ΔΡΑΠΕΤΕΣ
Θέλησε να ξοδευτεί με τον δικό του ρυθμό/
Από παιδί μισούσε τα ρολόγια./
Προτιμούσε να μετρά τις στιγμές με την αναπνοή του/
Ήταν καλύτερα έτσι/
Κι όταν οι καταστάσεις τον στρίμωχναν άγρια/
επέστρεφε στη γέρικη μουριά/
Εκείνη στον θλιβερό ακάλυπτο/
Επέμενε πως το σώμα της είχε καταπιεί τα κάγκελα/
Τα χώνεψε για τα καλά/
Σίδερο σκουριά και χλωροφύλλη αγκαλιασμένα/
Κι αντίο φυλακή/ Μια στιγμιαία νίκη της ζωής/
Πριν το σπασμένο σώμα ρίξει αυλαία/
Ο θρύλος λέει πως δεν έγιναν οι πρέπουσες τελετές/
Καμιά κηδεία/ Τα κομμάτια σάπιζαν άθαφτα στην άσφαλτο/
Κάτι παιδιά μόνο χάραξαν επάνω τους κατάδεσμους/
Σε αρχαίες νεκρές γλώσσες/ Για να μην τους ξορκίσει κανείς/ Αυτός έλειπε/ Μόνο τα πουλιά την έκλαψαν/
Κι ας έμειναν άστεγα/
Διασώθηκαν μόνο κάτι σκόρπιες εικόνες/
Που με το μέτρημα των αναπνοών θόλωναν μέσα του/
Τις ξέβραζε με κάθε εφιάλτη/
Τότε στις κόγχες του βλάσταιναν και πάλι τα κλαδιά της/
Και η σκιά τους πρόσφερε πυρετική θαλπωρή στους λίγους επιζώντες/
Δεν ξεκουραζόταν ποτέ/ Έκανε υπομονή για τον Μεγάλο Ύπνο/
Κι όσο αυτός αργούσε/ έπρεπε κάπως να ξοδευτεί/
Άλλοτε έτρεχε σα φωτόνιο κι άλλοτε έμενε αδρανής σα ψόφια μύγα/
Περφεξιονισμού και Απραξίας γωνία, μόνιμος κάτοικος/ =
Αυτό τον έκανε αθεράπευτα συναισθηματικό/
Με έναν άσχημο τρόπο/ αποκλειστικά ιδιόκτητο/
Κάποτε ο δάσκαλος τούς μίλησε για τα νεκροτομεία/
Οι περιγραφές του με κάθε λεπτομέρεια/ Δεν τσιγκουνεύτηκε λέξη/ Ήταν όλοι τους στο προαύλιο/ Μάης γλυκός/
Το άρωμα από τις πασχαλιές σκαρφάλωνε ανεμπόδιστα μέσα τους/ Ένιωσε ερωτευμένος με τα πάντα/
Τα κορίτσια ας περίμεναν τη σειρά τους/
Και τότε είδε όλη την αλήθεια/
Είδε τις πασχαλιές να ξεκορμίζουν μέσα από τα σωθικά των πεθαμένων/
Να ξεπηδούν από ανοιγμένα μπλαβιά στόματα/
Ανθοί και αίμα να σμίγουν με τρυφερότητα/ Αδέξια και αθώα/ Φτιάχνοντας συμπλέγματα από θάνατο και ζωή/
Ο ήλιος τού χάιδεψε άγρια το σβέρκο/
Κι αυτό κάπως τον συνέφερε από τη ζάλη/ Το ήξερε ήδη/
Οι στιγμές είναι τα πάντα/ Τα χρόνια όμως κρεμάλα/
Μια τρίαινα από φουσκωμένες φλέβες/
άραζε μόνιμα στο μέτωπο του/
Όταν συγκεντρωνόταν πολύ/
μπορούσε να ακούσει το αίμα του να φέρνει βόλτες μέσα τους/ «Θα κάνουν μπαμ κάποια μέρα να το ξέρεις.
Και μετά τι;», του ‘λεγε/ «Μετά τίποτα. Όπως πάντα», απαντούσε/
Γέλαγαν και οι δύο μέχρι να τους τυλίξει άγαρμπα η κούραση/
Το παράλογο ήταν το φόρτε τους/
Βούλιαζαν χαμογελαστοί σε ωκεανούς συναισθημάτων/
δεν τους ενδιέφερε καμία σανίδα λογικής για να σωθούν/
Της άρεσε να μιλάνε για τους εφιάλτες του/
Κάθε του λέξη έκανε τον πόθο της για αυτόν εντονότερο/ Απολάμβανε λαίμαργα κάθε λεπτομέρεια/
Κι έπαιρνε μολύβια και χρώματα και τους ζωγράφιζε/
Αυτός χάζευε τα ακροδάχτυλα της/
Έπειτα/ με όλη τους της τρυφερότητα/
τοποθετούσαν κάθε έργο της πάνω από το βρόμικο στρώμα/
Τα δικά τους εικονίσματα/ Κάτω από αυτά έκαναν πάντα έρωτα/
Κι όταν τα πάντα έγιναν τίποτα/ έκανε πηδάλι και εξαφανίστηκε/ μέχρι να δραπετεύσει από τον εαυτό της/
Το ίδιο έκανε και αυτός/ Με τον δικό του τρόπο/
Τι άλλο να έκαναν δηλαδή;/ Δεν είχαν ιδέα πόσο ταίριαζαν/
Δεν θα το μάθουν ποτέ/ Ανέβηκε στη μηχανή/
Κάτω από τα πόδια του ένιωσε τα σπλάχνα της ζωντανά/
Να συντονίζονται στον ίδιο ρυθμό με τα δικά του/
Να γίνονται ένα/ Σάρκα και μέταλλο/
Θυμήθηκε τις πασχαλιές στην αυλή/ Την μουριά και τη σκιά της/
Τα νεκροτομεία και τους εφιάλτες/
Ένα σκανδαλιάρικο χαμόγελο σκαρφάλωσε στα χείλη του/
Ένιωσε τη ζωή σαν έντομο στη γροθιά του/
Από τις άσπρες κλειδώσεις γλιστρούσε τρομαγμένα το φως/
Τα δάχτυλα χαλάρωσαν/ Η ζωή δραπέτευσε/ Ένιωσε ελεύθερος/
Ή έτσι νόμιζε/ Δεν είχε σημασία πια.
Γ.Κ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου