ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ Η ΡΑΓΙΑΔΙΣΜΟΣ;
Η σύγχρονη αφήγηση για την ελληνική διπλωματία ξεκινά με το όνομα του Ιωάννη Καποδίστρια, μιας μορφής που έδωσε υπόσταση και κύρος στο νεοσύστατο κράτος, αναγνωρισμένης παγκοσμίως για το όραμα και την ικανότητά της να χαράξει στρατηγική με μακρόπνοες προοπτικές.
Στη συνέχεια, η πορεία εμπλουτίστηκε με προσωπικότητες όπως ο Ίων Δραγούμης και ο Λάμπρος Κορομηλάς, που συνέδεσαν τον αγώνα για εθνική ολοκλήρωση με μια διπλωματία που όριζε στόχους και όρια.
Σταδιακά, το νήμα έφτασε έως τον Γιώργο Σεφέρη, που εκπροσώπησε τη χώρα συνδυάζοντας πνευματικότητα, ευαισθησία και διπλωματική ισορροπία.
Από εκεί και μετά, η ελληνική διπλωματία φαίνεται να χάνει την πρωτοτυπία και το όραμά της, να γέρνει περισσότερο προς την τεχνοκρατική διαχείριση και λιγότερο προς τη στρατηγική δημιουργία.
Στη θέση των οραματιστών ήρθαν στελέχη με υπηρεσιακή κατάρτιση και προσήλωση στη διαδικασία, ικανοί υπάλληλοι αλλά όχι δημιουργοί πολιτικής.
Η εξέλιξη αυτή συνοδεύτηκε από την εσωτερική αποστείρωση της διπλωματίας. Το βάρος έπεσε στη συμμόρφωση με υπηρεσιακούς κανόνες, στις τυπικές διαδικασίες, στην προσαρμογή σε γραφειοκρατικά δεδομένα.
Η έννοια της αυτόνομης εθνικής στρατηγικής περιορίστηκε, ενώ οι εξαιρέσεις που συνδύαζαν πνεύμα και εθνική συνείδηση δεν μπόρεσαν να ανατρέψουν το γενικό κλίμα.
Σταδιακά, η επικρατούσα νοοτροπία μετέτρεψε την έννοια της υποχώρησης σε «διπλωματικό ρεαλισμό», έναν όρο που προσφέρεται για να καλύπτει την έλλειψη τόλμης ή την απουσία μακροπρόθεσμου σχεδιασμού.
Η νοοτροπία αυτή εδραιώθηκε σταδιακά ως κανόνας, μετατρέποντας το υπουργείο Εξωτερικών από επιτελείο παραγωγής εθνικής στρατηγικής σε μηχανισμό εφαρμογής οδηγιών.
Το σύμπλεγμα που σημάδεψε αυτή την πορεία είναι η λεγόμενη «ευρωπληξία». Η προσκόλληση στο ευρωπαϊκό πλαίσιο λειτούργησε ως υποκατάστατο εθνικής στρατηγικής, σαν να επρόκειτο για μια αξία υπέρτερη του εθνικού συμφέροντος.
Η ένταξη στην ΕΟΚ το 1981 συνοδεύτηκε από την ψευδαίσθηση ότι η Ευρώπη θα προσέφερε όχι μόνο ανάπτυξη και οικονομική σταθερότητα, αλλά και ασφάλεια έναντι τρίτων.
Η ελπίδα αυτή γρήγορα μετατράπηκε σε εφησυχασμό και κατόπιν σε στρατηγική αδράνεια. Οι διπλωματικές ιδέες σταμάτησαν να παράγονται αυτόνομα και ο ρόλος των Ελλήνων διπλωματών περιορίστηκε στη συμμόρφωση με τις κατευθύνσεις των Βρυξελλών.
Έτσι, αντί να σχεδιάζουν, οι σημερινοί διπλωμάτες λειτουργούν περισσότερο ως «τροχονόμοι» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτρέποντας κάθε κίνηση που παρεκκλίνει από την ευρωπαϊκή γραμμή, ακόμη και αν αυτή έρχεται σε αντίθεση με τα ελληνικά συμφέροντα.
Ο φόβος της απομόνωσης ή της ταμπέλας του «ιδιότροπου εταίρου»—με το παράδειγμα του Βίκτορ Όρμπαν να αιωρείται ως απειλή—παραλύει τη σκέψη.
Στην πράξη, αυτή η ανησυχία οδηγεί σε εκούσια παραίτηση από την υπεράσπιση εθνικών συμφερόντων στο όνομα της συμμόρφωσης. Η στάση της χώρας απέναντι στην ουκρανική κρίση είναι χαρακτηριστική.
Ο χώρος για δημόσιο διάλογο περιορίζεται, και κάθε φωνή αμφισβήτησης αντιμετωπίζεται με καχυποψία.
Η περίπτωση του πρώην γενικού προξένου Θεόδωρου Οικονόμου-Καμαρινού, που κλήθηκε σε απολογία για την κριτική του στην πολιτική έναντι της Τουρκίας, είναι χαρακτηριστική για την αυτολογοκρισία που έχει επικρατήσει.
Το υπουργείο μοιάζει ολοένα περισσότερο με γραμματεία ευρωπαϊκής προσαρμογής παρά με όργανο χάραξης αυτόνομης πολιτικής.
Η ανησυχία αυτή καταγράφεται πλέον και από διπλωμάτες ε.τ., που δημοσίως προειδοποιούν για τον κίνδυνο στρατηγικής αποτυχίας.
Ονόματα όπως οι Χρυσανθόπουλος, Αϋφαντής, Μπορνόβας, Καραϊτίδης, Καραγιάννης, Κατράνης, Ηλιόπουλος, Πουκαμισάς, ο Νίκος Κανέλλος και ο Ρούσσος Κούνδουρος, με την αποκαλυπτική επιστολή παραίτησης, αποτυπώνουν το βάθος της ανησυχίας.
Κοινός τόπος είναι η διαπίστωση ότι η εξωτερική μας πολιτική κινείται χωρίς ανεξάρτητη πυξίδα, εγκλωβισμένη σε έναν κύκλο υπαλληλικής συμμόρφωσης.
Στην καρδιά αυτής της εξέλιξης αναδεικνύεται συχνά ο ρόλος του ΕΛΙΑΜΕΠ. Παρότι εμφανίζεται ως ανεξάρτητο think tank, λειτουργεί περισσότερο ως παράρτημα του υπουργείου Εξωτερικών, επεξεργαζόμενο τη γραμμή της ευρωπροσήλωσης και του κατευνασμού.
Οι κατευθύνσεις του ευθυγραμμίζονται με τα συμφέροντα των Βρυξελλών και του Βερολίνου, ενώ η χρηματοδότησή του από ευρωπαϊκά προγράμματα, ξένες πρεσβείες και ιδρύματα παγιώνει τον προσανατολισμό του.
Στελέχη της διπλωματικής υπηρεσίας που έχουν περάσει από το ΕΛΙΑΜΕΠ υιοθετούν εύκολα το αφήγημα ότι ο κατευνασμός είναι «ρεαλισμός», ακόμη και όταν αυτό σημαίνει εκχώρηση εθνικών θέσεων.
Παραδείγματα τέτοιων τοποθετήσεων βρίσκουμε σε κείμενα διπλωματών που προτρέπουν σε εγκατάλειψη του ενιαίου αμυντικού δόγματος Ελλάδας–Κύπρου ή χαιρετίζουν τη Συμφωνία των Πρεσπών ως ρεαλιστική λύση που «απαλλάσσει» την Ελλάδα από ένα «ανύπαρκτο» πρόβλημα.
Τέτοιες απόψεις δείχνουν πόσο έχει εδραιωθεί η λογική της ευρωπαϊκής συμμόρφωσης ακόμη και σε κρίσιμα εθνικά θέματα. Δεν είναι τυχαίο ότι τα ίδια στελέχη δεν διστάζουν να εξυμνούν πολιτικούς όπως ο Κώστας Σημίτης και να αποδομούν προσωπικότητες όπως ο Τάσσος Παπαδόπουλος.
Παρά τις γενικές αυτές τάσεις, υπήρξαν και διπλωμάτες που κινήθηκαν διαφορετικά.
Ο Χρήστος Ζαχαράκις παραμένει στη μνήμη ως ένας από τους τελευταίους που τόλμησαν να αρθρώσουν σκληρό και ανεξάρτητο λόγο, παρά τις αντιδράσεις που προκαλούσε στο εξωτερικό.
Τα τηλεγραφήματά του για τον ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών στα εθνικά ζητήματα αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα θάρρους και ευθύτητας.
Σήμερα όμως η εποχή αυτή δείχνει να έχει περάσει. Οι χειρισμοί καθοδηγούνται από πολιτικά γραφεία, και οι επιλογές χαράσσονται με κριτήριο την αποφυγή εντάσεων, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει παραχωρήσεις.
Ωστόσο, στα μεσαία κλιμάκια εξακολουθούν να υπάρχουν στελέχη με αίσθηση ευθύνης και εθνικά αντανακλαστικά. Η πίεση της πολιτικής ηγεσίας όμως είναι καθοριστική. Η υποχωρητικότητα, ακόμη κι όταν δεν ομολογείται, εμφανίζεται ως καθημερινή πρακτική.
Οι ευθύνες για λάθη και παραλείψεις είναι υπαρκτές και θα αποδοθούν, αργά ή γρήγορα, όχι μόνο από τον ιστορικό του μέλλοντος αλλά και μέσα από την πολιτική λογοδοσία.
Μέχρι τότε, η ελληνική διπλωματία θα συνεχίσει να κινείται σε ένα πεδίο όπου η συμμόρφωση υπερισχύει του οράματος, με τις συνέπειες να γίνονται όλο και πιο ορατές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου