Τρίτη 14 Απριλίου 2020

Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΠΑΤΗΡ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ ΚΑΤΑΡΡΙΠΤΕΙ ΤΗΝ ΑΘΛΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ


ΓΙΑΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΟΙΞΟΥΝ ΟΙ ΝΑΟΙ ΤΟ ΠΑΣΧΑ






Γράφει ο Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.

Σέ προηγούμενο πρόσφατο ἄρθρο μας μέ τίτλο «Ἔργο τοῦ Διαβόλου τό κλείσιμο τῶν ναῶν ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο» ἐξαγγείλαμε ὅτι θά ἀκολουθήσουν δύο ἄλλα ἄρθρα σχετικά μέ τό θέμα. 

Στό παρόν ἄρθρο γιά νά φανεῖ ὅτι τό κλείσιμο τῶν ναῶν ἔγινε μέ κοσμικά κριτήρια, ἀνθρώπινες ἀναγκαιότητες, καί ὄχι μέ ἀκραιφνῆ χριστιανικά κριτήρια, θά παρουσιάσουμε βασικές ὀρθόδοξες θεολογικές παραμέτρους πού ἀγνόησαν οἱ ἐπίσκοποι στήν πρωτόγνωρη καί πρωτάκουστη ἀπόφασή τους, γιά τήν ὁποία πιστεύουμε ὅτι στόν καθένα πού συμμετεῖχε στήν ἀπόφαση, ἀλλά καί σέ ὅσους τήν ἀποδέχθηκαν καί τήν τηροῦν θά ἔλεγε ὁ Χριστός αὐτά πού εἶπε στόν Ἀπόστολο Πέτρο: «Ὕπαγε ὀπίσω μου σατανᾶ· ὅτι οὐ φρονεῖς τά τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τά τῶν ἀνθρώπων».


1. Βλάσφημη δουλοπρέπεια. Ὑπέταξαν τήν Ἐκκλησία στήν πολιτεία, τά θεῖα στά ἀνθρώπινα.

Τό θέμα τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί πολιτείας εἶναι λυμένο στήν Ὀρθόδοξη παράδοση μέ τό σχῆμα τῆς Συναλληλίας· οἱ δύο θεσμοί ἀσκοῦν διαφορετικούς, διακριτούς ρόλους. 

Ἡ Ἐκκλησία ἀσχολεῖται μέ τά τοῦ Θεοῦ, μέ θέματα πού ἔχουν σχέση μέ την τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Εὐαγγελίου καί τῶν κανόνων τῆς ἐκκλησίας, ἐνῶ ἡ πολιτεία ρυθμίζει τά τής ὑλικῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων, μέ βάση τίς ἀπαιτήσεις τῶν νόμων. 

Ὁ κάθε θεσμός σέβεται τίς ἁρμοδιότητες τοῦ ἄλλου καί δέν ἐπεμβαίνει στόν χῶρο του, πορεύονται παραλλήλως, συναλλήλως, συνεργάζονται. Ὅταν αὐτό δέν τηρεῖται, ἐπέρχεται σύγκρουση καί προσβολή τῆς αὐτονομίας τῶν θεσμῶν. Ὅταν ἐπεμβαίνει ἡ πολιτεία, ὁ Καῖσαρ, στά θέματα τῆς Ἐκκλησίας ἔχουμε τό σύστημα τοῦ Καισαροπαπισμοῦ, ὅταν ἀντιθέτως ἐεπεμβαίνει ἠ ἐκκλησία, ὁ πάπας, στά θέματα τῆς πολιτείας, καί αὐτό ἦταν σύνηθες στόν δυτικό μεσαιωνικό κόσμο, νά ἐπεμβαίνει, δηλαδή ὁ πάπας, τότε ἔχουμε τό σύστημα τοῦ Παποκαισαρισμοῦ.


Στήν Ὀρθόδοξη ᾽Ανατολή, στήν Ρωμιοσύνη τοῦ Βυζαντίου, κατά κανόνα λειτουργοῦσε τό σύστημα τῆς Συναλληλίας καί δέν εἴχαμε οὔτε Καισαροπαπισμό οὔτε Παποκαισαρισμό. Ὅταν ὑπῆρξαν κάποιες ἐξαιρέσεις, κυρίως ἀπό τήν πλευρά τῶν πολιτικῶν ἀρχόντων πού ἀναμείχθηκαν στά ἐσωτερικά τῆς Ἐκκλησίας, ἐρρύθμισαν ἐκκλησιαστικά θέματα μέ πολιτικές ἀποφάσεις, τότε ἀντιδροῦσαν οἱ ἐπίσκοποι καί ὑπενθύμιζαν στούς πολιτικούς ἄρχοντες τά ὅριά τους[1].

 Ὁ ἐπίσκοπος Ὅσιος Κορδούνης ἔβαλε στήν θέση του τόν γιό τοῦ Μ. Κωνσταντίνου αὐτοκράτορα Κωνστάντιο τό 356, ὅταν πίεζε τούς ἐπισκόπους νά δεχθοῦν τόν Ἀρειανισμό. Τοῦ εἶπε λοιπόν νά μήν ἀναμειγνύεται στά ἐκκλησιαστικά, οὔτε νά δίνει ἐντολές στούς ἐπισκόπους, ἀντίθετα νά μαθαίνει γιά τά ἐκκλησιαστικά ἀπό τούς ἐπισκόπους. Εἰς αὐτόν ὁ Θεός ἐμπιστεύθηκε τήν πολιτεία, στούς ἐπισκόπους τά τῆς Ἐκκλησίας. 

Καί ὅπως ὅποιος ὑποκλέπτει τήν πολιτική ἐξουσία ἐνεργεῖ ἀντίθετα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἔτσι πρέπει νά φοβηθεῖ καί ὁ αὐτοκράτωρ μήπως παίρνοντας γιά τόν ἑαυτό του τά τῆς Ἐκκλησίας ὑποπέσει σέ μεγάλη ἐγκληματική ἐνέργεια, διότι ἡ Ἁγία Γραφή λέγει «Ἀπόδοτε τά τοῦ καίσαρος τῷ Καίσαρι καί τά τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ»[2].

Τήν βασική αὐτή βιβλική ἀρχή, πού ἐδίδαξε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἐτήρησε σταθερά ἡ Ἐκκλησία, τήν ἔχει δέ κωδικοποιήσει τόν 8ο αἰώνα ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἀντιμετωπίζοντας βασιλεῖς, πού ἤθελαν νά ἐπιβάλουν στήν Ἐκκλησία τήν ἀπαγόρευση τῆς χρήσης τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Λέγει λοιπόν ἐπί λέξει: «Οὐ βασιλέων ἐστί νομοθετεῖν τῇ Ἐκκλησίᾳ... Βασιλέων ἐστίν ἡ πολιτική εὐπραξία· ἡ δέ ἐκκλησιαστική κατάστασις ποιμένων καί διδασκάλων»[3]. 

Καί σέ ἄλλο σημεῖο λέγει ὅτι δέν ἀνέχεται νά ἁρπάζει ὁ βασιλεύς ὡς τύραννος ἁρμοδιότητες τῶν ἱερέων, οὔτε μέ πολιτικούς νόμους νά δέχεται διαταγές ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία τηρεῖ μόνον τίς πατερικές παραδόσεις, γραπτές καί ἄγραφες: «Οὐ δέχομαι βασιλέα τυραννικῶς τήν ἱερωσύνην ἁρπάζοντα... οὐ πείθομαι βασιλικοῖς κανόσι διατάττεσθαι τήν Ἐκκλησίαν, ἀλλά πατρικαῖς παραδόσεσι ἐγγράφοις τε καί ἀγράφοις»[4]. 

Οἱ μαρτυρίες μποροῦν νά πολλαπλασιασθοῦν, ὅπως καί τά παραδείγματα ἐπισκόπων πού ἐφύλαξαν τό κῦρος τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος, ὅταν ὡς ἔχοντες αὐτοί τήν εὐθύνη γιά τούς ναούς, ἀπαγόρευσαν σέ βασιλεῖς καί ἄρχοντες νά εἰσέλθουν, τούς ἔκλεισαν τήν πόρτα· τώρα ἔκλεισαν οἱ ἄρχοντες τίς πόρτες τῶν ναῶν σέ ὅλους κατά τό θέλημα τοῦ Διαβόλου, καί οἱ ἐπίσκοποι ἔσπευσαν καί τούς προσκύνησαν, κάποιοι μάλιστα καί τούς ἐπήνεσαν.

Ὑπενθυμίζουμε μόνον τήν περίπτωση τοῦ Ἁγίου Ἀμβροσίου Μεδιολάνων, ὁ ὁποῖος δέν ἐπέτρεψε στόν αὐτοκράτορα Μ. Θεοδόσιο νά ἐκκλησιασθεῖ καί τόν εἶχε ἐπί ὀκτώ μῆνες σέ μετάνοια καί ἀποκλεισμό ἀπό τήν ἐκκλησία, διότι μέ διαταγή του ἐσφάγησαν ἑπτά χιλιάδες ἄνθρωποι στόν Ἱππόδρομο τῆς Θεσσαλονίκης τό 390 ὡς ἀντίποινο, διότι σέ ἐξέγερση τῶν Θεσσαλονικέων ἐφονεύθησαν ἀξιωματικοί τοῦ στρατοῦ. 

Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι ὁ πανίσχυρος αὐτοκράτωρ ἐτήρησε τόν ἀποκλεισμό καί συντετριμμένος καί γονυκλινής ἐζήτησε ἀπό τόν Ἐπίσκοπο νά τόν δεχθεῖ στόν ναό καί νά τόν συγχωρέσει, ὅπως καί ἔγινε. 

Στόν βίο τοῦ Ἁγίου Ἀμβροσίου ὁ Ἅγιος Συμεών Μεταφραστής, ἐπαινώντας τήν στάση ἀμφοτέρων, παρατηρεῖ ὅτι αὐτό ἔγινε, διότι ὁ αὐτοκράτωρ Μέγας Θεοδόσιος, ὁ ὁποῖος ἐπίσης ἑορτάζεται καί τιμᾶται ὡς Ἅγιος (17 Ἰανουαρίου) εἶχε ἀνατραφῆ μέ σεβασμό στούς θείους νόμους καί ἐγνώριζε σαφῶς ποιά εἶναι ἡ δικαιοδοσία, τῶν πολιτικῶν καί ποιά τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχόντων: «Τούτοις εἴξας ὁ βασιλεύς τοῖς λόγοις (τοῖς γάρ θείοις νόμοις ἐντεθραμμένος ὤν ᾔδει σαφῶς τίνα μέν τῶν ἱερέων, τίνα δέ τῶν βασιλέων ἴδια), στένων ὁμοῦ καί δακρύων ἐπανῆλθεν εἰς τά βασίλεια»[5].


Δέν ἀγνοοῦμε ὅτι οἱ σημερινοί ἄρχοντες δέν εἶναι ἀναθρεμμένοι μέ τούς θείους νόμους, καί δύσκολα θά ἀνέμενε κανείς νά τούς σεβασθοῦν. Περιμέναμε ὅμως νά τούς τηρήσουν οἱ ἐπίσκοποι, καί οἱ ἀποτελοῦντες τήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο πού ἀποφάσισαν κατά τούς ἀνθρώπινους νόμους, ἀλλά καί οἱ ὑπόλοιποι τῆς ἱεραρχίας στίς ἐπαρχίες τους. 

Τό ἄν οἱ ναοί θά εἶναι ἀνοικτοί ἤ κλειστοί εἶναι ἁρμοδιότητα τῶν ἐπισκόπων, ὅπως καί ἡ τέλεση τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν καί τῆς Θ. Λειτουργίας μέ τήν συμμετοχή ὅσων ἐπιθυμοῦν νά μετάσχουν. 

Ἑπομένως ἡ Ἱερά Σύνοδος ἔπρεπε νά ἀποφασίσει νά μείνουν οἱ ναοί ἀνοικτοί καί νά τελοῦνται ὅλες οἱ ἀκολουθίες ἀνεμπόδιστα. Ἄν ἡ πολιτεία εἶχε τούς δικούς της λόγους νά παρεμποδίσει την προσέλευση τῶν πολιτῶν, ἄς ἀνελάμβανε αὐτή τήν εὐθύνη καί ὄχι νά καταστήσει συνυπεύθυνη στήν βλάσφημη παρακώλυση τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ τήν διοικοῦσα Ἐκκλησία. Αὐτό ἔκαναν ἄλλες ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, Σερβίας Βουλγαρίας, Γεωργίας καί ἔδωσαν καλό μάθημα ὀρθοφροσύνης καί ὀρθοπραξίας. Αὐτό ἄλλωστε ἀποτελεῖ καί συνταγματική ὑποχρέωση τῶν κυβερνώντων, ἡ ἐξασφάλιση δηλαδή τῆς ἐλευθερίας τῆς λατρείας, ὅπως ἔχουν δείξει ἔγκριτοι νομικοί πού πιστεύουν ὅτι τά μέτρα τοῦ κλεισίματος τῶν ναῶν παραβιάζουν βασικό ἀνθρώπινο δικαίωμα[6].

2. Ἡ ὑγεία εἶναι σπουδαῖο ἀγαθό, ἀλλά ὄχι ὑπέρτερο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός χορηγεῖ τήν ὑγεία.

Ὅλοι δεχόμαστε ὅτι ἡ ὑγεία εἶναι σπουδαῖο ἀγαθό καί πρέπει νά ἐνδιαφερόμαστε γι᾽ αὐτήν. Ὁ Χριστός κατά τήν ἐπίγεια δράση του ἐθεράπεσε πάμπολλους ἀσθενεῖς. Εἶναι γεμᾶτο τό Εὐαγγέλιο ἀπό θαυματουργικές ἰάσεις ἀσθενῶν. 

Αὐτό δέ τό χάρισμα τῶν ἰάσεων τό ἔδωσε καί στούς Ἀποστόλους καί στούς διαδόχους των, τούς ἐπισκόπους καί τούς ἱερεῖς. Εἶναι δυσεξαρίθμητοι οἱ θαυματουργοί Ἅγιοι καί οἱ θαυματουργές Ἅγιες Εἰκόνες. 

Ὅταν οἱ γιατροί ὡς ἐπιστήμονες σηκώνουν τά χέρια τους, ἀδυνατοῦν νά βοηθήσουν τούς πάσχοντες, τότε ὅλοι καταφεύγουμε στή βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί στίς πρεσβεῖες τῶν Ἁγίων. 

Ὁ παραμερισμός τώρα καί ἡ ἀγνόηση τοῦ Θεοῦ μέ τό κλείσιμο τῶν ναῶν, γιά νά διαφυλαχθεῖ δῆθεν τό δημόσιο ἀγαθό τῆς ὑγείας σημαίνει ὅτι βάζουμε τήν ὑγεία πάνω ἀπό τόν Θεό· ἱεραρχώντας δηλαδή δύο ἀγαθά τόν σεβασμό πρός τόν Ὕψιστο Θεό καί τήν ὑποχρέωση νά διαφυλάξουμε τήν ὑγεία μας, προτιμοῦμε τό δεύτερο, τήν ὑγεία, πού τήν ἀποσυνδέουμε ἀπό τόν Θεό, ὁ ὁποῖος ὅμως ὡς παντοδύναμος μπορεῖ ἤ νά ἐπέμβει μέ τίς προσευχές μας καί νά ἐξαφανίσει τόν θανατηφόρο ἰό ἤ λόγῳ τῆς ἀπιστίας στήν παντοδυναμία του νά ἐπιτείνει καί ἄλλο τήν δοκιμασία, γιά νά ἀποδείξει τήν ἀδυναμία μας καί νά μᾶς ἀναγκάσει νά στραφοῦμε πρός Αὐτόν.

Οἱ πρόγονοί μας ἐλάτρευαν ὡς θεά τήν ὑγεία, τῆς ὁποίας οἱ γλύπτες ἔκαναν ἀγάλματα. Στήν Ἀκρόπολη τῶν Ἀθηνῶν δίπλα στό ἄγαλμα τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς ὑπῆρχε καί τό ἄγαλμα τῆς θεᾶς ὑγείας. Τότε ὅμως δέν ὑπῆρχε ἀληθινή θεογνωσία, καί ὅπως διαπιστώνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «φάσκοντες εἶναι σοφοί ἐμωράνθησαν»[7] καί ἐθεοποίησαν τά κτίσματα, ὅπως θεοποιοῦμε τώρα καί ἐμεῖς κτιστές πραγματικότητες καί ἐπίγεια ἀγαθά, ὅπως ὁ πλοῦτος, ἡ ὑγεία, ἡ καλοπέραση, ἡ ἐπιστήμη.

 Στόν Ὀρφικό μάλιστα ὕμνο γιά τήν ὑγεία ὑπάρχει ἕνας στίχος πού θυμίζει αὐτό πού καί οἱ Νεοέλληνες λέμε ὡς διαπίστωση καί εὐχή: «Πάνω ἀπ᾽ ὅλα ἡ ὑγεία». Λέγει μεταξύ ἄλλων ὁ ὕμνος: «Σοῦ γάρ ἄτερ πάντ᾽ ἐστίν ἀνωφελῆ»· χωρίς ἐσένα, ὑγεία, ὅλα εἶναι ἀνωφελῆ.

Στόν Χριστιανισμό ὅμως δέν εἶναι «πάνω ἀπ᾽ ὅλα ἡ ὑγεία», οὔτε εἶναι ὅλα ἀνωφελῆ χωρίς τήν ὑγεία. Δέν ἐπιτρέπεται νά στήσουμε τώρα ἕνα νέο εἴδωλο, τό εἴδωλο τῆς ὑγείας καί νά τό προσκυνοῦμε, ὅπως ζητοῦσε ὁ Ναβουχοδονόσορ ἀπό τόν προφήτη Δανιήλ καί τούς Ἁγίους Τρεῖς Παῖδες γιά τό εἴδωλο τοῦ ἑαυτοῦ του ἤ ὅπως οἱ Ρωμαῖοι αὐτοκράτορες ζητοῦσαν ἀπό τούς Χριστιανούς Μάρτυρες νά προσκυνήσουν τά εἴδωλα τῶν κρατικῶν θεῶν, ἀγνοώντας καί παραμερίζοντας τόν ἀληθινό Θεό. 

Γιά τούς Χριστιανούς ὑπεράνω ὅλων, «πάνω ἀπ᾽ ὅλα», εἶναι ὁ Θεός, καί τήν πίστη τους αὐτή δέν τήν ἀνταλλάσσουν μέ ὅλα τά ἀγαθά τοῦ κόσμου, ὄχι μόνο μέ τήν ὑγεία ἀλλά καί μέ αὐτή ἀκόμη τή ζωή τους, ὅπως μέ δύναμη διατυπώνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Θλῖψις ἤ στενοχωρία ἤ διωγμός ἤ λιμός ἤ γυμνότης ἤ κίνδυνος ἤ μάχαιρα; Καθώς γέγραπται ὅτι "ἕνεκά σου θανατούμεθα ὅλην τήν ἡμέραν, ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς". 

Ἀλλ᾽ ἐν τούτοις πᾶσιν ὑπερνικῶμεν διά τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς. Πέπεισμαι γάρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωή οὔτε ἄγγελος οὔτε ἀρχαί οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν»[8].

Μᾶς προκαλεῖ πόνο καί στενοχώρια τό ὅτι οἱ ἐπίσκοποι μας, διάδοχοι τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, πολλοί ἀπό τούς ὁποίους μάλιστα καυχῶνται ὅτι τίς ἐκκλησίες τίς ὁποῖες διαποιμαίνουν τίς ἵδρυσε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, γι᾽ αὐτό καί πρόσθεσαν στήν «φήμη» τους καί τό ἐπίθετο «ἀποστολικῆς», ὅπως οἱ μητροπολῖτες Φιλίππων, Θεσσαλονίκης, Βεροίας, Κορίνθου κ. ἄ. εἶναι δυστυχῶς μόνον τῶν θρόνων διάδοχοι, ἀλλά ὄχι καί τῶν τρόπων, ὅπως ἦσαν πολλοί ἱερομάρτυρες ἐπίσκοποι καί ἱερεῖς πού ἔχυσαν καί τό αἷμα τους, προσέφεραν καί τήν ζωή τους γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. 

Τώρα ὄχι μπροστά στόν θάνατο ἤ σέ ἄλλο σοβαρό κίνδυνο ἀλλά μπροστά σέ μία πιθανή νόσηση ἀπό ἕνα ἰό, χωρίσθηκαν οἱ ἴδιοι ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἀπό τόν ἐκκλησιασμό καί τήν Θεία Κοινωνία, καί τό χειρότερο, ἐχώρισαν καί τό ποίμνιό τους, χωρίς τήν συγκατάθεσή του, μέ τίς ἀπειλές τοῦ Καίσαρα, στόν ὁποῖο βλασφήμως ὑπέταξαν τήν Ἐκκλησία, ὅπως νομίζουν καί ἴσως ἐπιθυμοῦν, ἀλλά οὐσιαστικά ὑπέταξαν μόνον τούς ἑαυτούς των, γιατί ἡ θεοΐδρυτη Ἐκκλησία ἔχει κεφαλή τόν Χριστό καί δέν ὑποτάσσεται σέ ἀνθρώπους.

Ἄλλωστε μάταια προσπαθοῦν νά ἀποσυνδέσουν τήν ὑγεία ἀπό τόν Θεό, τόν παντοδύναμο δημιουργό, προνοητή καί κυβερνήτη τοῦ σύμπαντος, στόν ὁποῖο ὀφείλονται τά πάντα· ἄν μία καί μόνο στιγμή ἔπαυε ὁ Θεός νά προνοεῖ γιά τόν κόσμο, θά καταστρέφονταν ὅλα, ὅπως λέγει ἡ Ἁγία Γραφή μέ τόν ψαλμωδό Δαβίδ: «Ἀνοίξαντός σου τήν χεῖρα, τά σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος, ἀποστρέψαντος δέ σου τό πρόσωπον, ταραχθήσονται. Ἀντανελεῖς τό πνεῦμα αὐτῶν καί ἐκλείψουσι καί εἰς τόν χοῦν αὐτῶν ἐπιστρέψουσι»[9]. 

Δέν συμβαίνει τίποτε στόν κόσμο, ἄν δέν τό ἐπιτρέψει ὁ Θεός, ἄν δέν εἶναι ὑπό τόν ἔλεγχο καί τήν ἐποπτεία Του. Ὅπως ὁ Θεάνθρωπος Χριστός ἐδίδαξε οὔτε ἕνα σπουργίτι δέν πέφτει νεκρό χωρίς τή θέληση τοῦ Θεοῦ, τῶν δέ ἄνθρώπων ἀκόμη καί οἱ τρίχες στό κεφάλι τους εἶναι μετρημένες ἀπό τόν Θεό καί δέν πρόκειται οὔτε μία ἀπό αὐτές νά χαθεῖ. 
Στή συνάφεια μάλιστα αὐτή ὁ Χριστός ἐδίδαξε δύο ἄλλες σπουδαῖες ἀλήθειες ὅτι δέν πρέπει νά φοβόμαστε μόνον γιά τό σῶμα, ἀλλά καί γιά τήν ψυχή, καί ὅτι πρέπει νά μᾶς διακρίνει ἡ ἀφοβία ἀπέναντι σέ ἐκεῖνα πού ἀπειλοῦν τό σῶμα, ἀλλά δέν μποροῦν νά βλάψουν τήν ψυχή, νά μήν ἐνδιαφερόμαστε μόνο γιά τήν σωματική ἀλλά καί τήν ψυχική ὑγεία. Δυστυχῶς μέ τό κλείσιμο τῶν ναῶν οὔτε τήν ψυχική ὑγεία ἔλαβαν ὑπ᾽ ὄψιν οἱ ἐπίσκοποι οὔτε ἀφοβία καί γενναιότητα ἔδειξαν ἀπέναντι στόν θάνατο. 

Ὁ κορωνοϊός ἀπειλεῖ μόνο τό σῶμα, δέν βλάπτει τήν ψυχή: «Καί μή φοβηθῆτε ἀπό τῶν ἀποκτεννόντων τό σῶμα, τήν δέ ψυχήν μή δυναμένων ἀποκτεῖναι· φοβήθητε δέ μᾶλλον τόν δυνάμενον καί ψυχήν καί σῶμα ἀπολέσαι ἐν γεέννη. Οὐχί δύο στρουθία ἀσσαρίου πωλεῖται; Καί ἕν ἐξ αὐτῶν οὐ πεσεῖται ἐπί τήν γῆν ἄνευ τοῦ πατρός ὑμῶν. Ὑμῶν δέ καί αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσί. Μή οὖν φοβηθῆτε· πολλῶν στρουθίων διαφέρετε ὑμεῖς»[10].

3. Ἡ ὑγεία τοῦ σώματος ἔχε ἀξία, ὅταν συντελεῖ στήν ὑγεία τῆς ψυχῆς καί στήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ συνηθισμένη κοσμική καί συμβατική ἀντίληψη γιά τήν ὑγεία προσδίδει σ᾽αὐτήν μία αὐτόνομη ἀξία, ὅτι δηλαδή ἔχει ἀξία αὐτή καθ᾽ ἑαυτήν, ὅτι εἶναι αὐτοαγαθόν. Ἡ Χριστιανική ὅμως Ἠθική ἀξιολογεῖ ὅλα τά ἐπί γῆς ἀνάλογα μέ τή σχέση πού ἔχουν πρός τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς καί πρός τήν μέλλουσα ζωή, τήν αἰωνιότητα. 

Ὅ,τι δέν συντελεῖ πρός τήν κατεύθυνση αὐτή χάνει τήν ἀξία του. Γι᾽αὐτό καί ὁ Χριστός χαρακτηρίζεται ὡς ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων. Ὅλες οἱ θεραπεῖες πού ἐτέλεσε διαφόρων ἀσθενῶν, ἀπέβλεπαν μαζί μέ τήν σωματική ἴαση, νά χορηγήσουν καί τήν ψυχική, νά θεραπεύσουν καί τήν πνευματική ἀρρώστια. Ἐγνώριζε ὅτι ἡ θαυματουργική του ἰατρική ἐπέμβαση θά ὁδηγοῦσε καί στήν πνευματική θεραπεία, στήν θεραπεία ἀπό τό κακό, ἀπό τήν ἁμαρτία. 

Γι᾽ αὐτό καί σέ κάποιες περιπτώσεις θεραπευθέντων ἀσθενῶν τούς ἔλεγε: «Ἴδε ὑγιής γέγονας, μηκέτι ἁμάρτανε»[11]. Γι᾽αὐτό καί στενοχωρήθηκε, ὅταν ἀπό τούς δέκα θεραπευθέντες λεπρούς, ψυχικά θεραπεύθηκε μόνον ὁ ἕνας, ὁ ὁποῖος καί ἐπέστρεψε νά εὐχαριστήσει καί νά δοξάσει τόν Θεό γιά τήν θεραπεία του: «Οὐχί οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; Οἱ δέ ἐννέα ποῦ; Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ, εἰ μή ὁ ἀλλογενής οὗτος;[12]».

Τί νά τήν κάνεις τήν σωματική ὑγεία, ὅταν τήν χρησιμοποιεῖς γιά διάπραξη ἁμαρτημάτων, γιά πορνεῖες, μοιχεῖες, κλοπές, βιαιότητες, ἀδικοπραγίες εἰς βάρος ἀσθενῶν καί ἀδυνάτων ἤ μόνον γιά τήν δική σου ἐγωϊστική ἀπόλαυση καί καλοπέραση; 

Καί ὁ ἄφρων πλούσιος ὑγιής ἦταν «εὐφραινόμενες καθ᾽ ἡμέραν λαμπρῶς», ἐνῶ ὁ πτωχός Λάζαρος ἄρρωστος καί γεμᾶτος πληγές, παραπεταμένος στά σκαλοπάτια τοῦ ὑγιοῦς πλουσίου, μέ ὑπομονή ὅμως καί ψυχική ἀνδρεία καί ὑγεία ἀντιμετώπιζε τήν φτώχια καί τήν ἀρρώστια του. 

Πόσες φορές ὁ Χριστός δέν ἐπέκρινε ὅσους εἶχαν ὑγιεῖς τούς σωματικούς ὀφθαλμούς καί ἔβλεπαν, πνευματικά ὅμως ἦσαν τυφλοί καί ἀόμματοι, ὅπως οἱ Ἀρχιερεῖς, οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι πού τόν ἐδίωκαν καί οἱ ὅμοιοί τους σέ ὅλες τίς ἐποχές.

Εἶναι λοιπόν ἀνωφελής ἡ σωματική ὑγεία χωρίς τήν ψυχική, τήν πνευματική. Γι᾽ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία κατά τήν τἐλεση τοῦ μυστηρίου τοῦ Εὐχελαίου, μολονότι ἡ σύσταση τοῦ μυστηρίου στηρίζεται σέ προτροπή τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου νά καλοῦν οἱ Χριστιανοί τούς ἱερεῖς, ὅταν ἀρρωσταίνουν σωματικά, στίς εὐχές καί στίς δεήσεις τῆς ἀκολουθίας πάντοτε ζητεῖ «τήν ἴασιν ψυχῆς καί σώματος» ἀπό τόν Θεό, τόν «ἰατρόν ψυχῶν καί σωμάτων». Ἀκόμη καί σέ ἁπλές χρίσεις μέ ἁγιασμένο ἀπό κανδήλα λάδι πού κάνουμε οἱ ἱερεῖς, στόν κάθε χριόμενο λέμε: «Εἰς ἴασιν ψυχῆς καί σώματος».

Ἀπό τῆς πλευρᾶς αὐτῆς τό κλείσιμο τῶν ναῶν καί ἡ ἀπαγόρευση νά ἐπισκέπτονται τούς ἱερεῖς οἱ πιστοί γιά τήν τέλεση μυστηρίων καί ἀκολουθιῶν ἰσοδυναμεῖ μέ τό κλείσμο τῶν πνευματικῶν νοσοκομείων καί ἰατρείων. 

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι νοσοκομεῖο, θεραπευτήριο, ἰατρεῖο, καί εἶναι νά ἀπορεῖ κανείς πῶς οἱ ἐπίσκοποι, καί οἱ ἱερεῖς πού συμφωνοῦν, ἀρνοῦνται αὐτόν τόν ἰατρικό θεραπευτικό τους ρόλο καί αὐτοκαταργοῦνται. 

Τί θά ἐγίνετο, ἄν τώρα μέ τήν λοίμωξη τοῦ κορωνοϊοῦ δέν ὑπῆρχαν νοσοκομεῖα καί ἰατροί; Θά ἠρνοῦντο ποτέ οἱ ἰατροί τήν ἄσκηση τοῦ σπουδαίου τους λειτουργήματος; 

Πῶς ἔκλεισαν οἱ ἐπίσκοποι τά πνευματικά ἰατρεῖα καί θεραπευτήρια, ἀρνούμενοι τήν ἀποστολή, τήν ὁποῖα ὁ ἴδιος ὁ Χριστός τούς ἀνέθεσε, ἐνῶ κυκλοφοροῦν πάντοτε τόσοι πνευματικοί ἰοί, τόσο κακό, τόση ἁμαρτία; 

Ὑπάρχει μεγαλύτερη προσφορά στόν ἀρχιτέκτονα τοῦ κακοῦ, τόν Διάβολο, νά μένουν οἱ Χριστιανοί ἀπροστάτευτοι χωρίς ἰατρική παρακολούθηση, χωρίς φάρμακα στίς ἰοβόλες καί θανατηφόρες προσβολές του;

Εἶναι πολύ πιό σημαντική ἡ ψυχική ἀπό τήν σωματική ὑγεία, τόσο σημαντική πού μπροστά της δέν ἀξίζει ὅλος ὁ κόσμος κατά τήν γνωστή ρήση τοῦ Κυρίου: «Τί γάρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος, ἐάν τόν κόσμον ὅλον κερδήση, τήν δέ ψυχήν αὐτοῦ ζημιωθῆ; Ἤ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;»[13]. 

Γιά τόν λόγο αὐτό ὁ Θεός ἐπιτρέπει πολλές φορές νά ἀσθενήσουν κάποιοι ἄνθρωποι, ὥστε παιδαγωγικά μέσῳ τῆς ἀσθενείας νά ὠφεληθοῦν πνευματικά. Ἡ κακοπάθεια τοῦ σώματος καί ἡ ἀσθένεια δέν πρέπει νά ἀντιμετωπίζονται ἀπαξιωτικά καί ἀπορριπτικά· 

Γιά τούς πιστούς καί καλοπροαιρέτους ἀνθρώπους εἶναι εὐλογία Θεοῦ, διότι ἤ βοηθοῦν νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό κάποιες ἁμαρτίες καί ἰδιαίτερα ἀπό τόν ἐγωϊσμό καί τήν ὑπερβολική ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό μας καί ἀπό τήν αἴσθηση τῆς παντοδυναμίας μας ἤ γιά νά δοκιμάσει ὁ Θεός τήν πίστη καί τήν ὑπομονή μας, ὅπως συνέβη μέ τόν πολύαθλο Ἰώβ, καί νά αὐξήσει κατόπιν τίς εὐλογίες του. 

Πολλοί ἀπό τούς Ἁγίους σέ ὅλη τους τή ζωή ὑπέφεραν ἀπό ἀσθένειες καί ἄλλα δεινά, φυλακίσεις, ἐξορίες, διωγμούς, θεωροῦσαν ὅμως ὅτι αὐτά ἦταν ἐπισκέψεις τοῦ Θεοῦ, παιδαγωγική φροντίδα τοῦ Θεοῦ γιά τήν πνευματική τους βελτίωση. Τό μόνο κακό, ἡ μόνη ἀρρώστια πού πρέπει νά φοβόμαστε εἶναι ἡ ἁμαρτία, κατά τήν ἀποφθεγματική ρήση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου: «Οὐδέν δεινόν, ἁμαρτία μόνον»[14].

Γιά ἰσχυρότερη πατερική κατοχύρωση τῶν ὅσων ἐδῶ γράφουμε περί τοῦ ὅτι ἡ σωματική ὑγεία δέν εἶναι καθ᾽ ἑαυτήν ἀγαθό, ἄν δέν βοηθεῖ στήν ψυχική ὑγεία καί στήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, παραθέτουε μόνον τήν γνώμη τοῦ Μ. Βασιλείου μέ τήν ὁποία βέβαια συμφωνεῖ τό σύνολο τῶν Ἁγίων Πατέρων. 

Στήν θαυμάσια ὁμιλία του «Εἰς τό "Πρόσεχε σεαυτῷ"» λέγει ὅτι δέν πρέπει νά προσέχουμε οὔτε τά δικά μας, οὔτε τά γύρω ἀπό μᾶς, ἀλλά μόνο τόν ἑαυτό μας· «μήτε τοῖς σοῖς, μήτε τοῖς περί σέ, ἀλλά σεαυτῷ μόνῳ πρόσεχε». 

Ἄλλο πρᾶγμα εἶναι τά δικά μας, ἄλλο εἶναι τά γύρω ἀπό μᾶς καί ἄλλο εἴμαστε ἐμεῖς. Ἐμεῖς εἴμαστε ἡ ψυχή καί ὁ νοῦς, μέ τά ὁποῖα εἴμαστε καί εἰκόνες Θεοῦ. Δικό μας εἶναι τό σῶμα καί οἱ αἰσθήσεις του. Γύρω δέ ἀπό μᾶς εἶναι τά χρήματα, οἱ τέχνες καί ὅλα τά ὑπόλοιπα βιωτικά. Μέ τό «Πρόσεχε σεαυτῷ»[15] λοιπόν ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς λέγει ὅτι πρέπει νά φροντίζουμε γιά ἐμᾶς, πού εἶναι ἡ ψυχή μας, οὔτε γιά τό σῶμα μας, οὔτε γιά τά χρήματα, τίς τέχνες καί τίς ἐπιστῆμες.

 Στό σῶμα ὅμως ἀνήκει καί ἡ ὑγεία. Αὐτήν δέν πρέπει νά τήν φροντίζουμε; Ἄς σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι ὁ Μ. Βασίλειος ἦταν καί ἰατρός, καί ἦταν σέ ὅλη του τήν ζωή φιλάσθενος· ὅτι ἐπίσης στήν περίφημη «Βασιλειάδα» του πρῶτος ὀργάνωσε τήν κοινωνική πρόνοια γιά τούς ἀρρώστους μέ πλῆθος ἰατρῶν, γιά τούς πτωχούς, γιά τούς ἡλικιωμένους, πρόνοια πού ἐστόχευε ὅμως ὄχι μόνο στήν σωματική ἀλλά καί στήν πνευματική ὑγεία. 

Μᾶς λέγει λοιπόν, ὅτι δέν πρέπει νά φροντίζουμε γιά τό σῶμα καί νά ἐπιδιώκουμε μέ κάθε τρόπο ὅ,τι εἶναι καλό γιά αὐτό, δηλαδή τήν ὑγεία, τήν ὀμορφιά, τίς ἀπολαύσεις, τήν μακροζωΐα. Ἀντίθετα πρέπει νά φροντίζουμε γιά τήν ψυχή μας, αὐτήν νά κοσμοῦμε καί νά ἐπιμελούμεθα, καθαρίζοντάς την ἀπό τόν ρύπο τῆς ἁμαρτίας καί ἀπό τό αἶσχος τῆς κακίας. 

Νά παραβλέπουμε τό σῶμα γιατί εἶναι προσωρινό· νά ἐπιμελούμαστε ὅμως τήν ψυχή πού εἶναι πρᾶγμα ἀθάνατο.[16] Τήν τελευταία του μάλιστα συμβουλή «Ὑπερόρα σαρκός παρέρχεται γάρ ἐπιμελοῦ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτου» παρέλαβε ἐπί λέξει ὁ ὑμνογράφος πού συνέθεσε τό ἀπολυτίκιο τῶν ἀσκητῶν καί ἀκητριῶν πού ἀρχίζει μέ τίς λέξεις «ἐν σοί Πάτερ ἀκριβῶς διεσώθη τό κατ᾽ εἰκόνα» ἤ «ἐν σοί Μῆτερ...», ὅπου λέγεται ὅτι ὁ ἀσκητής ἤ ἡ ἀσκήτρια μᾶς ἐδίδαξαν «ὑπερορᾶν μέν σαρκός, παρέρχεται γάρ, ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτου».

Πολύ πιό δυνατή εἶναι ἡ ἐκτίμηση πού κάνει ὁ Μ. Βασίλειος ἀπευθυνόμενος «Πρός τούς νέους» γιά τά ἀγαθά τῆς παρούσης ζωῆς, ἀνάμεσα στά ὁποῖα βέβαια καί ἡ ὑγεία καί τό κάλλος τοῦ σώματος.

 Τούς λέγει λοιπόν ὅτι τό κριτήριο τῶν Χριστιανῶν δέν εἶναι μικρό, στενό καί περιορισμένο. Δέν κρίνουμε τά πράγματα ἀπό τό ἄν μᾶς ὠφελοῦν μόνον στήν παρούσα ἐφήμερη ζωή. Δέν εἴμαστε κοντόφθαλμοι, ἁπλώνουμε τήν ματιά μας στήν ἀπέραντη αἰωνιότητα. ῞

Ο,τι συντελεῖ γιά τήν αἰώνια προοπτική μας τό ἀσπαζόμαστε, τό ἐπιδιώκουμε καί τό ἐπιθυμοῦμε· Ὅσα ὅμως εἶναι χρήσιμα μόνο γιά τήν παροῦσα ζωή τά παραβλέπουμε γιατί δέν ἔχουν καμμία ἀξία[17].

4. Οἱ Χριστιανοί δέν φοβοῦνται τόν θάνατο. Τώρα χάθηκαν ἡ παλληκαριά καί ἡ ἀνδρειοσύνη. Φραγκέψαμε.
Ἡ ἐξάπλωση τῆς λοίμωξης τοῦ κορωναϊοῦ, ἔχει ἐνσπείρει σέ ὅλο τόν πλανήτη τόν φόβο, τόν πανικό τοῦ θανάτου. 

Εἶναι ὅλοι τρομοκρατημένοι, ἀνήσυχοι, γεμᾶτοι ἀγωνία, μήπως συμβεῖ καί προσβληθοῦν ἀπό τόν ἰό, εἴτε οἱ ἴδιοι εἴτε συγγενικά τους πρόσωπα, καί ὁδηγηθοῦν στόν θάντο. Ἕνα ἀπέραντο δίχτυ φόβου ἔχει ἁπλωθῆ πάνω στή γῆ καί ἔχει φυγαδεύσει τήν χαρά καί τήν αἰσιοδοξία. Αἰχμάλωτοι αὐτοῦ τοῦ φόβου ὅλοι.


Αὐτό δέν εἶναι δικαιολογημένο γιά τίς χριστιανικές κοινωνίες, τίς ὁποῖες ἔπρεπε νά χαρακτηρίζει ἡ ἀφοβία μπροστά στόν θάνατο μέ βάση τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τήν ζωή Του ἡ ὁποία σφραγίσθηκε ἀπό ἕνα ἐπονείδιστο θάνατο διά τοῦ Σταυροῦ, ἀλλά καί ἀπό τήν θριαμβευτική νίκη ἐναντίον τοῦ θανάτου, ὅπως ψάλλουμε στόν ἀναστάσιμο ὕμνο «Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».

Δέν εἰσηγεῖται βέβαια ὁ Χριστιανισμός τελεία ἀπάθεια καί ἀταραξία πρό τοῦ θανάτου, ὅταν γνωρίζει ὅτι ὁ προσωρινός ἔστω χωρισμός ἀπό ἀγαπημένα πρόσωπα εἶναι ἐπώδυνος. Ἀκόμη καί ὁ Χριστός ἐδάκρυσε πρό τοῦ μνήματος τοῦ φίλου του Λαζάρου, καί ὁ ἴδιος, ὡς ἄνθρωπος, ἐδειλίασε πρό τοῦ Σταυροῦ στήν ἐναγώνια προσευχή του στόν κῆπο τῆς Γεσθημανῆ παρακαλώντας νά ἀποφύγει τό πικρό ποτήριο τοῦ θανάτου.

 Ἀλλά ἀκριβῶς καταπολεμώντας ὁριστικά αὐτήν τήν φυσική δειλία τῆς ἀνθρώπινης φύσης προχώρησε ἐθελούσια πρός τόν θάνατο, ὥστε μέ τήν Ἀνάστασή του νά δείξει ὅτι τό κράτος καί ἡ ἰσχύς τοῦ θανάτου ἔληξε ὁριστικά καί ὅτι τήν δική του Ἀνάσταση θά ἀκολουθήσει ἡ ἀνάσταση ὅλων τῶν ἀνθρώπων.

Ἀπό τήν νύκτα τῆς Ἀναστάσεως, τήν ὁποία τώρα μᾶς ζητοῦν νά μήν ἑορτάσουμε, νά μήν ἀκουσθεῖ τό «Χριστός Ἀνέστη», ἄλλαξε ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος, γιατί ἔπαυσε ὁ φόβος, ὁ πανικός τοῦ θανάτου. 

Οἱ φοβισμένοι καί κλεισμένοι στά σπίτια τους Ἀπόστολοι «Διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων», ὅπως μᾶς ἔκλεισαν τώρα καί ἐμᾶς οἱ πολιτικοί ἄρχοντες καί ἀρχιερεῖς «διά τόν φόβον τοῦ κορωνοϊοῦ», ἀποβάλλουν κατά θαυμαστό τρόπο τόν φόβο καί τήν δειλία, κηρύσσουν μέ θάρρος τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ· οἱ περισσότεροι χύνουν τό αἷμα τους, γίνονται μάρτυρες, ἄφοβοι καί θαρραλέοι μπροστά στά μαρτύρια καί στόν θάνατο. 

Θά χρειαζόταν νά γραφεῖ ὁλόκληρο βιβλίο, γιά νά παρουσιασθεῖ αὐτή ἡ γενναιότητα, καί ἀφοβία τῶν Χριστιανῶν μπροστά στόν θάνατο, πού ἐντυπωσίασε τόν ἀρχαῖο κόσμο καί συνετέλεσε στό νά διαδοθεῖ καί νά ἐξαπλωθεῖ γρήγορα ὁ Χριστιανισμός στά πέρατα τῆς Οἰκουμένης, διότι ἐλευθέρωνε τούς ἀνθρώπους ἀπό τά δεσμά καί τόν φόβο τοῦ θανάτου καί τούς ἄνοιγε τήν ἐλπίδα τῆς μετά θάνατον ζωῆς.

Διαθέτουμε τήν σχετική μαρτυρία τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου τοῦ φιλοσόφου καί μάρτυρος, ὁ ὁποῖος, εἰδωλολάτρης ὤν καί κυνηγώντας ὡς φιλόσοφος νά βρεῖ τήν ἀλήθεια καί νά ἀναπαυθεῖ, μετά ἀπό περιπλάνηση σέ διάφορες φιλοσοφικές σχολές καί διδασκαλίες, καί ἀπογοητευμένος ἀπό παντοῦ, βρῆκε στόν Χριστιανισμό αὐτό πού ζητοῦσε, καί κυρίως τήν ἐλευθερία ἀπό τόν φόβο τοῦ θανάτου. 

Ἄν σήμερα ὁ Χριστιανισμός δέν ἐπηρεάζει τούς ἀνθρώπους, ὥστε νά τούς κερδίση καί νά τούς σώσει, αὐτό ὀφείλεται εἰς τό ὅτι οἱ Χριστιανοί παύσαμε ἐμπράκτως νά δείχνουμε ὅτι πιστεύουμε στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί στήν μετά θάνατον ζωή καί πρῶτοι ἐμεῖς τρέμουμε μπροστά στήν ὁποιαδήποτε ἀπειλή, φιλόϋλοι καί φιλόσαρκοι, δειλοί καί ἀπελπισμένοι. 

Μᾶς λέγει λοιπόν ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος στήν Β´ Ἀπολογία του, τήν ὁποία ἀπηύθυνε τό 160 μ.Χ. πρός τόν αὐτοκράτορα Μᾶρκο Αὐρήλιο, ὅτι ὁ ἴδιος, ἐνῶ ἀκόμα ἦταν ὀπαδός τοῦ Πλάτωνος, ὅταν ἄκουγε νά κατηγοροῦνται καί νά συκοφαντοῦνται οἱ Χριστιανοί μέ διάφορα ψεύδη τούς ἔβλεπε ὅμως «ἀφόβους πρός θάνατον καί πάντα τά ἄλλα νομιζόμενα φοβερά», κατάλαβε τίς συκοφαντίες, γιατί ἦταν ἀδύνατο φιλήδονοι, κακοί καί ἀκρατεῖς ἄνθρωποι νά θέλουν νά πεθάνουν, ἀντί νά ζήσουν καί νά συνεχίσουν τήν φιλόϋλη καί φιλήδονη ζωή[18].

Δέν θά ἀφήσω τήν γραφίδα μου νά παρασυρθεῖ καί νά γράψει πολλά γιά τό θέμα αὐτό. Ἐνδεικτικά μόνον ἐλάχιστα στοιχεῖα, ὥστε νά φανεῖ πόσο ἄστοχη ἦταν ἡ ἐνέργεια τῶν ἐπισκόπων νά κλείσουν τούς ναούς ἐπηρεασμένοι ἀπό τόν φόβο καί τόν πανικό τῆς ἀπειλῆς τοῦ θανάτου. 

Ἔδωσε πολύ καλό μάθημα ἡ γριούλα στόν μητροπολίτη Φθιώτιδος, ὅταν, σέ προτροπή του νά μείνει σπίτι καί νά μήν ἐκκλησιάζεται αὐτές τίς ἡμέρες, τοῦ ἀπήντησε ὅτι δέν φοβᾶται τόν θάνατο, καί μακάρι νά πεθάνει ἐξ αἰτίας τοῦ ἐκκλησιασμοῦ.

Μέσα στά Εὐαγγέλια μπροστά σέ ὅλες τίς ἀπειλές θανάτου κυριαρχεῖ ἡ προτροπή τοῦ Χριστοῦ «μή φοβοῦ, μή φοβεῖσθε». Ἀκούσαμε παρόμοια προτροπή αὐτόν τόν καιρό; Μή φοβηθῆτε ἀπό αὐτούς ἤ ἀπό αὐτά πού φονεύουν τό σῶμα, δέν μποροῦν ὅμως νά βλάψουν τήν ψυχή, μᾶς λέγει ὁ Χριστός[19]. 

Στούς κινδυνεύοντες νά πνιγοῦν ἀπό τήν τρικυμία στήν θάλασσα τῆς Τιβεριάδος Ἀποστόλους ἦλθε ὁ Χριστός περπατώντας ἐπάνω στά νερά καί τούς εἶπε: «Θαρσεῖτε ἐγώ εἰμί· μή φοβεῖσθε»[20]. 

Στόν ἀρχισυνάγωγο τοῦ ὁποίου ἡ κόρη ἦταν ἑτοιμοθάνατη καί ζήτησε τήν βοήθεια τοῦ Χριστοῦ, ἀκόμη καί ὅταν καθ᾽ ὁδόν ἔμαθαν ὅτι ἀπέθανε, ὁ Χριστός τοῦ εἶπε: «Μή φοβοῦ, μόνον πίστευε». Καί ὅταν μέσα στό σπίτι συνήντησε θρήνους καί ἀλαλαγμούς ἀπό τούς συγγενεῖς καί γνωστούς, εἶπε: «Τί θορυβεῖσθε καί κλαίετε; Τό παιδίον οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλά καθεύδει»[21]. 

Στήν συντετριμμένη ἀπό τόν θάνατο τοῦ ἀδελφοῦ της Λαζάρου Μάρθα, ἡ ὁποία, ὅταν ἄκουσε τήν διαβεβαίωση τοῦ Χριστοῦ ὅτι θά ἀναστηθεῖ ὁ ἀδελφός της, νόμισε ὅτι ἐννοεῖ τήν κοινή ἀνάσταση ὅλων κατά τήν μέλλουσα κρίση, ὁ Χριστός τῆς ἀπήντησε ὅτι θά ἀναστηθεῖ τώρα, διότι «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἄν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καί πᾶς ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ οὐ μή ἀποθάνῃ εἰς τόν αἰῶνα»[22].

 Πόσο ἀδύναμος ἔγινε τώρα ὁ Χριστός, ὁ νικητής τοῦ θανάτου, μπροστά στήν ἀπειλή τοῦ κορωνοϊοῦ; Θά μπορούσαμε καί ἐμεῖς νά ἀπαντήσουμε ὅτι ἔχει τήν δύναμη νά μᾶς προστατεύσει, ὅπως ἀπήντησε ἡ Μάρθα, ὅτι μπορεῖ νά ἀναστήσει τόν ἀδελφό της ἤ μᾶς δέρνει ἡ ὀλιγοπιστία καί ἡ ἀπιστία;

Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες δέν ἐδειλίασαν ποτέ μπροστά στόν θάνατο καί ἐδίδαξαν τήν ἀφοβία, τήν ἐλπίδα καί τό θάρρος. 

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει πρός τούς Θεσσαλονικεῖς ὅτι μπροστά στόν θάνατο οἱ Χριστιανοί δέν πρέπει νά λυπόμαστε, ὅπως οἱ ἄλλοι, πού δέν ἐλπίζουν στήν μετά θάνατον ζωή καί στήν Ἀνάσταση· «ἵνα μή λυπῆσθε καθώς καί οἱ λοιποί οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα»[23].

 Στήν ὁλοκληρωμένη δέ ἀναφορά στό θέμα τῆς Ἀναστάσεως πού μᾶς ἄφησε στό 15ο κεφάλαιο τῆς Α´ Πρός Κορινθίους ἐπιστολῆς μᾶς λέγει ὅτι ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τό κέντρο, τόν πυρήνα τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος. 

Χωρίς αὐτήν εἶναι κενό περιεχομένου τό χριστιανικό κήρυγμα καί δέ ἔχει νόημα ἡ χριστιανική πίστη· χωρίς τήν Ἀνάσταση οἱ Χριστιανοί θά ἤμασταν οἱ ἐλεεινότεροι ὅλων τῶν ἀνθρώπων, διότι οἱ θυσίες πού κάνουμε στήν παρούσα ζωή, γιά νά κατακτήσουμε τήν μέλλουσα, πᾶνε χαμένες.

 Αὐτό ὅμως δέν ἰσχύει, διότι ὁ Χριστός ἀναστήθηκε, ἐνίκησε τόν θάνατο καί ἄνοιξε τό δρόμο καί γιά τήν δική μας ἀνάσταση: «Εἰ ἐν τῇ ζωῇ ταύτῃ ἠλπικότες ἐσμέν ἐν Χριστῷ μόνον, ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων ἐσμέν. Νυνί δέ Χριστός ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο»[24]. 

Τόσο πολύ ἀγαποῦσε νά βρεθεῖ κοντά στόν Χριστό, ὥστε ἔγραφε ὅτι γιά μένα ζωή εἶναι ὁ Χριστός, καί ὁ θάνατος εἶναι κέρδος: «Ἐμοί τό ζῆν Χριστός καί τό ἀποθανεῖν κέρδος»[25]. 

Καί ὅτι ἐπιθυμεῖ νά πεθάνει γιά νά συναντηθεῖ μέ τόν Χριστό: «Τήν ἐπιθυμία ἔχων εἰς τό ἀναλῦσαι καί σύν Χριστῷ εἶναι»[26].

 Καί ἐκπληρώθηκε βέβαια αὐτή ἡ ἐπιθυμία του μέ τόν μαρτυρικό θάνατο πού ὑπέστη στήν Ρώμη κατά τόν διωγμό τοῦ Νέρωνος τό 67 μ.Χ.

Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, μεγάλος ἀποστολικός Πατήρ τοῦ 2ου μ.Χ. αἰῶνος καί μεγάλος ἱερομάρτυς, μᾶς ἐκπλήσει ὅλους μέ τήν ἀγάπη του γιά τό Χριστό καί τήν ἀφοβία του μπροστά στόν θάνατο, ὅπως καί οἱ ἄλλοι Μάρτυρες καί Νεομάρτυρες. 

Συλληφθείς στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ἦταν ἐπίσκοπος, ἀπό τούς διῶκτες Ρωμαίους, ὁδηγήθηκε ὁδικῶς μέ τήν συνοδεία Ρωμαίων στρατιωτῶν στή Ρώμη. Καθ᾽ ὁδόν πληροφορήθηκε ὅτι οἱ ντόπιοι Χριστιανοί ἔκαναν προσπάθειες νά ἀθωωθεῖ καί νά μή ὁδηγηθεῖ στό μαρτύριο. 

Τούς ἔστειλε λοιπόν τήν γνωστή ἐπιστολή Πρός Ρωμαίους, ἕνα κλασσικό κείμενο γιά τόν ἔρωτα πρός τόν Χριστό καί τήν ἀφοβία μπροστά στόν θάνατο, στό ὁποῖο τούς παρακαλεῖ νά μήν τόν ἐμποδίσουν νά ἀποθάνει γιά τόν Χριστό. 

Μεταξύ ἄλλων τούς γράφει: «Οὐδέν με ὠφελήσει τά πέρατα τοῦ κόσμου οὐδέ αἱ βασιλεῖαι τοῦ αἰῶνος τούτου· καλόν ἐμοί ἀποθανεῖν διά Ἰησοῦν Χριστόν ἤ βασιλεύειν τῶν περάτων τῆς γῆς... 

Ἐκεῖνον ζητῶ, τόν ὑπέρ ἡμῶν ἀποθανόντα καί ἀναστάντα...
 Ὁ ἐμός ἔρως ἐσταύρωται, καί οὐκ ἔστιν ἐν ἐμοί πῦρ φιλόϋλον· ὕδωρ δέ ζῶν, ἁλλόμενον ἐν ἐμοί, ἔσωθέν μοι λέγον· Δεῦρο πρός τόν Πατέρα»[27].

Καί μία ἀναφορά πρός τόν μεγαλομάρτυρα Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος καθηρημένος καί ἐξόριστος ἀπό ἀναξίους ἐπισκόπους ἐπί τρία ἔτη (404-407), πέθανε τό 407, παράδειγμα μέγιστο παρρησίας, ἀφοβίας καί ἐλευθεροστομίας. 

Μᾶς λέγει λοιπόν γράφοντας πρός τήν διακόνισσα Ὀλυμπιάδα, ἡ ὁποία εἶχε πάθει κατάθλιψη, βλέποντας τήν κατάσταση τῶν πραγμάτων τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι δέν φοβᾶται τίποτε ἄλλο παρά μόνο τούς ἐπισκόπους, πλήν ὀλίγων, καί ὅτι τίποτε ἄλλο δέν εἶναι φοβερό καί κακό παρά μόνον ἡ ἁμαρτία[28]. 

Σέ ἕνα ἐξαιρετικό δέ κείμενο πού θυμίζει Ἀπόστολο Παῦλο καί Ἰγνάτιο Ἀντιοχείας, πού ἀμφότεροι συνδέονται μέ τήν πόλη ὅπου γεννήθηκε καί ἕδρασε ὁ Χρυσορρήμων Πατήρ, ἐκφράζει τήν ἀφοβία του πρός τόν θάνατο καί τά ἄλλα δεινά, μεγαλώνοντας ἔτσι τήν ντροπή γιά τήν σημερινή μας κατάντια: «Τί δεδοίκαμεν εἰπέ μοι, τόν θάνατον; Ἐμοί τό ζῆν Χριστός καί τό ἀποθανεῖν κέρδος. 

Ἀλλ᾽ ἐξορίαν εἰπέ μοι; Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς. Ἀλλά χρημάτων δήμευσιν; οὐδέν εἰσηνέγκαμεν εἰς τόν κόσμον, δῆλον ὅτι οὐδέ ἐξενεγκεῖν δυνάμεθα. Καί τά φοβερώτερα τοῦ κόσμου ἐμοί εὐκαταφρόνητα καί τά χρηστά καταγέλαστα. 

Οὐ πενίαν δέδοικα, οὐ πλοῦτον ἐπιθυμῶ, οὐ θάνατον φοβοῦμαι, οὐ ζῆσαι εὔχομαι, εἰ μή διά τήν ὑμετέραν προκοπήν... Χριστός μετ᾽ ἐμοῦ, καί τίνα φοβηθήσομαι»[29].

Μέ αὐτήν τήν ἐν Χριστῷ ἀφοβία καί ἀνδρεία μπροστά στόν θάνατο οἰκοδομήθηκε καί ἐμποτίσθηκε ἡ νέα χριστιανική πολιτεία τῆς Ρωμιοσύνης τοῦ Βυζαντίου, καί αὐτήν ὡς πολύτιμο θησαυρό, κληρονομήσαμε οἱ τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους. 

Αὐτή ἄλλωστε συνετέλεσε καί στό θαῦμα τῆς παλιγγενεσίας τοῦ 1821, μέ κυρίαρχο σύνθημα «Ἐλευθερία ἤ θάνατος», τόν ἁγιασμένο χαρακτήρα τοῦ ὁποίου ἐπιχειροῦν νά διαστρέψουν καί νά θάψουν οἱ ἑτοιμάζοντες τίς ἑορταστικές ἐκδηλώσεις γιά τό ἑπόμενο ἔτος μέ τήν συμπλήρωση 200 ἐτῶν (1821-2021). 

Αὐτήν τήν ἀφοβία ὅμως χάσαμε, λόγῳ τῆς συνεπαφῆς μας μέ τά «φωτισμένα» ἔθνη τῆς Εὐρώπης, ἡ ὁποία σταδιακά ἀποχριστιανίσθηκε μέ μεγάλη εὐθύνη τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ, πού τήν παρέδωκαν εὔκολα στόν ἀθεϊσμό τῆς ᾽Αναγέννησης καί τοῦ σκοτισμένου Διαφωτισμοῦ.

Ὁ Ὀρθόδοξος Ρωμιός, ὁ Ἕλληνας, πρίν μεταλλαχθεῖ σέ Εὐρωπαῖο-Φράγκο, ὀρθολογιστή καί καλοπερασάκια, δέν φοβόταν τόν θάνατο· εἶχε τίς ἀρετές τῆς παλληκαριᾶς, τῆς ἀνδρειοσύνης, τοῦ φιλότιμου. Προκειμένου νά κρατήσει τίς ἀξίες του, τήν τιμή του, τήν ἀξιοπρέπειά του, δέν λογάριαζε ὅτι θά χάσει τίς ἀνέσεις καί τά ἀγαθά του, δέν φοβόταν, ὅπως ὁ Διγενής Ἀκρίτας νά παλέψει, νά ἀναμετρηθεῖ, μέ τόν θάνατο. 

Ὅπως γράφει ο Ἅγιος Συμεών, ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (1417-1429) λίγες δεκαετίες πρίν ἀπό τήν ἅλωση τῆς Πόλης, ἡ ἀφοβία πρό τοῦ θανάτου ἦταν ἕνα ἀπό τά γνωρίσματα τοῦ «Ρωμαϊκοῦ φύλου, τοῦ εὐγενοῦς ἀρχῆθεν, τοῦ καρτερικοῦ, τοῦ ἀνδρικωτάτου, καί διά πόνων καί καρτερίας καί τῆς εἰς τήν ἀρχήν ὑπακοῆς ἄχρι καί θανάτων μυρίων τῆς οἰκουμένης σχεδόν ἁπάσης ἄρξαντος»[30].

 Τά ὑπόλοιπα γνωρίσματα τοῦ Ὀρθοδόξου πολιτισμοῦ σέ σχέση μέ τόν δειλό, γήϊνο καί ὑλόφρονα Εὐρωπαϊκό πολιτισμό τά ἐκθέσαμε πρίν ἀπό πολλά ἔτη στό βιβλίο μας «Φραγκέψαμε»[31].
Ἐπίλογος

Παρά τήν προσπάθειά μας τό ἄρθρο πῆρε ἔκταση πού θά δυσκολέψει τήν ἀνάγνωσή του. Δέν τελειώσαμε ὅλα ὅσα εἴχαμε στό νοῦ μας νά γράψουμε. Ἀπομένει ἰδιαίτερα ἡ ἀναίρεση τοῦ ἐπιχειρήματος τῆς ψευδεπίγραφης ἀγάπης πρός τόν πλησίον καί πρός τούς ἡλικιωμένους, πού πεθαίνουν τραγικά ὁλομόναχοι, χωρίς ἕνα ἀγαπημένο πρόσωπο κοντά τους. 

Ἀπομένει νά δείξουμε τήν φτώχεια καί τήν κενότητα τῆς φρικτῆς ἀπόφασης τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς 1ης Ἀπριλίου, ἡ ὁποία στερούμενη βιβλικῶν καί πατερικῶν πηγῶν καί ἐρεισμάτων κατέφυγε στήν ἀθλιότητα τῆς κακοποίησης καί παραμόρφωσης θέσεων τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ὅπως ἤδη ἔχουν δείξει εὐαίσθητοι σέ θέματα Ὀρθοδοξίας ἐρευνητές[32].

 Θά κλείσουμε μέ κάτι ἐκκλησιολογικά ὀρθότατο καί ὀρθοδοξότατο πού εἶπε ἱερεύς-πνευματικός τῆς Θεσσαλονίκης σέ ἀγωνιῶντα πιστό γιά τό ἄν θά λειτουργήσει τό Πάσχα γιά νά πάει νά κοινωνήσει. 

Τοῦ ἀπάντησε ὅτι, ἐφ᾽ ὅσον τό ποίμνιό μου δέν εἶναι μαζί μου μέσα στό μαντρί τῆς Ἐκκλησίας, δέν εἶμαι πλέον ποιμήν, χωρίς τό ποίμνιο.

 Δέν θά λειτουργήσω, θά μείνω καί ἐγώ ἔξω ἀπό τόν ναό, στό σπίτι συμπονώντας καί συμμεριζόμενος τόν ἀποκλεισμό τοῦ ποιμνίου. Ὄντως λόγια ἀληθινοῦ καί ὄχι μισθωτοῦ ποιμένος.

 Γιατί «ὁ ποιμήν ὁ καλός τήν ψυχήν αὐτοῦ τίθησιν ὑπέρ τῶν προβάτων· ὁ μισθωτός δέ καί οὐκ ὤν ποιμήν οὗ οὐκ εἰσί τά πρόβατα ἴδια, θεωρεῖ τόν λύκον ἐρχόμενον καί ἀφίησι τά πρόβατα καί φεύγει· καί ὁ λύκος ἁρπάζει αὐτά καί σκορπίζει τά πρόβατα.

 Ὁ δέ μισθωτός φεύγει, ὅτι μισθωτός ἐστι καί οὐ μέλει αὐτῷ περί τῶν προβάτων»[33].


[1]. Περισσότερα βλ. εἰς Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, Ἐκκλησία καί Πολιτεία. Χωρισμός ἤ συναλληλία;, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 15-30.

[2]. Tήν ἐπιστολή τοῦ Ὁσίου Κορδούης πρός τόν Κωνστάντιο διέσωσε ὁ Μ. Αθανασιος, Ἱστορία Ἀρειανῶν 44, PG 25,744-748: «Μή τίθει σεαυτόν εἰς τά ἐκκλησιαστικά, μηδέ σύ περί τούτων ἡμῖν παρακελεύου, ἀλλά μᾶλλον παρ᾽ ἡμῶν σύ μάνθανε ταῦτα. Σοί βασιλείαν ὁ Θεός ἐνεχείρισεν, ἡμῖν τά τῆς Ἐκκλησίας ἐπίστευσε. 

Καί ὥσπερ ὁ τήν σήν ἀρχήν ὑποκλέπτων ἀντιλέγει τῷ διαταξαμένῳ Θεῷ, οὕτω φοβήθητι, μή καί σύ τά τῆς Ἐκκλησίας εἰς ἑαυτόν ἕλκων ὑπεύθυνος ἐγκλήματι μεγάλῳ γένῃ. Ἀπόδοτε, γέγραπται, τά Καίσαρος Καίσαρι καί τά τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ». Ματθ, 22,21, Μάρκ. 12,17.

[3]. Περί τῶν ἁγίων εἰκόνων 12, PG 94, 1296.

[4]. Αὐτόθι 16, PG 94, 1301-1304.
[5]. PG 116, 873ΑΒ.

[6]. Βλ. μεταξύ ἄλλων Κυριακου Κυριαζοπουλου, Προβλήματα τῆς ἀπό 1/4/2020 ἀπόφασης τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, στήν ἱστοσελίδα Romfea 3/4/20 καί Ροης Παντελιδου, Οἱ ἀλειτούργητοι πιστοί καί ἡ Ἀντιγόνη, στήν ἐφημερίδα «Τό Βῆμα» καί σέ διάφορες ἱστοσελίδες 4/4/20.

[7]. Ρωμ. 1,22.

[8]. Αὐτόθι 8,35-39.

[9]. Ψαλμός 103, 28-29.

[10]. Ματθ. 10, 28-31. Βλ. καί Λουκᾶ 21, 16-19: «Παραδοθήσεσθε δέ καί ὑπό γονέων καί συγγενῶν καί φίλων καί ἀδελφῶν καί θανατώσουσιν ἐξ ὑμῶν καί ἔσεσθε μισούμενοι ὑπό πάντων διά τό ὄνομά μου· καί θρίξ ἐκ τῆς κεφαλῆς ὑμῶν οὐ μή ἀπόληται· ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τάς ψυχάς ὑμῶν».

[11]. Ἰω. 5,14.

[12]. Λουκᾶ 17,17.

[13]. Ματθ. 16,26.

[14]. Εἰς Ἀνδριάντας 5,2, PG 49,70.

[15]. Δευτερον. 15,9.

[16]. Εἰς τό «Πρόσεχε σεαυτῷ» 3, ΕΠΕ 6, 222: «Τί οὖν φησιν ὁ λόγος; Μή τῇ σαρκί πρόσεχε μηδέ τό ταύτης ἀγαθόν ἐκ παντός τρόπου δίωκε· ὑγείαν καί κάλλος καί ἡδονῶν ἀπολαύσεις καί μακροβίωσιν... Ὑπερόρα σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελοῦ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτου».

[17]. Πρός τούς νέους, ὅπως ἄν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων 2, ΕΠΕ 7, 318: «Ἡμεῖς, ὦ παῖδες, οὐδέν εἶναι χρῆμα παντάπασι τόν ἀνθρώπινον βίον τοῦτον ὑπολαμβάνομεν, οὔτ᾽ ἀγαθόν τι νομίζομεν ὅλως, οὔτ᾽ ὀνομάζομεν, ὅ τήν συντέλειαν ἡμῖν ἄχρι τούτου παρέχεται. 

Οὔκουν προγόνων περιφάνειαν, οὐκ ἰσχύν σώματος, οὐ κάλλος, οὐ μέγεθος, οὐ τάς παρά τῶν ἀνθρώπων τιμάς, οὐ βασιλείαν αὐτήν, οὐχ ὅ,τι ἄν εἴπο τις τῶν ἀνθρωπίνων μέγα, ἀλλ᾽ οὐδέ εὐχῆς ἄξιον κρίνομεν ἤ τούς ἔχοντας ἀποβλέπομεν, ἀλλ᾽ ἐπί μακρότερον πρόϊμεν ταῖς ἐλπίσι καί πρός ἑτέρου βίου παρασκευήν ἅπαντα πράττομεν. 

Ἅ μέν οὖ ἄν συντελῇ πρός τοῦτον ἡμῖν, ἀγαπᾶν τε καί διώκειν παντί σθένει χρῆναί φαμεν, τά δέ οὐκ ἐξικνούμενα πρός ἐκεῖνον, ὡς οὐδενός ἄξια παρορᾶν».

[18]. Β´ Ἀπολογία 12, PG 6, 464ΑΒ: «Καί γάρ αὐτός ἐγώ τοῖς Πλάτωνος χαίρων διδάγμασι, διαβαλλομένους ἀκούων Χριστιανούς, ὁρῶν δέ ἀφόβους πρός θάνατον καί πάντα τά ἄλλα νομιζόμενα φοβερά, ἐνενόουν ἀδύνατον εἶναι ἐν κακίᾳ καί φιληδονίᾳ ὑπάρχει αὐτούς. Τίς γάρ φιλήδονος, ἤ ἀκρατής, καί ἀνθρωπίνων σαρκῶν βοράν ἀγαθόν ἡγούμενος, δύναιτο ἄν θάνατον ἀσπάζεσθαι, ὅπως τῶν αὐτοῦ ἀγαθῶν στερηθῇ;».

[19]. Ματθ. 10,28.

[20]. Αὐτόθι 14,27.
[
21]. Αὐτόθι 15,21-43.

[22]. Ἰω. 11, 23-36.

[23]. Α´ Θεσ. 4,13.

[24]. Α´ Κορ. 15, 1920.

[25]. Φιλιπ. 1,21.

[26]. Αὐτόθι 1, 23.

[27]. Πρός Ρωμαίους 6-7, PG 5, 688-689.

[28]. Πρός Ὀλυμπιάδα, Ἐπιστολή 14,4, PG 52, 685: «Οὐδένα λοιπόν δέδοικα ὡς τούς ἐπισκόπους, πλήν ὀλίγων». Αὐτόθι: «Ἕν λυπηρόν ἁμαρτία μόνον· τά δέ ἄλλα πάντα κόνις καί καπνός» Εἰς Ἀνδριάντας 5,2, PG 49,70: «Οὐδέν δεινόν τῶν ἀνθρωπίνων δεινῶν, ἀλλ᾽ ἡ ἁμαρτία μόνον, οὐ πενία, οὐ νόσος, οὐχ ὕβρις, οὐκ ἐπήρεια, οὐκ ἀτιμία, οὐ τό πάντων δοκοῦν ἔσχατον εἶναι τῶν κακῶν, ὁ θάνατος».

[29]. Ὁμιλία πρό τῆς ἐξορίας 1, PG 52,427.

[30]. Ὁμιλία καί ἀπολογία ἐν τῷ μέλλειν ἀπέρχεσθαι 6, εἰς D. Balfour, Politico-Historical Works of Symeon archbischp of Thessalonica (1416/17 to 1429), Wien 1979, σελ. 47.

[31]. Βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, Φραγκέψαμε. Ἡ εὐρωπαϊκή μας αἰχμαλωσία, Θεσσαλονίκη 1994, ἰδιαίτερα τό κεφ. Β· «Οἱ Ἑλληνοχριστιανικές ἀξίες καί ὁ Εὐρωπαϊκός πολιτισμός» σελ. 39-71.

[32]. Βλ. τήν ἐξαιρετική ἀνάλυση καί ἀναίρεση τοῦ Γεωργιου Τζανακη, Ὅταν (τηλε) ἀποφασίζει ἡ Ἱεραρχία α´, στό Διαδίκτυο, 2 Ἀπριλίου 2020.
[33]. Ἰω. 10, 11-13.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου