέπει να μένει αλώβητο από επιθέσεις ιών και βακτηρίων, αλλά και από τα αδηφάγα βλέμματα των περαστικών.
Ταυτοχρόνως, η μάσκα του ηθοποιού έγινε η προστατευτική ασπίδα του καθημερινού εικονολάτρη θεατρίνου, ομοιάζοντος με φροντιστή νεκροταφείου, που καθημερινά μεριμνά για την ευταξία και τον καλλωπισμό των τάφων, οι οποίοι στο εσωτερικό τους φιλοξενούν πειναλέους σκώληκες.
Η σταδιακή μετατροπή των μαζανθρώπων σε κοινούς θεατρίνους, πρωτίστως εξαιτίας της εισβολής της τηλεόρασης μέσα στο σπίτι τους, είχε ως μοιραία συνέπεια να μεταλλαχθούν, αντιστοίχως, και οι πολιτικοί σε επαγγελματίες θεατρίνους.
Από το πολιτικό θέατρο, οι κοινωνίες της τηλεόρασης και, πλέον, οι κοινωνίες της οθόνης, πέρασαν στην φάση της θεατρικής πολιτικής. Όπως, λοιπόν, ο καθημερινός μαζάνθρωπος μετεβλήθη σε φορητό κενοτάφιο που περιφέρει το καλοσυντηρημένο σαρκίο του λαχανιάζοντας από το βάρος της παραμελημένης ψυχής του, έτσι και ο πολιτικός μένει αδειανός από ουσία, εξασκώντας την θεατρική τέχνη που εξαπατά, αποπροσανατολίζει και κοιμίζει τον τηλεθεατή του.
ΣΧΕΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΥΠΟΚΡΙΤΙΚΗΣ
Ο Τόμας Μάγερ (Thomas Meyer), καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο πανεπιστήμιο του Ντόρτμουντ, στο βιβλίο που έγραψε το 1998 και σε ελληνική μετάφραση κυκλοφόρησε το 2000 (Μάγερ, Η πολιτική ως θέατρο.
Η νέα εξουσία της ηθοποιίας, μτφ.: Θ. Παρασκευόπουλος, εκδ. Καστανιώτη, 2000) αναδεικνύει μια σημαντική διάγνωση που περιέχεται στην επίσημη έκθεση της επιτροπής ειδικών του 1994 προς τον τότε ομοσπονδιακό πρόεδρο Ρίχαρντ φον Βαϊτσέκερ (σελ. 160):
«Η εμφάνιση στην τηλεόραση απαιτεί από τον πολιτικό… προπάντων υποκριτικές ικανότητες, οι οποίες δεν αντιστοιχούν αναγκαστικά στην πολιτική του προσφορά, έχουν όμως αποφασιστική σημασία για την πολιτική του επιτυχία· επιτυχής θεωρείται ο πολιτικός που διαθέτει υποκριτικές ικανότητες, ακόμη κι αν οι πολιτικές του ικανότητες υστερούν. Αντίστροφα, η πολιτική προσφορά ωχριά, αν δεν υπάρχει το χάρισμα της παράστασης στα μέσα».
Απαριθμώντας κάποιες χαρακτηριστικές ενδείξεις για την «σκηνοθεσία της πολιτικής» (π.χ. οι μεν πολιτικές αποφάσεις προσαρμόζονται χρονικά με βάση τις τηλεοπτικές εκπομπές, οι δε πολιτικές δηλώσεις προσαρμόζονται στην επιθυμία των μέσων για σύντομα μηνύματα), ο Μάγερ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι:
αυτό το φαινόμενο «αντιστοιχεί σε επιστροφή στην αυλική δημοσιότητα, επειδή η πολιτική εκπροσώπηση εξελίσσεται από εκπροσώπηση του λαού σε παράσταση του αξιώματος».
Με γνώμονα τις επισημάνσεις του Ουμπέρτο Έκο, ενός εκ των ειδικών του κλάδου της σημειολογίας, ο Μάγερ συμφωνεί ότι:
«τα μέσα δεν πρόκειται να επαναφέρουν την επιχειρηματολογία και τη συνεννόηση στον δημόσιο διάλογο» και, επομένως, «μόνο από τους χρήστες των μέσων μπορούμε να περιμένουμε ωθήσεις για την αλλαγή του οπτικού πολιτισμού».
ΘΕΑΤΡΙΚΟΣ ΕΜΒΟΛΙΑΣΜΟΣ
Ωστόσο, με δεδομένο ότι από τότε που γράφτηκε το βιβλίο του Μάγερ μέχρι σήμερα έχουν περάσει 26 χρόνια διαρκώς αναβαθμιζόμενης τηλεοπτικής προπαγάνδας, μέσω της οποίας οι χρήστες των μέσων εθίζονται στον «θεατρικό εμβολιασμό» τους, εκπαιδευόμενοι να σκέφτονται περιορισμένα και να συμπεριφέρονται παθητικά, είναι προφανές ότι η αλλαγή του οπτικού πολιτισμού ήταν μεν ένα επιτακτικό αίτημα, πλην όμως η υλοποίησή του απέτυχε παταγωδώς.
Οι μαζάνθρωποι σαγηνεύθηκαν τόσο πολύ από την δύναμη της εικόνας, που καθηλώθηκαν στην θέση του ψυχαγωγούμενου ακροατηρίου, καταναλώνοντας πατατάκια ή ποπ-κορν.
Μάλιστα, απέτυχαν έστω να αναπτύξουν ένα ωφέλιμο αισθητήριο χάρη στο οποίο θα μπορούσαν να διακρίνουν το καλό από το κακό θέατρο, τους ταλαντούχους από τους ατάλαντους σκηνοθέτες και το ποιοτικό έργο από το τσίρκο, ώστε να φθάσουν κάποια στιγμή στο σημείο να ζητούν «πιο απαιτητικές σκηνοθεσίες και προπάντων […] καλύτερα έργα» (Μάγερ, ό.π., σελ. 163).
Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΣΙΟΥΑΡΤ ΧΟΛ
Αν, μάλιστα, αξιοποιήσουμε την θεωρία του Στιούαρτ Χολ (Stuart Hall) για την πρόσληψη του οπτικοακουστικού λόγου (Encoding/Decoding, εις: Culture, Media, Language, 1972-1979, σελ. 128-129), θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι, από τα τρία μοντέλα πρόσληψης που αναγνωρίζει ο διάσημος κοινωνιολόγος, εκείνο που επαληθεύθηκε ευρέως στην διαδρομή προς την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα ήταν το μοντέλο της «κυρίαρχης ηγεμονικής θέσης» (dominant hegemonic position) του μέσου, σύμφωνα με το οποίο ο παρατηρητής-χρήστης «υποτάσσεται πλήρως στο πρόγραμμα και το αποκωδικοποιεί ακριβώς στα κωδικοποιημένα σχήματα, δηλαδή ο δέκτης προσλαμβάνει την παραγωγή με τις σημασίες και τις επιδράσεις για τις οποίες την έχει σχεδιάσει ο παραγωγός της» (Μάγερ, ό.π., σελ. 164).
Έτσι, οι μαζάνθρωποι του αιώνα μας καταβροχθίζουν κάθε τοξική τροφή που τους σερβίρουν μέσω της προπαγάνδας τα καθοδηγούμενα από την παγκόσμια ελίτ Μέσα Μαζικού Ευνουχισμού, αδυνατώντας να αναπτύξουν έναν «αντιθετικό κώδικα» (oppositional code), σύμφωνα με το ομώνυμο μοντέλο του Στιούαρτ Χολ, όπου ο χρήστης-παρατηρητής «αντιπαραθέτει στις προθέσεις του μέσου το δικό του, τελείως αυτόνομο πλαίσιο αναφοράς και τις αποφεύγει πλήρως», «κατά κανόνα κλείνοντας τη συσκευή» (Μάγερ, ό.π.).
Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ ΤΟΥ ΜΑΓΕΡ
Στο σημείο αυτό, ο Μάγερ μάς παρέχει την συμβουλή του για την ανατροπή της κυριαρχίας του πρώτου μοντέλου και, αντιστοίχως, για το σωτήριο φιλτράρισμα του «οπτικού πολιτισμού», ο οποίος, αν εδραιώσει την παντοκρατορία του (ή μήπως την έχει ήδη εδραιώσει;), θα μας οδηγήσει στο τέλος της ιστορίας της ανθρωπότητας:
«Θα χρειαζόταν να εισαχθεί σε όλους τους τομείς του εκπαιδευτικού συστήματος η παιδαγωγική των μέσων με πρακτικές αναφορές, ως βήμα στην πορεία προς έναν οπτικό πολιτισμό, ο οποίος θα πληρούσε τον –απαράβατο για δημοκρατικά κράτη δικαίου– όρο του ακηδεμόνευτου πολίτη.
Στην ουσία πρόκειται για την εκμάθηση του διπλού βλέμματος, το οποίο βλέποντας τις εικόνες αναγνωρίζει αμέσως τη σκηνοθετική διεύθυνση που του τα παρουσιάζει ώστε να μη γίνεται ανυπεράσπιστο θύμα των επιδιώξεών της».
Η ΕΠΙΔΙΩΞΗ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΕΛΙΤ
Αλλά η παγκόσμια ελίτ, που διαμορφώνει προς όφελός της το «κυρίαρχο ρεύμα» και προωθεί την ατζέντα της αποδόμησης του ανθρώπου και των κρατών-εθνών, προκειμένου να διευκολύνει την εγκαθίδρυση της παγκόσμιας κυβέρνησης (δηλ. της παγκόσμιας δικτατορίας), δεν θα επέτρεπε ποτέ να εκπαιδευθούν οι πολίτες, ώστε να αποκτήσουν καθαρή ματιά, αναγνωριστική του μηχανισμού της προπαγάνδας και, ειδικότερα, της αποχαυνωτικής σκηνοθεσίας και των ύπουλων κωδικοποιημένων μηνυμάτων.
Η ελίτ αυτή επιδιώκει το ακριβώς αντίθετο: Την παραπλάνηση, την σαγήνευση, την αποτύφλωση, την ψευδαίσθηση του πολίτη-τηλεθεατή.
Στην 26η ενότητα του βιβλίου του ο Μάγερ ακτινογραφεί με καταπληκτική μεστότητα τον τρόπο λειτουργίας της θεατροποιημένης πολιτικής (σελ. 165):
Η πολιτική ως θέατρο «δεν παρηγορεί με τις ηδονές μακρινών οραμάτων, αλλά προσφέρει αμέσως τη μικρή απόλαυση της ψυχαγωγικής οπτικοποίησης.
Ταιριάζει στο μεταμοντέρνο πνεύμα των καιρών με την επιδειξιομανία και την οφθαλμολαγνεία, το παιχνίδι και την έλλειψη δεσμεύσεων και έναν παροντισμό, ο οποίος τα θέλει όλα τώρα και δεν εκτιμά ό,τι υπήρξε και θα υπάρξει.
Η πολιτική ως θέατρο εξαλείφει την κριτική ικανότητα και την προθυμία για συμμετοχή εκείνων που μπορεί να παραπλανήσει».
ΟΡΓΟΥΕΛ VS ΧΑΞΛΕΫ
Είναι αξιοσημείωτο ότι, σε αρμονία με την οπτική του Νιλ Πόστμαν στο βιβλίο του «Διασκέδαση μέχρι θανάτου. Ο δημόσιος λόγος στην εποχή του θεάματος»1, ο Τόμας Μάγερ, ασχολούμενος κι αυτός με το ανταγωνιστικό δίδυμο Όργουελ-Χάξλεϋ, δίδει το προβάδισμα στον δεύτερο (σελ. 165/166):
«Όπως ολόκληρος ο κόσμος των διασκεδαστικών εικόνων των μέσων, έτσι και η συμβολική πολιτική απλώνεται, επιδιώκοντας, φαινομενικά χωρίς βία, στην πραγματικότητα όμως με μεγάλη ορμή, το πολιτικό στοιχείο.
Απερημώνει το δημόσιο χώρο, όχι όπως η ολοκληρωτική πολιτική που περιέγραψε ο Όργουελ, αλλά αποτελεσματικότερα, λιγότερο εντυπωσιακά και με ευρεία συναίνεση κατά τον τρόπο που περιγράφει ο Χάξλεϋ. Συνδέει την παραίτηση από τον αυτοκαθορισμό με αναισθητική ηδονή.
Μεταφέρει την ψευδαίσθηση του δημόσιου χώρου στον ιδιωτικό, με μοναδικό αποτέλεσμα να επικρατεί στον δημόσιο χώρο ο ιδιωτισμός των ηδονών της αισθητηριακής αντίληψης, απωθώντας το πολιτικό στοιχείο και καταργώντας το εν τέλει».
Το 1998, έτος συγγραφής του βιβλίου, ο Μάγερ κατέγραφε τον εξής προβληματισμό (σελ. 170):
«Το μέλλον θα δείξει αν οι αμφιλεγόμενες εμπειρίες με τη σκηνοθεσιολαγνεία και την απογοήτευση από τη σκηνοθεσία […] θα ανοίξουν το δρόμο του αχαλίνωτου εξαμερικανισμού της πολιτικής επικοινωνίας ή θα προκαλέσουν περισυλλογή και αυτοσυγκράτηση. Αν η πολιτική μεταβληθεί σε θέατρο δεν θα ωφεληθεί η ίδια και θα ζημιωθεί η δημοκρατία».
Δυστυχώς, εν έτει 2024, η δημοκρατία υπάρχει μόνο στα χαρτιά. Στην πραγματικότητα, βασιλεύει μια καμουφλαρισμένη-έξυπνη παγκόσμια δικτατορία, που φορά το αγαπημένο αξεσουάρ της Νέας Εποχής: την μάσκα!
Φωτογραφία από διαδήλωση που πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο 2020 στην Φρανκφούρτη. Στην αφίσα που κραδαίνει ο διαδηλωτής είναι γραμμένο το ακόλουθο σύνθημα: “Όποιος κοιμάται στην δημοκρατία, ξυπνάει σε δικτατορία!“
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το ανωτέρω κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, 21.1.2024, σελ. 57.
·
13 ΙΑΝ
Αγαπητέ κύριε Βαθιώτη κάτι άσχετο με το άρθρο.Στο βιβλίο σας "από την τρομοκρατία στην πανδημία" στην τρίτη έκδοση κάπου μετά την 300 σελίδα αν θυμάμαι καλά γίνεται αναφορά σε ένα σκακιστικό παράδειγμα όπου ο σκακιστής καλείτε να επιλέξει αν θα δώσει ίππο ή αξιωματικό στον αντίπαλο(αναγκάζεται να δώσει ένα από τα δύο).Μερικές γραμμές πιο κάτω οι δύο αυτές δυνάμεις χαρακτηρίζονται ως πιονάκια.Ο χαρακτηρισμός αυτός δεν είναι σωστός γιατί απλούστατα στο σκάκι υπάρχουν ήδη 8 πιονάκια(άλλως στρατιώτες) για κάθε παίκτη κατά την αρχική τοποθέτηση στη σκακιέρα.Ο ίππος κι ο αξιωματικός στη σκακιστική ορολογία χαρακτηρίζονται ως "κομμάτια".Ελπίζω σε μελλοντική διόρθωση του ασήμαντου και μη ουσιώδους αυτού λάθους του πολύ καλού αυτού βιβλίου.
ΑπάντησηΔιαγραφή