Η ΟΥΤΟΠΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ: ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΧΩΡΙΣ ΧΡΗΜΑ
ΜΕΡΟΣ 2ον
Γράφει ο Σπύρος Λαβδιώτης
Πως επετεύχθη αυτή η αίγλη και το μεγαλείο της αρχαίας πόλις των Αθηνών; Με τι τρόπο χρηματοδοτήθηκαν τα μακρά τείχη, το εμπορικό κέντρο, η Αγορά, και πιο πάνω να δεσπόζει επιβλητικά η Ακρόπολη, για να θυμίζει στους εμπόρους και κάπηλους της Αθήνας, τους υψηλότερους σκοπούς στους οποίους είναι αφιερωμένη η πόλις. Επίσης, πως χρηματοδοτήθηκαν οι δαπάνες του κυρίαρχου αθηναϊκού στόλου στο Αιγαίο, και τα θεϊκής έμπνευσης έργα του Ικτίνου, του Μνησικλή, ιδίως του γλύπτη Φειδία, με την ανυπέρβλητη δεξιοτεχνία στην πραγματοποίηση του ιδανικού.
Βεβαίως, τα έργα δεν χρηματοδοτήθηκαν με ιδιωτικά τραπεζικά δάνεια όπως στη σημερινή εποχή, που πάντοτε απαιτείται να επιστραφούν περισσότερα χρήματα απ’ αυτά που δημιουργήθηκαν, λόγω της μακριάς ουράς του τόκου. Το δε κέρδος από τον τόκο να καταλήγει στο βαλάντιο των διοικητικών στελεχών και των μετόχων των τραπεζών. Όμως, το κέρδος της τοκογλυφίας αντί να δαπανηθεί σε αγαθά και υπηρεσίες που προωθούν την παραγωγή και θέσεις εργασίας, οδεύει κυρίως για κερδοσκοπία· την απόκτηση πλούτου δια της «χρημάτων μεταβολής», όπως αναφέρει ο Αριστοτέλης.
Η αθηναϊκή δημοκρατία του 5ου αιώνα π. Χ., που έμεινε ανεξίτηλη στις σελίδες της ιστορίας, δεν χτίστηκε επάνω σε «αόρατα χέρια» και σε απατηλά νομισματικά σχήματα, όπου το χρήμα δημιουργείται ανεξέλεγκτα από «αέρα κοπανιστό» και χρεώνεται τόκος επάνω στον κοπανιστό αέρα για να συντριβεί η πολιτεία από την τοκογλυφία. Το οικονομικό μοντέλο της αρχαίας Αθήνας στηρίχτηκε στην αυτάρκεια, η οποία θεωρείτο ο τελικός σκοπός και μέγιστο αγαθό της πολιτικής κοινωνίας. Η επικρατούσα φιλοσοφική θεώρηση ήταν ότι η πόλις των Αθηνών, είναι υπεράνω από το άτομο και την οικογένεια και αποβλέπει στην εξασφάλιση των αναγκαίων αγαθών, όχι μόνο του «ζην», αλλά και του «ευ ζην», για να γίνει εφικτός ο ενάρετος βίος.
Το «ευ ζην» των πολιτών της αθηναϊκής δημοκρατίας επιτεύχθηκε με την εφαρμογή της αρχής της αυτάρκειας και ενός οικονομικού μοντέλου που είχε ως βασική προϋπόθεση την ισοσκέλιση του εμπορικού ισοζυγίου των εισαγόμενων και εξαγόμενων εμπορευμάτων της πόλης των Αθηνών. Ο μακροπρόθεσμος στόχος της πόλης ήταν να γίνει καθαρός εξαγωγέας προϊόντων και ως εκ τούτου έδινε ιδιαίτερη βαρύτητα στην ανάπτυξη της ναυτιλίας.
Τουτέστιν, η αθηναϊκή δημοκρατία θεωρούσε το διεθνές εμπόριο και τη ναυτιλία μοχλούς οικονομικής ανάπτυξης, που ανυψώνουν το βιοτικό επίπεδο της πολιτείας. Ωστόσο, η μεγαλύτερη πηγή εσόδων του δημόσιου ταμείου προέρχονταν από την εκμετάλλευση των μεταλλείων αργύρου του Λαυρίου, η συμβολή των οποίων υπήρξε ύψιστης σημασίας για την ευημερία της Αθήνας.
Τα μεταλλεία του Λαυρίου άνηκαν στην πόλη της Αθήνας, η οποία τα μίσθωνε σε Αθηναίους ιδιώτες ή μετοίκους και τα συμβόλαια των μισθώσεων αναγράφονταν σε λίθινες στήλες που τοποθετούνταν σε δημόσια θέα στην Αγορά των Αθηνών. Τα μεταλλεία λειτουργούσαν με εντατικούς ρυθμούς γιατί ο άργυρος ήταν το πολύτιμο μέταλλο κοπής του αθηναϊκού νομίσματος και συνεπώς συντελεστής της προσφοράς του χρήματος στην οικονομία.
Η αργυρούχος γη του Λαυρίου αποτέλεσε τη βασική πηγή χρηματοδότησης του αθηναϊκού στόλου και της κατασκευής των αθάνατων μνημείων στην Ακρόπολη γεγονός που αντανακλάται στους στοίχους του Αισχύλου που χαρακτηρίζουν το Λαύριο ως «αργύρου πηγή και θησαυρός της γης.» 4
4 Αισχύλου, Πέρσαι (472 π. Χ. ), « αργύρου πηγή τοις αυτοίς έστι, θησαυρός χθονός.»
Με τον άργυρο του Λαυρίου εκπληρώθηκε ο χρησμός του Μαντείου των Δελφών της σωτηρίας της πόλης από τους Πέρσες με την κατασκευή «ξύλινων τειχών». Η ανακάλυψη το 483 π. Χ. στη Μαρώνεια της Λαυρεωτικής νέας φλέβας αργυρούχου μεταλλεύματος αξίας 100 ταλάντων, χρηματοδότησε τη ναυπήγηση 100 τριηρών του αθηναϊκού στόλου συμβάλλοντας στην κομβική νίκη της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας. Εθιμοτυπικά το 1/10 των εσόδων του «θείου δώρου» αφιερώνονταν στους θεούς και τα 9/10 διανέμονταν με κλήρο στους πολίτες.
Εντούτοις, ο Θεμιστοκλής έπεισε τους συμπολίτες του να ενεργήσουν με ανιδιοτέλεια, να «δουν μακρόπνοα» και τα έσοδα του «θείου δώρου» να διατεθούν, για να ναυπηγηθούν οι 100 τριήρεις και για τη μίσθωση πληρωμάτων που θα προέρχονταν από την κοινωνική τάξη των θητών. Έτσι, εξηγείται η ανδρεία και η αυταπάρνηση των Αθηναίων στην κοσμοϊστορική Ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π. Χ., που ανάδειξε την Αθήνα σε μεγάλη ναυτική δύναμη.
Κατά συνέπεια, τα λαμπρά έργα της αθηναϊκής δημοκρατίας της κλασσικής εποχής που προκάλεσαν το θαυμασμό της ανθρωπότητας δημιουργήθηκαν με χρήμα. Το χρήμα όμως δεν προέρχονταν από δανεισμό, δεν κτίστηκε το μεγαλείο της Αθήνας επάνω σε δανεικά χρήματα, όπου πλήρωνε κεφάλαιο και τόκους στους κάπηλους της εποχής, και εν συνεχεία φορολογούσε ανελέητα τους πολίτες της για να ξεπληρώσει τις οφειλές της. Και εάν οι δανειστές ήταν ξένοι, να βάλει τον αθηναϊκό στόλο, αντί να μεριμνήσει για την ασφάλεια της πόλης κι εάν χρειαστεί να ναυμαχήσει, να μεταφέρνει τις πληρωμές δανείων σε νομίσματα εκτός συνόρων και να λιμοκτονήσει η πόλης. Γιατί, δεν θα υπήρχε το αναγκαίο χρήμα σε κυκλοφορία να εξασφαλίσουν οι πολίτες τη διατροφή τους και να εκπληρωθούν οι απαιτήσεις των εμπορικών συναλλαγών.
Την έννοια του χρήματος είναι φανερό ότι αδυνατούν να την κατανοήσουν σωστά οι έλληνες πολιτικοί. Γιατί, εάν κατανοούσαν τον αινιγματικό χαρακτήρα του χρήματος, δεν θα έδιναν όρκο πίστης στο ευρώ και ουδέποτε η σύγχρονη Ελλάδα θα είχε φθάσει στην ολέθρια θέση της εξευτελιστικής χρεοκοπίας και της μεγαλύτερης οικονομικής συντριβής που υπέστη ο λαός της, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Θα αντιλαμβάνονταν ότι τα Μνημόνια της εθνικής υποτέλειας θα οδηγούσαν σε βαθιά ύφεση με στρατιές ανέργων και σε εξαθλίωση την ελληνική κοινωνία. Κι αυτό, διότι η χώρα δεν παράγει χρήμα, το ευρώ, και τα αναγκαία ευρώ σε κυκλοφορία μειώνονταν μέσω των μέτρων λιτότητας και τις οφειλές των δανείων να βγαίνουν εκτός συνόρων.
Οφείλουν να γνωρίζουν οι έλληνες πολιτικοί ότι η εφεύρεση του νομίσματος θεωρείται σε σπουδαιότητα στην ιστορία του πολιτισμού παραπλήσια της εφεύρεσης του αλφάβητου. Επειδή συνέδραμε, αφ’ ενός στην απόκτηση των αναγκαίων αγαθών και υπηρεσιών που κάνουν τη ζωή ευχάριστη, κι αφ’ ετέρου, διευκόλυνε τη διαχείριση της «διοίκησης του οίκου», της οικονομίας «οίκος + νέμω», που ο όρος διατυπώνεται στα Πολιτικά από τον μεγάλο στοχαστή Αριστοτέλη5: Η πρώτη κοινωνία (τούτο δ’ εστίν οικία) μέσω της καινοτομίας του νομίσματος αναπτύχθηκε βαθμιαία και στην εξελικτική της πορεία με στόχο την επίτευξη αυτάρκειας, οι ανάγκες της «οικίας» ξεπέρασαν τα όρια του «αντιπραγματισμού.» Έτσι επινοήθηκε το νόμισμα, γιατί δημιουργήθηκε η ανάγκη χρήσης ενός κοινώς αποδεκτού μέσου πληρωμών, επειδή το εμπόριο αγαθών υπερέβη τα όρια της πόλης και άρχισε να διεθνοποιείται.
5 Αριστοτέλης, Πολιτικά Α’, Τόμος 1, 1256b 25-30, « εν μέν ούν είδος κτητικής κατά φύσιν της οικονομικής μέρος εστίν, ότι δεί ήτοι υπάρχειν ή πορίζειν αυτήν», Κάκτος, Αθήνα, 1993.
7
Στη διαχρονική εξέλιξη της ανθρώπινης επινόησης, τα πλεονεκτήματα των μετάλλων, ιδίως των πολύτιμων, του χρυσού και αργύρου, έγιναν άμεσα αντιληπτά, ως μονάδες μέτρησης και αποτίμησης της ανταλλακτικής αξίας των αγαθών και της διευκόλυνσης του εμπορίου. Τα χαρακτηριστικά της ανθεκτικότητας, της εγγενούς αξίας, της εύκολης αποθήκευσης και της μεταφοράς τους, κατέστησαν καθολική την αποδοχή του κόσμου ως γενικό μέσο συναλλαγών, όχι μόνο του αρχαίου, αλλά και του ρωμαϊκού και του μεσαιωνικού, μέχρι την ίδρυση της Τράπεζας της Αγγλίας το 1694. Έτσι, δημιουργήθηκε ως νομισματική βάση το χρήμα-εμπόρευμα, κι όπως αναφέρει με γλαφυρότητα ο ιστορικός Ηρόδοτος, οι βασιλείς της Λυδίας (6ος αιώνας π.Χ) είναι οι πρώτοι, που έκοψαν νομίσματα χρυσού και αργύρου σε κυκλοφορούν χρήμα.6
Με τους βασιλείς της Λυδίας του 6ου αιώνα π. Χ.,7 περνάμε από την εποχή του αντιπραγματισμού, όπου το ‘βόδι’ ήταν η μονάδα αποτίμησης της ανταλλακτικής αξίας των αγαθών, στην εποχή κοπής νομισμάτων από χρυσό και άργυρο ως μέσον ανταλλαγών.
Η ανταλλαγή των αγαθών ξεκινά από τις φυσικές ανάγκες, εξ αιτίας της αφθονίας κάποιου αγαθού απαραίτητου για τον άνθρωπο και της έλλειψης κάποιου άλλου. Η ανάγκη είναι αυτή που διέπει τα πάντα, επισημαίνει ο Αριστοτέλης, και για την ικανοποίηση των αναγκών επινοήθηκε το νόμισμα ή χρήμα, αυτό ενεργεί ως μέτρο και κάνει τα εμπορεύματα συγκρίσιμα και τα εξισώνει για διευκόλυνση της αμοιβαίας συναλλαγής.8 Το νόμισμα, εντούτοις, καθορίσθηκε «συμβατικά», δεν είναι δημιούργημα της φύσης, αλλά του νόμου, γι αυτόν το λόγο ονομάζεται «νόμισμα», τονίζει ο Σταγειρίτης φιλόσοφος. Επομένως, από εμάς εξαρτάται, εάν πρέπει να το διατηρήσουμε ή να το αχρηστεύσουμε, ως νομικώς αποδεκτό μέσο πληρωμών.
Την αειθαλή, σπουδαία επισήμανση του φιλοσόφου της καθολικής γνώσης, του Αριστοτέλη ότι «το νόμισμα είναι δημιούργημα του νόμου και όχι της φύσης», δεν την κατανοούν οι έλληνες πολιτικοί, ειδάλλως, δεν θα έδιναν υπόσταση θεϊκού ειδώλου στο νομικό κατασκεύασμα του ευρώ και θα θυσίαζαν έναν ολόκληρο λαό.
Ωστόσο, την είχαν άριστα κατανοήσει δυόμισι χιλιετηρίδες πριν οι Αθηναίοι, και δια νόμου ορίστηκε ο άργυρος για την κοπή του επίσημου νομίσματος της πόλης, της «αττικής δραχμής.» Αξίζει να σημειωθεί ότι στη διάρκεια της θαυμαστής αθηναϊκής δημοκρατίας, το ασημένιο τετράδραχμο, με την κεφαλή της θεάς Αθηνάς, προστάτιδας της πόλεως, στη μια όψη και στην άλλη όψη τη Γλαύκα, το πουλί της σοφίας να στέκεται πάνω σε ένα κλαδί ελιάς, του ιερού δένδρου των Αθηνών, με το επίγραμμα ΑΘΕ, ήταν περιζήτητο, «πανταχού αποδεκτό», ως διεθνές νόμισμα της αρχαιότητας.
6 Ηρόδοτος, Βιβλίο Πρώτο, Κλειώ, 93 & 94, «Του γαρ δη Λυδών δήμου αι θυγατέρες πορνεύονται πάσαι, συλλέγουσαι σφίσι φερνάς, ες ο αν συνοικήσωσι τούτο ποιεύσαι. εκδίδουσι σε αυταί εωυτάς… Λυδοί δε νόμοισι παραπλησίοισι χρέωνται και Έλληνες, χωρίς ή τα θήλεια τέκνα καταπορνεύουσι. Πρώτοι δε ανθρώπων των ημείς ίδμεν νόμισμα χρυσού και αργύρου κοψόμενοι εχρήσαντο, πρώτοι δε και κάπηλοι εγένοντο», Κάκτος, Αθήνα,1994.
7 Υπάρχουν βάσιμες μαρτυρίες ότι στην Αίγινα τον 7ο αιώνα π. Χ., κόπηκαν τα πρώτα νομίσματα της αρχαιότητας, οι ασημένιες «χελώνες». Με βάση το Αιγινίτικο νόμισμα, έγινε η υποτίμηση της αττικής δραχμής από τον Σόλωνα το 594 π. Χ., από 73 σε 100 δραχμές προς 1 μνα (1 τάλαντο = 60 μνες). Η μνα ήταν μονάδα μέτρησης βάρους από άργυρο και ζύγιζε 433 γραμμάρια· στην αρχαιότητα αποτελούσε τη νομισματική μονάδα αναφοράς.
8 Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, Βιβλίο Ε, 1133a, «οίον δ’ υπάλλαγμα της χρείας το νόμισμα γέγονε κατά συνθήκην και δια τούτο το όνομα έχει νόμισμα, ότι ου φύσει αλλά νόμω εστί», Κάκτος, 1993.
Η Αθήνα χρησιμοποίησε τον άργυρο για την κοπή της αττικής δραχμής, εξ ανάγκης- λόγω ελλείψεως χρυσού του Πακτωλού ποταμού των βασιλέων της Λυδίας καθότι τα φημισμένα μεταλλεία του Λαυρίου είχαν «κατά θεϊκή πρόβλεψη» όπως αναφέρει ο Ξενοφώντας, 9 άφθονα αργυρούχα κοιτάσματα. Από την παραγωγή αργύρου των μεταλλείων εξαρτιόνταν κατά κύριο λόγο η προσφορά του χρήματος σε κυκλοφορία της οικονομικής δραστηριότητας της πόλης. Άλλες πηγές εσόδων του αθηναϊκού ταμείου προέρχονταν από δασμούς του διεθνούς εμπορίου, φορολογία των μετοίκων, τις λειτουργίες,10 και προσόδους από τη φορολογία των συμμαχικών πόλεων. Το άθροισμα των εσόδων συν το αποτέλεσμα του διεθνούς εμπορικού ισοζυγίου συνιστούσε την συνολική πρόσφορα του χρήματος της αθηναϊκής οικονομίας.
Την συμβολή του χρήματος στην ανάπτυξη της οικονομικής και πολιτικής ζωής άριστα την είχαν κατανοήσει οι αρχαίοι αθηναίοι και με διάφορες επινοήσεις προσπάθησαν να αυξήσουν τα αποθεματικά του δημόσιου ταμείου. Μία μέθοδος αφορούσε την επιβολή φόρου στις πόλεις-μέλη της Α’ Αθηναϊκής Συμμαχίας, που προκάλεσε δυσαρέσκεια και αποστασίες· καθώς και ο εξαναγκασμός των μελών από την ηγεμονική Αθήνα, να χρησιμοποιούν αποκλειστικά ως μέσο συναλλαγών το αθηναϊκό νόμισμα, που σήμαινε την παύση έκδοσης των νομισμάτων τους.
Η Α’ Αθηναϊκή Συμμαχία ή της Δήλου ιδρύθηκε μετά την κομβική νίκη της ναυμαχίας της Σαλαμίνας, το φθινόπωρο του 478 π. Χ. Στη συμμαχία συμμετείχαν εκατοντάδες ελληνικές πόλεις μέχρι την Προποντίδα και την Παμφυλία της νότιας Μικράς Ασίας και σχεδόν όλα τα νησιά του Αιγαίου. Η συμμαχία της Δήλου αποτελεί την πρώτη ελληνική συμπολιτεία ή ομοσπονδία της οποίας η χρονική διάρκεια ήταν «αόριστη», καθώς και ο όρος τα μέλη «να έχουν τους ίδιους εχθρούς και φίλους.»
Κάθε πόλη-μέλος της συμμαχίας είχε την υποχρέωση να συνεισφέρει ένα χρηματικό ποσό στην έδρα του συμμαχικού ταμείου που αρχικά ήταν η Δήλος. Την εποπτεία, τη γενική καθοδήγηση και την εκτέλεση των αποφάσεων της συμμαχίας τις είχαν οι αθηναίοι. Εντούτοις, με την πάροδο του χρόνου ο κίνδυνος των Περσών απομακρύνθηκε, η Αθήνα θέριεψε και επέβαλε επαχθείς φόρους στους συμμάχους, η έδρα του συμμαχικού ταμείου μεταφέρθηκε στην πόλη των Αθηνών (454 π. Χ.) και η ελληνική συμπολιτεία μεταλλάχτηκε σε ηγεμονία της Αθήνας.
Σκοπός της συμμαχίας κατά τον Θουκυδίδη ήταν η επικυριαρχία της Αθήνας, και όχι να πάρουν εκδίκηση οι έλληνες για όσα έπαθαν από τους βαρβάρους. Ως αποτέλεσμα, το συμμαχικό ταμείο μετατράπηκε σε οικονομικό υπόβαθρο του «χρυσού αιώνα» της αθηναϊκής δημοκρατίας και πηγή χρηματοδότησης των επιβλητικών κτισμάτων και λαμπρών έργων.
Όπως βλέπουμε, έχουμε μπροστά μας ένα μοντέλο οργάνωσης της κοινωνίας, όπου η οικονομία και η πολιτική είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με προπομπό το χρήμα. Μάλιστα, του πραγματικού χρήματος, όπως ήταν κατανοητό επί αιώνες, ο χρυσός και άργυρος, που άνηκε στο ταμείο της πόλης- κράτος των Αθηνών. Με το δημόσιο χρήμα δημιουργηθήκαν τα λαμπρά επιτεύγματα της ανθρωπότητας και ναυπηγήθηκε ο πανίσχυρος αθηναϊκός στόλος.
Όλη αυτή η αίγλη και το μεγαλείο της αθηναϊκής δημοκρατίας είχε ως εφαλτήριο την οικονομική αρχή της αυτάρκειας. Μια έννοια ξεχωριστή για τους πολιτικούς φιλοσόφους της αρχαιότητας και τόσο ασήμαντη στη σημερινή εποχή, που τείνει να εκλείψει από το λεξιλόγιο της πολιτικής οικονομίας.
9 Ξενοφών, Πόροι ή Περί Προσόδων, Ι, 5-6, Άπαντα 11, Κάκτος, Αθήνα 1993.
10 Οι «λειτουργίες» αποτελούσαν μια σημαντική πηγή εσόδων για την πόλη των Αθηνών. Ήταν ένα είδος φορολογίας που επιβάλλονταν με βάση την εισοδηματική ικανότητα στους πλουσίους αθηναίους και διακρίνονταν σε τακτικές και έκτακτες. Οι τακτικές λειτουργίες περιελάμβαναν τη χορηγία, τη γυμνασιαρχία, την εστίαση και την προστατεία ή αρχιθεωρία. Έκτατες λειτουργίες ήταν η τριηραρχία και η εισφορά. Επίσης, λειτουργία ήταν και η εκτροφή αλόγων, η ιπποτροφία, που επιβάλλονταν στους πιο πλούσιους από τους πολίτες, τους Πεντακοσιομέδιμνους και Τριακοσιομέδιμνους. Ο θεσμός της λειτουργίας συνιστά μια ενδιαφέρουσα μορφή φορολογικής επίπτωσης. Ήταν ένας δίκαιος και τιμητικός τρόπος φορολόγησης των πλούσιων πολιτών μέσω της υποχρέωσής τους να αναλάβουν και να χρηματοδοτήσουν έργα δημοσίου συμφέροντος σε περιόδους ειρήνης και πολέμου.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου