380 Μ.Χ. Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΘΕΣΜΟΘΕΤΗΤΑΙ ΩΣ ΚΡΑΤΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ (RELIGIO IMRERII) ΣΤΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΜΕΣΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΘΕΣΜΟΘΕΤΗΣΗΣ.
Μετά τον θάνατο του Ουάλη τον Αύγουστο του 378 μ.Χ., ο Αυτοκράτορας της Δύσης Γρατιανός, που ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας, ο οποίος απαρνήθηκε το θρησκευτικό αξίωμα του Μεγάλου Ποντίφηκα, επέλεξε ως συναυτοκράτορά του για το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τον Θεοδόσιο, που η ιστορία τον ονόμασε Μέγα.
Ο Θεοδόσιος έδιωξε αμέσως τον αρειανό επίσκοπο Δημόφιλο από την Κωνσταντινούπολη και ως ποιμενάρχη στον αρχιερατικό θρόνο της Κων/πόλεως αναγνώρισε τον Γρηγόριο Ναζιανζινό, που είχε προεπιλεγεί από τους ορθοδόξους χριστιανούς της πόλεως.
Το 380 μ.Χ. εξέδωσε διάταγμα (ένδικτον Cod. Theod. XVI, 1,2) με το οποίο καθιερωνόταν ως ΕΠΙΣΗΜΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ (RELIGIO IMRERII) η “Καθολική Αποστολική Εκκλησία”. Συγκεκριμένα το διάταγμα όριζε ότι “επιθυμούμε όλα τα διάφορα υπήκοα έθνη …. να ακολουθούν την Θρησκεία που παραδόθηκε στους Ρωμαίους από τον άγιο απόστολο Πέτρο” και μόνο αυτοί που ακολουθούσαν το δόγμα του Πάπα Δαμάσου και του Πατριάρχη Πέτρου Αλεξανδρείας θα μπορούσαν να αποκαλούνται Καθολικοί Χριστιανοί. Οι υπόλοιποι θα αντιμετώπιζαν την αυτοκρατορική ΕΧΘΡΟΤΗΤΑ.
Στη συνέχεια το διάταγμα όριζε ότι “οι παραβάτες θα τιμωρούνται αυστηρά με ποινές που η εξουσία μας ΚΑΘΟΔΗΓΟΥΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΠΡΟΝΟΙΑ, θα κρίνει ότι πρέπει να επιβάλλει”.
Παράλληλα με το διάταγμα σταμάτησε τις επιχορηγήσεις προς τα παγανιστικά ιερατεία.
Ο Μ. Θεοδόσιος, πολιτικά σκεπτόμενος, εκτίμησε ορθά ότι, αφού ο Χριστιανισμός είχε επεκταθεί σε όλους τους λαούς της Αυτοκρατορίας, ήταν αναγκαίο για την ύπαρξη πολιτικής σταθερότητας να έχει μια ενιαία κοινή δογματική πίστη.
Με το ανωτέρω διάταγμα εδραίωνε στην αυτοκρατορία του έναν ισχυρό συνεκτικό κοινωνικό ιστό, για την συνοχή και την επιβίωσή της, δεδομένου ότι οι επιδρομές των βαρβάρων, λειτουργούσαν καταλυτικά και βρίσκονταν στην κορύφωση των.
Σημαντικό είναι να αντλήσουμε από το περιεχόμενο του ανωτέρω διατάγματος τις αντιλήψεις είχαν διαμορφωθεί για την φύση και το εύρος των εξουσιών του Αυτοκράτορα και τις οποίες με αυτό υλοποιούσε ο Θεοδόσιος.
Οι αντιλήψεις αυτές ήταν μια μίξη των παγανιστικών θρησκευτικών παραδόσεων για τις εξουσίες που είχε ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας στο θρησκευτικό χώρο ( pontifex maximus) και των χριστιανικών πεποιθήσεων της εποχής για το χρέος του Χριστιανού ως πολιτικού ηγέτη να μεριμνά για την διάδοση της χριστιανικής πίστης με την δύναμη εξαναγκασμού που έχει το Κράτος.
Κωδικοποιημένες μπορούν να αποδοθούν στο εξής πολιτικό δόγμα: Ένας Θεός στον Ουρανό, ένας ηγεμόνας στη Γη αντιπρόσωπός του, ο Χριστιανός Αυτοκράτωρ, που έχει την εξουσία του ελέω Θεού. Επομένως ο Αυτοκράτωρ είναι Ιερό Πρόσωπο και οι πράξεις του καθοδηγούνται από την θεία Πρόνοια.
Αυτές οι αντιλήψεις στην ιστορική διαδρομή οδήγησαν την Διοικούσα Εκκλησία και την αυτοκρατορική διοίκηση σε διαπλοκή και σε μια άβολη ισορροπία.
Η Εκκλησία περιέπεσε στην κηδεμονία του Αυτοκράτορα, ενώ ο Αυτοκράτορας μπλέχτηκε στις ατέλειωτες ενδοεκκλησιαστικές διαμάχες.
Βέβαια οι αντιλήψεις αυτές είναι ξένες με την χριστιανική αρχή σεβασμού της ελεύθερης επιλογής του κάθε ανθρώπου σε ότι αφορά τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Αγνοούν χριστιανικές εντολές, όπως. Το “Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν….και ακολουθείτω μου” (Ματθ. ΙΣΤ 24) .Το “.Εὰν ουν ο Υιὸς υμάς ελευθερώσει, όντως ελεύθεροι έσεσθαι” (Ἰωαν. Η 36) .
Το ότι οι άνθρωποι, ως κατά χάριν παιδιά του Θεού, πρέπει να αντιλαμβάνονται τους συνανθρώπους τους ως αδελφούς “….πάντες δε υμείς αδελφοί έστε” (Ματθ. ΚΓ 9). Και το “Τη ελευθερία ουν, η Χριστὸς ημάς ηλευθέρωσε, στήκετε” (Γαλ. 5, 1) κ.α.
Τέλος αγνοούν την αλήθεια που σαφέστατα περιγράφεται στα Ευαγγέλια (Ματθ. Κεφ. Δ 8-11), (Λουκάς Κεφ. Δ 5-8) & (Μαρκ. Ι 42-45), ότι δηλαδή η Αυτοκρατορία δεν είχε προσανατολιστεί στην αντίληψη να αλλάξει την μακροχρόνια ουσία της πολιτικής της, αφού δεν είχε διακηρυγμένο με σαφήνεια ως διαχρονικό και διαρκή στόχο πολιτικής, την ουσιαστική αλλαγή των νόμων, των θεσμών, της νοοτροπίας και των πρακτικών της κρατικής εξουσίας, ώστε να είναι εναρμονισμένη με την στόχευση της Εκκλησίας .
Η επιβολή του Χριστιανισμού από τον Θεοδόσιο ως υποχρεωτικής κρατικής θρησκείας, έστω και με ήπιο τρόπο, είχε βαριές συνέπειες αλλοτρίωσης της συμπεριφοράς και της νοοτροπίας των Χριστιανών της εποχής σε σχέση με την πρωτοχριστιανική γνησιότητα.
Ο κλήρος παύει να είναι η κεφαλή της ορατής ενότητας του σώματος των πιστών “εις τύπον και τόπον” του Χριστού, και εντάσσεται στην κοσμική-επαγγελματική ιεραρχία του δημόσιου βίου, “εις τύπον και τόπον” των κοσμικών αξιωματούχων του κοινωνικού συνόλου: Οι επίσκοποι και πρεσβύτεροι της ευχαριστιακής σύναξης μεταβάλλονται σε αρχιερείς και ιερείς της κρατικής θρησκείας.
Η αλλοτρίωση αυτή οφείλετο στο ότι είχε ατονίσει στους πολλούς η συναντίληψη της Εκκλησίας ως “ευχαριστιακής κοινότητας”, ότι η συμμετοχή σ΄ αυτήν συνιστά “άθλημα αυθυπέρβασης , αγάπης” και όχι εξασφάλιση “ατομικής αξιομισθίας, ατομικής σωτηρίας”.
Προτεραιότητα πλέον ήταν η ατομική παρακολούθηση και συμμετοχή σε δημόσια λατρεία σε σύναξη συμπροσευχής και όχι η συμμετοχή στη συγκρότηση ενορίας και αλλαγή “του τρόπου της υπάρξεως”.
Έτσι η Εκκλησία επιβάλλεται στις συνειδήσεις ως θεσμός κοινωνικής χρησιμότητας, που ενισχύει την κοινωνική συνοχή. Βέβαια ο χρονικός προσδιορισμός της αρχής αυτών των μεταβολών είναι προγενέστερος του Μ. Θεοδοσίου, όμως τότε έλαβε εμφανέστερο χαρακτήρα.
Στις 2 Μαΐου του 381μ.Χ. εξέδωσε ο Θεοδόσιος το λεγόμενο «έδικτο κατά των αποστατών» με το οποίο τιμωρούσε με πλήρη στέρηση δικαιωμάτων δικαιοπραξίας όλους τους πρώην χριστιανούς που επέστρεφαν στην “εθνική” Θρησκεία.
Στις 21 Δεκεμβρίου του 382μ.Χ. απαγόρευσε κάθε μορφή θυσίας, μαντικής, ψαλμωδιών προς τιμή των παγανιστικών Θεοτήτων, με ποινή θανάτου και δήμευση της περιουσίας των παγανιστών (που χαρακτηρίζονται «παράφρονες» και «ιερόσυλοι»).
Το 384 μ.Χ. διέταξε την κατεδάφιση ή το σφράγισμα ειδωλολατρικών Ιερών και υπέγραψε νέα απαγόρευση των θυσιών, ενώ το 391μ.Χ. ανανέωσε την πλήρη απαγόρευση των θυσιών και των επισκέψεων σε παγανιστικούς ναούς.
Το 392μ.Χ. έθεσε εκτός νόμου τις αρχαίες θρησκείες.(Θεοδοσιανός Κώδιξ 16.1.2) . Το ίδιο έτος με διάταγμα του εμποδίζονταν στο εξής, λόγω του ειδωλολατρικού τους χαρακτήρα, η τέλεση αθλητικών αγώνων.
Η εφαρμογή του διατάγματος όμως δεν ήταν καθολική. Έτσι στην Αντιόχεια, δεν καταργήθηκαν και διεξάγονταν κανονικά ως το 510 μ.Χ. γυμνικοί αγώνες προς τιμήν του Ολυμπίου Διός, με το όνομα «Ολυμπιακοί».Έως σήμερα είναι διαδεδομένη η άποψη ότι ο Μέγας Θεοδόσιος το 393 μ.Χ, απαγόρευσε την τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων, με την αιτιολογία ότι ήταν ασύμβατοι με την νοοτροπία του Χριστιανισμού.
Όμως, δεν απαγόρευσε ο Μέγας Θεοδόσιος τους Ολυμπιακούς Αγώνες, αλλά απλώς απαγόρευσε τις θυσίες κατά τη διάρκειά τους. Μάλιστα, οι Αγώνες συνεχίστηκαν για περίπου 30 χρόνια ακόμη και ο λόγος που έσβησαν ήταν η έλλειψη χρημάτων (χορηγών) και κάποιες φυσικές καταστροφές, όπως η πυρκαγιά στον ναό της Ολυμπίας.
Στον Θεοδοσιανό Κώδικα (XVI, 10,25) βλέπουμε να “επιτρέπεται στους Χριστιανούς να μετατρέπουν τους αρχαίους ναούς σε Χριστιανικούς”.Μια τέτοια περίπτωση είναι της Ροτόντας στη Θεσσαλονίκη, που είχε χτίσθεί από τον Γαλέριο. Ο Μέγας Θεοδόσιος την μετέτρεψε σε Χριστιανικό Ναό.
Η εφαρμογή του διατάγματος αυτού έγινε γενικά είτε σε ναούς που ήδη δεν λειτουργούσαν, ή ότι είχαν εγκαταλειφθεί τελείως. Αυτό προκύπτει και από το γεγονός ότι τα αρχαία μνημεία των Αθηνών και των Δελφών έμειναν απείραχτα.
Γενικά όλες αυτές οι διατάξεις των διαταγμάτων του Θεοδοσίου δεν φαίνεται να εφαρμόστηκαν αυστηρά σε όλη την έκταση της Αυτοκρατορίας. Αλλιώς δεν θα είχε νόημα η επανάληψή των 40-45 χρόνια αργότερα από τον Θεοδόσιο τον Β΄.
Για την ορθή εκτίμηση της πολιτικής του Μ. Θεοδοσίου πρέπει να λάβουμε υπόψη τα εξής γενονότα.
Ο σοφιστής Λιβάνιος επιφανής εκπρόσωπος της τότε φθίνουσας ειδωλολατρείας, σε λόγο του προς Θεοδόσιον με τίτλο “Υπέρ των Ιερών” , που έγραψε το 386μ. Χ. , απευθυνόμενος στον Αυτοκράτορα παραπονείται για τη στάση των φανατικών μοναχών της Αντιοχείας έναντι των “εθνικών ναών”.
Η αντίδραση του Μ. Θεοδοσίου ήταν να απαγορεύσει στους μοναχούς την είσοδο στις πόλεις, προστατεύοντας έτσι τα εθνικά ιερά των άστεων και τοποθέτησε Ύπαρχο της Ανατολής τον “εθνικό” Ευτόλμιο Τατιανό, ο οποίος κατάφερε να ηρεμήσει τα πράγματα και να φέρει την καταλλαγή.
Όπως φαίνεται στον Θεοδοσιανό Κώδικα, XVI.10.8, ως συναυτοκράτορες ο Γρατιανός, ο Ουαλεντινιανός Β’ και ο Θεοδόσιος παραγγέλουν προς Παλλάδιο, Δούκα της Οσροηνής (30 Νοεμβρίου 382 μ.Χ.) τα εξής: “Με την έγκριση του δημοσίου συμβουλίου διατάσσουμε ότι οι ναοί όπου προηγουμένως σύχναζαν τα πλήθη, και που βρίσκονται ακόμα σε δημόσια χρήση, θα παραμείνουν ανοικτοί.
Έτσι θα μπορούν τα πλήθη γηγενών και επισκεπτών να βλέπουν το ναό. Η αξία των αγαλμάτων, που βρίσκονται μέσα στους ναούς, θα υπολογίζεται με βάση την αισθητική τους και όχι τον ιερό τους χαρακτήρα.”
Το 390 μ.Χ. ο Θεοδόσιος εξέδωσε διάταγμα δίωξης της ομοφυλοφιλίας. Συντάκτης του νόμου αυτού ήταν ο συγκλητικός Νικόμαχος Φλαβιανός που ήταν “εθνικός”.
Στον Θεμίστιο, που ήταν “εθνικός” και μέλος της Συγκλήτου από το 355μ.Χ. ανατέθηκε από τον τον Θεοδόσιο Α' το 384 μ.Χ. σημαντικό διοικητικό αξίωμα στην Κων/πολη.
Τα γεγονότα αυτά μαρτυρούν ηπιότητα της ασκηθείσης από τον Μ. Θεοδόσιο πολιτικής και ότι η αυστηρότητα εξαντλούνταν στις διατυπώσεις των νόμων που θέσπισε.
Η αποδοχή του Χριστιανισμού ούτως ή άλλως, ήταν η εξελισσόμενη πορεία του συνόλου της τότε κοινωνίας . Κανένας λαός δεν άλλαξε ποτέ την πίστη του, αν η πίστη αυτή δεν είχε ήδη ξεπέσει στην συνείδησή του και αν δεν ήταν έτοιμος ψυχικά να δεχθεί τη νέα πίστη.
Στην πορεία αυτή προς την αποδοχή του Χριστιανισμού, υπήρχε αναμφισβήτητα κάποια πίεση προτροπής εκ μέρους των οργάνων της Αυτοκρατορίας , αλλά όχι κρατικά κατευθυνόμενη βία, όπως έγινε τον καιρό του Καρλομάγνου στη Αυτοκρατορία του.
Όμως με ενθάρρυνση από την έκδοση των ανωτέρω διαταγμάτων, καλλιεργήθηκε οπωσδήποτε στην κοινωνία κάποιο κλίμα έλλειψης ανεκτικότητας, που οδήγησε και σε οχλοκρατική βία εναντίον των παγανιστικών ναών και ομοιωμάτων, με την συμμετοχή σε ορισμένες περιπτώσεις δυστυχώς και μοναχών.
Δείγμα της είναι μεταξύ άλλων το γεγονός ότι το 392 μ.Χ. καταστράφηκε ο μεγάλος ναός του Σέραπι στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Δεν ξέρω εάν αντιλαμβάνονταν όλες τις ιστορικές συνέπειες των πράξεών του αυτών ο Θεοδόσιος, όταν υπέγραφε τα ανωτέρω διατάγματα.
Σήμερα όμως μπορούμε να διαπιστώσουμε σχετικά με τα μακροχρόνια αποτελέσματα της εφαρμογής των τα εξής.
Πρώτον έχουμε νομικά την ενσωμάτωση της Εκκλησίας στο Κράτος, ως νομικό του πρόσωπο (νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου).
Δεύτερον έχουμε απώλεια (τυπικά απόλυτη ουσιαστικά σε πολύ μεγάλο βαθμό) της Αυτονομία της Εκκλησίας, αφού η τήρηση των αποφάσεων των Επισκοπικών συνόδων , των αποφάσεων των Μητροπολιτών και των κατά τόπους Επισκόπων, επιβάλλετο με διατάγματα και από τις κρατικές αρχές και εφ΄όσον βεβαίως ο Αυτοκράτωρ συμφωνούσε με το περιεχόμενό τους.
Τρίτον το όνομα Έλλην έχει χάσει την εθνική του σημασία και σήμαινε τον παγανιστή, που η Εκκλησία καταδίκαζε και ο νόμος τιμωρούσε.
Δυστυχώς οι τότε Επίσκοποι, ως de facto πνευματική ηγεσία της εποχής, δεν επισήμαναν στο Θεοδόσιο τα όσα άτοπα και αντιχριστιανικά υπήρξαν στα διατάγματα και σε άλλες δημόσιες πράξεις του. Το ίδιο συνεχίστηκε και με τους επόμενους Αυτοκράτορες.
Υπήρξαν βέβαια οι εξαιρέσεις Πατέρων της Εκκλησίας, που δεν ήταν άφωνοι όταν εκδηλωνόταν επέμβαση των Αυτοκρατόρων ενάντια στην αυτοδιοίκηση και στην αυτονομία της Εκκλησίας ή σε δογματικά θέματα ή και σε περιπτώσεις που η πρακτική της εξουσίας ήταν αντίθετη στις χριστιανικές αρχές και αξίες.
Έχουμε την προσπάθεια του Αγίου Αμβροσίου να διατηρήσει την Αυτονομία της Εκκλησίας, που εκδηλώθηκε, όταν ο Θεοδόσιος θέλησε να εισέλθει εντός του ιερού του Ναού. Ως Επίσκοπος τον εμπόδισε να μπεί στο Ιερό και τον ανάγκασε να να σταθεί στον Ναό μαζί με τους άλλους πιστούς λέγοντάς του: “Έξιθι βασιλεύ...
Η αλουρίς (πορφύρα) γαρ βασιλείς ουχ ιερείς ποιείν”. Επίσης το έτος 390 μ.Χ. ξέσπασαν ταραχές στη Θεσσαλονίκη. Οι κάτοικοι της πόλης σκότωσαν έναν από τους στρατηγούς του Θεοδοσίου και αρκετούς στρατιώτες.
Ο Θεοδόσιος οργισμένος διέταξε να σφαγιασθούν χιλιάδες Θεσσαλονικείς στον ιππόδρομο κατά την διάρκεια που παρακολουθούσαν τις ιπποδρομίες. Για την πράξη του αυτή επιτιμήθηκε αυστηρά από τον Άγιο Αμβρόσιο, ο οποίος ζήτησε από τον αυτοκράτορα να μετανοήσει δημοσίως για το αμάρτημά του και δεν του επέτρεψε την είσοδο στον Ιερό ναό και την δυνατότητα να λάβει την Θεία Κοινωνία. Του επέβαλε επιτίμιο το ο οποίο ο Αυτοκράτορας Θεοδόσιος τήρησε.
Σε προηγούμενα χρόνια, όταν η χήρα του αυτοκράτορα Ουαλεντιανού του Α΄Ιουλίνη, ζήτησε μέσω του υιού της Ουαλεντιανού Β΄ να παραχωρήσει ο Αμβρόσιος ναό στους αρειανούς, έξω από την πόλη, ο Αμβρόσιος ως Επίσκοπος θεώρησε το αίτημα προδοσία της Ορθοδοξίας και αρνήθηκε να ικανοποιήσει το αυτοκρατορικό αίτημα και ο αυτοκράτορας υποχώρησε και ανακάλεσε τη διαταγή του.
Ο Μέγας Βασίλειος αντέκρουσε την προσπάθεια του Αυτοκράτορα Ουάλη να επιβάλει τον Ομοιανισμό, υπερασπιζόμενος την αυτονομία της Εκκλησίας .
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος σε ομιλία που εκφωνήθηκε στην Κωνσταντινούπολη ενώπιον του αυτοκράτορα Μ. Θεοδοσίου και πολλών αρχόντων, επισήμανε τα εξής ασκώντας κριτική στο νομοθετικό έργο του Αυτοκράτορα:
“Δε δέχομαι αυτή τη νομοθεσία, δεν επαινώ την (κοινωνική) συνήθεια. Οι νομοθέτες ήταν άνδρες, γι’ αυτό η νομοθεσία είναι κατά των γυναικών. Γι’ αυτό και δώσανε τα παιδιά στην εξουσία του πατέρα, αφήνοντας χωρίς φροντίδα το ασθενέστερο” και συνεχίζει.
“Ένας είναι ο Δημιουργός του ανδρός και της γυναικός και από μια σάρκα είναι και οι δύο. Προέρχονται από μία εικόνα, και υπάρχει δι’ αυτούς ένας νόμος, ένας θάνατος και μία ανάστασις…..Πως βγάζεις διαφορετικούς νόμους δια σώμα όμοιο και ισάξιο; (Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου, Λόγος ΛΖ', 6-7).
Αργότερα ο Ιωάννης Χρυσόστομος με το φλογερό κήρυγμα του άσκησε δριμεία κριτική για τον δημόσιο βίο της στην Αυτοκράτειρα Ευδοξία, που τον έθεσε άμεσα στο στόχαστρο της αυτοκρατορικής εξουσίας με αποτέλεσμα την εξορία του.
Για το φαινόμενο της πολιτικής εξουσίας ο Xρυσόστομος αρνείται ότι ο κάθε άρχοντας έχει «ελέω Θεού» την εξουσία. Δηλαδή δεν «χειροτονείται» - εκλέγεται από το Θεό, ο οποίος έθεσε μόνο την τάξην του άρχεσθαι και του άρχειν. Αναγνωρίζει ότι πολλοί άρχοντες είναι ανάξιοι και μάλιστα μπορεί και τύραννοι.
Το 381μ.Χ. ο Θεοδόσιος θέλοντας να ενώσει σε μια ενιαία πίστη όλους τους Χριστιανούς της Αυτοκρατορίας, συνεκάλεσε στην Κωνσταντινούπολη Σύνοδο Επισκόπων, την αποκαλούμενη Β΄ Οικουμενική, για να συζητήσουν, να κρίνουν και να αποφασίσουν για τα θέματα πίστης και πειθαρχίας.
Ο ίδιος παραβρέθηκε στην εναρκτήρια συνεδρία. Αρχικά πρόεδρος της συνόδου ήταν ο Επίσκοπος Αντιοχείας Μελέτιος, ο οποίος πέθανε κατά τη διάρκεια των εργασιών. Τον διαδέχθηκε στην προεδρία ο Γρηγόριος λόγω της θέσεώς του ως ο Αρχιεπίσκοπος Κων/λεως. Τότε όμως αμφισβητήθηκε η νομιμότητα της εκλογής του από διακείμενους εχθρικά προς αυτόν Επισκόπους.
Ο Γρηγόριος από ευθιξία και επειδή έκρινε ότι αυτό εξυπηρετούσε την ειρήνη και την ενότητα της Εκκλησίας, παραιτήθηκε ενώπιον της συνόδου των Επισκόπων και στη συνέχεια ανακοίνωσε την παραίτησή του σε λαοσύναξη. Σε αυτήν εκφώνησε τον περίφημο λόγο «Συντακτήριος εις την των πν΄150 επισκόπων παρουσίαν».
Η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος καταδίκασε τις αιρέσεις, του Αρειανισμού, Απολιναρισμού και των Πνευματομάχων .
Η σύνοδος απέρρίψε όλες τις συνόδους που είχαν γίνει μετά το 325 μ.Χ. και εξέδωσε μια νέα εκδοχή του συμβόλου της Νίκαιας , που επαναλάμβανε το ομοούσιον , το οποίον επεξέτεινε και στο Άγιο Πνεύμα. Με τις αποφάσεις της επέφερε μεταβολές και στην διοικητική δομή της Εκκλησίας.
Η Εκκλησία αρχικά χαρακτηρίζεται ως προς την συγκρότησή της από πολυκεντρισμό με δεδομένη την αυτοτέλεια των Επισκοπών. Για το ζήτημα της χειροτονίας των νέων Επισκόπων συγκροτείτο μια τοπική σύνοδος των πέριξ πλησίον της Επισκοπής Επισκόπων που έκριναν, επέλεγαν και χειροτονούσαν τον νέο Επίσκοπο.
Με την πρώτη οικουμενική σύνοδο προχώρησε η Εκκλησία σε συνθετότερες δομές. Θεσμοθετείται με τον ΣΤ΄κανόνα της, η μητροπολιτική δομή διοίκησης, που χωρικά αντιστοιχούσε προς τις κοσμικές ρωμαϊκές επαρχίες. Η Μητροπολιτική σύνοδος Επισκόπων στο εξής έκρινε και χειροτονούσε Επισκόπους και αποφάσιζε για όλα τα ζητήματα για τις Επισκοπές της μητροπολιτικής περιφέρειας.
Με τον ίδιο κανόνα για τον Επίσκοπο Αλεξανδρείας αναγνωρίστηκε ο εθιμικός κανόνας του “έχειν την εξουσίαν” για τα ζητήματα της Εκκλησίας “ἐν Αἰγύπτῳ, καὶ Λιβύῃ καὶ Πενταπόλει”, όπως αυτό ίσχυε ομοίως εθιμικά και για τον “ἐν Ῥώμῃ ἐπισκόπῳ”στο δυτικό τμήμα της Αυτοκρατορίας.
Οι αλλεπάλληλοι σύνοδοι μεταξύ της Α΄και Β΄οικομενικής συνόδου ανέδειξαν την ανάγκη αναζήτησης μιας υπερμητροπολικής “αυθεντίας” για τον συντονισμό των διαδικασιών επίλυσης των αναφυομένων στην Εκκλησία ζητημάτων.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι κατά την σύνοδο της Σαρδικής το 343 μ.Χ. εκ των πραγμάτων δόθηκε η προεδρία στη σύνοδο στον Επίσκοπο Ρώμης Ιούλιο χωρίς αυτό να θεσμοθετηθεί με κανόνα.
Για την αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού η Β΄οικουμενική σύνοδος θέσπισε κανόνα, τον Β΄. Με αυτόν επικύρωσε την εθιμικά κρατούσα σειρά πρεσβείων τιμής των Επισκοπών Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, που αντιστοιχούσαν χωρικά προς τις Ρωμαϊκές κοσμικές διοικήσεις (Dioceses).
Τις αποφάσεις της συνόδου κύρωσε με διάταγμά του ο Θεοδόσιος.
Ο Θεοδόσιος και οι επόμενοι Αυτοκράτορες είδαν πολύ θετικά την πορεία αυτή προς την συγκεντρωτική εκκλησιαστική διοίκηση, αφού τους εξασφάλιζε την δυνατότητα της “συναλληλίας” των δύο θεσμών και καθιστούσε ευκολότερη την χειραγώγηση της ηγεσίας της.
Ο συναυτοκράτοράς του Γρατιανός, σκοτώθηκε στο Λούγδουνον της Γαλατίας το 383 μ. Χ. Το 388 μ.Χ. ο Θεοδόσιος νίκησε τον στασιαστή Μάξιμο, και όρισε συναυτοκρατορά του στη Δύση τον Ουαλεντινιανόν Β’.
Το 392 μ.Χ. εφονεύθη ο Ουαλεντινιανός Β’. Η πολιτική του Μεγάλου Θεοδοσίου έγινε τότε σκληρότερη απέναντι στους παγανιστές γιατί στη Δύση πολλοί αριστοκράτες ειδωλολάτρες, στήριξαν τον Νικόμαχο Φλαβιανό που διεκδίκησε το Αυτοκρατορικό αξίωμα υποσχόμενος την αναβίωση της παλαιάς ειδωλολατρικής θρησκείας.
Παράλληλα ο Φράγκος Αρβογάστης ήθελε να αναγορεύσει αυτοκράτορα τον Ρωμαίον γραμματέα αυτού Ευγένιον . Ο Θεοδόσιος στράφηκε κατά των νέων σφετεριστών και γρήγορα τους νίκησε .Ο μεν Ευγένιος εκτελέστηκε , ο δε Αρβογάστης αυτοκτόνησε το 394 μ. Χ.
Έτσι το 394 μ.Χ. ο Θεοδόσιος Α’ ένωσε ολόκληρη την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κάτω από το σκήπτρον του.
Η βασιλεία του Θεοδοσίου ήλθε σε εποχή εξαιρετικά δύσκολη για την Αυτοκρατορία, και συνετέλεσε αποφασιστικά στη διάσωσή της. Ήταν ικανός στρατηλάτης και διπλωμάτης.
Πεθαίνοντας ο Θεοδόσιος τον Ιανουάριο του 395, σε ηλικία 50 ετών, ακολουθώντας το δυναστικό πολιτικό δόγμα, κληροδότησε την αυτοκρατορία στους δύο γιους του:
Στον Αρκάδιο, το ανατολικό τμήμα και στον Ονώριο το δυτικό,. Από τότε τα δύο τμήματα της αυτοκρατορίας ακολούθησαν διαφορετικές πορείες, γι’ αυτό πολλοί ιστορικοί θεωρούν το έτος 395μ.Χ. ως την απαρχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Νικήτας Αποστόλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου