Ο ΠΕΤΡΟΣ ΔΕΝ ΕΚΛΕΙΣΕ ΠΟΤΕ ΤΟ ΜΑΓΑΖΙ ΤΟΥ...ΑΠΛΑ ΔΕΝ ΤΟ ΞΑΝΑΝΟΙΞΕ...
Του Στρατή Μαζίδη
Φιλότιμο παιδί και εξαιρετικός οικοδεσπότης ο Πέτρος στο μαγαζί του. Ο Πέτρος ή αλλιώς Bedig, ένας Αρμένιος που μεγάλωσε στο Λιβάνο και ήρθε νέος στον Πειραιά στις αρχές του 80. Η οικογένειά του γλύτωσε τη σφαγή της Γενοκτονίας, πέρασε αρχικά στη Συρία και μετά εγκαταστάθηκε στο Λίβανο.
Η κάθε γωνιά είχε την ιστορία και το κειμήλιό της. Τα μπακίρια του παππού του από το Χαλέπι, οι σπάνιες φωτογραφίες.
Στο μαγαζί του Πέτρου ήταν λες και ξαναζούσες την ιστορία ενώ παράλληλα τη γευόσουν.
Ο Πέτρος είχε μεράκι, αγαπούσε την εστίαση και νομίζω πως ελάχιστοι στην Ελλάδα τη γνωρίζουν τόσο καλά όσο αυτός. Και ως φιλόξενος οικοδεσπότης κέρδισε με την ποιότητα αλλά και τα κεράσματά του.
Δυστυχώς όμως τα μυθικά μέρη και οι πρωταγωνιστές τους σαν από το παραμύθι του "1000+1 νύχτες" βρέθηκαν στην Ελλάδα της κρίσης, του μνημονίου, του στραγγαλισμού της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και της έλλειψης ευαισθησίας όσων πράγματι μπορούσαν να βάλουν πλάτη.
Σιγά σιγά τα έσοδα έπεφταν και άρχισαν να μην καλύπτουν τα έξοδα. Στο μαγαζί όμως δεν επιτρεπόταν και δεν έγινε ποτέ έκπτωση σε αυτό που παρείχε στον κόσμο του. Με το πέρασμα του χρόνου εκλήθη κι ο Πέτρος που έδινε δουλειά άμεσα σε τόσο κόσμο και έμμεσα σε συνεργάτες, να διαλέξει και να βάλει προτεραιότητες στο τι θα πληρώνει πρώτα και που θα κάνει άνοιγμα.
Την ίδια στιγμή πάλευε να μειώσει το εξωπραγματικό ενοίκιο που πληρώνει. Κάτι πετύχαινε, αλλά η μείωση που κατάφερνε ήταν κάθε φορά δύο βήματα πίσω. Ο ιδιοκτήτης δεν καταλάβαινε ότι είναι καλύτερα να παίρνεις λιγότερα και σίγουρα παρά τίποτε. Τώρα με το κατάστημα ακόμη στα αζήτητα ίσως να το έχει αντιληφθεί και πως μπορεί να περνούσε από το χέρι του κάποιοι άνθρωποι να είχαν ακόμη εργασία.
Και κάπως έτσι η ΔΕΗ του έκοψε το ρεύμα. Ακριβώς λίγο πριν μπούμε στο καλοκαίρι, τότε που περίμενε να δουλέψει λίγο παραπάνω.
Θυμάμαι τότε είχα γράψει ένα κείμενο και είχε έρθει ένας ξυπνιτζής δημάρχοντας να μου πει ότι "εσύ γράφεις ύμνους αλλά ξέρεις πόσα χρωστούσε στο δήμο;". Έτσι να στιγματίσουμε. Να σταμπάρουμε τον άλλο. Λες και είχε αλλά τα κρατούσε στο μπαούλο.
Μάλλον ο Δήμος ήταν εκείνος που χρωστούσε όταν μίσθωνε τμήματα μιας βρώμικης, αφιλόξενης και σκοτεινής πλατείας, δίχως παροχές, άναρχη και με μια ομάδα 10 περίπου νεαρών ατόμων να κάνει ό,τι γουστάρει πότε βανδαλίζοντας και πότε παρενοχλώντας. Έπρεπε π.χ. να μη ντύσει τα παιδιά του για να πληρώνει έναν κακό σπιτονοικοκύρη Δήμο που μίσθωνε λίγα πεζοδρομιακά πλακάκια αλλά ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για τους νοικάρηδές του.
Ο Πέτρος ήταν πάντα προβληματισμένος και αγχωμένος. Όταν πια είχε κλείσει το μαγαζί, είχε πιάσει δουλειά, ως υπάλληλος πλέον, σε άλλο κατάστημα. Αν και έχουν περάσει κοντά 18 μήνες, θυμάμαι τη φράση του «πλέον πέφτω τα βράδια και μπορώ να κοιμάμαι»...
Ο Πέτρος το πάλεψε μέχρι την τελευταία στιγμή. Κυνήγησε τη μοίρα. Στο τέλος θαρρώ πως ανακουφίστηκε. Είναι μεγάλη δουλειά να κοιμάσαι τα βράδια. Μόνο όσοι το έχουν ζήσει, να μην κοιμούνται, μπορούν να το εκτιμήσουν. Τις νύχτες ασπρίζουν ή πέφτουν μαλλιά. Ενίοτε ορισμένοι κοιμούνται και δεν ξανασηκώνονται.
Ο Πέτρος δεν έκλεισε ποτέ το μαγαζί του...Απλά δεν μπόρεσε να το ανοίξει την επόμενη ημέρα... Ο Πέτρος δεν έκλεισε ποτέ το μαγαζί του...απλά του το έκλεισαν αργά και βασανιστικά και...ναι, απότομα. Και πόσοι Πετρήδες υπάρχουν ακόμη που είχαν κούτελο καθαρό, χαμόγελο στα χείλη, όρεξη για δουλειά, αγαπημένους κι ευχαριστημένους πελάτες, προσωπικό και συνεργάτες σταθερούς, αλλά αυτός εδώ ο τόπος τους τιμώρησε χωρίς να έχουν φταίξει σε τίποτε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου