Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2022

Ο ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ ΜΕΔΙΟΛΑΝΩΝ ΚΑΙ Ο ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ!

ΜΕΓΑΛΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ 4ου ΑΙΩΝΑ μ.Χ. ΩΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ 

ΜΕΡΟΣ 3ο


Γράφει ο Νικήτας Αποστόλου

6. Ο άγιος Αμβρόσιος επίσκοπος Μεδιολάνων 
γεννήθηκε περί το 340μ.Χ. στην πόλη Τρέβηρα .

Σπούδασε λατινική και ελληνική φιλολογία, φιλοσοφία και νομική. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του εγκαταστάθηκε στα Μεδιόλανα και άρχισε να δικηγορεί.

Έτσι έγινε γνωστός και για το ήθος του αγαπητός, από τους κατοίκους των Μεδιολάνων. Ο αυτοκράτορας της Δύσεως Ουαλεντιανός εκτιμώντας τις ικανότητές του και το ήθος του τον διόρισε διοικητή των επαρχιών Λιγυρίας και Αιμιλίας, με έδρα τα Μεδιόλανα.

Σε αυτήν την κυβερνητική θέση ο Αμβρόσιος αναδείχθηκε ικανότατος, αλλά και δίκαιος και φιλόστοργος ανακουφίζοντας τους έχοντας ανάγκη. Έτσι ως κοσμικός αξιωματούχος αγαπήθηκε από το λαό και έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως.

Μετά το θάνατο του ορθοδόξου Επισκόπου των Μεδιολάνων, οι ομάδες των αρειανών επιχείρησαν να καταλάβουν το επισκοπείο και να χειροτονήσουν δικό τους επίσκοπο. Οι ορθόδοξοι επίσκοποι βρισκόταν σε αμηχανία , λόγω της έκρυθμης κατάστασης, η οποία εξελισσομένη θα προκαλούσε ταραχές και συγκρούσεις.

Ως τοπικός διοικητής ο Αμβρόσιος, βλέποντας την δύσκολη κατάσταση, κατέβηκε στην αγορά, να επιβάλλει την τάξη. Τα γεγονότα εξελίχθηκαν απρόσμενα. Εξελέγη εκείνος ως Επίσκοπος και μάλιστα, χωρίς να είναι ακόμα βαπτισμένος χριστιανός. Ήταν τότε ακόμη κατηχούμενος.

Ο Αμβρόσιος το θεώρησε ως κλήση από το Θεό να αναλάβει την εκκλησιαστική διακονία και αποδέχτηκε τη θέληση του λαού. Έτσι αμέσως βαπτίστηκε και σε οκτώ ημέρες χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος. Ακολούθως στις 7 Δεκεμβρίου του 364 μ. Χ. χειροτονήθηκε Επίσκοπος των Μεδιολάνων.

Πρώτη του ενέργεια ήταν να απαλλαγεί από τη μεγάλη περιουσία του, την οποία μοίρασε στους φτωχούς και το μόνο που κράτησε ήταν τα ενδύματά του και τα βιβλία του. Εργάστηκε στη συνέχεια δραστήρια για την ανόρθωση της τοπικής εκκλησίας του.

Μειλίχιος και πράος άνδρας. Απέναντι όμως στους ισχυρούς του κόσμου, όταν χρειάστηκε ήταν άτεγκτος ελεγκτής των. 

Συγκεκριμένα όταν η χήρα του αυτοκράτορα Ουαλεντιανού του Α΄ Ιουλίνη, η οποία συμπαθούσε τους αρειανούς, το 385 μ.Χ., ζήτησε μέσω του υιού της να παραχωρήσει ο Αμβρόσιος ναό στους αρειανούς, έξω από την πόλη, ο Αμβρόσιος ως Επίσκοπος θεώρησε το αίτημα προδοσία της Ορθοδοξίας και αρνήθηκε να ικανοποιήσει το αυτοκρατορικό αίτημα.

 Ο αυτοκράτορας θεώρησε προσβολή την άρνησή του και γι’ αυτό έστειλε στρατιώτες, την ώρα της Θείας Λειτουργίας να συλλάβουν τον Αμβρόσιο. Ο Αμβρόσιος έμεινε γαλήνιος και ατάραχος. Οι πιστοί προειδοποίησαν ότι θα στασίαζαν εάν συλλαμβάνονταν και οι στρατιώτες αρνήθηκαν να τον συλλάβουν. Έτσι αναγκάστηκε ο αυτοκράτορας να ανακαλέσει τη διαταγή του.

Όμως η βασιλομήτορα επανήρθε με αίτημά της, ένα χρόνο μετά, για παραχώρηση ναού στους αιρετικούς αρειανούς. Ο Αμβρόσιος αρνήθηκε και πάλι .

Ο αυτοκράτορας οργίστηκε και διέταξε τη σύλληψη και την εξορία του ηρωικού και απείθαρχου Επισκόπου.

Ο Αμβρόσιος έμεινε κλεισμένος στο ναό, φρουρούμενος από πιστούς χριστιανούς για πολλές ημέρες. Τότε ο αυτοκράτορας υποχρεώθηκε να ανακαλέσει τη διαταγή του, μπροστά στην ηρωική στάση του Αμβροσίου και στον κίνδυνο στάσεως από τον πιστό λαό των Μεδιολάνων.

Ο Αμβρόσιος απαγόρευσε και την παραμονή και κοινωνία του πανίσχυρο αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α΄ μέσα στο Ιερό Βήμα, δείχνοντας την ανωτερότητα της ιερατικής εξουσίας, η οποία πηγάζει από το Θεό, λέγοντάς του “Έξιθι βασιλεύ...Η αλουρίς (πορφύρα) γαρ βασιλείς ουχ ιερείς ποιείν” .

Ήταν η συμπεριφορά αυτή μια ενσυνείδητη πράξη του Αγίου Αμβροσίου ότι ο Αυτοκράτορας δεν ήταν πλέον ο Μεγάλος Ποντίφικας της Αυτοκρατορίας, αλλά ότι όφειλε ως χριστιανός να σέβεται την Αυτονομία της Εκκλησίας .

Αλλά το γεγονός, που έκαμε γνωστό το ηρωικό φρόνημα του Αμβροσίου, ήταν ο δριμύς έλεγχος που άσκησε στον Θεοδόσιο. Το 390 μ.Χ. έγινε στάση στη Θεσσαλονίκη, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν ο στρατηγός της πόλεως Βουδέριχος και στρατιώτες της φρουράς του.

\ Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος θύμωσε και αποφάσισε να τιμωρήσει σκληρά και παραδειγματικά τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης. Διέταξε γενική σφαγή σε συγκέντρωση μεγάλου πλήθους των κατοίκων που έγινε στον ιππόδρομο. Φονεύτηκαν περισσότεροι από επτά χιλιάδες αθώοι πολίτες. Μετά από λίγο καιρό βρέθηκε στα Μεδιόλανα και μετέβη με την πολυπληθή συνοδεία του στο μητροπολιτικό ναό της πόλεως να εκκλησιαστεί.

Ο Αμβρόσιος πληροφορήθηκε την προσέλευση του αυτοκράτορα, πήρε το Ιερό Ευαγγέλιο και τον περίμενε στη θύρα του ναού. Όταν εκείνος πλησίασε τον έλεγξε δριμύτατα για το αποτρόπαιο έγκλημά του και του απαγόρευσε την είσοδο στο ναό! Του ζήτησε να μετανοήσει ειλικρινά και να ζητήσει δημόσια συγνώμη!

Όλοι περίμεναν να οργιστεί ο αυτοκράτορας και να δώσει διαταγή για την τιμωρία του Επισκόπου, ο οποίος τόλμησε να του εναντιωθεί και να τον ταπεινώσει δημόσια με αυτόν τον τρόπο.

Αλλά ο έλεγχος του Αμβροσίου λειτούργησε λυτρωτικά. Ο Αυτοκράτορας άρχισε να συνειδητοποιεί το μεγάλο αμάρτημά του, μετανόησε και άρχισε να τρέμει σύγκορμα και να κλαίει με λυγμούς. Ο Αμβρόσιος του επέβαλε επιτίμιο οκτάμηνης αποχής από τη Θεία Ευχαριστία. Τον κοινώνησε τα Χριστούγεννα, ύστερα από δημόσια εξομολόγηση!

7.Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος 
Γεννήθηκε στην Αντιόχεια το 349 μ.Χ.

Τα πρώτα γράμματα τα διδάχθηκε από την μητέρα του Ανθούσα. Σπούδασε στην Αντιόχεια στη σχολή του Λιβάνιου ρητορική και του Ανδραγαθίου φιλοσοφία. Ακολούθησε θεολογικές σπουδές , στη μεγάλη θεολογική σχολή της Αντιόχειας. 

Το επάγγελμα του συνηγόρου το άσκησε για λίγους μήνες. Το εγκατέλειψε και βαπτίστηκε Χριστιανός. Το 371μ.Χ. χειροθετήθηκε αναγνώστης και το 372 μ.Χ., ακολούθησε τον μοναχισμό ως τρόπο ζωής. Βίωσε έξι χρόνια μοναστικής ζωής με σκληρή άσκηση. 

Το 381μ.Χ., χειροτονείται διάκονος και το 386μ.Χ. πρεσβύτερος. Ως πρεσβύτερος ήδη αρχίζει να αναπτύσσει έντονη συγγραφική και ποιμαντική δράση. Ιδρύει ευαγή ιδρύματα, όπως πτωχοκομεία και γηροκομεία και καθιερώνει συσσίτιο. Η φήμη για την ρητορική και ποιμαντική του ικανότητα εκτοξεύεται πολύ πέραν της Αντιοχείας.

Το 387μ.Χ., οι κάτοικοι της Αντιόχειας στασίασαν και συνέτριψαν τους ανδριάντες της οικογενείας του αυτοκράτορα. Ο Αρκάδιος έδωσε αυστηρές διαταγές να τιμωρηθούν αμείλικτα. Οι αυτοκρατορικοί επίτροποι έφθασαν στην Αντιόχεια και άρχισαν με φυλακίσεις και βασανισμούς το τιμωρητικό τους έργο. 

Αντίθετα προς την εντελώς παθητική αντιμετώπιση των διώξεων από τις κοσμικές αρχές των Αντιοχέων, ο Χρυσόστομος ξεσήκωσε τους μοναχούς και ιερείς της Αντιοχείας και εκείνοι πρόβαλαν ηρωική αντίδραση. Ήταν μια υπέροχη αναίμακτη εξέγερση των μοναχών και ιερέων εναντίον των κρατικών αρχών. 

Περιεκύκλωσαν το δικαστήριον και ζητούσαν να αναβληθεί η δίκη, ή να καταδικασθούν αυτοί αντί εκείνων! Κατόπιν αυτών οι δικαστές απεφάσισαν “μη την καταδικάζουσαν εξενεγκείν ψήφον, άλλ’ εις την του βασιλέως γνώμην αναβαλέσθαι το τέλος”.

Τοιουτοτρόπως, χάρις εις την επέμβασιν, παρρησίαν και αυτοθυσίαν των μοναχών και των ιερέων της Αντιοχείας, ανεβλήθη η δίκη . Δίκαια χαρούμενος ο Χρυσόστομος έλεγε “τα ενταύθα γεγενημένα ακούσεται μεν ο βασιλεύς, ακούσεται δε πάσα οικουμένη, ότι τοιούτοι την Αντιοχέων πόλιν οικούσι μοναχοί, ως αποστολικήν επιδειξάμενοι παρρησίαν”. 

Ο επίσκοπος Αντιοχείας Φλαβιανός, πήγε στην Κων/πολη, συνάντησε τον αυτοκράτορα και τον έπεισε να δώσει χάρη στην Αντιόχεια και το λαό της.

Η φήμη για το ζήλο και την ευγλωττία του Ιωάννη, τον έκανε γρήγορα γνωστό στην Αυτοκρατορία, φθάνοντας μέχρι και την Αυλή του αυτοκράτορα. Το 397μ.Χ. πέθανε ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και το Φεβρουάριο του 398μ.Χ., με σύμφωνη γνώμη κλήρου και λαού, χειροτονείται ο Ιωάννης από τον Θεόφιλο Αλεξανδρείας Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως.

Τότε ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος προσδιόρισε την σχέση του ως Πατριάρχη προς την βασιλική εξουσία ως εξής : “η περιοχή της βασιλικής εξουσίας είναι ένα πράγμα ορισμένον η δε περιοχή της ιερατικής εξουσίας εν άλλο, είναι δε η δευτέρα επικρατεστέρα της πρώτης”.

Από τη νέα θέση ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναπτύσσει ευρύτατο ποιμαντικό, κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο.

Στο πρόσωπο του η χριστιανική ρητορική τέχνη επρόκειτο να βρει τον μεγαλύτερο θεράποντά της.

Έχοντας ως αρχή ότι “τα δημοσίως λεγόμενα και πραττόμενα δημοσίως και ελέγχονται” ( ΕΠΕ 23. 393) καταγγέλλει την κοινωνική αδικία, στιγματίζει τη σπατάλη, στηλιτεύει την ανηθικότητα και τη διαφθορά, την επίδειξη των πλουσίων και των αρχόντων, καταδικάζει τις αυθαιρεσίες του πολιτικού συστήματος, στρέφεται σε βάρος του διεφθαρμένου κλήρου, πάντα με παρρησία και χωρίς να κατονομάζει πρόσωπα για να μην κηλιδώνονται προσωπικότητες, αλλά να στιγματίζονται οι πράξεις. 

Στέκεται δίπλα στους αδυνάτους, τους ταπεινούς, τους αδικημένους, τους απλούς καθημερινούς ανώνυμους συνανθρώπους του, που η υπεροψία και η αδικία των δυνατών συχνά καταδυνάστευε.

Υπήρξε θερμός ζηλωτής της Χριστιανικής πίστεως, αυστηρός ασκητής στην προσωπική του ζωή, υπόδειγμα θυσίας και αυταπαρνήσεως. Αυτό ήταν που τον οδήγησε στο να μη δύναται να ανεχθεί παρουσία ιδιοτελών ανθρώπων στην Εκκλησία και σκανδαλοποιών κληρικών. Αυτή η στάση του τον έφερε σε ρήξη και με μεγάλο μέρος του κλήρου, που δεν άντεχε την σκληρή κριτική του. 

Ο Ιωάννης έλαβε δραστικά μέτρα εναντίον των κληρικών εκείνων που πλούτιζαν από την ιερατική τους ιδιότητα, ή είχαν ζωή αργόσχολη και κοσμική με έμφαση στις απολαύσεις και εκείνων που ζούσαν με “συνεισάκτους”, δηλαδή τους μοναχούς ή επισκόπους που συζούσαν με τις θεωρούμενες “αδελφές” τους.

 Έδινε ιδιαίτερη έμφαση στην καθαρότητα του βίου και ήταν αμείλικτος με τους ιερείς, διακόνους και μοναχούς που αποδεικνύονταν ανάξιοι, ενώ τους αδιόρθωτους τους απέβαλε παντελώς από τις τάξεις του κλήρου.

Με την δράση του αυτή κατέκτησε τις καρδιές του λαού, αλλά προκάλεσε πλήθος αντιδράσεων από εκείνους που θίγονταν . Έτσι δημιουργήθηκε ένα έντονο εναντίον του κλίμα ιδιαίτερα στο περιβάλλον της Αυτοκράτειρας Ευδοξίας. 

Η συσσωρευμένη αντιπάθεια σε βάρος του, από μέρους των αρχόντων, των πολιτικών και των εκκλησιαστικών παραγόντων της εποχής, εκδηλώθηκε, όταν ο Ιωάννης ήλεγξε την Αυτοκράτειρα Ευδοξία, η οποία παράνομα οικειοποιήθηκε το χωράφι μιας φτωχής χήρας. 

Επιπρόσθετα, όλοι οι ανωτέρω έψαχναν διαρκώς αφορμές για να τον συκοφαντήσουν ως Επίσκοπο. Η αφορμή βρέθηκε και ήταν η ανέγερση ενός λεπροκομείου και η οικονομική ζημία με την οποία θα επιβαρύνθηκαν τα κτήματά τους. 

Ο κορυφαίος που συνύφανε τις σαθρές κατηγορίες σε βάρος του για την αποπομπή του, ήταν ο Θεόφιλος Αλεξανδρείας. Ο Θεόφιλος κατηγόρησε τον Ιωάννη για εσχάτη προδοσία, επειδή σε ομιλίες του στην Ιεζάβελ, υπονοούσε την Αυτοκράτειρα Ευδοξία. 

Συνεκλήθη σύνοδος Επισκόπων (παρωδία), στην οποία παρευρέθησαν οι μισοί Επίσκοποι, που αποφασίστηκε η έκπτωσή του. Διατάχθηκε από τον Αυτοκράτορα η εξορία του, που όμως ανακλήθηκε λόγω του φόβου που προκάλεσε στην αυλή η αντίδραση του λαού. 

Μετά από λίγο ήρθε νέα αφορμή για την δεύτερη και μόνιμη εξορίας του. Αυτό συνέβη γιατί ο Ιωάννης και πάλι δεν έπαψε το φλογερό κήρυγμα του, ασυμβίβαστος προς τη ανηθικότητα, την ειδωλολατρεία, τον κοσμικό έκλυτο βίο. 

Αποκορύφωμα υπήρξε η νέα δριμεία κριτική που άσκησε ο Χρυσόστομος στην Ευδοξία για ένα άγαλμα της, το οποίο ανήγειρε στον περίβολο του ναού της Αγίας Σοφίας, στο οποίο τελούνταν και διάφορες Διονυσιακού τύπου εκδηλώσεις. 

Αυτή τη φορά, εκφώνησε λόγους όπου αποκαλούσε την Ευδοξία Ηρωδιάδα και ο Αυτοκράτορας Αρκάδιος τον εξόρισε οριστικά, αφού προηγήθηκε απόφαση συνόδου “εν Δρύ” έκπτωσής του. Είχε προηγηθεί και δύο φορές απόπειρα δολοφονίας του. Ο Ιωάννης το μόνο που πάντα ζητούσε ήταν να κριθεί από Οικουμενική σύνοδο.

 Το βαρύ αυτό κλίμα τον υποχρέωσε σε εγκλεισμό στο επισκοπείο του επί δύο μήνες. Ο ανώτερος κλήρος άσκησε έντονη πίεση στον αυτοκράτορα ο οποίος εν τέλει εξέδωσε διάταγμα εξορίας του Ιωάννη. 

Οι υποστηρικτές του ήταν έτοιμοι να τον υπερασπιστούν, ενώ στρατιώτες είχαν εντολές να τον συλλάβουν και αν υπάρξουν αντιδράσεις, να κατασταλούν άμεσα. 

Τότε παραδόθηκε ώστε να μην προκληθούν αιματοχυσίες. Αφού εμφανίστηκε στους υποστηρικτές του επισκόπους, τους αποχαιρέτησε τους συνέστησε να διατηρήσουν ενωμένη την εκκλησία ώστε να μην προκληθεί σχίσμα και να εξήλθε κρυφά.

Οδηγήθηκε στο χωριό Κουκουσός, στα σύνορα Καππαδοκίας και Αρμενίας. Από εκεί συνεχίζει το ποιμαντικό του έργο. Γράφει πλήθος επιστολών, συμβουλεύει, κατευθύνει, ενισχύει, παρηγορεί και τονώνει πολλούς Χριστιανούς. Είναι ένα ταξίδι πόνου, απογοητεύσεων και διωγμών. Όπου όμως εμφανίζεται, πλήθος λαού και κλήρου τον υποδέχεται με θέρμη.

Αυτό το γεγονός όμως εξοργίζει περισσότερο το περιβάλλον του αυτοκράτορα, το οποίο έβλεπε να αναπτύσσεται ένα ευρύτατο ενδιαφέρον υπέρ του εξόριστου Επισκόπου. Ο Αρκάδιος αποφασίζει περαιτέρω απομάκρυνση του στην Πιτυούντα, παρά τις προσπάθειες του Πάπα Ιννοκέντιου να επιστρέψει, ώστε να ακουστεί από σύνοδο. 

Οδοιπορεί για τρεις μήνες προς τον τόπο της εξορίας του, υπό αυστηρή επιτήρηση, αλλά τελικά ποτέ δεν θα φθάσει, γιατί θα τον προλάβει ο θάνατος. Βαριά άρρωστος πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου του 407μ.Χ. καθ᾽ οδόν προς την εξορία.

Ο Χρυσόστομος άφησε ογκωδέστατο συγγραφικό έργο.

Για το φαινόμενο της εξουσίας, πιστεύει ότι η απομάκρυνση των πρωτοπλάστων από τον Θεό προκάλεσε την “πνευματική διάσπαση”, “την εσωτερική αντινομία”, που εκδηλώνεται μεταξύ ανθρώπων με αντιπαλότητα, διαμάχες και πολέμους. 

Η αντιπαλότητα οδηγεί στην επιβολή του ενός στον άλλο, διότι λησμονείται ένεκα της αμαρτίας, ότι οι άνθρωποι είναι όλοι ομότιμοι μεταξύ τους.

Ο Xρυσόστομος ενώ εξηγεί με επιχειρήματα, ότι το άρχειν και το άρχεσθαι αποτελεί θεία τάξη, αναγνωρίζει ότι πολλοί άρχοντες είναι ανάξιοι και μάλιστα τύραννοι.

 Γι' αυτό το λόγο ξεκαθαρίζει άμεσα ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ του άρχειν, που είναι θέλημα Θεού, και της εκλογής των αρχόντων , που ανήκει στην ευθύνη των ανθρώπων. 

Αρνείται ότι ο κάθε άρχοντας είναι “ελέω Θεού” και δεν “χειροτονείται” (εκλέγεται) από το Θεό, ο οποίος έθεσε μόνο την “τάξιν του άρχεσθαι”.

Αυτή ήταν η στάση και το φρόνημα των Πατέρων της Εκκλησίας μας του 4ου μ.Χ. αιώνα απέναντι στις κοσμικές εξουσίες .

Συγκρίνετε το φρόνημα και την στάση των ανωτέρω Αγίων της Εκκλησίας μας , όπως αναδεικνύεται από τα ανωτέρω, με τα αντίστοιχα εκείνων, που σήμερα θεωρούνται διάδοχοί των. 

Των σημερινών Επισκόπων που αντί να επιζητούν να τους αποκαλούν Επισκόπους, ανέχονται να τους αποκαλούν με τον τίτλο του Δεσπότη, γνωρίζοντας ότι σύμφωνα με την Χριστιανική πίστη ο μόνος δεσπότης είναι ο Θεός.


ΤΕΛΟΣ

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου