ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ
ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΣ
ΤΗΣ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Γράφει ο Νικήτας Αποστόλου
Ποιμενάρχες μας Επίσκοποι, διατελώντας με τον προσήκοντα σεβασμό, αισθάνομαι χρέος μου να επικοινωνήσω μαζί σας με την παρούσα επιστολή ως ένα μέλος της Εκκλησίας του Χριστού και ως μια πράξη μου, συμβολής στον συλλογικό πνευματικό αγώνα που οφείλουμε όλοι οι πιστοί με την είσοδο του Τριώδιου.
Στην σύνταξη και αποστολή της παρούσης συνετέλεσε και το γεγονός ότι η Πρόεδρος της Δημοκρατίας δημόσια πανηγύρισε για την δημοσίευση του νόμου με αριθμό 5089 ( Φ.Ε.Κ Α΄ 27/17.2.2024), με τον οποίο θεσμοθετήθηκε ως “γάμος” η κοινή συμβίωση των ομοφυλοφίλων ζευγαριών, ο οποίος προσβάλλει καίρια και τον θεσμό της οικογένειας και την αξία την αξιοπρέπεια και την ιερότητα του ανθρώπου.
Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος βέβαια αποφάσισε, ως ένδειξη δυσαρέσκειας για την έκδοσή του, ο εφετινός εορτασμός της Κυριακής της Ορθοδοξίας , να πραγματοποιηθεί στο Καθολικό της Ιεράς Μονής Ασωμάτων Πετράκη.
Θέλω να πιστεύω ότι δεν θα αρκεστεί μόνο σε αυτήν την ενέργεια ως απάντηση στην ανωτέρω θεσμοθέτηση, γιατί ο ιστορικός του μέλλοντος, θα την χαρακτηρίσει με ευθυκρισία και αντικειμενικότητα χλιαρότατη και ως στάση άρνησης των Ποιμένων της εν Ελλάδι Εκκλησίας του Χριστού, να εκπληρώσουν συνοδικά το χρέος τους να προστατεύσουν το ποίμνιό Του.
Μετά την έκδοση του ανωτέρω νόμου, κατά την ταπεινή μου γνώμη, η σωστή ποίμανση προς τους 175 βουλευτές που υπερψήφισαν το σχετικό νομοσχέδιο, είναι για την Εκκλησία να τους αντιμετωπίζει ως “απολωλότα πρόβατα”.
Βεβαίως εάν μετανοήσουν και ανατρέψουν την ανωτέρω θεσμοθέτηση τότε η Εκκλησία θα τους υποδεχθεί ως τους μεταμεληθέντες “ασώτους υιούς” της .(Ματθ. Κεφ. 18 στ. 12&13).
Εάν όμως αδρανήσουν, που σημαίνει ότι εμμένουν στο βαρύτατο πνευματικό και ηθικό ολίσθημά τους, στο οποίο έπεσαν, τότε θέτουν τους εαυτούς τους εκτός του “σώματος του Χριστού” της Εκκλησίας Του. (Ιωαν. Κεφ. 15 στ.6), (Παύλου Α΄Κορ. Κεφ. 12 στ. 27).
Γεγονότα που προηγήθηκαν της υπερψήφισης του ανωτέρω νόμου προξένησαν πικρία καὶ βαθειά θλίψη στις καρδιές όλων των πιστών Χριστιανών.
Είδαμε ότι, παρά το γεγονός ότι στα πλαίσια του δόγματος της συναλληλίας Πολιτείας και Εκκλησίας , που είναι θεσμοθετημένο ως διάταξη στο άρθρο 2 του Νόμου 590/1977 "Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος" και που επιβάλλει να συνεργάζεται η Εκκλησία μετά της Πολιτείας, για θέματα κοινού ενδιαφέροντος, και όπου μάλιστα ενδεικτικά αναφέρονται μεταξύ άλλων “τα της χριστιανικής αγωγής της νεότητος” και της “εξυψώσεως του θεσμού του γάμου και της οικογένειας”, αυτή η συνεργασία δεν υπήρξε.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο νόμος 590/1977 "Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος" είναι νόμος θεσμικός γιατί εκδόθηκε σε εκτέλεση των διατάξεων του άρθρου 3 του Συντάγματος.
Τα αντίθετα προς τα ανωτέρω θεσπισμένα συνέβησαν. Εφ΄ όσον πρόθεση, διακηρυγμένη από τον Πρωθυπουργό στην έκθεση της Θεσσαλονίκης τον παρελθόντα Σεπτέμβριο, ήταν η θεσμοθέτηση της συμβίωσης των ομόφυλων ζευγαριών ως “γάμος”, ήταν νομική του υποχρέωση, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη του νόμου 590/1977, να ζητήσει την γνώμη της Εκκλησίας και νομικό δικαίωμα του Αρχιεπισκόπου, ως Προέδρου της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας, να απαιτήσει από τον Πρωθυπουργό να του κοινοποιήσει εγκαίρως την μελετουμένη νομική ρύθμιση, ώστε να την είχε φέρει στην σύνοδο της Ιεραρχίας για παροχή της γνώμης της προς την Πολιτεία, σύμφωνα με το άρθρο 8 του ανωτέρω νόμου, τον Οκτώβριο που μας πέρασε.
Αυτά δεν έγιναν και συνιστούν νομικά “παραλήψεις οφειλομένων ενεργειών”. Έτσι η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας συνεκλήθη μετά την κατάθεση του σχετικού νομοσχεδίου οπότε κατέστη αυτό δημόσια γνωστό. Ούτε κλήθηκε στην σχετική Επιτροπή της Βουλής κατά την διαβούλευση του νομοσχεδίου εκπρόσωπος της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου.
Τα γεγονότα αυτά συνιστούν απαράδεκτη υποτίμηση και περιφρόνηση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας από το την Εκτελεστική εξουσία και τα όργανα της Βουλής.
Ποιμενάρχες μας δεν πρέπει να βλέπουμε παθητικά την θεσμική κατολίσθηση στη χώρα μας . Δεν πρέπει να αγνοούμε ότι υπάρχει διαλεκτική σχέση θεσμών και ανθρώπων σε μια κοινωνία.
Η θετική βελτίωση των θεσμών επιδρά θετικά στο ήθος στην νοοτροπία και τελικά στις πράξεις των ανθρώπων που διαβιούν σε αυτήν . Αντίθετα η θεσμοθέτηση αντιχριστιανικών νόμων επιδρά αρνητικά .
Απόρροια μακροχρόνιου προβληματισμού, αγωνίας και μελέτης μου είναι η κατωτέρω γνώμη μου και συγχωρέσετε μου την τόλμη να σας την παρουσιάσω.
Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 5 του κανονισμού υπ΄ αριθ. 230/2012 (ΦΕΚ73/Τ.Α.΄ 2012) της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος "Περί Εφημερίων και Διακόνων" με μέριμνα των Εφημερίων του κάθε Ιερού Ναού συντάσσεται και διατηρείται ο κατάλογος των Ενοριτών.
Όμως σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου 2472/1997 "Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" (ΦΕΚ 50/10-4-1997 Τ.Α.), άρθρα 2,5,11 & 13 είναι ευαίσθητο δεδομένο οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, για την υλοποίηση της ανωτέρω διάταξης του ανωτέρω κανονισμού, απαιτείται συγκατάθεση και ενημέρωση του "υποκειμένου", δηλαδή ατομικά του κάθε ενορίτη πιστού Χριστιανού.
Άρα οι εφημέριοι των Ιερών Ναών με ανακοίνωσή των μπορούν να καλούν τους Ορθοδόξους Χριστιανούς που κατοικούν στην Ενορία τους, εφ΄όσον το επιθυμούν να περιληφθούν στον κατάλογο των ενοριτών της Ενορίας των να προσκομίσουν σχετική υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του Νόμου1599/1986.
Ο ανωτέρω κατάλογος επικαιροποιείται κατ΄έτος με την ίδια διαδικασία."
Γνωρίζοντας οι Ιερείς μας με βάση τον ανωτέρω κατάλογο τους πιστούς, μπορούν να τους καλούν σε συνελεύσεις όπου, το πρώτο που θα επιτευχθεί, θα είναι η αλληλογνωριμία των πιστών.
Ο απόστολος Παύλος στην Α’ προς Κορινθίους επιστολή (κεφ. ια’, 20) μάς ομιλεί για την «επί το αυτό» σύναξη των Χριστιανών. Εκεί οι ενορίτες θα αντιληφθούν και θα βιώσουν ότι η πίστη τους δεν είναι μια ατομική τους υπόθεση και οι υποχρεώσεις των δεν εξαντλούνται στην συμμετοχή των στην θεία Λειτουργία τις Κυριακές και εορτές.
Στην ενορία του ο Χριστιανός θα βιώνει το γεγονός ότι η Εκκλησία δεν είναι κάτι το γενικό, αόριστο, αφηρημένο, αλλά ότι η συγκεκριμένη σύναξη είναι η πραγματικότητα που καθιστά στον κάθε χριστιανό απτό και παρόν το Μυστήριο της Εκκλησίας, ότι ενώνεται με την Εκκλησία.
Εκεί στην ενορία θα βιώσει ο Χριστιανός ως μέλος της ευρύτερης πνευματικής οικογένειάς του, και τους άλλους ενορίτες ως πνευματικούς του αδελφούς και θα συζητήσει μαζί τους να προσδιορίσουν μαζί με ποια έργα η πίστη τους θα διατηρείτε ζωντανή. Θα θυμηθούν και τις κοινές συνεστιάσεις (τις αγάπες) και θα τις ξαναφέρουν στην κοινή ζωή τους.
Γεγονότα όπως η βάπτιση νέων μελών θα πάψει να είναι για την ενορία κάτι αδιάφορο ή ιδιωτική υπόθεση των συγγενών του βαπτιζομένου, αλλά θα είναι γεγονός κατ’ εξοχήν εκκλησιολογικό. Το μυστήριο του γάμου επίσης . Όλα τα μυστήρια, η λατρεία και οι πράξεις και θεσμοί της Εκκλησίας που εχουν εκκλησιολογικό χαρακτήρα και θα αναζωγονηθούν .
Σ’ αυτές τις ενορίες οι άνθρωποι θα αισθάνονται ότι τα πρόσωπα τους γίνονται αποδεκτά εν αγάπη. Ότι ο ιερέας είναι ο πνευματικός τους πατέρας που τους δέχεται, όπως ο Χριστός δέχεται στον άνθρωπο και που μεριμνά για τη λατρευτική και την πνευματική ζωή των και για όλα τα ζητήματα, τα οποία αφορούν στην πνευματική, την προνοιακή και την υλική ζωή της ενορίας.
Εκεί ο πιστός με την βοήθεια της διακονίας του λόγου θα εμπεδώσει το χρέος του ότι πρέπει να αρκείται στην αυτάρκεια ως προς την κάλυψη των αναγκών του και ότι το εισόδημά του πρέπει να προέρχεται από τίμια εργασία του και το τυχόν περίσσευμα οφείλει να το εισφέρει στην Ενορία του και μέσω αυτής συλλογικά να καλυφθούν οι ανάγκες εκείνων που στερούνται τα αναγκαία για την συντήρησή των.
Σκεφθείτε, εάν η διακονία του λόγου γίνει με πίστη βαθειά και με την ευλογία του Θεού, μπορεί να κάνει θαύματα τότε στις ενορίες.
Περαιτέρω πάρτε την πρωτοβουλία εσείς οι Επίσκοποί μας, έχετε την δυνατότητα και ως Ιεραρχία ζητήσετε οι ίδιοι “τον διαχωρισμό” Κράτους και Εκκλησίας ως μια διαδικασία σταδιακής απεξάρτησης της Εκκλησίας από τα νομικά δεσμά του δόγματος της Νόμο Κρατούσης πολιτείας.
Ο διαχωρισμός Κράτους και Εκκλησίας θα είναι “σωτήριος” για την Εκκλησία. Συνεπάγεται την κατάργηση του νομικού καθεστώτος της υπαγωγής των νομικών προσώπων της Εκκλησίας (ενοριών, ιερών μονών, μητροπόλεων κ.α.) στην κατηγορία του ΝΠΔΔ.
Έτσι θα τα απαλλάξει από την αναγκαστική τήρηση διατάξεων νόμων και σεβασμού θεσμών θεσπισμένων με την φιλοσοφία του υλιστικού Καπιταλισμού.
Εφαρμόζοντας τους κανόνες του κανονικού δικαίου (δημιουργήματος αποφάσεων των Οικουμενικών και τοπικών Συνόδων), που χαράζουν τα όρια της εν Χριστώ ζωής, θα καλύπτουν πλήρως όλες τις διανθρώπινες σχέσεις , πνευματικές και βιοτικές της ζωής των πιστών Χριστιανών.
Η Εκκλησία θα λειτουργεί ως "ιατρείο πνευματικό" των πιστών της.
Περαιτέρω η Εκκλησία θα πάψει να είναι δέσμια κοσμικών σκοπιμοτήτων υπό το καθεστώς της "νόμω κρατούσης Πολιτείας" ή του λεγομένου "Καισαροπαπισμού", που υπάρχει στην ουσία από τον 4ο μ.Χ. αιώνα,.
Η υφισταμένη σήμερα κατάσταση διαχρονικά δημιουργεί αντικειμενικά προστριβές λόγω ασυμβατότητας στοχεύσεων Κράτους και Εκκλησίας.
Το Κράτος είναι πρωτογενής κυρίαρχος εξουσία, η οποία ασκείται από πρόσωπα σε λαό , εγκατεστημένο μονίμως σε ορισμένον εδαφικό χώρο (την επικράτειά του) και στοχεύει στην αντιλαμβανομένη ως “αρμονική” συμβίωσή των ανθρώπων στην συγκεκριμένη ιστορική περίοδο από τους ασκούντες την εξουσία .
Η Θεολογία ορίζει την Εκκλησία ως θεανθρώπινο οργανισμό. Ο Απόστολος Παύλος την προσδιορίζει ως “σώμα Χριστού”. (Κορ. Α΄ Κεφ.12 στ. 27).
Η Εκκλησία, στην ιστορική πορεία, οδηγεί τους ανθρώπους προς την σωτηρία, δηλαδή την ολοκλήρωση των (θέωση), μέσω αγώνα ατομικού αλλά και συλλογικού μετάβασης των κοινωνικών σχέσεων των μελών της από ατομοκεντρικών σε κοινωνιοκεντρικών , πορεία που θα ολοκληρωθεί στα “έσχατα”.
Περαιτέρω η υφισταμένη νομική σχέση του ΝΠΔΔ είναι αντιφατική και για τους εξής λόγους.
1) Τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου δημιουργούνται από το Κράτος, με την έκδοση νόμων ή διαταγμάτων, ενώ η Εκκλησία είναι έργο του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού.
2) Στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου το κράτος μεταβιβάζει ένα μέρος της πρωτογενούς εξουσίας του και ταυτοχρόνως υπαγάγει αυτά στον διαρκή έλεγχο του. Η Εκκλησία δεν επιτρέπεται να ασκεί οποιαδήποτε δημόσια εξουσία ενόψει της ρήσης του Κυρίου μας «Απρόδοτε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ».
3) Το Κράτος μπορεί το οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου να το καταργήσει με την αυτήν διαδικασία που το είχε δημιουργήσει. Η Εκκλησία και όπως η Θεολογία πρεσβεύει και όπως η ιστορική διαδρομή των 2000 ετών και πλέον βεβαιώνει, υπάρχει και θα υπάρχει στους αιώνες των αιώνων.
4) Το γεγονός ότι, όταν η Εκκλησία λειτουργεί ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου περιορίζει τον αυτοκαθορισμό της και περαιτέρω αυτό συνιστά στοιχείο εκκοσμίκευσής της. Και τέλος
5) Ενίοτε το νομικό καθεστώς του ΝΠΔΔ επιβάλλει τελείως απαράδεκτες για την Εκκλησία ενέργειες και ως παράδειγμα αναφέρω το γεγονός του πρόσφατου περιορισμού χειροτονίας κληρικών για δημοσιονομικούς λόγους, αδιαφορώντας τελείως για τις ποιμαντικές ανάγκες των πιστών της Εκκλησίας .
Η πίστη μας στο Ευαγγέλιο του Χριστού βάλλεται πλέον ευθέως από τους ευαγγελιζομένους την εωσφορική παγκοσμιοποίηση, που προωθείται από αφανές διεθνές κέντρο, όργανο του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος κατά την εκτίμησή μου.
Απροκάλυπτα προπαγανδίζεται η αποκαλούμενη "ανθρωπιστική ηθική" που έχει το δόγμα “ηθικό είναι να κάνεις ότι σε κάνει να νιώθει καλά”. Ρητά αυτά αναγράφονται στο βιβλίου με τον τίτλο "Homo Deus" έκδοση “αλεξάνδρεια” του Yuval Noah Harari καθηγητή στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ. Στο βιβλίο αυτό προαναγγέλλεται και η έλευση του "Μεγάλου Αδελφού" που στο μέλλον θα παίρνει τις "καλύτερες" αποφάσεις για λογαριασμό των ανθρώπων.!!
Δυνάμεις εντός και εκτός της χώρας μας, που είναι υπηρέτες του Μαμωνά, σε ομοθυμία με το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού μας συστήματος, προωθούν την αλλοίωση της ταυτότητας της χώρας μας προς την κατεύθυνση αυτή. Οι προθέσεις των δεν κρύβονται πλέον.
Επόμενο στόχο έχουν και πιστεύουν ότι όταν τον ολοκληρώσουν θα θέσουν την Εκκλησία του Χριστού στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας.
Στρατευμένοι στο έργο αυτό είναι στη χώρα μας οι διοικούντες τα μέσα μαζικής ενημέρωσης της χώρας μας , πολλοί της πνευματικής ηγεσίας μας και οι περισσότεροι του πολιτικού μας συστήματος . Κάνουν λόγο για “διακριτότητα των ρόλων” και εννοούν να περιορίσουν τον λόγο του Ευαγγελίου στους τέσσερες τοίχους του κάθε Ιερού Ναού.
Όμως “μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι” .
Ανιστόρητοι , δεν γνωρίζουν ότι η Εκκλησία αναδείχθηκε πανίσχυρη όταν ήταν διωκόμενη τους τρεις πρώτους αιώνες από την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και όταν στη Τουρκοκρατία ήταν η Εκκλησία του Κρυφού Σχολειού, το οποίο είχε βιβλία, τα βιβλία των Ιερών Ναών και δασκάλους τους απλούς Ιερείς.
Δεν έχει ανάγκη η Εκκλησία από κατοχυρωμένες με νόμους και θεσμούς εξουσιαστικές προνομίες των κληρικών της «επικρατούσης θρησκείας». Ούτε έχει ανάγκη να απολαμβάνουν κύρος κρατικών αξιωματούχων οι κληρικοί της και να έχουν μονοπωλιακά δικαιώματα οι «αρχές» της.
Η Εκκλησία δεν αντλεί τη δύναμή της από το νομικό σύστημα των σχέσεών της με το Κράτος, αλλά από την υπόστασή της ως θεοϊδρυτη, από το κύρος του μηνύματός της και από τη ζωντάνια των μελών της.
Τυφλωμένοι, αγνοούν την πραγματικότητα που συνίσταται στο γεγονός ότι η παράδοση της ελληνικής κοινωνίας και τα ήθη και έθιμα των κατοίκων της χώρας μας έχουν εμποτιστεί από την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Πρέπει Ποιμενάρχες μας από την αμυντική παθητική στάση να περάσουμε κλήρος και πιστοί στην ενεργητική. Η Εκκλησία οφείλει να καταθέτει ακέραιη τη μαρτυρία της για τη μεταμόρφωση και τη σωτηρία του κόσμου. Να αποκαλύψει με την διακονία του λόγου την αλήθεια του Ευαγγελίου για τις κοσμικές εξουσίες όπως μας δίδεται αυτή μέσα από τα κείμενα της Αγίας Γραφής (Ματθ. Κεφ. ΣΤ 9-10, Μιχ. Δ. 1-8, Δαν. Β 1-46, Ψαλμ. Νστ΄1-10, Ησαϊας Β 2-4 κ.α., Ματθ. Κεφ. Δ 8-11,Ιωαν. ΙΗ 36, Ματθ. Κεφ. ΚΒ 15-22, Λουκάς Κεφ. Δ 5-8& ΚΒ 25-27, Ἰωαν. Η 36, Μαρκ. Ι 42-45, Πράξεις Αποστόλων Κεφ. Ε 29, Αποστόλου Παύλου προς Ρωμ.Επιστ. κεφ. ΙΓ 1-7).
Ακολουθώντας την εντολή που ο Κύριος μας έδωσε “Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη.....τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν” οφείλουμε τα συνειδητά μέλη της Εκκλησίας να “μαθητεύσουμε” στα όργανα της κρατικής εξουσίας, ότι οφείλουν να εργασθούν προς την κατεύθυνση να κάνουν το Κράτος ( θεσμικό πλαίσιο, νοοτροπία και πρακτική) “Διάκονο του Θεού” για το καλό των ανθρώπων. Να εργάζονται για την ειρήνη του κόσμου την δικαιοσύνη την συναδέλφωση των λαών και την προστασία του περιβάλλοντος εάν θέλουν επάξια να είναι μέλη της Εκκλησίας.
Η Εκκλησία ως ευχαριστιακή κοινότητα, ως σύναξη προσώπων εν κοινωνία, μπορεί να σώζει εκατομμύρια ανθρώπους από την απελπισία, την απόγνωση και το μηδενισμό που κατακλύζει τον σύγχρονο κόσμο.
Νικήτας Αποστόλου
Τέως Τμηματάρχης Υπ. Γεωργίας
Πτυχιούχος ΠΑΣΠΕ
Στείλτο ευλογημένε σε κάθε επίσκοπο σε κάθε μητρόπολη
ΑπάντησηΔιαγραφήΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ή ΑΝΟΙΚΤΗ ΠΑΛΑΜΗ ΤΟΥΣ ΠΡΕΠΕΙ,ΓΙΑΤΙ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΙΛΟΥΝ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘΑ ΛΟΓΟΔΟΤΗΣΟΥΝ ΣΕ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΟΡΚΙΖΟΝΤΑΙ.