Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2025

ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΡΟ ΤΩΝ ΘΥΡΩΝ ΤΗΣ ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗΣ ΤΗΣ ΓΗΡΕΑΣ (ΠΟΡΝΗΣ) ΗΠΕΙΡΟΥ...

Η ΕΥΡΩΠΗ ΣΕ ΤΡΟΧΙΑ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ ΑΥΤΟΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ




Οι ευρωπαϊκές οικονομίες βρίσκονται αντιμέτωπες με τη βαθύτερη κρίση των τελευταίων δεκαετιών, κυρίως λόγω της έλλειψης φθηνής ενέργειας. 

Οι άρχουσες τάξεις των Βρυξελλών και των μεγάλων πρωτευουσών δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται για την πραγματική ευημερία των λαών τους, αλλά για τη διατήρηση της δικής τους πολιτικής επιβίωσης.

Σε αυτό το πλαίσιο, προωθούν την εγκαθίδρυση μιας «οικονομίας πολέμου», η οποία υπηρετεί ταυτόχρονα δύο στρατηγικές: την πολιτική της «αλληλουχίας πολέμων» και την ατζέντα της παγκοσμιοποίησης, που επιβάλλει περιορισμό ελευθεριών και αποδόμηση κοινωνικών υπηρεσιών. 

Δεν είναι τυχαία η δήλωση του Γερμανού καγκελάριου Φρίντριχ Μερτζ, πρώην κορυφαίου στελέχους της BlackRock, ότι «το κράτος πρόνοιας δεν μπορεί πλέον να χρηματοδοτηθεί».

Μια προειδοποίηση που λειτουργεί ταυτόχρονα ως προαναγγελία περικοπών, σε μια στιγμή που η Ευρώπη πληρώνει ακριβά τις επιλογές της στον ενεργειακό χάρτη των αγωγών. Η ζημιά είναι ήδη ορατή, καθώς η απώλεια πρόσβασης σε φθηνή ενέργεια αποδυναμώνει την ανταγωνιστικότητα, ενώ οι πολίτες καλούνται να επωμιστούν υπέρογκους λογαριασμούς και πληθωρισμό.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση χτίστηκε αρχικά ως ένα φιλειρηνικό εγχείρημα βασισμένο σε συμβιβασμούς, ισορροπία εθνικών συμφερόντων και γραφειοκρατική συναίνεση. Με την άνοδο όμως της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στην ηγεσία της Επιτροπής, το σκηνικό άλλαξε δραματικά. 

Η δυναμική εξουσίας που επιβάλλεται σήμερα στην Ένωση τρομάζει όσους πιστεύουν στη δημοκρατία, καθώς οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι εμφανίζονται μεν ως φιλελεύθεροι, αλλά στην πράξη προωθούν έναν ακραίο μισελευθερισμό.


Η Λάιεν, που αναδεικνύεται σε «πρωθιέρεια» αυτής της πολιτικής, συνδυάζει επαγγελματική ανεπάρκεια με αδιάλλακτη ρωσοφοβία, αντιμετωπίζοντας τη διπλωματία ως απαγορευμένη έννοια. Όποιος προτείνει ειρηνική λύση χωρίς απόλυτη στρατιωτική επικράτηση στιγματίζεται αυτομάτως ως πράκτορας του εξωτερικού εχθρού.


Παρά το γεγονός ότι έγκυρα διεθνή μέσα, όπως το Foreign Policy, επισημαίνουν πως η Ουκρανία παραμένει υπερβολικά διεφθαρμένη για να ενταχθεί στη Δύση, η Λάιεν απαιτεί από τους Ευρωπαίους πολίτες να υπερασπιστούν άνευ όρων το καθεστώς του Κιέβου, ενώ παράλληλα πιέζει για τον πλήρη επανεξοπλισμό της Γερμανίας. Η ιστορική μνήμη δεν επιτρέπει να αγνοηθεί ότι η γερμανική επιδίωξη επέκτασης προς τα σλαβικά εδάφη, στο όνομα του «ζωτικού χώρου» που εισήγαγε ο εθνογράφος Ράτσελ το 1901, βρίσκει σήμερα νέες πολιτικές εκφράσεις.


Αποφάσεις στρατηγικής σημασίας λαμβάνονται πλέον χωρίς ουσιαστική κοινοβουλευτική συζήτηση. Η Επιτροπή Νομικών Υποθέσεων του Ευρωκοινοβουλίου (JURI) χαρακτήρισε κατάχρηση εξουσίας τις ενέργειες της Λάιεν, καταγγέλλοντας ευθέως την παράκαμψη του Κοινοβουλίου.


Ωστόσο, όπως είναι δομημένο το θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ, η γνωμοδότηση της JURI δεν έχει καμία δεσμευτική ισχύ, ενώ οι παρεμβάσεις του Ευρωκοινοβουλίου –που χρηματοδοτούνται από τους ίδιους τους πολίτες– καταλήγουν ανώδυνες. Η Λάιεν και οι στενοί της κύκλοι μπορούν να κινούνται με ελάχιστο έλεγχο, υιοθετώντας αποφάσεις που μεταμορφώνουν ριζικά την ήπειρο.


Παράλληλα, η διαμόρφωση της κοινής γνώμης και η καταστολή κάθε διαφορετικής φωνής πραγματοποιούνται μέσα από εξελιγμένες τεχνικές γνωσιακού πολέμου του ΝΑΤΟ (ACT), οι οποίες παράγουν μια ψευδή εικόνα συναίνεσης υπέρ της πολεμικής προετοιμασίας.


Χαρακτηριστική είναι και η απόφαση CFSP 2025966 της ΕΕ, η οποία μπορεί να ποινικοποιήσει τη διαφωνία, επιτρέποντας ακόμη και το πάγωμα περιουσιακών στοιχείων πολιτών που τολμούν να διατυπώσουν αντίθετη άποψη. Πρόκειται για πρωτοφανείς πρακτικές που ξεπερνούν κατά πολύ το πλαίσιο της ελευθερίας του λόγου και πλήττουν την ουσία του κράτους δικαίου.


Την ίδια στιγμή, οι Ευρωπαίοι πολίτες δεν κλήθηκαν ποτέ να εγκρίνουν τα κολοσσιαία προγράμματα που προωθεί η Λάιεν, με συνολικό κόστος άνω του ενός τρισεκατομμυρίου ευρώ: το Rearm Europe που χρηματοδοτεί νέους εξοπλισμούς, το SAFE με μέτρα ευρωπαϊκής ασφάλειας και το AIP, μια πλατφόρμα τεχνητής νοημοσύνης με πολεμικές εφαρμογές.


Δεν πρόκειται για πόλεμο με συναίνεση αλλά για πόλεμο μέσω τεχνοκρατικής χειραγώγησης. Το αποτέλεσμα το βιώνουν οι πολίτες: διογκωμένοι λογαριασμοί ενέργειας, εκρηκτικός πληθωρισμός, ανεξέλεγκτη παράνομη μετανάστευση, κοινωνικές αναταράξεις και υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες που απορροφούν τους πόρους του κράτους πρόνοιας, προκαλώντας τη μεγαλύτερη ανακατανομή πλούτου της τελευταίας γενιάς.


Η στρατηγική της «αλληλουχίας πολέμων» που υιοθετεί η ΕΕ αντανακλά την ατζέντα της Ουάσιγκτον. Ο στόχος είναι διπλός: ο διαμελισμός της Ρωσίας και ο περιορισμός της Κίνας. 

Το σενάριο ξεδιπλώνεται σε τρεις φάσεις, με τη δοκιμασμένη συνταγή του Χίτλερ: την κατασκευή ενός casus belli, ενός προσχήματος πολέμου του οποίου η αξιοπιστία δεν έχει σημασία.

Η πρώτη φάση, που ήδη ζούμε, είναι το «πάγωμα» του πολέμου στην Ουκρανία ώστε να σταλεί μήνυμα στην Κίνα ότι για το ΝΑΤΟ δεν υπάρχουν χαμένοι πόλεμοι.

Η δεύτερη φάση προβλέπει περιφερειακή πολεμική σύγκρουση ΕΕ–ΝΑΤΟ με τη Ρωσία.

Και η τρίτη φάση αφορά την ολική αντιπαράθεση της Δύσης εναντίον Ρωσίας και Κίνας. Ο νέος Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, το δήλωσε ανοιχτά: «Η Ευρώπη πρέπει να συντηρήσει τη σύγκρουση στην Ουκρανία και να προετοιμαστεί για κλιμάκωση στον Ινδο–Ειρηνικό».


Οι ευρωπαϊκές χώρες, πολιτικά αδύναμες και οικονομικά πιεσμένες, αναγκάζονται να αγοράζουν τεράστιες ποσότητες αμερικανικού στρατιωτικού εξοπλισμού, στηρίζοντας έτσι την Ουκρανία, επιταχύνοντας την επαναστρατιωτικοποίηση της ηπείρου και επιτρέποντας την περαιτέρω εγκατάσταση αμερικανικών βάσεων.


Το κοινωνικό και οικονομικό κόστος αυτής της πολιτικής είναι τεράστιο, ενώ οι γεωπολιτικές της συνέπειες διαγράφονται καταστροφικές. Αφορούν άμεσα τους Ευρωπαίους πολίτες, τα εισοδήματά τους και, ενδεχομένως, τις ίδιες τους τις ζωές. Ωστόσο, η κοινωνιοπάθεια της άρχουσας τάξης, εγκλωβισμένης σε ιδεοληψίες και συμφέροντα, δεν της επιτρέπει να αντιληφθεί τις πραγματικές ανάγκες των κοινωνιών που κυβερνά.


Η Ευρώπη σε τροχιά αυτοκαταστροφής


Η σημερινή γενιά των ευρωπαϊκών ελίτ δεν αποδεικνύεται μόνο επαγγελματικά ανεπαρκής, αλλά φέρει και βαριά φορτία προσωπικών εμμονών που μετατρέπονται σε δόγματα εξωτερικής πολιτικής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Εσθονή πρωθυπουργός Κάγια Κάλλας, η οποία σε συνέντευξή της μίλησε για το προσωπικό της ψυχολογικό τραύμα από την οικογενειακή εμπειρία της σοβιετικής εποχής.

Αυτό το ατομικό βίωμα έχει αναχθεί σε καθολικό δόγμα ρωσοφοβίας που επιχειρείται να επιβληθεί σε ολόκληρη την Ευρώπη, όχι στη βάση στρατηγικής σκέψης, αλλά μέσα από συναισθηματική φόρτιση που ωθεί σε επικίνδυνη κλιμάκωση.

Η στάση της έχει εξοργίσει κορυφαίους διεθνείς διπλωμάτες, ανάμεσά τους τον Κινέζο υπουργό Εξωτερικών Γουάνγκ Γι, ο οποίος την προειδοποίησε ευθέως ότι «η Κίνα δεν θα αποδεχθεί ρωσική ήττα στην Ουκρανία, διότι κάτι τέτοιο θα έδινε τη δυνατότητα στις ΗΠΑ να στρέψουν εξ ολοκλήρου την προσοχή τους κατά της Κίνας».

Η ανησυχία για γενικευμένο πόλεμο μεγαλώνει. Αν η κρίση κλιμακωθεί, δεν θα μιλάμε πλέον για πόλεμο δι’ αντιπροσώπων στην Ουκρανία, αλλά για άμεση σύρραξη που θα απαιτήσει μαζική στρατολόγηση της νέας γενιάς, μετατρέποντάς τη σε θυσία στη φιλοπολεμική εμμονή της Εσθονής ηγέτιδας.


Πλήθος αναλυτών εκτιμά πλέον ότι η Κάλλας συνιστά πραγματική απειλή για την ασφάλεια της Ευρώπης. Η εικόνα της ΕΕ απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες χαρακτηρίζεται από το Politico ως «ντροπιαστικά δουλική», με την προειδοποίηση ότι «ο αιώνας της ταπείνωσης για την Ευρώπη έχει ήδη ξεκινήσει».

Την ίδια ώρα, χώρες όπως η Ινδία διατηρούν την ανεξαρτησία τους και, όταν χρειάζεται, δείχνουν ισχύ ακόμη και απέναντι στην Ουάσιγκτον. 

Ενδεικτικό είναι ότι στην πρόσφατη ινδοπακιστανική κρίση η Ινδία δεν δίστασε να βομβαρδίσει τη βάση Nur Khan, που χρησιμοποιούσαν οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες και είχε κατασκευαστεί από την General Electric με κόστος περίπου ένα δισεκατομμύριο δολάρια. 

Η στάση αυτή εξηγεί, εν μέρει, την εχθρότητα που επέδειξε ο Ντόναλντ Τραμπ απέναντι στο Νέο Δελχί.


Η απουσία ανεξαρτησίας στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις οδηγεί σε κινήσεις που συχνά αυτοδιακωμωδούνται. Η λεγόμενη «συμμαχία των προθύμων» ανακοινώνει με στόμφο ότι θα στείλει στρατεύματα στην Ουκρανία, υπό τον όρο ότι θα συμμετάσχουν και οι ΗΠΑ, οι οποίες όμως το έχουν αποκλείσει κατηγορηματικά. Πρόκειται ουσιαστικά για «συμμαχία με ξένα κόλλυβα».


Την ίδια στιγμή, η Κομισιόν καταφεύγει σε ευφημισμούς, μιλώντας για «Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Ειρήνης» (EPF), ο οποίος όμως κάθε άλλο παρά ειρηνικός είναι: χρηματοδοτείται με 5 δισ. ευρώ ετησίως και χρησιμοποιείται για την αγορά φονικών όπλων που διοχετεύονται σε περιοχές όπου η ΕΕ επιλέγει να εμπλακεί ή να υποδαυλίσει κρίσεις, από την Ασία μέχρι τα Βαλκάνια και την Αφρική.


Η Ευρώπη που κάποτε διεκδικούσε τον τίτλο της δημοκρατικής συναίνεσης, του πολυμερισμού και των αρχών του κράτους δικαίου έχει πλέον μεταμορφωθεί. Η Γηραιά Ήπειρος μοιάζει να επιστρέφει στην περίοδο της αποικιοκρατικής της ιστορίας, όταν λεηλατούσε τον πλούτο των χωρών που σήμερα συγκροτούν την «Παγκόσμια Πλειοψηφία».

 Τα σύγχρονα εργαλεία δεν είναι τα στρατεύματα αλλά η οπλοποίηση των ΜΜΕ και των κοινωνικών δικτύων, καθώς και η καθοδήγηση «έγχρωμων επαναστάσεων» μέσω ΜΚΟ.


Η ανεξέλεγκτη δράση της Κομισιόν αυξάνει διαρκώς το διακύβευμα. Αρχικά η ρητορική περιοριζόταν στο ότι αν δεν ανακοπεί ο Πούτιν στην Ουκρανία, θα εισβάλει στην υπόλοιπη Ευρώπη. Σήμερα προστίθεται η απειλή ότι αν δεν σταματήσει η Ρωσία, τότε ο Σι Τζινπίνγκ θα εισβάλει στην Ταϊβάν, παρότι ο ΟΗΕ έχει αναγνωρίσει την Ταϊβάν ως κινεζικό έδαφος.


Έτσι, η επιβίωση της Ευρώπης παρουσιάζεται να εξαρτάται όχι μόνο από την Ουκρανία, αλλά και από εξελίξεις στην Ταϊβάν και στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ απαιτούν από την Ευρώπη να επιβάλει κυρώσεις στους BRICS, κάτι που θα μπορούσε να επιφέρει το τελειωτικό πλήγμα στις ήδη χειμαζόμενες ευρωπαϊκές οικονομίες.


Οι διεθνείς ισορροπίες μεταβάλλονται ταχύτατα. Στη σύνοδο του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης αποφασίστηκε η κατασκευή νέων αγωγών φυσικού αερίου, με το σχέδιο «Ισχύς της Σιβηρίας» να συνδέει τα τεράστια αποθέματα της βόρειας Σιβηρίας με την Κίνα.


Οι αγωγοί αυτοί θα αντικαταστήσουν τις ποσότητες που άλλοτε κατευθύνονταν στην Ευρώπη, αυξάνοντας την ανταγωνιστικότητα της Κίνας και ενισχύοντας τη στρατηγική συνεργασία της με τη Ρωσία. Όπως έγραψαν οι Financial Times, «η Κίνα ανοίγει την εγχώρια αγορά ομολόγων της σε ρωσικές ενεργειακές εταιρείες, καθώς Σι και Πούτιν εμβαθύνουν τη χωρίς όρια συνεργασία τους».


Ενώ η Ασία εδραιώνει την ενεργειακή της αυτάρκεια και τη γεωπολιτική της ισχύ, η Ευρώπη οδηγείται σε οικονομική αυτοχειρία, αποκλείοντας τον εαυτό της από τις ασιατικές ενεργειακές ροές, τις εξελίξεις στην Ανταρκτική, τις συνεργασίες με τους BRICS, τις αλυσίδες σπάνιων γαιών και την παραγωγή τεχνολογίας αιχμής. Η επιλογή αυτή βαθαίνει την εξάρτηση από τις ΗΠΑ και αποδυναμώνει ανεπανόρθωτα την ευρωπαϊκή θέση στον παγκόσμιο χάρτη.


ΠΗΓΗ  





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου