«ΤΙ ΘΑ ΕΛΕΓΕ Η ΜΠΑΜΠΩ»
Της Марина Ахмедова (Marina Akhmedova)
Το 2014 βρέθηκα στα σύνορα με την Πολωνία, στην άκρη της πόλης Ραβα Ρούσκαγια, στη δυτική Ουκρανία – όπου οι Σοβιετικοί συνοριοφύλακές μας εδωσαν την πρώτη μάχη με τους Γερμανούς ναζί στις 22 Ιουνίου 1941.
Στην αρχή μου φάνηκε ότι ήταν απλώς μια γη, κατάφυτη με πυκνά χόρτα. Αλλά όταν πατησα τα χόρτα, είδα ότι ήταν ένας μεγάλος αδερφικος τάφος, που μόλις και ηταν σημαδεμενος με τσιμεντένιες ράβδους, βυθισμένες στα χορτα.
Είδα ότι κανενας δεν είχε έρθει εδώ και πολύ καιρό. Λίγες μέρες αργότερα επέστρεψα με μήλα, αγόρασα πέντε κιλά και τα άπλωσα τριγύρω σε σειρές, ανά μέτρο. Έτσι όπως υπολόγισα, όλοι θα έπρεπε να έχουν από ένα μήλο. Και αυτό κυρίως που ήθελα να πω ήταν:
« Δεν είναι αλήθεια ότι κανένας δεν έρχεται σε σας.»
Λίγα χρόνια αργότερα ταξίδεψα στην περιφέρεια του Σμολένσκ, για να γράψω για τα εγκαταλελειμμένα ρωσικά χωριά και σε ένα απο αυτά βρήκα μια ηλικιωμένη γυναίκα, ενενήντα τεσσάρων ετών.
Ζούσε μόνη της, όλοι οι άλλοι ειχαν εξαφανιστεί και τα σπίτια βυθίστηκαν στο έδαφος, σαν να μην υπήρχαν ποτέ. Η κινητή τηλεφωνία δεν λειτουργούσε εκεί, η γιαγιά ήταν τυφλή. Δύο χιλιόμετρα από το σπίτι της, μέσα από το δάσος, περνούσε ο Δνείπερος, μαγεύοντας τα δέντρα που θρόιζαν.
Το πρωί κάθισα στο παγκάκι δίπλα στην ηλικιωμένη γυναίκα, με κοίταζε προσεκτικά με τα τυφλά της μάτια, μου έλεγε για το πώς ήρθαν οι Γερμανοί εδώ και πώς αυτή και η μητέρα της έτρεξαν να κρυφτούν στα χαρακώματα, στους δικούς μας.
Πώς οι Γερμανοί κρέμασαν τους στρατιώτες μας, και αυτοί, γυναίκες και παιδιά, αναγκάστηκαν να το παρακολουθήσουν. Και πώς η μητέρα της, της ψιθύρισε:
"Κόρη μου, μην κοιτάς εκεί, κοίτα το χώμα". Αλλά αυτη δεν κοιτούσε στο χώμα, κοιτούσε τα πρόσωπα των στρατιωτών μας.
Και να σκεφτεί κανείς πως πριν από μία ώρα, η Μπάμπω - έτσι μου είπε η ηλικιωμένη να την αποκαλώ, με έδιωχνε μακριά, λέγοντας ότι δεν θα με άφηνε με τίποτα στο σπίτι της, και τώρα, δεν την σταματούσε κανείς. "Σαν πολύ να έμεινα στη σιωπή", μου εξήγησε.
Σηκώθηκα από το παγκάκι και περπάτησα νευρικά μέσα στα ψηλά χορτάρια. Η Μπάμπω μόλις μου είχε πει πώς έπεφταν οι βόμβες στον Δνείπερο, υπάρχει εκεί το πορθμείο Ρατσινσκαγια.
Είπε ότι σκοτώθηκαν εκεί δικοί μας, πολλοί. Τότε η ίδια και η μητέρα της πήγαν στο χωράφι και είδαν ότι οι μαχητές μας κειτονταν εκεί με στεφάνια από χόρτα. Ήταν πολλοί και ήταν όλοι νεκροί.
Τη φαντάστηκα αυτή τη σκηνή πολύ έντονα, χαραχτηκε πάνω μου και τώρα την κουβαλάω μαζί μου. Η Μπάμπω έδειχνε προς το δάσος, λέγοντας πως κανείς δεν περιποιείται τους νεκρούς. Μόνο που τώρα δεν υπήρχε πια πεδίο εκει, υπήρχε ένα πυκνό δάσος. Μεγάλωσε από το κρέας και το αίμα των στρατιωτών.
Στο μεσημεριανό γεύμα, ήρθε μία κοινωνικη λειτουργός και προσφέρθηκε να με πάει στο πορθμείο Ρατσινσκαγια. Συμφώνησα. Στη διαδρομή, μού έλεγε ιστορίες μυστηρίου για το πώς τα βράδια, και ειδικά οταν βρέχει, περπατούν εδώ, με μακριά στρατιωτικα αδιάβροχα. "Ποιοι;" Ρώτησα.
"Ποιοι, ποιοι, οι στρατιώτες", απάντησε.
Το δάσος βούιζε. Ήταν τόσο έρημα και ήσυχα που, ακούγοντας το θρόισμά του για μεγάλο διάστημα, θα μπορούσες να διακρίνεις ήχους, συλλαβές, λέξεις. Αν ήθελες, θα μπορούσες να σχηματίσεις προτάσεις.
Το βραδυ γύρισα στη Μπάμπω. Η κοινωνική λειτουργός έφυγε, πέντε χιλιόμετρα μακριά το εγκαταλελειμμένο χωριό της, και έμεινα μόνη με το κενό, με το βουητό του δάσους και με μια τυφλή γριούλα.
- Μπάμπω, γιατί η Ταμάρα είπε ότι αυτοί περπατούν εδώ; - ρώτησα περνώντας το κατώφλι του ερειπωμένου σπιτιού.
Η Μπαμπω είχε τα λογικά της. Ένα καθαρό μυαλό τα διαπερνούσε όλα, είτε συζητούσε για την πολιτική, είτε θυμόταν τον πόλεμο, είτε μιλούσε για το παρελθόν, για το μέλλον, για το παρόν. Έπρεπε να περάσω εδω μια νύχτα ή δύο χωρίς κινητο τηλέφωνο.
Στην ερημιά με επιασε ένας περίεργος φόβος, ειδικά τη νύχτα. Ειχα ανάγκη να ακούσω την ήρεμη, λογική φωνή της: "Κανείς δεν περπατά εδώ, ούτε οι νεκροί, ούτε οι ζωντανοί. Εδω είναι ερημιά".
- Γιατί φωνάζεις; Με ρώτησε η Μπάμπω, γυρίζοντας προς τη μεριά μου. Και πού μπορούν να πάνε αφού πέθαναν εδώ; Δεν θα σε πειράξουν, και μην κάνεις θόρυβο. Μη φοβάσαι.
Το πρωί ξύπνησα μαζί της, στις έξι το πρωί. Χωρίς να σηκωθώ από το κρεβάτι, χωρίς να κουνηθω, την παρακολουθούσα καθώς καθόταν δίπλα στο παράθυρο, κοιτάζοντάς το προσεκτικά, μιλουσε σε κάποιον, ανοιγοκλεινοντας τα χείλη της.
Η φαντασία μου, σαν μέσα από ένα όνειρο, ζωγράφισε εικόνες που ανέβηκαν μπροστά στα τυφλά μάτια της, ήταν εικόνες από το παρελθόν. Ποιον χαιρετάει; Ποιος ήρθε; Και πώς δεν φοβαται να ζει εδω μόνη;
Όταν έφευγα, η Μπάμπω φορούσε ενα λευκό μαντήλι και καθόταν στο παγκάκι. Μου φάνηκε ότι κρατούσε ένα σχοινί στο χέρι της. Και μου φάνηκε ότι ήρθαν ξανά σε αυτήν, γύρω από τον φράχτη, εκείνοι τους οποίους κοίταξε όταν τους εκτελουσαν.
Και ότι αυτό το σχοινί είναι που τους συνδέει. Κι ότι η Μπαμπω είναι και δεν είναι εδώ μόνη. Και όσο η Μπάμπω κρατά το σχοινί, πόλεμος δεν θα υπάρξει.
Στις 25 Αυγούστου 2022 οι νεοναζί κατεδαφισαν στη Ριγα το Μνημείο των Μαχητών Απελευθερωτών . Κατά την πτωση, η ψηλή στήλη χτύπησε τη σκοτεινή επιφάνεια στάσιμου νερού, εκτοξεύοντας ένα συντριβάνι καθαρού νερού που αγκάλιαζε κατά μήκος και τις δυο πλευρές της στήλης.
Έτσι δυνατό, που για μια στιγμή φαινόταν ότι τώρα θα τη σηκώσει για να την πάρουν οι γερανοί. Μια τέτοια οπτική ψευδαίσθηση γεννήθηκε τη στιγμή της καταστροφής του μνημείου, θα μπορουσαν όλοι να τη φανταστούν.
Κι αν το είχε κοιτάξει η Μπάμπω, πιθανό να είχε δει με τα τυφλά μάτια της τη συνέχεια, ίσως και κάτι περισσότερο. Και αν είχε δει και την αποσυναρμολόγηση του σοβιετικου τανκ Τ-34 στη Νάρβα, θα είχε δει κάτι περισσότερο, επειδή τους ξέρει, είναι οι σκοτωμένοι μας.
Γιατί όταν ήταν έντεκα χρονών και αυτή και η μητέρα της κάθονταν στα χαρακώματα, αυτοί πέθαναν γι'αυτη, μπροστά στα παιδικά της μάτια, που ακόμα έβλεπαν.
Και ήξερε και τους Γερμανούς, οταν πήραν την αδερφή της στη Γερμανία, κι αυτη την κοπανησε, κρύφτηκε σε ένα βάλτο και οι Γερμανοί ήρθαν κι έβγαλαν από το σπίτι τον πατέρα της για να τον πυροβολησουν, κι αυτός μονολογουσε: "δεν ξέρω πού είναι η κόρη μου. Δεν ξέρω πού είναι η κόρη μου".
Τι θα έλεγε η Μπάμπω αν μάθαινε με ποιο τρόπο η τωρινή Ευρώπη βγάζει τους νεκρούς ήρωες από τη γη; Πώς ξεθάβει από τους τάφους τους νεκρούς μας, για να τους πετάξει σαν σκουπίδια και να βάλει στη θέση τους εκείνους που τους δολοφόνησαν;
Πολλές φορές, και ειδικά τις τελευταίες μέρες, φαντάζομαι να μιλάω με τη Μπάμπω. Κάθομαι δίπλα της στο παγκάκι. Κάτω από τα πόδια, τα πυκνά χόρτα.
Λέω,
"οι πεσόντες μας δεν είναι μόνο οι στρατιώτες που νίκησαν απλά μια Γερμανία. Δείτε αυτούς εδω, που βρίσκονται κοντά στο Δνείπερο, στο πορθμείο Ρατσινσκαγια. Ή στον αδερφικο τάφο της Ραβα Ρουσκαγια. Δεν νίκησαν απλά. Πέθαναν για να φέρουν τη νίκη. Επειδή εκείνες τις μέρες, σε αυτόν τον πόλεμο, με αυτό το τέρας του κακού, ήταν αδύνατο να μείνεις ζωντανός και να νικησεις".
Τα φύλλα στο δάσος θα θρόιζαν. Η Μπάμπω που δεν είδε ποτέ το πρόσωπό μου, θα με κοιτούσε προσεκτικά, κρατώντας κάτι στο χέρι της, κι εγω ίσως να συνέχιζα τη σκέψη μου: ότι η Σοβιετική Ένωση δεν συγκρούστηκε απλά με κάποια Γερμανία στην παιδική ηλικία της γιαγιακας, αλλά με το κακό, που σκορπισε τη μηχανή του Άδη στον μισό κόσμο, που κατέστρεψε ανθρώπους σαν αντικείμενα σε μια τεράστια παραγωγή.
Αλλά, μαλλον, δεν θα τα έλεγα όλα αυτά στη Μπαμπω. Η Μπάμπω είναι μια απλή γυναίκα και αντιλαμβάνεται το κακό με έναν απλό τρόπο. Θα προτιμούσα να της πω: "έβαλα μήλα εκεί, γι 'αυτούς". "Και καλά έκανες", θα έλεγε η Μπαμπω.
Ξέχασα και να της το πω. Την είδα μόνο για λίγες μέρες και σχεδόν στο τέλος μου μίλησε για τον πόλεμο. Δεν ξέρω αν αυτό μου δίνει το δικαίωμα να υποθέσω τι θα έλεγε αν μάθαινε για την καταστροφή των μνημείων. Αλλά όταν φέρνω στο μυαλό μου την φανταστικη συνομιλία μας, για κάποιο λόγο μου φαίνεται πως ξέρω ποια θα ήταν η απάντησή της.
— Κόρη μου, ακούω τη φωνή της. – Έχεις σκεφτεί αν άθελά τους κάνουν το σωστο, αυτοί οι Ευρωπαίοι;
"Εχω σκεφτεί", θα έλεγα.
- Δεν είναι καιρός για τους στρατιώτες μας να βρίσκονται στη γη. Μόνη σου το καταλαβαίνεις.
"Ξέρω", θα έλεγα, πιστεύοντας ότι αν το καλό παλεύει ξανά με το κακό, τότε ο πόλεμος πρέπει να συνεχιστεί σε διάφορα επίπεδα.
- Και για τα μνημεία, μην ανησυχείς — θα έλεγε η Μπάμπω, είχε πολύ καθαρό μυαλό. Μνημείο είναι και το δάσος κι εκείνο το χωράφι κι εκείνο το χορτάρι .
- Και αυτές οι μηλιές που μπορεί να μεγαλώσουν στα σύνορα της Ουκρανίας με την Πολωνία, μια σε κάθε μέτρο, θα σκεφτόμουν.
– Και δεν είναι αλήθεια ότι κανένας δεν έρχεται σε αυτούς.
"Τότε μην φοβάσαι τίποτα", θα έλεγε.
Η Μπάμπω πέθανε στις 6 Φεβρουαρίου 2022.
Έπαψε να κρατάει το σχοινί.
Марина Ахмедова
ΜΑΣ ΤΟ ΕΣΤΕΙΛΕ Ο ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΑΠΟΣΚΙΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου