Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2024

ΕΝΑΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΦΙΛΕΛΛΗΝΑΣ ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ...

ΑΔΡΙΑΝΟΥΠΟΛΗ 1885: ΈΝΑΣ ΦΡΑΓΚΟΣ ΠΡΟΤΡΕΠΕΙ ΤΟΥΣ ΈΛΛΗΝΕΣ… ΝΑ ΜΗΝ «ΦΡΑΓΚΕΨΟΥΝ»



Γράφει ο Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης


Η Αδριανούπολη πάντα φημίζονταν για τα ονομαστά σχολεία της και το υψηλό επίπεδο Παιδείας και πολιτισμού που παρείχε όχι μόνο στους μόνιμους κατοίκους της αλλά και στους παρεπιδημούντες. 

Σημαντική ήταν και η λειτουργία του σιδηρόδρομου που έφερνε σε επαφή του Αδριανουπολίτες σε επαφή με τις νέες τάσεις που επικρατούσαν στην Ευρώπη, τόσο στο πεδίο των ιδεών όσο και στην καθημερινότητα. 

Εξίσου σημαντική ήταν και η παρουσία μεγάλου αριθμού ξένων προξενείων λόγω της σημαντικής γεωστρατηγικής και διπλωματικής θέσης της πόλης, που θεμελιώθηκε στη συμβολή τριών ποταμών.

Η έκπληξη όμως που δοκιμάζει όποιος ασχολείται με την ιστορία της Αδριανούπολης, είναι ότι ανακαλύπτει πως ένας Γάλλος (Φράγκους τους αποκαλούσαν τότε) το 1885, καλούσε τους Έλληνες να μην… Φραγκέψουν!!! 

Ήδη από την εποχή εκείνη είχε αναφανεί η τάση να φορούν γυναίκες και άνδρες, ευρωπαϊκά ρούχα και να εγκαταλείπουν τις παραδοσιακές τοπικές φορεσιές. 

Τότε εμφανίσθηκαν και τα… χωριστά ραφεία. Τα αμπατζίδικα συνέχισαν να ράβουν τοπικές ενδυμασίες κυρίως πουτούρια, ενώ ευρωπαϊκά ρούχα έραβαν οι φραγκοράφτες.

Εν προκειμένω η έκπληξη προέρχεται από τον Γουσταύο Λαφφόν (Gustave Adolphe Marie Laffon) που υπηρετούσε ως πρόξενος της Γαλλίας στην Αδριανούπολη.

Ο Λαφφόν από τα νεανικά του χρόνια λάτρεψε την Ελληνική Παιδεία και επιδόθηκε με πάθος στην ποίηση. 

Γεννήθηκε στη Λάρνακα το 1835. Φοίτησε στο Ελληνικό Σχολαρχείο της Λευκωσίας και σε ηλικία 15 χρονών πήγε στην Βυρηττό, όπου σπούδασε ξένες γλώσσες στο Κολλέγιο Ιησουϊτών. 

Ακολούθησαν σπουδές στο Παρίσι. Σε ηλικία 19 χρονών διορίστηκε διερμηνέας του Γαλλικού στρατού στην Κριμαία (1854-1856) και εν συνεχεία στο γαλλικό υποπροξενείο στην Κρήτη (1861). 

Στη συνέχεια υπηρέτησε ως διπλωμάτης στα Ιεροσόλυμα, στη Λάρνακα και στη Σμύρνη , από το 1864 έως μοι, υποπρόξενος στον Πειραιά το 1877, πρόξενος στην Αδριανούπολη το 1885-1886, και στη Χιλή το 1888.



*Ο Γουσταύος Λαφφόν με στολή προξένου


Νυμφεύτηκε δύο φορές. Την ευγενή Άννα Μοάτσου με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά και την ρωμαιοκαθολική Άδα Βαρτζίλη από τη Λάρνακα που του χάρισε ένα γιο.

Ο Λαφφόν επηρεασμένος από τη ρομαντική σχολή και τον Διονύσιο Σολωμό αλλά και από τη ζωή του στην Κύπρο, έγραψε ποίηση σε μια μεικτή γλώσσα καθαρεύουσας και δημοτικής. Μερικά ποιήματα τα χαρακτηρίζει η μελαγχολία, ενώ άλλα η χαρά και η αισιοδοξία…


ΜΑΣ ΤΟ ΕΣΤΕΙΛΕ Ο ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΑΠΟΣΚΙΤΗΣ


ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΕΡΕΥΝΑ ΒΡΗΚΑΜΕ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ  

Ένα ποίημα του φιλέλληνα Προξένου της Γαλλίας στην Αδριανούπολη Γουσταύου Λαφφόν (Gustave Laffon), που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΝΕΟΛΟΓΟΣ της Κωνσταντινούπολης κι αναδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΑΡΚΑΔΙΟΝ του Ρεθύμνου #22 (16 Μαρτίου 1885)

ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΜΟΥ

Πως σ΄αγαπώ, γλυκιά Ελλάς, σαν δεύτερή μου μάνα,
στον κόσμο πια το φώναξα σαν πασχαλιάς καμπάνα.
Μα έχω με τους Έλληνας παράπονο μεγάλο,
που αν μου μείνει στην ψυχή, θα πάθω δίχως άλλο.
Αυτό 'ναι το παράπονο που καίει την καρδιά μου:
- Πως εφραγκέψατε πολύ, ω Ελληνόπαιδά μου,
και κάθε μέρα χάνεται και σβήνει η ρωμιοσύνη,
σα μαραμένο λούλουδο, οπού δροσιά δεν πίνει;
Όλα σας είναι φράγκικα, όλα τα ζηλεμένα,
κι Eλληνικό πια έθιμο δεν σώζεται κανένα.
Φράγκικος είναι ο χορός, φράγκικα τα τραγούδια,
με φράγκικα ονόματα βαφτίζουν τα λουλούδια.
Αν έχεις πάθος στην ψυχή που καίει σαν καμίνι,
πρέπει την γλώσσα να μιλάς του Βέρδη και Μπελλίνη.
Τον Τροβατόρο σαν ακούς να κάμνεις που πεθαίνεις
και με το στόμα ανοικτό σα χάχας ν' απομένεις.
'Εως το τέλος να ροφάς της Δίβας το κομμάτι,
άλλως σε λένε βάναυσον κι απαίδευτο χωριάτη.
Αχ! Μάστρο-Βέρδη πουθενά αν τύχει και σε εύρω,
τι έχεις απ΄ τα χέρια μου να πάθεις δεν ηξεύρω!
Τόσες φορές μ' ανάγκασες να σε χειροκροτήσω, ΄
που μ' έκαμες κινέζικο τραγούδι να ποθήσω!
Κι εσείς, ω Επτανήσιοι, μεγάλοι καντατόροι,
Ντελκοντραπούντο κλάσικο θερμοί αμιρατόροι,
εν τη λατρεία των Μουσών κι αν φέρετε τα πρώτα,
Ελληνικήν δεν έχετε στον λάρυγγά σας νότα!
Αχ! πέτε μου που τραγουδούν τα εθνικά τραγούδια,
που οι κοπέλες αγαπούν του κόσμου τα λουλούδια,
που στον συρτό χορεύουνε με κεντητό μαντήλι,
που έχουν χρώμα κερασιού των γυναικών τα χείλη,
που αντηχεί του έρωτος ερωτική φλογέρα,
και τα αηδόνια κελαηδούν σ' ελεύθερον αέρα,
που χύνουν ίσκιο δροσερό αθάνατα πλατάνια
κι αστράφτουν στων παλληκαριών τη μέση γιαταγάνια;
Εκεί να τρέξω μια στιγμή να ευφρανθώ, να ζήσω,
με του βουνού τ' αρώματα μονάχα να μεθύσω.
Εκεί να βάλω να μου πουν παλληκαριού τραγούδι,
ν' ανοίξει η καρδούλα μου σαν μερσινιάς λουλούδι!

Εν Αδριανουπόλει

GUSTAVE LAFFON


Στον ποιητή απάντησε από τις στήλες του ΑΡΚΑΔΙΟΥ με ένα ποίημα ο Ρεθεμνιώτης λόγιος Γ. Σκουλούδης.

Γ. Μ. ΣΚΟΥΛΟΥΔΗΣ Τω φιλέλληνι κυρίω Γουστάβω Λαφφόν
Το ποίημα - απάντηση στον Γουσταύο Λαφφόν [ΕΔΩ] του Ρεθεμνιώτη Γ. Μ. Σκουλούδη (δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΑΡΚΑΔΙΟΝ του Ρεθύμνου #24 (6 Απριλίου 1885)

Τω φιλέλληνι κυρίω Γουστάβω Λαφφόν.

Προς τι, Γουστάβε, υιέ Γαλλίας,
Διατί τόσον παραπονείσαι,
Διά τους Έλληνας και λυπείσαι,
Ότι δεν φείδονται των ηθών
Αυτών, εθίμων, και συνηθείας
Αλλά τ' αλλάζουν με τον καιρόν.

Μήπως φοβήσαι, συ ο λατρεύων
Ως ερωμένην σου την Ελλάδα,
Αφ'ου ανέγνως την Ιλιάδα,
Ότι ο Έλλην, αν μιμηθή
Τι, ως ωραίον αυτό θηρεύον,
Τον εθνισμόν του θ' απαρνηθή;

Αλλά οι Έλληνες, μάθε πλέον,
Ότι γνωρίζουν να σεβασθώσι,
Το καλόν ξένον και να δεχθώσι,
Και το ανέχεται η πατρίς
Αυτών, διότι είναι ωραίον
Δεν είν' ο Έλλην εγωιστής.

Κι αν ερευνήσης καλώς, θα ιδής
Ότι θαυμάζων Βέρδην, Βελλίνη,
Και τα της γλώσσης του δεν αφίνει
Ούτως ευκόλως να μαρανθούν,
Κι Όμηρος, Πλάτων, και Θουκυδίδης
Εις τα σχολεία του αντηχούν.

Προς δε θα μάθης, αν ερωτήσης
Διά αιχμάλωτον Ελληνίδα,
Ήτις τον Άρην έχει ελπίδα,
Και τον λατρεύει ώσπερ Θεον.
Και, πως ετήρησεν, θ' απορήσης,
Γλώσσαν, θρησκείαν, και εθνισμόν!

Ελθέ να ιδής, και, αν και ξένος
Συ, θα θαυμάσης τα θέλγητρά της,
Πόσον τα τέκνα τα γνήσιά της
Η δωρική των κοσμεί μορφή,
Και το ισόθεον τούτον γένος
Δεινών κατόπιν πως να σωθή!

Και εκτός τούτου τωρα φροντίζει
Αύτη κινδύνους μη δειλιώσα,
Αλλ' ως το σύνηθες παρορώσα
τας συνεπείας και τους καιρούς
Φίλην θρησκείαν υπερασπίζει
Διά συνδούλους της αδελφούς.

Λοιπόν, φιλέλλην, μη αμφιβάλλης,
Ότι οι Έλληνες αγαπώσι,
Και ως το Βύρωνα εκτιμώσι
Σε, ω Ελλάδος φίλε, Λαφφών.
Αλλ' εκ του στήθους σου ν' αποβάλης
Πολύ παράπονον θλιβερόν.

Εν Ρεθύμνη τη 30 Μαρτίου 1885

Γ. Μ. Σκουλούδης


ΕΠΙΣΗΣ Ο LAFFON ΕΙΧΕ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙ ΤΟΝ ΥΜΝΟΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ ΤΟΥ Δ. ΣΟΛΩΜΟΥ ΚΑΙ ΕΙΧΕ ΚΑΤΑΓΓΕΙΛΕΙ ΣΕ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ




Γαλλοκύπριος φιλέλληνας διπλωμάτης και ποιητής, γιος του γιατρού και προξενικού πράκτορα της Γαλλίας στη Λευκωσία Αδόλφου Λαφφών*.

Ο Γουσταύος Λαφφών γεννήθηκε στη Λάρνακα το 1835. Η μητέρα του ήταν αυστριακής καταγωγής. Όταν ο Γουσταύος ήταν 4 χρόνων η οικογένειά του μετακόμισε στη Λευκωσία. 

Εκεί πέρασε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια, σ' ένα περιβάλλον, όπου ο ίδιος δεν ένιωσε καθόλου τη βαρειά ατμόσφαιρα της Τουρκοκρατίας, γιατί ο πατέρας του είχε πολύ μεγάλη επιρροή στο σεράγιο της Λευκωσίας. 

Έμαθε πολύ καλά την ελληνική — φοιτώντας πιθανότατα στην Ελληνική Σχολή της Λευκωσίας — και την τουρκική γλώσσα και σε ηλικία 15 χρόνων εστάλη στη Βηρυτό, στο Κολλέγιο των Ιησουιτών, όπου διδάχτηκε λατινικά, ιταλικά και αραβικά. 

Όταν τέλειωσε τις σπουδές του στο Κολλέγιο άρχισε να μελετά την αγγλική και περσική γλώσσα. Με τον τρόπο αυτό έγινε ειδικός στις ξένες γλώσσες, γεγονός που τον οδήγησε στην αναζήτηση σταδιοδρομίας διερμηνέα.

Το 1854, όταν ξέσπασε ο Κριμαϊκός πόλεμος, παρά τις αντιδράσεις των γονέων του, έφυγε από την Κύπρο και κατετάγη σαν βοηθός διερμηνέας στο γαλλικό εκστρατευτικό σώμα της Κριμαίας. 

 Όταν ύστερα από τρία χρόνια τέλειωσε ο πόλεμος, ο Λαφφών ξαναγύρισε στην Κύπρο, όπου για ένα σύντομο διάστημα περνούσε αμέριμνα τον καιρό του. 

Από μια σύγχρονη περιγραφή μαθαίνουμε πως ο Λαφφών ήταν «ζωηρός, εὒθυμος, ἰσχυρός τούς μῦς... ὑψηλοῦ ἀναστήματος, μέ πλουσίαν καστανήν κόμην, μέ γλυκυτάτην καί συμπαθεστάτην φυσιογνωμίαν... Ἦτο ὁ βάρδος, ὁ Δόν Ζουάν τῆς ἐποχῆς του» (Ἐλευθερία, 2/15 Δεκ. 1906). 

Οι νεανικές του περιπέτειες έγιναν αιτία να αναγκαστεί ο πατέρας του να τον στείλει στη Γαλλία σε ηλικία 22 χρόνων μαζί μ' ένα Τούρκο πασά εξόριστο στην Κύπρο που κινδύνευε να εκτελεστεί και που ο πατέρας του Γουσταύου τον είχε θέσει υπό την προστασία του.

Το καλοκαίρι του 1859 ο Γουσταύος Λαφφών βρίσκεται και πάλι στην Κύπρο, στη Λάρνακα, και απευθύνεται προς τον Γάλλο πρόξενο P. Darasse ζητώντας να προσληφθεί σαν διερμηνέας στη διπλωματική υπηρεσία της Γαλλίας. 

Λίγο αργότερα η επιθυμία του πραγματοποιείται και στις 8 Ιουλίου του 1861 διορίζεται προξενικός διερμηνέας στα Χανιά της Κρήτης. Εκεί γνωρίζεται με την Κρητικιά Άννα Μοάτσου, την οποία νυμφεύεται το 1863. Στη συνέχεια ο Λαφφών υπηρετεί, σαν διερμηνέας πάλι, στο γαλλικό προξενείο της Ιερουσαλήμ.

Το 1865 ή 1866 μετατίθεται στην Κύπρο, όπου υπηρετεί στο γαλλικό προξενείο της Λάρνακας μέχρι το 1874, στην αρχή σαν διερμηνέας και αργότερα σαν πρόξενος μέχρι το 1873. Από το 1873 μέχρι την αποχώρησή του το 1874, είχε τον βαθμό του υποπροξένου, γιατί το προξενείο της Λάρνακας υποβαθμίστηκε σε υποπροξενείο. 

Στη μικρή ευρωπαϊκή κοινωνία της Λάρνακας ο Λαφφών διαδραματίζει έναν ιδιαίτερο ρόλο τόσο σαν διπλωμάτης όσο και σαν ποιητής. Το 1871 διδάσκει για ένα χρόνο τη γαλλική γλώσσα στο ελληνικό σχολείο της Λάρνακας. 

Την ίδια χρονιά μια οικογενειακή τραγωδία του συμβαίνει με το θάνατο της συζύγου του, η οποία του αφήνει τρία ανήλικα παιδιά. Την επόμενη χρονιά ο Λαφφών νυμφεύεται σε δεύτερο γάμο την ιταλικής καταγωγής Ada Bargigli, ανεψιά του γνωστού πλούσιου Ιταλού μεγαλοκτηματία της Κύπρου Ριχάρδου Ματτέι*.

Τον Μάρτιο του 1871 ο Λαφφών, μετά την ήττα της Γαλλίας από τη Γερμανία και την απώλεια της Αλσατίας και Λωρραίνης, προτείνει στη γαλλική κυβέρνηση την εγκατάσταση Γάλλων προσφύγων από τις γαλλικές επαρχίες στην Κύπρο, πιστεύοντας ότι το νησί προσφερόταν για μια τέτοια εγκατάσταση. Η πρότασή του όμως εκείνη δεν υλοποιήθηκε ποτέ (Κυπριακά Χρονικά, Ι΄, 1934, σσ.

Μετά την αποχώρησή του από την Κύπρο ο Λαφφών υπηρέτησε σαν πρόξενος της Γαλλίας στη Σμύρνη, στην Αλεξάνδρεια, στην Αδριανούπολη, στον Πειραιά, και τέλος στο Βαλπαραΐζο της Χιλής.

Τον Ιούλιο του 1878 κατά την άφιξη των Άγγλων και τη μεταβίβαση της εξουσίας από την Τουρκία στην Αγγλία, ο Λαφφών βρισκόταν στην Κύπρο. Στις 12.7.1878 συνόδευσε σαν διερμηνέας τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Σωφρόνιο στο σπίτι, όπου είχε καταλύσει ο Άγγλος υποναύαρχος λόρδος John Hay, ο οποίος είχε παραλάβει τη διοίκηση από τις τουρκικές αρχές. 

Κατά τη συνάντηση εκείνη ο Λαφφών διαμαρτυρήθηκε προς τον Hay για την προσβλητική συμπεριφορά προς τους Έλληνες του λεβαντίνου διερμηνέα του Hay Κερατσίνου κατά τη διάρκεια της τελετής της ανύψωσης της αγγλικής σημαίας στην πύλη της Πάφου στη Λευκωσία, που είχε γίνει λίγο πρωτύτερα, την ίδια μέρα. 

Ο Hay αναγκάστηκε να απολογηθεί. Λίγες μέρες αργότερα ο Λαφφών βρισκόταν παρών στη σύσκεψη του εθναρχικού συμβουλίου που είχε συγκαλέσει ο Σωφρόνιος για να εξετάσει το θέμα της υποδοχής του πρώτου ύπατου αρμοστή της Κύπρου Sir Garnet Wolseley στη Λευκωσία.

 Ο Λαφφών πρότεινε να περιληφθεί στην προσφώνηση του αρχιεπισκόπου μια αναφορά στο προηγούμενο της εκχώρησης των Επτανήσων στην Ελλάδα από την Αγγλία και η διατύπωση της ελπίδας ότι αυτό θα επαναλαμβανόταν και στην περίπτωση της Κύπρου. 

Τελικά, όμως, αυτή η αναφορά δεν περιελήφθη στην προσφώνηση του Σωφρονίου (βλ. Θ. Παπαδοπούλλου, «Ἐθναρχικός Ρόλος τῆς Ὀρθοδόξου Ἱεραρχίας, Ἀρχιεπισκόπου Σωφρονίου Βιοτή», Κυπριακαί Σπουδαί, ΛΕ' [1971], σ. 109, σημ. 57).

Ο Λαφφών είχε πιθανώς και κάποιες προτάσεις από τους Άγγλους να εγκαταλείψει τη διπλωματική του σταδιοδρομία και να υπηρετήσει στη διοίκησή τους, αλλά δεν τις αποδέχθηκε, γιατί κατάλαβε πως η νέα διοίκηση δεν θα είχε ευρωπαϊκό χαρακτήρα, αλλά θα διατηρούσε τους οθωμανικούς θεσμούς και νόμους. Έτσι συνέχισε τη σταδιοδρομία εκτός Κύπρου στη γαλλική διπλωματική υπηρεσία.

Όταν αφυπηρέτησε από την υπηρεσία αυτή, ξαναγύρισε στην πατρίδα του Κύπρο το 1900 φέρνοντας ένα σχέδιο για την ίδρυση γεωργικής τράπεζας, που φαινόταν ότι χρειαζόταν πάρα πολύ το νησί, για να χρηματοδοτεί τους γεωργούς με χαμηλότοκα δάνεια έτσι που να μπορέσουν να αναπτυχθούν και να απαλλαγούν από τα βαριά χρέη τους προς τους τοκογλύφους. 

Η χρηματοδότηση θα γινόταν από Ευρωπαίους επενδυτές και θα ήταν ύψους 200-300 χιλιάδων λιρών, ο δε τόκος για τα δάνεια 6-8%. Το σχέδιό του το πρότεινε στον ύπατο αρμοστή, ο οποίος το υπέβαλε στο υπουργείο Αποικιών.

Έγινε αρκετή συζήτηση στον Τύπο, στους οικονομικούς κύκλους και σε ειδική συνεδρία του Νομοθετικού Συμβουλίου, αλλά δεν προέκυψε κανένα θετικό αποτέλεσμα (Φωνή τῆς Κύπρου, 20/2.11.1900, 3/16.11.1900, 17/30.11.1900, 24/7.12.1900, καθώς και 25/8.12.1906). Τελικά «ὁ ποιητής ἐθριάμβευσεν νικήσας τόν ἄνθρωπον τῶν πρακτικῶν σχεδίων» ( Ἐλευθερία, 2/15.12.1906). Διότι ο Γουσταύος Λαφφών είχε και μιαν άλλη πολύ ενδιαφέρουσα ιδιότητα. Ήταν ένας «γλυκύτατος», κατά σύγχρονο χαρακτηρισμό, λυρικός ποιητής.

Ελληνομαθής και ελληνολάτρης — γνώριζε πολύ καλά τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, όπως και τη νεοελληνική γλώσσα, καθαρεύουσα και δημοτική, και λογοτεχνία — έγραφε από αρκετά χρόνια ποιήματα στην ελληνική. 

Το 1880 είχε εκδώσει στο Παρίσι σε δική του μετάφραση τον Ὓμνον εἰς τήν Ἐλευθερίαν του Σολωμού (Hymne a la Liberte* par Dionysios Solomos traduit en vers français par Gustave Laffon secretaire - interprete de la Republique á Smyrne).

 Άλλα του ποιήματα δημοσίευε σε εφημερίδες της Σμύρνης και της Αθήνας. Το 1896 έκαμε την πρώτη έκδοση των ποιημάτων του με τίτλο Τά τραγούδια μου στην Aλεξάνδρεια (Χρ. Ανδρέου, Κύπριοι Συγγραφείς. Β', 1983, σσ. 711-2).

Το 1915 ο κουνιάδος του Ριχάρδος Βαρζίλης εξέδωσε Τά Ἅπαντα του Γουσταύου Λαφφών στη Λευκωσία. Μέσα από τα ποιήματα του, που είναι όλα, εκτός από δύο, γραμμένα στην ελληνική, διαφαίνεται η μεγάλη του αγάπη προς την Κύπρο και την Ελλάδα. 

Δεν ξεχνά και την άλλη του πατρίδα, τη Γαλλία. «Δύο μ' ἔδωκε μητέρας μεγαλόδωρος ἡ φύσις/ καί τάς δύο νά λατρεύω διπλῆν μ' ἔδωκεν στοργήν» γράφει σ' ένα ποίημ;a του. 

Και σε κάποιο άλλο απευθυνόμενος προς την Ελλάδα αναφέρει πως την αγαπά «εξ απαλών ονύχων» και καταλήγει: «Δέν εἶναι ἡ ἀγάπη μου στιγμῆς παραφορά καί τήν Γαλλίαν προσφιλή πατρίδα ἄν δέν εἶχον/ θά ἦσο μόνη σύ, Ἑλλάς, πατρίς μου ἱερά...».

Όταν ξαναγύρισε στην Κύπρο το 1900 έγραψε το ακόλουθο ποίημα για το αγαπημένο του νησί:

Ἔφυγα νέος κι ἦλθα γέρος,

πτωχή μου Κύπρος, ὣς ἐδῶ.

Γιατί τά μάτια μου πρίν κλείσω

Ἐδίψουν νά σε ξαναδῶ.



Ηὖρα Ἐγγλέζους ντούρους, ντούρους.

Βαρειά σ' τή γῆ σου νά πατοῦν.

Πού εἰς τό κάθε πάτημά τους

Τό νοιώθεις ὅτι σε κρατοῦν...



Λίγα χρόνια αργότερα, τον Νοέμβριο του 1906, ο Γουσταύος Λαφφών πέθανε στην Κωνσταντινούπολη.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου