Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2020

ΝΑ ΥΠΟΛΟΓΙΖΟΥΜΕ ΜΟΝΑΧΑ ΣΤΙΣ ΔΙΚΕΣ ΜΑΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΞΩ ΝΑ ΤΟΥΣ ΧΕΙΡΙΖΟΜΑΣΤΕ ΞΕΡΟΝΤΑΣ ΟΤΙ ΕΝΕΡΓΟΥΝ ΜΟΝΟ ΒΑΣΕΙ ΤΩΝ ΔΙΚΩΝ ΤΟΥΣ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ


ΠΟΥ ΜΑΣ ΠΑΝΕ;




 του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

«Δεν υπάρχει πιο σίγουρος θάνατος για ένα έθνος,
πλην να παραδώσεις την πολιτική στους συμμάχους σου»
Αλέξανδρος Κοζιάς, Πολιορκία, 1953

Για να επιβιώσει ένας ταύρος, δεν πρέπει τόσο να ερεθίζεται από το πανί που βλέπει, όσο να κυττάει που είναι και τι θέλει ο ταυρομάχος.

Πριν από τον πρώτο πόλεμο στον Κόλπο, η Αμερικανίδα Πρέσβης στη Βαγδάτη άφησε στον Σαντάμ Χουσείν (από μακρού σύμμαχο της Αμερικής) την εντύπωση ότι η Ουάσιγκτων θα ανεχόταν την επέμβασή του στο Κουβέιτ. 

Ο Σαντάμ μπήκε στο Κουβέιτ και οι Αμερικανοί αντέδρασαν επιτιθέμενοι στο Ιράκ. Τώρα και η Πρέσβης και ο Σαντάμ βρίσκονται στον άλλο κόσμο.

Έχουμε επανειλημμένως επισημάνει, ελπίζουμε όχι σε ώτα μη ακουόντων, ότι η τακτική των «ψευδών», «παραπλανητικών» σημάτων έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον από τους «συμμάχους» απέναντι στην Αθήνα και, λόγω της συχνά απόλυτης εξάρτησης και των υπολοίπων γνωστών ιδιοτήτων των ελληνικών ελίτ, ήταν άμεσα υπεύθυνη για τις μεγαλύτερες καταστροφές στην ιστορία μας, όπως η Μικρασιατική και η Κυπριακή.

Αλίμονο αν, έστω και ένας από τους πολιτικούς και στρατιωτικούς χειριστές των εθνικών θεμάτων, ξεχάσει, έστω και για ένα δευτερόλεπτο, αυτό το πιο σκληρό και πιο σημαντικό μάθημα της νεώτερης ελληνικής Ιστορίας.

Προσθέτουμε όμως ότι τώρα, η μέθοδος αυτή μπορεί να χρησιμοποιείται και έναντι της Τουρκίας, λόγω των «ανεξαρτησιακών» και «υπερδυναμικών» φιλοδοξιών της. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να ερμηνεύσει π.χ. την κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού από τους Τούρκους το 2015. 

Σχετικά σημειώνουμε επίσης ότι, ενώ ο κ. Τραμπ φαίνεται πολύ φιλικός και ενθαρρυντικός προς τον Ερντογάν, συμφωνεί ταυτόχρονα με τον κ. Μακρόν, κατά δήλωση του τελευταίου, για το τι πρέπει να γίνει στην Αν. Μεσόγειο!

 Σε τι άραγε μπορεί να συμφωνούν οι «Γάλλοι σύμμαχοι της Ελλάδας» με το κυριότερο διεθνές στήριγμα της Αγκυρας; Κάτι δεν πάει καθόλου καλά εδώ και τον λογαριασμό κινδυνεύουμε πάλι να τον πληρώσουμε εμείς.

Αν μία τρίτη δύναμη επιθυμεί να προκαλέσει κρίση ή πόλεμο μεταξύ δύο κρατών, που τουλάχιστον αρχικά δεν τα είχαν σχεδιάσει, πρέπει να φροντίσει να δημιουργήσει εσφαλμένη αντίληψη της κατάστασης στις αντιμαχόμενες πλευρές και να τις ωθήσει σε λόγους και ενέργειες που καθιστούν αδιανόητη μια υποχώρηση. 

Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν αυτό συμβαίνει στην παρούσα ελληνοτουρκική κρίση, αλλά θα ήταν άφρων οποιοσδήποτε σχεδιάζει πολιτική, χωρίς να παίρνει υπόψιν του το ενδεχόμενο έστω να τον κοροϊδεύουν αυτοί που εμπιστεύεται. Δυστυχώς βέβαια αυτά έχουν κυρίως θεωρητική αξία σε χώρες που δεν υπάρχουν σχεδιασμός και σχεδιαστές.

Άρση του αμερικανικού εμπάργκο

Ας δούμε τώρα ορισμένες από τις τελευταίες εξελίξεις υπό το φως αυτών των παρατηρήσεων.

Ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο τηλεφώνησε στον Πρόεδρο Αναστασιάδη να τον ενημερώσει ότι η Ουάσιγκτων αίρει προσωρινά (για ενάμισυ χρόνο) και μερικά το εμπάργκο όπλων στην Κυπριακή Δημοκρατία που έχει επιβάλλει εδώ και δεκαετίες. 

Τι ακριβώς σημαίνει αυτό πρακτικά δεν το γνωρίζουμε, πάντως αφορά «μη φονικά όπλα». Περισσότερα στοιχεία δεν μας δίνουν τα ΜΜΕ και οι ανακοινώσεις για το τι σημαίνουν τα «μη φονικά όπλα». 

Δεν γνωρίζουμε επίσης κατά πόσον η μερική και προσωρινή άρση του εμπάργκο επήλθε κατόπιν συμμόρφωσης ή υποσχέσεων συμμόρφωσης της Λευκωσίας με τις αμερικανικές απαιτήσεις να διακόψει ουσιαστική η Κύπρος κάθε σχέση με τη Ρωσία, τη δύναμη που διαχρονικά στήριξε διπλωματικά και εξοπλιστικά την Κυπριακή Δημοκρατία.

Θυμίζουμε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία έπεσε θύμα τουρκικής εισβολής, υπό αμερικανική καθοδήγηση (του Κίσσινγκερ) το 1974, κάτι για το οποίο εκδήλωσε μεταμέλεια, κάτι πολύ σπάνιο στην ιστορία, ο αμερικανός Αν. Υπουργός Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ.

 Σαν να μην έφτανε αυτό, οι ΗΠΑ της επέβαλλαν επιπλέον και εμπάργκο όπλων εδώ και 33 χρόνια. Το νομοσχέδιο EastMed συνδέει την άρση του εμπάργκο με την ουσιαστική κατάργηση των σχέσεών της με τη Ρωσία.

‘Όπως και η προηγούμενη παρέμβαση Πομπέο, δια του Δένδια και του Καίρου, για να συναφθεί η συμφωνία με την Αίγυπτο για την ΑΟΖ, έτσι και η «άρση» του εμπάργκο έχει δύο ιδιότητες. 

Δεν παρέχει ουσιαστική στήριξη στον ελληνισμό, αυξάνει όμως ταυτόχρονα την ένταση με την Τουρκία και την επιθετικότητα της τελευταίας, εγείροντας ερωτήματα για το τι ακριβώς επιδιώκεται.

Η ελληνο-αιγυπτιακή συμφωνία

Στην περίπτωση της συμφωνίας με την Αίγυπτο για την ΑΟΖ, ουσιαστικά η Ελλάδα σχεδόν παραιτείται από την επήρρεια του Καστελλόριζου στην Αν. Μεσόγειο, αλλά και αφήνει σε καθεστώς σκιάς όλη την περιοχή ανατολικά του 28ου μεσημβρινού, αφήνοντάς μας με την απορία τι στο καλό κάνει ακριβώς ο στόλος μας επιχειρώντας στο ανατολικό άκρο της προς οριοθέτηση με την Τουρκία περιοχής (και όχι «ελληνικής υφαλοκρηπίδας, όπως κανοναρχείται η κοινή γνώμη). Αν έχετε αμφιβολίες περί αυτού, μελετήστε το κείμενο του Τούρκου αντιπροσώπου στον ΟΗΕ.

Ταυτόχρονα όμως, με την αιφνίδια παρέμβασή του δια του κ. Δένδια και της Αιγύπτου, ο κ. Πομπέο οδήγησε σε ακύρωση του ελληνοτουρκικού μορατόριουμ, που είχε διαπραγματευθεί η Μέρκελ, οδηγώντας εκ νέου σε παροξυσμό την ελληνοτουρκική αντιπαράθεση! 

Το μορατόριουμ όμως ήταν, υπό τις περιστάσεις, η καλύτερη διέξοδος που είχαμε, έστω κι αν εκφράζονται δικαιολογημένοι φόβοι για το τι θα επακολουθούσε στον διάλογο και τυχόν διαπραγματεύσεις. Κανείς άλλωστε δεν υποχρεώνει κάποιον που προσέρχεται σε διάλογο να αποδεχθεί θέσεις που θεωρεί απαράδεκτες. 

Διάλογο έκαναν οι Αμερικανοί και οι Σοβιετικοί και κατά τον εντονότερο παροξυσμό της αντιπαράθεσής τους και διατηρούσαν απευθείας επικοινωνία μεταξύ τους. Γι’ αυτό υπάρχουμε εξάλλου όλοι μας, γιατί αλλοιώς θα είχε πάει σε πυρηνικό πόλεμο η κρίση της Κούβας.

Εκτός αν κάποιοι, στην Ελλάδα ή στην Τουρκία, είναι όσο άφρονες υπήρξε ο Δημήτριος Ιωαννίδης το 1974, και πιστεύουν ότι μπορεί η μία χώρα να κατισχύσει της άλλης στρατιωτικά, χωρίς να καταστραφεί και η ίδια.

Τώρα έχουμε πάλι μία από τα ίδια. Τα «μη φονικά όπλα» προς την Κύπρο δεν θα την βοηθήσουν προφανώς να αντιμετωπίσει μια τυχόν τουρκική επίθεση, προκαλούν όμως ένταση της τουρκικής επιθετικότητας. 

Δεν γνωρίζουμε εξάλλου με βεβαιότητα τι συμβαίνει στο εσωτερικό της γείτονος, πρέπει όμως να θεωρείται και λογικά ακόμα βέβαιο ότι και εκεί, η προσέγγιση της κρίσης στο αποκορύφωμά της προκαλεί σύγκρουση τάσεων και στρατηγικών, όπως συνέβη και στο παρελθόν (π.χ. στις παραμονές της εισβολής στην Κύπρο, με τον Ερμπακάν να θέλει κατάληψη όλης της Κύπρου, τον στρατό να είναι αντίθετος και τον Ετζεβίτ στη μέση να εφαρμόζει το σχέδιο Κίσσινγκερ).

Η Ελλάδα και η Κύπρος δεν πρέπει να υποχωρούν από τα θεμιτά δικαιώματά τους, αλλά δεν έχουν και λόγους να ενισχύουν εξ αντιδιαστολής τα πιο επιθετικά ρεύματα στην ‘Αγκυρα, ούτε να ενισχύουν τη συνοχή του τουρκικού πολιτικο-στρατιωτικού κατεστημένου. Αν δηλαδή υποθέσουμε και πάλι ότι υπάρχουν στοιχειωδώς υποκείμενα πολιτικής στην Αθήνα και τη Λευκωσία.

Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν όντως να συνδράμουν την Κύπρο και την Ελλάδα έχουν ένα εκατομμύριο διπλωματικά, οικονομικά και στρατιωτικά μέσα να το πράξουν, εκτός από τα «μη φονικά όπλα» προς την Κύπρο ή τη συμφωνία για την ΑΟΖ με την Αίγυπτο.

Το ίδιο συνέβη και προηγουμένως με τα σχέδια του EastMed και της τριμερούς συνεργασίας Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ, που απεδείχθησαν μεν άνευ ουδενός πραγματικού και απτού ωφέλους για την Ελλάδα και την Κύπρο, συνέβαλαν όμως αποφασιστικά για να οδηγηθούμε στην παρούσα κρίση.

Δύο σήματα προς την Άγκυρα

Στην πραγματικότητα, αυτό που φαίνεται να συμβαίνει είναι ότι η Δύση ανάβει τώρα ταυτόχρονα και «πράσινο» και «κόκκινο» φως προς την Άγκυρα. 

Το κόκκινο φως προέρχεται από το σύνολο της Δύσης και των δύο τάσεων που συγκρούονται κατά τα άλλα σε Αμερική, Ευρώπη και Ισραήλ και το διατυπώνει με λακωνικό τρόπο η επιθεώρηση Foreign Affairs που εκφράζει το κέντρο του αμερικανικού κατεστημένου:

“H Τουρκία βρίσκεται κοντά στο όριο. Αν το ξεπεράσει η Ευρωπαϊκή ‘Ενωση καθώς και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ταχθούν πλήρως στο πλευρό της Ελλάδας. Η κόκκινη γραμμή που δεν μπορεί να ξεπεράσει η Τουρκία είναι η Κρήτη, της οποίας τα νότια νερά θεωρείται ότι περιέχουν σημαντικούς όγκους πετρελαίου ή φυσικού αερίου. 

Αν και αναγνωρίζονται διεθνώς ως ελληνικά χωρικά ύδατα, ο χάρτης της ‘Αγκυρας – Τριπόλεως εκχωρεί την περιοχή στη Λιβύη. Εάν η Τουρκία στείλει πλοίο γεωτρήσεων κοντά στις νότιες ακτές της Κρήτης, τότε όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά» (από την Εστία, 2.9.20).

Αυτό το «κόκκινο φως» πρέπει να το θεωρήσουμε ακριβές γιατί ανταποκρίνεται στην δυτική πολιτική αιώνων, όχι δεκαετιών. Για την αμερικανική αυτοκρατορία, για τη Βρετανία και για το Ισραήλ, είναι εντελώς απαράδεκτος ο έλεγχος από την Τουρκία της μισής Μεσογείου, και ιδίως της Κύπρου και της Κρήτης, είτε υπό το καθεστώς Ερντογάν, είτε υπό οποιοδήποτε άλλο. 

«Όποιος ελέγχει το Γιβραλτάρ, τη Μάλτα, την Κρήτη και την Κύπρο βασιλεύει στον κόσμο», φέρεται ειπών ο Κίσσινγκερ και στην πραγματικότητα πρέπει να καταλάβουμε την ιεράρχηση ανάποδα, δεδομένης της γειτνίασης του Ισραήλ με την Κύπρο και εν συνεχεία την Κρήτη (με την τελευταία να ελέγχει επίσης τη νότια απόληξη της διαδρομής Στενά – Αιγαίο).

Η πληροφορία όμως δεν περιέχεται μόνο σε αυτό που μας λέει το Foreign Affairs, αλλά και σε αυτό που δεν λέει. Τι θα γίνει δηλαδή με τα νερά ανατολικά της Κρήτης; ‘Όχι μόνο με την ούτως ή άλλως περιορισμένη επήρρεια του Καστελλόριζου, αλλά και την επήρρεια των υπολοίπων Δωδεκανήσων και της ίδιας της Κρήτης προς ανατολάς; 

Προσδιορίζοντας την κόκκινη γραμμή ως αφορώσα μόνο την περιοχή νοτίως της Κρήτης, το αμερικανικό κόκκινο φως μπορεί να ερμηνευθεί από την ‘Αγκυρα ως απόδοση στην ίδια ενός laissez faire στα ιπόλοιπα, μη οριοθετημένα με την Αίγυπτο ύδατα. Μαζί με το κόκκινο, ανάβει και ένα πράσινο.

Αξίζει να υπενθυμίσουμε εδώ ότι το σχέδιο ‘Ατσεσον για το κυπριακό προέβλεπε ήδη από την δεκαετία του 1960 την απόδοση του Καστελόριζου στην Τουρκία και επειδή δεν το δέχθηκε ο Γεώργιος Παπανδρέου τον ανέτρεψαν και εν συνεχεία επέβαλαν τη δικτατορία της 21ης Απριλίου (το «προέβλεψε» ο ίδιος ο Πρόεδρος Τζόνσον με την περίφημη φράση του προς την τότε κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου, «σας γαμώ το σύνταγμα, σας γαμώ το κοινοβούλιο», όπερ και συνέβη στη συνέχεια).

Αξίζει επίσης να υπενθυμίσουμε ότι ο Ερντογάν είπε στους δημοσιογράφους, χωρίς να τον διαψεύσει κανένας, ότι οι Αμερικανοί του είπαν αναφορικά με τις γεωτρήσεις στην Κύπρο «μην πειράζεις την Exxon και κάνε ότι θέλεις αλλού».

Βλέπουμε δηλαδή ότι ήδη έχει αρχίζει να σχηματίζεται και το πακέτο των ελληνικών παραχωρήσεων προς την Τουρκία, αν κριθεί και όποτε κριθεί σκόπιμο να γίνουν αυτές οι παραχωρήσεις για να ξαναφτιάξει η σχέση Δύσης και Ισραήλ με την Άγκυρα και ο τρόπος για να οδηγηθούμε σε μια κρίση ή σε πόλεμο με την Τουρκία.

Αν είμαστε στο έτος 2000, θα θεωρούσαμε ότι είχαμε ήδη εντοπίσει τις γενικές γραμμές του σχεδίου κι ότι μας πάνε σε ελεγχόμενη κρίση αλά ‘Ιμια για να ακολουθήσουν παραχωρήσεις. ‘Όμως είμαστε στο 2020. 

Ο Ερντογάν έχει βαθύτατα ενοχλήσει τη Δύση και το Ισραήλ, το ίδιο και ο διευρυνόμενος ρόλος και φιλοδοξίες της Τουρκίας και ενδεχομένως θέλουν να απαλλαγούν από αυτόν αν τους δοθεί η ευκαιρία, ψαλιδίζοντας ταυτόχρονα και τις φιλοδοξίες του. 

Δύσκολα εξάλλου θα κάνουν τόσο μεγάλες παραχωρήσεις προς την ‘Αγκυρα όσο την κυβερνάει , γιατί θα σταθεροποιήσουν το καθεστώς του. Θα τις υποσχεθούν όμως ευκολότατα σε όποιον τυχόν θα ήθελε να τον ανατρέψει.

Από την άλλη δεν έχουμε την ενότητα της Δύσης που τη χαρακτήρισε από το 1945 έως το 2003 και, με ρωγμές, έως το 2017. Τώρα έχουμε εμφύλιο πόλεμο μέσα στην ίδια την Αυτοκρατορία, εμφύλιο που διατρέχει οριζόντια τις ΗΠΑ, την Ευρώπη και το Ισραήλ.

Ο Μάικλ Πομπέο εκφράζει την τάση των Νεοσυντηρητικών ιεράκων, έχει στενότατη συνεργασία με τον Πρωθυπουργό Νετανιάχου και έχει έρθει συχνά σε ανοιχτή αντίθεση με το main stream αμερικανικό κατεστημένο, με το Πεντάγωνο, όπως και με τους Ευρωπαίους, ιδίως σχετικά με το Ιράν, ενώ είναι ο αρχιτέκτων του νέου Ψυχρού με την Κίνα.

Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ποια ακριβώς είναι τα σχέδια αυτής της ομάδας για την Τουρκία, αλλά δεν μπορούμε εκ των προτέρων να είμαστε βέβαιοι ότι δεν θέλουν να χρησιμοποιήσουν την Ελλάδα και την Κύπρο εναντίον της, δημιουργώντας στην Αθήνα και τη Λευκωσία την πεποίθηση ότι τις υποστηρίζουν. 

Αν αυτό δεν προκύψει άμεσα, ή από κάποια προβοκάτσια, θα μπορούσε να προκύψει και ως αποτέλεσμα παραχωρήσεων προς την Τουρκία από την Αθήνα, που θα οδηγούσε σε ανατροπή της κυβέρνησης και σε σύγκρουση με την Τουρκία. Πολλά σενάρια είναι δυνατά και πολλά ασφαλώς θα έχουν καταρτισθεί.

Η παγίδα που κλείνει

Γι’ αυτό και η δουλειά της Αθήνας είναι να επιχειρήσει με κάθε τρόπο να ξεφύγει και από τη Σκύλλα της πολεμικής αναμέτρησης και από τη Χάρυβδη των ταπεινωτικών παραχωρήσεων. Το μέλλον, ίσως και η ίδια η ύπαρξη της Ελλάδας και της Κύπρου, όπως τις ξέρουμε, θα εξαρτηθεί από το αν μπορεί να βρει τον όλο και πιο δύσκολο δρόμο για να το καταφέρει.

‘Ενας πόλεμος θα αποτελούσε γενική καταστροφή, δεν μοιάζει δυνατή στο προβλέψιμο μέλλον η επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών, είναι εντελώς αμφίβολο το ενδεχόμενο κέρδος από τα εικαζόμενα και μη πιστοποιηθέντα κοιτάσματα υδρογονανθράκων, οι τιμές τους έχουν συντριβεί εγείροντας σοβαρό ερώτημα και για τη βιωσιμότητα ακόμα των μεσανατολικών κρατών, η Ευρώπη απομακρύνεται από τα ορυκτά καύσιμα, δεν υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες κατασκευής του EastMed, περαιτέρω εξοπλιστικός ανταγωνισμός θα καταβαραθρώσει τις εν κρίσει οικονομίες των δύο κρατών.

Υπό τις συνθήκες αυτές το πάγωμα, η αναστολή επ’ αόριστον των εκατέρωθεν διεκδικήσεων στη θάλασσα μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου και Τουρκίας, χωρίς απώλεια κύρους καμμιάς πλευράς και χωρίς παραίτηση από τα κυριαρχικά δικαιώματα εκάστης, μοιάζει η μόνη λογική διέξοδος. 

Αυτό έκαναν προ ετών οι χώρες που βρέχονται από την Κασπία, όταν είχαν έλθει στα πρόθυρα σύγκρουσης με ανάλογο αντικείμενο (κατασκευή υποθαλάσσιου αγωγού, δικαιώματα εξορύξεων και αλιείας, νομικό καθεστώς θάλασσας, ρύπανση κλπ.). Είναι πάντως ένα μοντέλο που αξίζει να μελετηθεί.

Για να επιτευχθεί ένα τέτοιο αποτέλεσμα χρειάζεται μέγιστη διαπραγματευτική σαφήνεια και αποτρεπτική αποφασιστικότητα, δεν αρκεί το ένα χωρίς το άλλο. 

Δυστυχώς βέβαια δεν υπάρχει στρατηγική ανεξάρτητη από το υποκείμενο που την εφαρμόζει, ας ελπίσουμε λοιπόν στην «βίαιη ωρίμανση» του ελληνικού πολιτικού και κρατικού υποκειμένου. Ή στον Θεό.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου