Η ΕΠΑΝΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΠΟΙΟΥΣ ΕΞΥΠΗΡΕΤΕΙ
Το ίδιο επικίνδυνη είναι, τόσο η τρομοκρατία, όπως αυτή έως σήμερα έχει εκφραστεί, όσο και η εκμετάλλευση αυτής για ανομολόγητους σκοπούς από διάφορα στεγανοποιημένα κέντρα του σκληρού πυρήνα του Κράτους και των ξένων κέντρων.
Η ατομική τρομοκρατία κάτω από το ιδεολογικό προκάλυμμα της πολιτικής βίας ως αντίδρασης απέναντι στην παρακμή δείχνει ότι επανέρχεται με ισχυρό τρόπο στη χώρα μας, όπως φάνηκε από τα τελευταία τρομοκρατικά χτυπήματα στις εγκαταστάσεις των ΜΑΤ, του υπουργείου Εργασίας, αλλά και του Δικαστικού Μεγάρου της Θεσσαλονίκης.
Αυτές οι εξελίξεις σε συνδυασμό με την διόγκωση της βίας και της εγκληματικότητας το τελευταίο διάστημα αποτελούν ένα εκρηκτικό και απειλητικό συνδυασμό.
Μετά την εξάρθρωση της 17Ν και του ΕΛΑ που υπήρξαν οι κύριες εκφράσεις της τρομοκρατίας καθ’ όλη την Μεταπολίτευση, μια νέα φουρνιά φαίνεται ότι είναι έτοιμη να επαναλάβει τον προηγούμενο αιματηρό κύκλο.
Όλα αυτά συμβαίνουν στο πλαίσιο μιας βαθιάς και γενικευμένης κοινωνικής και πολιτικής παρακμής της χώρας, που κινείται στον αυτόματο πιλότο της μεταμνημονιακής ομηρίας και της γιγάντωσης ενός νοσηρού και παρασιτικού πολιτικού – οικονομικού εποικοδομήματος.
Παρά την τραυματική χρεωκοπία της χώρας το 2010 και τον δεκαετή “μνημονιακό χειμώνα”, επί της ουσίας τίποτα δεν άλλαξε ως προς το εύθραυστο της ελληνικής οικονομίας, με κίνδυνο ότι στην πρώτη σοβαρή κρίση να πέσει η χώρα ξανά στα βράχια.
Ενώ η κεντρική στόχευση της πολιτικής εξουσίας, του κράτους και των ενδιάμεσων θεσμών θα έπρεπε να είναι η θεμελίωση με κάθε τρόπο μιας σοβαρής ενδογενούς ανάπτυξης και ενός ανταγωνιστικού παραγωγικού μοντέλου, ενισχύεται αδιάκοπα ο παρασιτικός χαρακτήρας της οικονομίας και η παρασιτική ολιγαρχία με τις μεγάλες ρίζες της διαπλοκής της με την εξουσία και το πελατειακό κράτος.
Καθημερινά η χώρα συστηματικά μετατρέπεται σε μια ιδιότυπη “τουριστική αποικία”, όπου ξένα συμφέροντα αγοράζουν αντί πινακίου φακής τις ελληνικές περιουσίες (βιομηχανίες, κατοικίες, ξενοδοχεία και μεγάλες δημόσιες επιχειρήσεις).
Αυτό έχει ως βαθύτερο αποτέλεσμα την απώλεια κάθε ελπίδας στην κοινωνία, όπου έχουν διογκωθεί με δραματικό τρόπο οι ανισότητες, επιφέροντας αντιστροφή του μοντέλου των 2/3 που επικρατεί στις δυτικές καπιταλιστικές χώρες, όπου το 1/3 βρίσκεται στο περιθώριο και στα όρια της φτώχειας “συντηρούμενο” από δομές κράτους πρόνοιας.
Στην Ελλάδα αντιστρόφως σταδιακά μόνο το 1/3, γύρω από την παρασιτική οικονομική ολιγαρχία, τη θεραπαινίδα αυτής, που είναι το πολιτικό προσωπικό και οι κομματικοί χρυσοκάνθαροι, καθώς και τα κοινωνικά στρώματα που ευνοούνται από τις πελατειακές δομές, ζει άνετα, σπουδάζει επαρκώς και έχει πρόσβαση στην υγεία-παιδεία κλπ με επαρκείς και αξιοπρεπείς όρους.
Αντίθετα τα υπόλοιπα 2/3 με τη συνεχιζόμενη συντριβή των μεσαίων στρωμάτων συνωστίζονται στα όρια της φτώχειας και του περιθωρίου και ζουν με το άγχος της καθημερινής επιβίωσης αποτελώντας την ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της ελληνικής κοινωνίας, αφού άμεσος αποδέκτης της κατάστασης αυτής είναι η νέα γενιά, στην οποία σε μεγάλο τμήμα της κυριαρχεί το πνεύμα αβεβαιότητας και ψυχικού αδιεξόδου.
Συνέπεια αυτών είναι η επικράτηση του μηδενισμού των πάντων από την εκπροσώπηση της πολιτικής, της διανόησης, του κράτους δικαίου και η κυριαρχία του κυνισμού. Παράλληλα, η ανυπαρξία οποιοδήποτε συλλογικού οράματος οδηγεί αργά και σταθερά στη δημιουργία μιας δυστοπικής κοινωνίας με αποδόμηση της ζωής, αλλά και των ηθικών αξιών.
Η έλλειψη προτύπων αλλά και της απαραίτητης πολιτικής ηγεσίας στη χώρα, που είναι δραματικά κατώτερη των περιστάσεων, όπου η μετριότητα της έχει μετατραπεί σε ενδημικό φαινόμενο τις τελευταίες δεκαετίες συνιστούν πηγές ανατροφοδότησης του μηδενισμού για τη νέα γενιά, που πρωταγωνιστεί στα σοβαρά επεισόδια στα γήπεδα, αλλά και στα σχολεία.
Τα “τυφλά” τρομοκρατικά χτυπήματα, ανεξαρτήτως ιδεολογικών επικλήσεων ή επικαλύψεων, που τα συνοδεύουν, θα επιβαρύνουν δραματικά το, ήδη, βαριά τραυματισμένο δημοκρατικό πολίτευμα.
Έτσι, το φαινόμενο αυτό θα πρέπει να αναλυθεί ενδελεχώς, να τονισθούν οι μύθοι και οι αλήθειες, που το συνοδεύουν ως “σκοτεινό είδωλο” και να αναδειχθούν οι διαχρονικές αλήθειες περί αυτού.
Το φαινόμενο της τρομοκρατίας στις δυτικές χώρες, παρά την λεκτική αριστερίστικη φρασεολογία, που συνήθως χρησιμοποιείται (και ως προκάλυμμα), δεν έχει καμία σχέση ιδεολογική ή οργανική με το αριστερό κίνημα και τους αγώνες των λαϊκών στρωμάτων απέναντι στο αστικό κράτος και το καπιταλιστικό σύστημα.
Βία και πολιτική κατά τον Φεραγιόλι
Ως προς το θέμα αυτό, απαντήσεις έδωσε με επαρκή τρόπο, ο μαρξιστής Ιταλός Καθηγητής Λουίτζι Φεραγιόλι στο βιβλίο του «Βία και Πολιτική», όπου εξηγεί, ότι το φαινόμενο της ατομικής τρομοκρατίας δεν έχει καμία ιδεολογική σχέση με την μαρξιστική θεωρία και το αριστερό κίνημα και τον αγώνα των λαϊκών στρωμάτων για θεμελίωση της σοσιαλιστικής κοινωνίας απέναντι στο αστικό κράτος και το καπιταλιστικό σύστημα, αφού εντάσσεται στο “λεύκωμα” της αστικής θεωρίας και πολιτικής.
Συγκεκριμένα, αναφέρει: «Ο πολιτικός γιακωβινισμός και η ηθικοϊστορική τελεολογία, που αποτελούν αντικειμενικά τον κοινωνιολογικό χαρακτήρα της τρομοκρατίας, αντιστοιχούν εξίσου σε ακλόνητα αρχέτυπα της αστικής πολιτικής σκέψης και ακριβέστερα του αυταρχικού ανελεύθερου ρεύματός της.
Το πρώτο απ’ αυτά είναι παράδοση του πολιτικού ρεαλισμού και του πραγματιστικού βολονταρισμού από τον Μακιαβέλι μέχρι τον Carl Schmitt: Η ιδεολογία, δηλαδή, της αυτονομίας της πολιτικής σαν επιστήμη και σαν τεχνική εξουσία, ξεχωριστή από την ηθική και πιστή μόνο στη λογική της ιστορικό – πρακτικής επιτυχίας, καθώς και η ενσάρκωσή της σε ένα “πολιτικό υποκείμενο”, κράτος, κόμμα, ηγεμόνα, η ελίτ στην εξουσία, ως “εκτελεστή”, για λογαριασμό και αντιπροσώπευση της κοινωνίας.
Το δεύτερο, είναι η αστική ηθική της θυσίας (στις δύο παραλλαγές της Χριστιανο-Ιδεαλιστικής Ηθικής και ωφεληματικής και υστερόβουλης), που όμως, και στις δύο περιπτώσεις, χαρακτηρίζεται από το γεγονός, ότι αναβάλλει την άμεση ηδονή, εν όψει της πραγματοποίησης των ιστορικών ή μετα-ιστορικών σκοπών και της ακόμα μεγαλύτερης ηδονής στο μέλλον».
Η σύζευξη αυτών των δύο παραδόσεων γέννησε την μοντέρνα αστική πολιτική σαν τεχνική της μεσολάβησης και, συγχρόνως, της διαφοροποίησης των σκοπών από τα μέσα, ακριβώς γιατί είναι υποτελή από ιδεολογική άποψη στους σκοπούς, που δεν επιδέχονται ούτε αξιολόγηση, ούτε πραγματικό έλεγχο.
Η πολιτική βία, συνεπώς, ηθικού και ψυχρού ορθολογικού τύπου, όπως εμφανίζεται στις ακραίες μορφές της τρομοκρατίας των ενόπλων ομάδων, με κυρίαρχο ιδεολογικό στοιχείο τους την αντίληψη της βίας ως «μέσου – εργαλείου» για το σκοπό τους, που είναι, κατά τα λεγόμενά τους, η με «επαναστατικό» τρόπο εγκαθίδρυση μιας νέας κοινωνίας (άρα μη βίαιης!), τοποθετείται μέσα σε αυτό το αλλοτριωμένο σύμπαν της αστικής πολιτικής.
Ανεξαρτήτως, όμως, της ιδεολογικής προσέγγισης και ερμηνείας, η ιστορική εμπειρία δείχνει, ότι αυτά τα χτυπήματα, όχι μόνο δεν αποσταθεροποιούν το καπιταλιστικό σύστημα, αλλά, αντίθετα, λειτουργούν ως ισχυρός νομιμοποιητικός παράγοντας για την λήψη και ενίσχυση των πιο σκληρών κατασταλτικών μηχανισμών και λειτουργιών, μέσα από την προώθηση και νομιμοποίηση του αυταρχισμού και της κρατικής τρομοκρατίας, στο όνομα της κοινωνικής ασφάλειας.
Όπως αναλύθηκε εύστοχα από τον Καρλ Μαρξ και άλλους θεωρητικούς, αλλά και αποδείχθηκε διαχρονικά στην πράξη τα αποτελέσματα της ατομικής τρομοκρατίας είναι η μεγέθυνση της αυταρχικοποίησης των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους.
Τόσο στην Γερμανία, όσο και στην Ιταλία, όπου στις δεκαετίες ’70 και ’80 γιγαντώθηκε το φαινόμενο αυτό με τις οργανώσεις Μπάαντερ – Μάινχοφ και Ερυθρές Ταξιαρχίες, για την αντιμετώπισή του ανασύρθηκαν οι πιο αντιδραστικοί νόμοι από το ναζιστικό και φασιστικό ποινικό “οπλοστάσιο” των χωρών αυτών, προς όφελος του αστικού κράτους και των ιδεολογικών και κατασταλτικών μηχανισμών του.
Θα πρέπει, τέλος, να επισημανθεί, ότι η μορφή του τρομοκρατικού φαινομένου στην Ελλάδα έχει διαφοροποιηθεί. Από τον πολιτικό συμβολισμό και την στοχοποίηση “εκπροσώπων” της εκμεταλλευτικής ελίτ στις δεκαετίες 1970 – 2000, έχει διολισθήσει στα μαζικά “τυφλά” χτυπήματα.
Αυτό παραπέμπει περισσότερο σε στοιχεία της τρομοκρατικής δράσης των φασιστικών οργανώσεων στην Ιταλία την δεκαετία του ’90, ενισχύοντας, έτσι, περισσότερο την αντίληψη, ότι μπορεί να αποτελούν χρήσιμο “εργαλείο” στα χέρια διαφόρων κέντρων – παρακέντρων, μυστικών υπηρεσιών και μη.
Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση, απαιτείται κριτικός λόγος και σκέψη απέναντι, τόσο, στο φαινόμενο της τρομοκρατίας – “τρομολαγνείας” και προσέγγισή του με ιδεολογικούς και πολιτικούς όρους, για την απομυθοποίησή του, όσο και απέναντι στην επικίνδυνη άνθηση της κρατικής βίας, της καταστολής και των πάσης φύσεως αυτοαποκαλουμένων “σωτήρων” της Χώρας, μέσα από το πλαστό σύνθημα της «τάξης και ασφάλειας».
Γιατί, είναι το ίδιο επικίνδυνη για τους δημοκρατικούς θεσμούς της και την προστασία των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και ελευθεριών του Λαού, τόσο η τρομοκρατία, όπως αυτή έως σήμερα έχει εκφραστεί, όσο και η εκμετάλλευση αυτής για ανομολόγητους σκοπούς από διάφορα στεγανοποιημένα κέντρα του σκληρού πυρήνα του Κράτους και των ξένων κέντρων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου