Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2024

ΑΝ ΕΧΕΙΣ ΠΡΟΔΟΤΗ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟ ΘΑ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΕΣΑΙ ΣΑΝ ΗΤΤΗΜΕΝΟΣ!

ΤΑ ΔΕΙΛΑ ΑΛΛΑ ΣΤΑΘΕΡΑ ΒΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣ ΕΝΑ ΕΘΝΙΚΟ ΕΓΚΛΗΜΑ




Μήπως η ελληνική κυβέρνηση και λόγω των ευρύτερων γεωπολιτικών αναταράξεων, έχει αναλάβει κάποιες αβαρίες, απεμπολώντας εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα, όπως συμβαίνει με τους ηττημένους στον πόλεμο;

Εθνικό έγκλημα: Η Ελλάδα βρίσκεται στο μεσοδιάστημα δυο εμπόλεμων περιοχών στην Ουκρανία (ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – Ρωσία – ΕΕ – Κίνα) και στη Μέση Ανατολή (Ισραήλ – ΗΠΑ – Παλαιστίνη – Υεμένη – ΕΕ-Ιράν – Λίβανος – Συρία) και μάλιστα συμμετέχει ενεργά μέσω στρατιωτικών συμμαχιών , που προωθούν Στρατηγικά συμφέροντα της συλλογικής Δύσης και πάντα με την βεβαιότητα ότι “είμαστε στη σωστή πλευρά της Ιστορίας”. 

Παρεμπιπτόντως, η ιστορία γράφεται συνήθως από τους νικητές στα πολεμικά μέτωπα, όταν όμως τελειώσει ο πόλεμος και όχι από πριν.

Η Τουρκία, έχει ενεργό ρόλο και στους δύο πολέμους, με αμφιλεγόμενες και αμφίσημες πολιτικές και διπλωματικές επιλογές. Τόσο οι ΗΠΑ, η Γερμανία και το ΝΑΤΟ από την μία, όσο και η Ρωσία, η Κίνα, το Κατάρ, και το Ιράν από την άλλη, επιδιώκουν να έχουν καλές σχέσεις με την Τουρκία, λόγω του πλεονεκτήματος του γεωστρατηγικού της χώρου, αλλά και της στρατιωτικής της ισχύος.

Ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης σε συνέντευξή του στην ΕΡΑ-ΕΡΤ επισημαίνει: «Βρισκόμαστε σε ένα εξαιρετικά σύνθετο και ρευστό, διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον, το πιο δύσκολο που έχει γνωρίσει ο μεταπολεμικός κόσμος, με δύο πολύ μεγάλους πολέμους στην ευρύτερη περιοχή μας, οι οποίοι έχουν τεράστιο αντανακλαστικό αποτύπωμα και στη δική μας γειτονιά».

Δύσκολη εποχή για διαπραγματεύσεις

Μέσα σε αυτό το ζοφερό και συγκρουσιακό διεθνές περιβάλλον, η προσπάθεια επίλυσης διμερών διακρατικών διαφορών, όπως οι ελληνοτουρκικές, ενέχει παγίδες και είναι άκρως επισφαλής. 

Το επικίνδυνο έγκειται στο γεγονός ότι, ο διάλογος των κυβερνήσεων Αθηνών και Άγκυρας και μάλιστα για ζητήματα που άπτονται ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, θα δεχτεί την επιδραστική νομοτέλεια των εξελίξεων στα πολεμικά μέτωπα.

Η “ζώσα” ιστορική πραγματικότητα διδάσκει, ότι τα Στρατηγικά συμφέροντα υπερεθνικών συλλογικοτήτων ή των κοσμοκρατορισσών υπερδυνάμεων προηγούνται κατά τρόπο ισοπεδωτικό των εθνικών συμφερόντων μικρότερων κρατών ακόμη και αν έχουν την ιδιότητα του συμμάχου. 

Είναι η περίπτωση όπου το Δίκαιο των αδυνάτων, είναι και η αδυναμία τους, αφού η ισχύς του Δικαίου υποτάσσεται, μοιρολατρικώς, στο Δίκαιο του ισχυρότερου κατά την ανάλυση του Θουκυδίδη.

Πάγια θέση της αμερικανικής διπλωματίας, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ με “μπροστάρη” τη Γερμανία, είναι η διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών με αμοιβαίες υποχωρήσεις και μάλλον ετεροβαρείς, ώστε να διασφαλιστεί η συνοχή της Νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, αναγκαία σε επιχειρησιακό επίπεδο, λόγω των στρατιωτικών συγκρούσεων στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή μας. 

Σε αυτό το πλαίσιο και ενόψει της συνάντησης, αρχές Νοεμβρίου στην Αθήνα, των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας Χακάν Φιντάν, έχουν δημιουργηθεί προσδοκίες ότι ο ελληνοτουρκικός διάλογος θα είναι πιο εποικοδομητικός παρά ποτέ άλλοτε.

Το ερώτημα είναι, τι ακριβώς συζητάμε; Ποιο θα είναι το κέντρο βάρος του επικείμενου ελληνοτουρκικού διαλόγου. Η Κυβέρνηση επαναλαμβάνει τη πάγια ελληνική θέση ότι η μοναδική διαφορά που έχουμε με την Τουρκία είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. 

Ο Γεραπετρίτης επισημαίνει: «Το έχω δηλώσει επανειλημμένως ενώπιον της Βουλής, ότι είναι η μία και μόνη διαφορά μας που μπορεί να αχθεί ενώπιον της διεθνούς δικαιοδοσίας, η οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας».

Ποια είναι όμως η θέση της Τουρκίας;


Σύμφωνα με δηλώσεις του Προέδρου της Τουρκίας Τ. Ερντογάν και του υπουργού Εξωτερικών, καθώς και εκτενές ρεπορτάζ της ΧΟΥΡΙΕΤ που επικαλείται ανώτερες διπλωματικές πηγές με φωτογραφία του Φιντάν, η θέση της Τουρκίας είναι ότι: «Η Τουρκία δεν αλλάζει την πάγια εθνική της προσέγγιση έναντι της Ελλάδας. Οι διαφορές με την Ελλάδα στο Αιγαίο, δεν μπορεί να περιοριστούν σε ένα μόνο θέμα.

Η συντριπτική πλειονότητα των θαλάσσιων και αεροπορικών προβλημάτων είναι νομικά διασυνδεδεμένα. Η Άγκυρα επιθυμεί μια μόνιμη, συνολική και δίκαιη λύση σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο σε διαφορές όπως τα χωρικά ύδατα και το εύρος του εναέριου χώρου, γεωγραφικοί σχηματισμοί αβέβαιου καθεστώτος, εξοπλισμός νησιών με μη στρατιωτικό καθεστώς και διαχείριση FIR».

Δηλαδή μείωση εθνικού εναερίου χώρου, απεμπόληση του δικαιώματος της αύξησης του εύρους των χωρικών μας υδάτων, αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου και συζήτηση περί του κυριαρχικού καθεστώτος ελληνικών νησιών και βραχονησίδων!

Ο πρόεδρος της Τουρκίας Ερντογάν είναι απολύτως σαφής: «Ο υπουργός Εξωτερικών μας θα μεταβεί στην Ελλάδα και θα έχει συνομιλίες, με βάση την ολιστική μας προσέγγιση σχετικά με το Αιγαίο». Συνεπώς το ερώτημα είναι, αν τα θέματα που βάζει στο τραπέζι του διαλόγου η Τουρκία, θίγουν εμμέσως ή ευθέως ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα; 

Ο Έλληνας πρωθυπουργός δήλωσε από τις Βρυξέλες ότι: «Η Ελλάδα, θα εξακολουθεί να συνομιλεί με την Τουρκία, αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε συμφωνήσει ή ότι είμαστε κοντά σε μια συμφωνία για τα ζητήματα των θαλασσίων ζωνών, ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας».

Οι «φουρτούνες» και οι «πατριώτες της φακής»

Σε εκδήλωση στην Κύπρο, ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, αναφερόμενος στα ελληνοτουρκικά, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, τόνισε ότι τα “ήρεμα νερά” που οδηγούν σε αποδοχή τετελεσμένων καταστάσεων θα προκαλέσουν μελλοντικά μεγάλες “φουρτούνες”, προειδοποιώντας για τους κινδύνους που εγκυμονεί η αποδοχή των τουρκικών διεκδικήσεων, τόσο για την Κύπρο όσο και για το Αιγαίο.

Απαντώντας ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης είπε: «Κάνω μια διάκριση μεταξύ των απόψεων του κ. Σαμαρά και των υπολοίπων. 

Οι απόψεις του Κ. Σαμαρά είναι σεβαστές. Θέλω να θυμίσω, ότι ως πρωθυπουργός, συναντήθηκε με τον κ. Ερντογάν και επί διακυβέρνησης του κ. Σαμαρά και με υπουργό τον κ. Βενιζέλο γινόντουσαν και διερευνητικές επαφές».

Στην συνέχεια ο Κυρ. Μητσοτάκης επέκρινε ακραίες φωνές δεξιότερα της δεξιάς και μίλησε για υπερπατριώτες της φακής. «Κατηγορούν την κυβέρνηση, εμένα, τον υπουργό Εξωτερικών, ότι είμαστε μειοδότες γιατί κάνουμε τι; 

Γιατί συζητούμε με την Τουρκία; Έχω μιλήσει και στο παρελθόν για πατριώτες της φακής, οι οποίοι θεωρούν τους εαυτούς τους πιο πατριώτες απ’ ότι είμαστε όλοι εμείς. Υποψιάζομαι ότι σε μια πραγματική κρίση θα ήταν οι πρώτοι που θα έβαζαν την ουρά στα σκέλια. Και ότι συζητάμε δεν σημαίνει ότι συμφωνούμε. Ούτε ξεπουλάμε ούτε προδίδουμε κανέναν…».

Δεν έχουμε δυσκολία να παραδεχτούμε ότι οι δηλώσεις του πρωθυπουργού για τον ελληνοτουρκικό διάλογο είναι επικοινωνιακά εύστοχες, παρότι «πάσχουν» κατά το ουσιαστικό μέρος. 

Και αυτό διότι, απαλύνουν τις εύλογες ανησυχίες της κοινωνίας των Ελλήνων πολιτών, ειδικά των συνετών και νοικοκυραίων, αλλά και εκείνων της ευάριθμης ομάδας των εθνομηδενιστών, των αναθεωρητών των νεοϊστορικών Πανεπιστημιακών που υποστηρίζουν ότι πιθανόν να έχει δίκιο η Τουρκία που απαιτεί το μισό Αιγαίο και εν πάση περιπτώσει δεν είναι λογικό να τα βάλουμε με την Τουρκία των 80 εκατομμυρίων που είναι πανίσχυρη στρατιωτικά.

Ωραία και επικοινωνιακά και κομματικά, είναι αυτά, αλλά ας περάσουμε στα πιο σοβαρά δηλαδή στην ουσία των δηλώσεων του Μητσοτάκη για τον ελληνοτουρκικό διάλογο.

Τι σημαίνει «συζητάμε» τελικά;

Τι σημαίνει ακριβώς η αποστροφή της δήλωσης του Πρωθυπουργού «Και ότι συζητάμε δεν σημαίνει ότι συμφωνούμε. Ούτε ξεπουλάμε ούτε προδίδουμε κανέναν…»; Το γεγονός ότι δέχεται η Ελληνική Κυβέρνηση, να βάζει η Τουρκία στο τραπέζι του διαλόγου θέματα που άπτονται εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων δεν είναι από μόνο του, αυτοτελώς και αυτοδικαίως, προβληματικό;

Η συζήτηση και μόνο περί αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου ή ο υποχρεωτικός εξαναγκασμός του περιορισμού των χωρικών υδάτων στα έξι ναυτικά μίλια, χωρίς έστω την απαίτηση να αρθεί casus belli δεν συνιστά υποχώρηση από πάγιες εθνικές θέσεις;

Ακόμη και στην περίπτωση που η ελληνική κυβέρνηση απορρίψει τις τουρκικές, ιταμές και έκνομες, αιτιάσεις της, δεν δημιουργεί απαράδεκτα τετελεσμένα; Δεν πέφτει στην παγίδα της τουρκικής αναθεωρητικής πολιτικής; 

Ο διάλογος, ακόμη και ο απορριπτικός, δεν συνιστά συζήτηση επί θεμάτων εθνικής κυριαρχίας; Δυστυχώς σε αυτά και πολλά άλλα παρόμοια ερωτήματα, θα έπρεπε να απαντήσει ο πρωθυπουργός ή λαλίστατος υπουργός εξωτερικών που μάλλον μπουρδουκλώνει παρά ξεδιαλύνει τα “πράγματα”, αλλά το αποφεύγουν… και μείς δικαιωματικά αναρωτιόμαστε το γιατί.

Η ανησυχία τους για τα ελληνοτουρκικά δεν είναι αβάσιμη. Μπορεί προς το παρόν να μην υπάρχει υπογραφή της κυβέρνησης Μητσοτάκη σε κάποια συμφωνία με την Άγκυρα, την οποία μπορούν να επικαλεστούν για να διαχωρίσουν και θεσμικά τη θέση τους από την ομάδα Μητσοτάκη, αλλά υπάρχουν σημαντικές αποχρώσες ενδείξεις.

Εκτός από αυτές, όμως, υπάρχουν και δύο γεγονότα, τα οποία από μόνα τους συνιστούν βαρύτατες εθνικές υποχωρήσεις στα ελληνοτουρκικά. Μπορεί ο όρος να ακούγεται βαρύς, αλλά –όπως θα αποδείξω στη συνέχεια– είναι αυτός που περιγράφει με ακρίβεια τις συγκεκριμένες πράξεις στα ελληνοτουρκικά. 

Το πρώτο είναι το νομοσχέδια για τα μικρονήσια, στο οποίο υπάρχει μία ένδειξη υπαναχώρησης, άρα το έγκλημα δεν έχει συντελεσθεί. Το δεύτερο είναι το επεισόδιο στην Κάσο, όπου έχουμε και “πτώμα”.

Ελληνοτουρκικά: Μικρονήσια και ΑΟΖ

Το πρώτο γεγονός είναι το νομοσχέδιο της κυβέρνησης που απαγορεύει κάθε τουριστική ανάπτυξη α/ σε βραχονησίδες, β/ σε νησίδες μικρότερες των 300 km2, γ/ σε νησίδες που απέχουν λιγότερο από 10 μίλια από τα θαλάσσια σύνορα της Ελλάδας, δ/ σε νησίδες που απέχουν περισσότερο από 10 μίλια από την ηπειρωτική Ελλάδα ή από κατοικημένα νησιά. 

Ο αναγνώστης θα απορήσει γιατί υπάρχουν αυτές οι γεωγραφικές προβλέψεις. Κι όμως υπάρχει λόγος.

Σύμφωνα με το διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, όποια νησίδα, όσο μικρή κι αν είναι, διατηρεί έστω και στοιχειώδη οικονομική δραστηριότητα, δικαιούται ΑΟΖ. 

Για παράδειγμα ένα κοπάδι πρόβατα ή κατσίκες πάνω σε μία νησίδα, ή μία μικρή εγκατάσταση για την εξυπηρέτηση τουριστικών σκαφών και ημερήσιων εκδομέων, την καθιστά δικαιούχο ΑΟΖ. Με άλλα λόγια, έχει το δικαίωμα να συμπεριληφθεί στην οριοθέτηση ΑΟΖ με αντικείμενο ή παρακείμενο παράκτιο κράτος.

Δεδομένου ότι κάθε κράτος έχει μεγάλο συμφέρον να έχει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ΑΟΖ, θα περίμενε κανείς από μία ημινησιώτικη χώρα, όπως η Ελλάδα, να έχει κάνει ό,τι μπορεί να για αξιοποιήσει τα μικρονήσια της επικράτειάς της. 

Παραδοσιακά, σε πολλά μικρονήσια υπήρχαν κοπάδια, οι ιδιοκτήτες των οποίων κατά κανόνα είχαν μόνιμη κατοικία σε διπλανό κατοικημένο νησί και πήγαιναν σχεδόν καθημερινά να περιποιηθούν τα ζώα τους.

Μία κυβέρνηση που έχει γνώμονα τα εθνικά συμφέροντα θα φρόντιζε να επιδοτήσει σε όσους θα ήθελαν να εγκατασταθούν ή να αναπτύξουν οικονομική δραστηριότητα σε μικρονήσια. 

Αντ’ αυτού πράττει το αντίθετο. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της εκδίωξης –με ψευδοοικολογικό πρόσχημα για διάσωση σαλιγκαριών!– του κτηνοτρόφου και του κοπαδιού του από το μικρονήσι Λέβιθα, που βρίσκεται στο νοτιοανατολικό Αιγαίο, μεταξύ Λέρου και Αμοργού. Το ίδιο είχε συμβεί και στα Ίμια.

Τώρα η κυβέρνηση Μητσοτάκη έρχεται και απαγορεύει οποιαδήποτε τουριστική δραστηριότητα στα μικρονήσια:

Πρώτον, που απέχουν λιγότερο από 10 μίλια από τα θαλάσσια σύνορα. Η διάταξη έγινε για το ανατολικό Αιγαίο, επειδή τα μικρονήσια στην παραμεθόριο θαλάσσια περιοχή επεκτείνουν μονίμως προς ανατολάς την δυνάμει ελληνική ΑΟΖ σε βάρος της Τουρκίας.

Δεύτερον, που απέχουν περισσότερο από 10 μίλια από την ηπειρωτική Ελλάδα ή από μεγαλύτερα κατοικημένα νησιά. Η διάταξη έγινε γιατί αυτές οι νησίδες, όπου κι αν βρίσκονται στο Αιγαίο, επεκτείνουν την ελληνική ΑΟΖ. 

Εάν απείχαν λιγότερο από 10 μίλια από την ηπειρωτική Ελλάδα ή από μεγαλύτερα νησιά, λόγω χωρικών υδάτων, δεν θα επηρέαζαν θετικά σε αξιόλογο βαθμό την ελληνική ΑΟΖ. Άρα εκεί δεν απαγορεύεται οποιαδήποτε τουριστική ανάπτυξη!

Εάν αυτό δεν είναι “δώρο” της κυβέρνησης Μητσοτάκη στην Τουρκία, αναρωτιέμαι τι είναι. Ας μας εξηγήσει ο πρωθυπουργός και ο υπουργός του Σκυλακάκης που διεκπεραιώνει την εντολή του αρχηγού του, να δώσουν μία πειστική εξήγηση για τις νομοθετικές “ταχυδακτυλουργίες” τους. 

Προφανώς, δεν επιδέχονται όλα τα ελληνικά μικρονήσια έστω και στοιχειώδη τουριστική ανάπτυξη, αλλά αρκετά εξ αυτών προσφέρονται. Η απαγόρευση, όμως, γίνεται όχι με κριτήριο την καταλληλότητα, αλλά το εάν επηρεάζει ή όχι την ελληνική ΑΟΖ.

Η μεθόδευση ήταν τόσο κραυγαλέα, που οι αντιδράσεις φαίνεται να υποχρέωσαν το Μαξίμου σε κάποιου είδους αναδίπλωση. Προφανώς, ο Σκυλακάκης δεν προχώρησε χωρίς την έγκριση του Μητσοτάκη στην κατάθεση του εθνικά ευαίσθητου νομοσχεδίου. 

Εξίσου προφανώς, ο Γεραπετρίτης δεν θα εξέφραζε την αντίθεσή του γι’ αυτό εάν δεν είχε πάρει το πράσινο φως από τον πρωθυπουργό. 

Η μόνη λογική εξήγηση είναι ότι στο Μαξίμου το ξανασκέφτονται υπό το κράτος του φόβου κλιμάκωσης της αμφισβήτησης από το δίδυμο Καραμανλή-Σαμαρά, αμφισβήτηση που έχει επίκεντρο και τα ελληνοτουρκικά.

Η «νίκη» στην Κάσο!

Το δεύτερο γεγονός είναι το περιστατικό στην Κάσο. Υπενθυμίζω ότι στην περιοχή της Κάσου η ελληνική ΑΟΖ δεν είναι δυνάμει, έχει οριοθετηθεί με τη συμφωνία Ελλάδας-Αιγύπτου. Η Τουρκία αμφισβητεί ότι νησιά έχουν ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα και με βάση αυτήν την αυθαίρετη θέση υπέγραψε το Τουρκολιβυκό Μνημόνιο.

 Έτσι πριν λίγο καιρό έστειλε πολεμικά πλοία να εμποδίσουν το ναυλωμένο από την Ελλάδα ιταλικό πλοίο που χαρτογραφούσε τον βυθό εφτά μίλια έξω από την Κάσο για να ποντιστεί το καλώδιο ηλεκτρικής διασύνδεσης Κύπρου-Κρήτης.

Η τουρκική ναυτική παρέμβαση δεν ήταν τίποτα περισσότερο από την έμπρακτη επιβολή του δόγματος της “Γαλάζιας Πατρίδας”. Η Άγκυρα ζητούσε το ιταλικό πλοίο –και κατ’ επέκταση η Ελλάδα– να ζητήσει άδεια από την Τουρκία για τη σχετική έρευνα. Ζητώντας, όμως, άδεια το ιταλικό πλοίο, η Αθήνα εμμέσως πλην σαφώς θα αναγνώριζε ότι η Τουρκία έχει κυριαρχικά δικαιώματα στη θαλάσσια περιοχή της Κάσου. 

Με άλλα λόγια, θα ακύρωνε τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα που νομίμως κατοχύρωσε με τη ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία.

Τι συνέβη; Το ιταλικό πλοίο ζήτησε άδεια από την Τουρκία, την έλαβε και ολοκλήρωσε την έρευνά του. Η Άγκυρα, όμως, δεν περιορίστηκε στο μεγάλο κέρδος, αλλά μας έκανε και πλάκα! 

Μας ευχαρίστησε δημοσίως επειδή αποδεχθήκαμε την δικαιοδοσία τους ανοικτά της Κάσου και έτσι απετράπη η κρίση! Με άλλα λόγια, προσέθεσαν και την πολιτική γελοιοποίηση, αποκαλύπτοντας όσα η Αθήνα προσπάθησε αρχικά να αποκρύψει.

Αξίζει να παραθέσουμε σχετικές δηλώσεις Γεραπετρίτη, όταν πλέον δεν μπορούσε να κρυφτεί: «Έχουμε ένα ερευνητικό πλοίο, το οποίο διεξάγει έρευνες σε ελληνική ΑΟΖ, σε διεθνή ύδατα, εκεί όπου και οι Τούρκοι διεκδικούν, παρανόμως, με βάση το ανυπόστατο τουρκολιβυκό μνημόνιο… 

Στο παρελθόν, αυτό που θα είχε οδηγήσει; Θα είχε οδηγήσει σε μία υπερένταση, σε μία κρίση και σε μία υπαναχώρηση εκ μέρους της ελληνικής πλευράς. Αυτό θα συνέβαινε, για να έχουμε μία πλήρη εικόνα των πραγμάτων. Τώρα τι έχουμε;… 

Πρώτον, δεν προέκυψε κρίση και δεν υπήρξε και οποιαδήποτε ένταση, η οποία θα προκαλούσε την κρίση αυτή… Και δεύτερον και πιο σημαντικό, ολοκληρώθηκε η έρευνα η οποία προβλεπόταν από το ερευνητικό πλοίο». 

Και σε άλλες δηλώσεις του είπε ότι «όχι μόνο δεν είναι υποχωρητική στάση αυτή, αλλά είναι το ακριβώς αντίθετο. Παρήχθη απολύτως το ωφέλιμο αποτέλεσμα… Ουδέποτε ζητήθηκε άδεια από τις τουρκικές αρχές, ούτε υπήρξε καμία αναγνώριση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Τουρκίας στην εν λόγω περιοχή».

Ο Γεραπετρίτης ούτε λίγο ούτε πολύ μας λέει πως εάν προβάλαμε αντίσταση στην πειρατική ενέργεια των Τούρκων θα προκαλούσαμε κρίση και θα υποχωρούσαμε με αποτέλεσμα να υποστούμε εθνική ήττα. Ενώ τώρα, που υποχωρήσαμε εξαρχής περίπου νικήσαμε! 

Επίσης, λέει μισή αλήθεια πως η Ελλάδα δεν ζήτησε άδεια από την Τουρκία. Την άδεια την ζήτησε το ναυλωμένο από την Ελλάδα ιταλικό πλοίο κι αυτό δεν θα μπορούσε να το κάνει εάν δεν του άναβε το πράσινο φως η Αθήνα. Γι’ αυτό και ο υπουργός αρνήθηκε να καταθέσει τα σχετικά έγγραφα στη Βουλή, όπως του ζήτησε η αντιπολίτευση.

Αυτό που συνέβη, λοιπόν, είναι ότι η κυβέρνηση ακύρωσε εμμέσως πλην σαφώς τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στην Κάσο, εξ ου και οι ευχαριστίες της Άγκυρας για την ελληνική αναγνώριση της τουρκικής δικαιοδοσίας. 

Η Αθήνα απέφυγε να διαψεύσει την τουρκική δήλωση, περιοριζόμενη στη δήλωση «ουδέν πρόβλημα»! Μπορεί, λοιπόν, η Ελληνοαιγυπτιακή Συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ να είναι σύμφωνη με το διεθνές δίκαιο και το Τουρκολιβυκό Μνημόνιο να το παραβιάζει κατάφωρα, αλλά αυτό που έχει σημασία είναι τι εφαρμόζεται στην πράξη. 

Και στην περίπτωση της Κάσου αυτό που εφαρμόστηκε στην πράξη είναι το Τουρκολιβυκό Μνημόνιο, όχι η Ελληνοαιγυπτιακή Συμφωνία.

Ο Γεραπετρίτης, τα ελληνοτουρκικά και το Καστελλόριζο

Στο σημείο αυτό αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι το 2021 είχε προηγηθεί ένα αντίστοιχο αντίστοιχο ανησυχητικό επεισόδιο στα ελληνοτουρκικά, λίγο νοτιότερα. Ήταν δεδομένο, λοιπόν, πως οι Τούρκοι θα επανέρχονταν στην πρώτη ευκαιρία. 

Και ένα χρόνο νωρίτερα (καλοκαίρι 2020) είχαμε το μακράς διάρκειας επεισόδιο, όταν το τουρκικό ερευνητικό Oruc Reis πραγματοποιούσε σεισμικές έρευνες νοτίως του Καστελλορίζου, σε περιοχή που είναι δυνητικά (με βάση τη μέση γραμμή επειδή δεν υπάρχει οριοθέτηση) ελληνική ΑΟΖ. 

Τι είχε δηλώσει τότε ο Γεραπετρίτης; Ότι η Ελλάδα θα υπερασπίσει στρατιωτικά τα χωρικά της ύδατα! Κατ’ αντιδιαστολή, δηλαδή, είχε σταλεί το μήνυμα πως έξω από τα έξι μίλια οι Τούρκοι μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν, γνωρίζοντας ότι δεν θα τους εμποδίσει το ελληνικό Ναυτικό.

Το δόγμα περί “Γαλάζιας Πατρίδας” επιδιώκει τη μετατροπή της Τουρκίας σε δεσπόζουσα δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας.

 Ο σφετερισμός των πιθανολογούμενων μεγάλων κοιτασμάτων φυσικού αερίου στη θαλάσσια αυτή περιοχή είναι μία πτυχή αυτής της τουρκικής στρατηγικής. Η άλλη πτυχή είναι γεωπολιτική, η Τουρκία επιδιώκει να εξορίσει την Ελλάδα από την Ανατολική Μεσόγειο.

Προφανώς, η διπλωματία για την αποτροπή μίας κρίσης είναι αναγκαία, αλλά όχι εάν το τίμημα είναι να εγκαταλείπεις εμπράκτως νόμιμα κυριαρχικά δικαιώματα. Δεν είναι όμως ικανή από μόνη της να ανασχέσει τον τουρκικό επεκτατισμό. 

Τα γεγονότα είναι πεισματάρικα και μας το υπενθυμίζουν κραυγαλέα κάθε τόσο. Μπορεί να περάσαμε ένα σχετικά ήσυχο διάστημα στα ελληνοτουρκικά, αλλά η τουρκική πίεση επανέρχεται σε κάθε ευκαιρία και ασκείται σε πολλαπλά επίπεδα. 

Η εξαγορά του “καλού κλίματος” στις διμερείς σχέσεις με αντίτιμο ελληνικές υποχωρήσεις αφενός συσσωρεύει αρνητικά τετελεσμένα, αφετέρου μεταθέτει για λίγο χρονικά το πρόβλημα. Η τακτική αυτή έχει αποδειχθεί ότι ούτε καν τη θερμοκρασία δεν είναι ικανή να κρατήσει χαμηλά στα ελληνοτουρκικά για πολύ χρόνο.

Μήπως η ελληνική κυβέρνηση και λόγω των ευρύτερων γεωπολιτικών αναταράξεων που διαμορφώνουν μια νέα διεθνοπολιτική πραγματικότητα, έχουν αναλάβει και ποιες δεσμεύσεις ή αβαρίες, εκτιμώντας ότι έτσι διασφαλίζουν καλύτερα τα εθνικά μας συμφέροντα;

 Διότι δεν διανοούμαστε καν, ότι ελληνική Κυβέρνηση θα απεμπολήσει εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα, όπως συμβαίνει με τους ηττημένους στον πόλεμο.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου