Τετάρτη 11 Μαρτίου 2020

Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΤΑΛΑΙΠΩΡΙΑΣ



Η ΑΘΕΪΑ. ΤΟ ΚΑΥΧΗΜΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ 



Γραφή του αειμνήστου κυρ Φώτη Κόντογλου

«Νυξ αφεγγής τοις απίστοις, Χριστέ, τοις δε πιστοίς φωτισµός». 

Αθεΐα! Τίτλος µεγάλος και καύχηµα για τον σηµερινό άνθρωπο. Όποιος τον αποχτήσει γίνεται παρευθύς στα µάτια των άλλων σοφός, κι’ ας είναι αµόρφωτος, σοβαρός, κι’ ας είναι γελοίος, επίσηµος κι’ ας είναι αλογάριαστος, υπεράξιος κι’ ας είναι ανάξιος, επιστήµονας κι’ ας είναι κουφιοκέφαλος. 

∆εν µιλώ για τον άνθρωπο που έχει πόθο να πιστέψει, µα δεν µπορεί, κατά βάθος πάντα η αιτία της απιστίας είναι η υπερηφάνεια, αυτή η οχιά, που κρύβεται τόσο επιτήδεια µέσα στον άνθρωπο, που δεν µπορεί να την καταλάβει. 

Όπως και να ΄ναι, οι άνθρωποι που αγωνίζονται και πολεµάνε µε τον άπιστο εαυτό τους, έχουνε όλη τη συµπόνεσή µας. Γι’ αυτούς παρακαλούµε, να τους βοηθήσει ο Θεός να πιστέψουνε, όπως έκανε σε κείνον τον πατέρα που είχε άρρωστο το παιδί του, και παρακάλεσε τον Χριστό να το γιατρέψει. 

Και Κείνος του είπε: «Αν µπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά σε κείνον που πιστεύει». Και τότε ο πατέρας του παιδιού έκραξε µε δάκρυα: «Πιστεύω, Κύριε. Βοήθει µου τη απιστία», δηλαδή «έχω πόθο να πιστέψω, κι’ εσύ, Κύριε, δυνάµωσέ τον». 

Οι άπιστοι, για τους οποίους µιλούµε, δεν είναι τέτοιοι. Όχι µονάχα δεν κλάψανε ποτέ, για να ανοίξουνε µε τον πόνο και µε τη συντριβή την κλεισµένη πόρτα, την πόρτα της µετανοίας, όπως έκανε εκείνος ο δυστυχισµένος πατέρας που γράφει το Ευαγγέλιο, αλλά µήτε συγκινηθήκανε ποτέ, µήτε αισθανθήκανε καµιά πίκρα για την απιστία τους, µήτε νοιώσανε πως έχουνε γι’ αυτό καµιά ευθύνη, κανένα φταίξιµο. 

Όλο το φταίξιµο είναι του Θεού, που δεν φανερώνεται µπροστά τους να τους πει: «Ελάτε, ψηλαφήσετέ µε, πιάστε µε, µιλήστε µαζί µου όπως µιλάτε µεταξύ σας, αναλύσετε µε µε τη χηµεία σας, κοµµατιάστε µε µε το µαχαίρι της ανατοµίας σας, ζυγίστε µε, µετρείστε µε, ικανοποιήσετε τις άπιστες αισθήσεις σας, χορτάσετε τ’ αχόρταγο λογικό σας!». 

Αυτοί οι αυτοτιτλοφορούµενοι άπιστοι, σε καιρό που επιδείχνουνε την εξυπνάδα τους, φουσκωµένοι από τον κούφιο αγέρα της περηφάνειας κι’ από την πονηρή ευστροφία του µυαλού τους, δεν είναι σε θέση οι δύστυχοι, να νοιώσουνε πόσο ανόητοι και στενόψυχοι φαίνουνται σε κείνους που πιστεύουνε. 

Γιατί, για να πιστέψουνε, ζητάνε κάποιες αποδείξεις που κάνουνε τον πιστό να τους ελεεινολογεί για την περιορισµένη αντίληψη που έχουνε για το πνεύµα και για τα πνευµατικά ζητήµατα. 

Ο πιστός ξέρει πολύ καλά ως που µπορούνε να φτάσουνε οι διαλογισµοί του άπιστου, γιατί, κι’ αυτός, σαν άνθρωπος, τους έχει εκείνους τους λογισµούς, τους λογισµούς της σάρκας, τους λογισµούς τούτου του κόσµου. 

Ενώ ο άπιστος είναι ανύποπτος για όσα έχει µέσα του ο πιστός, και για ό,τι βρίσκεται παραπέρα από την πρακτική γνώση του, δηλαδή για τα µυστήρια που είναι κρυµµένα από τα µάτια του, και που γι’ αυτό θαρρεί πως δεν υπάρχουνε. 

Κι’ από την ανοησία του κορδώνεται, και µιλά µε καταφρόνεση για κείνους που είναι σε θέση να νοιώσουνε τη βαθύτερη σύσταση του κόσµου, ενώ αυτός ο δυστυχής είναι τυφλός και κουφός, και θαρρεί πως τα’ ακούει όλα και πως τα βλέπει όλα. Ο πιστός έχει πνευµατικά µάτια και πνευµατικά αυτιά, καθώς και κάποια «υπέρ αίσθησιν». 

Ο άπιστος πώς να πάρει είδηση από κείνον τον µυστικόν κόσµο µόνο µε τα χονδροειδή µέσα που έχει, δηλαδή µε τις σωµατικές αισθήσεις; Πώς να πιάσει τα λεπτά κι’ αλλόκοτα µηνύµατα εκείνου του κόσµου, αφού ο δυστυχής δεν έχει τις κεραίες που χρειάζονται για να τα πιάσει; 

Ο Απόστολος Παύλος γράφει στην Α’ προς Κορινθίους επιστολή του, για το τι είναι σε θέση να νοιώσει ο πιστός, και τι µπορεί να νοιώσει ο άπιστος: Λαλούµε, λέγει, τη σοφία του Θεού που είναι µέσα σε µυστήριο, και που είναι κρυµµένη, την προόρισε ο Θεός, πριν από τους αιώνες, για δόξα δική µας, και που δεν τη γνώρισε κανένας από τους άρχοντες τούτου του κόσµου τους σοφούς της κοσµικής σοφίας, και που ξεσκεπάζει αυτά που, δεν τα είδε µάτι, και δεν τ’ άκουσε αυτί, και δεν ανεβήκανε στην καρδιά κανενός ανθρώπου, εκείνα που ετοίµασε ο Θεός για κείνους που τον αγαπούνε. 

Αλλά σε µας τα φανέρωσε ο Θεός µε το Πνεύµα του το άγιο. Επειδή, το άγιο Πνεύµα όλα τα ερευνά. Γιατί, ποιος άνθρωπος γνωρίζει το µέσα του ανθρώπου, παρά µονάχα το πνεύµα του ανθρώπου που είναι µέσα στον άνθρωπο; Έτσι και τα µυστήρια του Θεού δεν τα γνωρίζει κανένας παρά µονάχα το Πνεύµα του Θεού. 

Κι’ εµείς δεν πήραµε το πνεύµα του κόσµου δηλ. τη φιλοσοφία και την κοσµική γνώση, αλλά το Πνεύµα του Θεού, για να γνωρίσουµε όσα χάρισε σε µας ο Θεός. Κι’ αυτά τα χαρίσµατα δεν τα εκφράζουµε µε λόγια που διδάσκεται η ανθρώπινη σοφία, αλλά µε λόγια που διδάσκει το άγιο Πνεύµα, µιλώντας σε πνευµατικούς ανθρώπους µε πνευµατικό τρόπο. 

Πλην, ο άνθρωπος που έχει την σαρκική γνώση -τον ορθολογισµό-, δεν παραδέχεται όσα διδάσκει το Πνεύµα του Θεού, γιατί τα νοµίζει για ανοησίες, και δεν είναι σε θέση να καταλάβει πως ανακρίνεται πνευµατικά. Ο πνευµατικός όµως άνθρωπος, ανακρίνει κάθε άνθρωπο, ενώ αυτός από κανέναν δεν ανακρίνεται». 

Η απιστία υπήρχε πάντα. Μα σήµερα, µε την αποτρόπαια µαταιοδοξία που µας τρώγει, την επιδείχνουµε σαν να µας δίνει τη µεγαλύτερη αξία. Όποιος έχει πίστη στον Θεό και στην αλήθεια που φανέρωσε, είναι ο καταφρονηµένος, ο στενόµυαλος και ανόητος, και τραβά πάνω του όλα τα περιγελάσµατα. 

Λογαριάζεται για «βλαµµένος» από τον πολύ κόσµο, µάλιστα από τον κόσµο που ξέρει να τα καταφέρνει στη ζωή, να «πετυχαίνει», να βγάζει λεφτά, να καλοπερνά, να µη δίνει πεντάρα για τίποτα, κατά το ρητό που λέγει: «Φάγωµεν και πίωµεν, αύριον γαρ αποθνήσκοµεν». 

Για τούτο, χρειάζεται να έχει θάρρος και να περιφρονά την εκτίµηση του κόσµου και το συµφέρον του, όποιος λέγει πως έχει πίστη στον Θεό. Ενώ εκείνον που καυχιέται πως δεν πιστεύει σε τίποτα, τον έχει ο κόσµος σε µεγάλη υπόληψη και σεβασµό, µάλιστα όσο περισσότερο άπιστος, τόσο περισσότερη η εκτίµηση και ο σεβασµός που φανερώνει ο έξυπνος και σοβαρός κόσµος στο πρόσωπό του. 

Ο τέτοιος άνθρωπος είναι συνοφρυωµένος, µε λίγα, βαριά λόγια, αράθυµος κι’ απότοµος, «θετικός άνθρωπος», « γερό µυαλό», όλα του έρχονται βολικά, δεν σκοτίζεται, δεν στενοχωριέται για τίποτα. ∆εν έχει ευθύνες και ζαλούρες εδώ κάτω, λέγει, είναι η Κόλαση και ο Παράδεισος. Η ζωή είναι για να την απολαβαίνουνε οι έξυπνοι. Οι κοιµισµένοι οι χαζοπιστοί και οι αφιονισµένοι ας πεθάνουνε». 

Εξ άλλου, δεν υπάρχει πιο εύκολο πράγµα από το να κάνεις τον άπιστο! Πατάς ένα κουµπί, κι’ όλα σου έρχονται βολικά. Ο διάβολος είπε στον Χριστό: Πέσε, προσκύνησέ µε, και θα γίνουνε οι πέτρες ψωµιά, «οι λίθοι άρτοι». 

Λέγει λοιπόν ο έξυπνος : «Να κάθεσαι, άνθρωπος µε τετρακόσα µυαλά, να χάνεις τον καιρό σου µε χαζοµάρες, σαν τις γριές, µε θεούς, µε κόλαση και µε παράδεισο, µε καντήλια, µε θυµιατά, µε δισκοπότηρα, µε παπάδες και µε καλογριές! Και σε ποια εποχή; 

Στην εποχή µας, που η επιστήµη στέλνει ανθρώπους στους πλανήτες! Ακούς, φίλε µου, βλακεία που έχει αυτός ο κόσµος;». Αυτά λένε για τους πιστούς οι «έξυπνοι» και οι « τιµηµένοι» τούτου του κόσµου, και τους χειροκροτούνε οι πολλοί, που τους έχουνε για φρόνιµους σε όλα, επειδή δεν κυνηγάνε ίσκιους, αλλά έχουνε µυαλό γερό, και επιτυχαίνουνε σε ότι καταπιαστούνε. 

Ναι! Επιτυχαίνουνε, γιατί, µ’ έναν λόγο, η απιστία είναι «η πλατεία πύλη και ευρύχωρος οδός», που δεν πιστεύουνε πως είναι «η απάγουσα εις την απώλειαν», όπως είπε ο Χριστός, αλλά «εις την επί γης ευδαιµονίαν». Ενώ η πίστη είναι «η στενή πύλη και τεθλιµµένη οδός».

 Όλοι οι άπιστοι λένε πως αν βλέπανε ένα θαύµα, θα πιστεύανε. Μα η πίστη δεν έρχεται µε τη βία, αλλά µε τη συγκατάθεση της ψυχής. Γι’ αυτό σε όσους ζητάνε θαύµα για να πιστέψουνε, δεν δίνεται, κατά τον λόγο που είπε ο Χριστός στους Φαρισαίους: «Γενεά πονηρά και µοιχαλίς σηµείον επιζητεί και σηµείον ου δοθήσεται αυτή».

Αλλά και θαύµα να δει ένας άπιστος, η υπερηφάνεια δεν τον αφήνει να πιστέψει, για να µη φανεί ευκολόπιστος και καταφρονεθεί. 

Πριν καιρό έγραψα µε συντοµία πέντε- έξη άρθρα για τα θαύµατα που γίνονται σ’ ένα χωριό της Μυτιλήνης, µε τον τίτλο «Φρικτά µυστήρια». Πολλοί αναγνώστες συγκινηθήκανε στο έπακρο, ιδίως οι ταπεινοί κι’ αγράµµατοι άνθρωποι, «τα µωρά του κόσµου και τα εξουθενηµένα».

 Οι έξυπνοι όµως κι’ οι τετραπέρατοι δεν δώσανε σηµασία, και κάποιοι απ’ αυτούς µε περιγελάγανε και µου γράψανε πως λέγω ανοησίες. Αλλά, «Θεός ου µυκτηρίζεται». Από τότε ως τα σήµερα τα θαύµατα δεν πάψανε, κι ολοένα γίνονται πυκνότερα και τροµαχτικότερα. 

Οι άνθρωποι που τα βλέπουνε µου τα γράφουνε µε όλα τα καθέκαστα, κι απ’ αυτά κάνω ένα βιβλίο που θα είναι σαν πυρωµένο σίδερο για τις άπιστες γλώσσες (Πρόκειται για το βιβλίο «Σηµείον µέγα» που εξέδωσε ο « Αστήρ»). 

Αυτόν τον καιρό γίνονται ανασκαφές, για να βρεθεί η αρχαία εκκλησία µε τα λείψανα εκείνων που φανερώνονται ολοζώντανοι µπροστά στους απλούς ανθρώπους, στον ύπνο και στον ξύπνο τους, καθώς κι εικόνες και τα’ άλλα κειµήλια.

 Θα είχανε βρεθεί όλα, και θα ξεσκεπαζότανε γρήγορα ολότελα αυτός ο φοβερός κρατήρας, που θα σάρωνε τους άπιστους µε την αγιασµένη λάβα του, αν υπήρχανε περισσότερα µέσα στα χέρια των φτωχών ανθρώπων που σκάβουνε µε µια πίστη που είναι σαν φωτιά. 

Μα, όπως και να είναι, µε τη χάρη του Θεού «την τ’ ασθενή θεραπεύουσαν και τα ελλείποντα αναπληρούσαν», θα βγάλουνε σε καλό τέλος το ευλογηµένο αυτό έργο, και θα θριαµβέψει η ακατάλυτη πίστη µας, και θα ακουστεί ως τα πέρατα του άπιστου κόσµου η βροντερή φωνή:

«Τις Θεός µέγας ως ο Θεός ηµών; Συ ει ο Θεός ο ποιών θαυµάσια µόνος!».



ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΑΡΧΙΜ. ΣΠΥΡΙ∆ΩΝΟΣ ΚΑΤΡΑΜΑ∆ΟΥ



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου