Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2022

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΠΟΥ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΥΡΙΑΡΧΟ ΟΛΑ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ...

ΟΥΔΕΙΣ ΔΥΝΑΤΑΙ ΔΥΣΙ ΚΥΡΙΟΙΣ ΔΟΥΛΕΥΕΙΝ



Εἶναι ἀδύνατον νά εἴμεθα δοῦλοι τοῦ Θεοῦ καί τοῦ κόσμου.

Σήμερα δυστυχώς πολλοί «χριστιανοί» θέλουν να υπηρετούν Χριστόν και πονηρό υλιστικό κόσμο, φώς και σκοτάδι, αλήθεια και ψεύδος, Ορθοδοξία και πλάνες, ηθική και ανηθικότητα, Παράδοση και μοντερνισμό, προσευχή και κουτσομπολιό με κατάκριση, ψαλμωδία και κοσμικά τραγούδια, αγάπη και ζήλεια με κακία, σεμνότητα και αναισχυντία, εγκράτεια και εμπάθεια, πίστη και ολιγοπιστία, πίστη και αστρολογία, ευσέβεια και ασέβεια, ευλάβεια και ανευλάβεια, ιερά μελέτη και άσεμνα και γελοία θεάματα και αναγνώσματα… και γενικώς θέλουν να υπηρετούν και Θεόν και διάβολο…

(Αυτό δυστυχώς θα το διαπιστώστε γύρω σας, αλλά και στα προφίλ τα δικά σας και πολλών φίλων σας…).


Όμως αυτή η σημερινή νοοτροπία των «χριστιανών» είναι μια τεράστια πλάνη ψυχικής απωλείας…


Αυτό μας τονίζει ζωηρά με ομιλία του και ο Φλογερός ιεροκήρυκας Ἠλίας Μηνιάτης, Ἐπίσκοπος Κερνίτσης, 1710-14).

Ας το διαβάσουμε προσεκτικά, και ας αποφασίσουμε ποιόν θα ακολουθήσουμε, και ας διορθωθούμε το γρηγορότερο, για μη ζημιώνουμε την αθάνατη ψυχή μας.


Θεός καί κόσμος εἶναι δύο πράγματα ἐνάντια μεταξύ τους, ἐντελῶς ξένα καί πολύ ἀπομακρυσμένα. Αὐτοί εἶναι οἱ δύο κύριοι, διά τούς ὁποίους, λέγει ὁ Χριστός, ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά ὑπηρετεῖ κάποιος συγχρόνως. 

Ἐάν πλησιάσει τόν ἕνα, πρέπει νά ἀπομακρυνθῆ ἀπό τόν ἄλλον. Ἐάν ἀγαπήσει τόν ἕνα, πρέπει νά μισήσει τόν ἄλλον. Ἐάν τόν ἕνα περιποιηθῆ καί τιμήσει, πρέπει νά καταφρονήσει τόν ἄλλον καί νά τόν ἀποστραφῆ· «ἤ γάρ τόν ἕνα μισήσει καί τόν ἕτερον ἀγαπήσει, ἤ ἑνός ἀνθέξεται καί τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει».

Οἱ ὀφθαλμοί μας δέν ἠμποροῦν νά βλέπουν συγχρόνως ἐπάνω καί κάτω. Ὁ νοῦς μας δέν ἠμπορεῖ νά φροντίζει συγχρόνως καί γιά τά Οὐράνια καί γιά τά ἐπίγεια, οὔτε ἡ καρδία μας ἠμπορεῖ νά ἀγαπᾶ συγχρόνως καί τόν Θεόν καί τόν κόσμον· ἤ τόν Ἕνα ἤ τόν ἄλλο, διότι μαζί καί τούς δύο εἶναι ἀδύνατον· «οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καί μαμωνᾷ».

Καί τώρα ἔρχομαι νά σᾶς εἰπῶ μέ βραχυλογία τίς αἰτίες. Ἡ πρώτη εἶναι, ὅτι ὁ Θεός θέλει στήν ὑπηρεσία Του ὅλον τόν ἄνθρωπο. Ὁμοίως δέ ὅλον τόν ἄνθρωπο θέλει στήν ὑπηρεσία του καί ὁ κόσμος· καί εἶναι ἀδύνατον ὅλος ὁ ἄνθρωπος νά εἶναι ἐδῶ καί ἐκεῖ.

Ἡ δευτέρα, ὅτι ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐντελῶς ἀντίθετος μέ τό νόμο τοῦ κόσμου. Εἶναι, λοιπόν, ὁμοίως ἀδύνατον νά ὑπακούει κάποιος σέ δύο ἐντελῶς ἀντιθέτους νόμους.

Γιά αὐτές τίς δύο αἰτίες, εἶναι ἀδύνατον νά εἶναι κάποιος δοῦλος σέ δύο κυρίους, τόν Θεόν, δηλαδή, καί τόν κόσμο. Καί ἀκούσατε μέ προσοχή.

Πρώτη καί μεγάλη ἐντολή, τήν ὁποίαν ἔδωκεν ὁ Θεός στό Δευτερονόμιο καί τήν ἐπαναλαμβάνει ὁ Χριστός, εἶναι αὐτή: «ἄκουε, Ἰσραήλ, Κύριος ὁ Θεός σου, Κύριος εἷς ἐστιν»(Στ΄ 4-5)· τό ὁποῖον σημαίνει:

-Ἕνας καί μοναδικός εἶναι ὁ φυσικός καί γνήσιος Κύριός σου, ὦ ἄνθρωπε, ἐγώ ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος σέ ἔπλασα ἐκ τοῦ μηδενός καί σοῦ ἔδωκα τή ζωή καί τήν ψυχή, σέ ἐξηγόρασα μέ τό ἴδιο τό αἷμά μου, σοῦ ἐχάρισα τήν σωτηρία καί σοῦ ἔχω ἑτοιμασμένη τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.

 Ἐσύ εἶσαι πλάσμα μου, εἶσαι ὅλος ἰδικός μου· καί λοιπόν, «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου» (Μαρκ. ΙΒ΄ 30, Λουκ. Ι΄ 27, Ματθ. ΚΒ΄ 37).

«Ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου»· θέλω ὅλη ἡ διάνοιά σου καί ὁ νοῦς σου καί ἡ φαντασία σου νά εἶναι πρός ἐμέ· νά μή σκέπτεσαι, νά μή στοχάζεσαι, νά μή φαντάζεσαι ἄλλο ἐκτός ἀπό ἐμέ. Ὥστε νά μήν ἐκκλίνει οὔτε ὁ παραμικρός λογισμός σου σέ κανένα ἄλλο πρᾶγμα.

«Ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου»· θέλω ὅλη σου ἡ ἐπιθυμία, ὁ πόθος, ἡ ἀγάπη, ἡ ἐλπίδα νά εἶναι σ’ ἐμέ, καί δέν θέλω νά ἔχει κανείς ἄλλος τόπο στήν καρδία σου.

«Ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου»· θέλω ὅλη σου ἡ δύναμις, ὁ κόπος, ἡ ὑπηρεσία, νά εἶναι ἀφιερωμένη σ’ ἐμέ καί δέν ὑποφέρω νά ὑπηρετεῖς καί ἄλλον Κύριο. Εἶμαι Θεός ζηλωτής καί θέλω ἐγώ μόνον νά εἶμαι Κύριός σου (Δευτ. Δ΄ 24, Ε΄ 9, Στ΄ 15).

«Ἄκουε, Ἰσραήλ, Κύριος ὁ Θεός σου, Κύριος εἷς ἐστιν». Ἐγώ σέ θέλω ὅλον, μέ τό σῶμα καί μέ τήν ψυχή· καί γι’ αὐτό θέλω μόνον ἐμένα νά ἀγαπᾶς καί ἐμένα μόνον νά ὑπηρετεῖς μέ ὅλες τίς αἰσθήσεις τοῦ σώματος καί μέ ὅλες τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς σου.

Ἔτσι προστάζει ὁ Θεός. Καί ἐπειδή ἐμεῖς ὡς γεννημένοι καί ἀναθρεμμένοι μέσα στόν κόσμο εἴμεθα περιπλεγμένοι μ’ αὐτόν μέ πολλῶν εἰδῶν δεσμούς, γιά νά κόψει τούς δεσμούς αὐτούς ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, λέγει:

«Μή νομίσητε, ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην εἰς τήν γῆν· Οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλά μάχαιραν» (Ματθ. Ι΄ 34)· δηλαδή, δέν θέλω νά κάμω ἀγάπη ἀλλά αἰώνιο πόλεμο μέ τόν ἐχθρό μου, τόν ἀποστάτη κόσμο· καί ἀληθῶς εἶναι ἀποστάτης, διότι ἐνῶ ἔγινε ἀπό τόν Θεόν, δέν ἐγνώρισε τόν Θεόν· «ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καί ὁ κόσμος αὐτόν οὐκ ἔγνω» (Ἰωάν. Α΄ 10).

Μέγας δεσμός, ἀκροαταί μου, ὁ ὁποῖος μᾶς κρατεῖ δεμένους μέ τόν κόσμο, εἶναι ἡ ἀγάπη τῶν γονέων πρός τά τέκνα, τῶν τέκνων πρός τούς γονεῖς, τοῦ ἀδελφοῦ πρός τόν ἀδελφόν καί ἡ ἀγάπη τῆς ἰδίας τῆς ζωῆς μας. Καί ὁ Χριστός λέγει: «μάχαιραν ἦλθον βαλεῖν ἐπί τήν γῆν», γιά νά κόψει τόν δεσμόν τοῦτον καί νά χωρίσει, γιά τήν ἀγάπη Του, παιδιά ἀπό τόν πατέρα τους, θυγατέρα ἀπό τήν μητέρα της καί νύμφη ἀπό τήν πενθερά της· «ἦλθον γάρ διχᾶσαι τόν ἄνθρωπον κατά τοῦ πατρός αὐτοῦ καί θυγατέρα ἀπό τῆς μητρός αὐτῆς καί νύμφην ἀπό τῆς πενθερᾶς αὐτῆς» (Ματθ. Ι΄ 35).

Ὅποιος ἀγαπᾶ πατέρα ἤ μητέρα ἤ τέκνον περισσότερον ἀπό ἐμέ, δέν εἶναι ἄξιος δι’ ἐμέ· «ὁ φιλῶν πατέρα ἤ μητέρα ἤ υἱόν ἤ θυγατέρα ὑπέρ ἐμέ, οὐκ ἔστί μου ἄξιος» (Ματθ. Ι΄ 37). Ὅποιος ζητεῖ νά φυλάξει τήν ζωήν του, θά τήν χάσει, «ὁ εὐρών τήν ψυχήν αὐτοῦ ἀπολέσει αὐτήν» (Ματθ. Ι΄ 39). Θέλει λοιπόν ὁ Χριστός περισσότερο ἀπό τούς γονεῖς, τά τέκνα καί ἀπ’ αὐτήν τήν ζωήν οἱ ἄνθρωποι νά ἀγαποῦν μόνον τόν Θεόν.

Ἄλλος δεσμός εἶναι οἱ μέριμνες τοῦ βίου· τί νά φᾶμε; τί νά πιοῦμε; τί νά ντυθοῦμε; πῶς νά ζήσουμε; Καί ὁ Χριστός λέγει: «μάχαιραν ἦλθον βαλεῖν ἐπί τήν γῆν», γιά νά κόψει καί τοῦτον τόν δεσμό, γιά νά μή ἔχουμε ἀγωνιώδη φροντίδα γιά κανένα γήϊνο πρᾶγμα· καί ὑπόσχεται Αὐτός ὁ ἴδιος, ὡς πατήρ καί προνοητής τοῦ παντός, ὁ ὁποῖος ἐνδύει τά λουλούδια καί τρέφει τά πετεινά, νά ἔχει τήν φροντίδα γιά ὅσα μᾶς χρειάζονται: «μή μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καί τί πίητε, μηδέ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε· οἶδε γάρ ὁ Πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρήζετε τούτων ἁπάντων» (Ματθ. Στ΄ 25).

Ὥστε ὁ Χριστός κόπτει κάθε δεσμόν, ὁ ὁποῖος μᾶς κρατεῖ δεμένους μέ τόν κόσμο, γιά ν’ ἀνήκουμε ὁλόκληροι ψυχῇ τε καί σώματι στόν Θεόν.

Ὁ τύραννος ὅμως τῶν ψυχῶν μας, ὁ μισόθεος διάβολος, θέλει νά μᾶς κρατεῖ ὡσάν αἰχμαλώτους, νά ἀσχολούμεθα ἀποκλειστικά μέ τούς κόπους καί περισπασμούς τῆς μοχθηρᾶς αὐτῆς ζωῆς. Καί μάλιστα, ὅταν θέλουμε νά κάνουμε τό χρέος μας στόν Θεόν, τότε μᾶς πολλαπλασιάζει τά ἐμπόδια.

Θέλουμε νά προσευχηθοῦμε; Τότε ἔρχονται διπλοί οἱ λογισμοί τοῦ κόσμου, οἱ ὁποῖοι μᾶς διασκορπίζουν τόν νοῦ σέ χίλιες ματαιότητες καί ἰδίως σέ αἰσχρές ἐνθυμήσεις. Θέλουμε νά λειτουργηθοῦμε; 

Τότε ἔρχονται διπλές οἱ ὑποθέσεις τοῦ κόσμου, οἱ ὁποῖες μᾶς σύρουν ἀπό τήν Ἐκκλησία σέ κάποια ὑπηρεσία. Θέλουμε νά ἐξομολογηθοῦμε; Ἐδῶ εἶναι πού αὐξάνουν οἱ περισπασμοί τοῦ κόσμου, οἱ ὁποῖοι δέν μᾶς ἀφήνουν νά πραγματοποιήσουμε ἐγκαίρως τό θεάρεστο αὐτό ἔργο.

Ἔτσι περνᾶ ἡ ἡμέρα χωρίς προσευχή, ἡ Ἑορτή χωρίς Θεία Λειτουργία, περνᾶ ὁ χρόνος μας χωρίς μετάνοια καί διόρθωση. Ἔτσι θέλει ὁ κόσμος ὅλον τόν χρόνο τῆς ζωῆς μας στήν ὑπηρεσία του, γιά νά μή μείνει οὔτε μία στιγμή στήν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ…

«Μή μεριμνᾶτε», λέγει ὁ Θεός στό Ἱερό Εὐαγγέλιο, «τί φάγητε ἤ τί πίητε»· ὄχι, λέγει ὁ ἐν τῷ πονηρῷ κείμενος κόσμος, αὐτά εἶναι πού πρέπει νά μεριμνοῦν· ἄς μεριμνοῦν πῶς νά ἐνδυθοῦν, πῶς νά πλουτήσουν, γιά νά μήν ἔχουν ποτέ καιρό νά ὑπηρετήσουν τόν Θεόν…

Λοιπόν, χριστιανέ, ὁ Θεός σέ θέλει ὅλον. Ὁ κόσμος πάλι σέ θέλει ὅλον. Νά εἶσαι ὅλος καί μέ τούς δύο εἶναι ἀδύνατον· «οὐ δύνασαι δυσί κυρίοις δουλεύειν». Αὐτοί εἶναι δύο αὐθέντες ἀσυμβίβαστοι, οἱ ὁποῖοι δέν συμφωνοῦν σέ τίποτε.

Ἕνας ἀνθρακεύς ἐζήτησε νά συγκατοικήσει μέ ἕνα βαφέα, ἀλλά ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: –Ἄνθρωπε, εἶναι ἀδύνατον νά κατοικήσουμε καί οἱ δύο σέ ἕνα σπίτι, διότι φοβοῦμαι, μήπως ἐσύ μαυρίζεις ἐκεῖνα, τά ὁποῖα λευκαίνω ἐγώ.

Τί στάκτη, τί κονιορτός, τί σκότος, πού εἶναι ἡ μέριμνα τῶν κοσμικῶν πραγμάτων! Πῶς τυφλώνει, πῶς κατασκοτίζει τούς ὀφθαλμούς τῆς διανοίας καί δέν τούς ἀφήνει νά βλέπουν καθαρά τόν Θεόν! 

Καθώς εἶναι ἀδύνατον νά κατοικήσουν ἀνθρακεύς καί βαφεύς σέ ἕνα ἐργαστήριο, ἔτσι εἶναι ἀδύνατον ἡ φροντίδα τοῦ κόσμου καί ἡ ἔννοια τοῦ Θεοῦ νά συνυπάρχουν σέ μία ψυχή. «Σέ νοῦ γεμάτο ἄγχη καί θορύβους, οὔτε ἁπλῆ σκέψις τῶν καλῶν, οὔτε χάρις Θεοῦ ἠμπορεῖ νά ὑπάρξει», λέγει ὁ μέγας Κύριλλος.

Αὐτή λοιπόν εἶναι ἡ πρώτη αἰτία, γιά τήν ὁποία «οὐδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν», τόν κόσμο δηλαδή καί τόν Θεόν.

Ἡ ἄλλη εἶναι τό ὅτι ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐντελῶς ἀντίθετος στόν νόμο τοῦ κόσμου. Τί προστάζει, κατ’ ἀρχήν, ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ; Νά ἀγαποῦμε τόν πλησίον μας σάν τόν ἑαυτό μας, μάλιστα νά ἀγαποῦμε καί τόν ἐχθρό μας καί νά κάνουμε καλό σ’ ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος μᾶς ἐκακοποίησε.

 Ἀλλά ὁ νόμος τοῦ κόσμου μᾶς ἀναγκάζει νά μήν ἀγαποῦμε οὔτε τούς φίλους μας, νά μισοῦμε οἱ ἀδελφοί τούς ἀδελφούς, νά πολεμοῦμε οἱ γονεῖς μέ τά τέκνα, τά τέκνα μέ τούς γονεῖς καί νά εἴμεθα ἀχάριστοι καί στούς εὐεργέτες μας.

Ὁ Θεός προστάζει νά εἴμεθα εὔσπλαγχνοι στούς πτωχούς, νά τούς βοηθοῦμε, νά τούς δίνουμε ἐλεημοσύνη. Ὁ κόσμος προστάζει νά εἴμεθα φιλάργυροι, νά τρεφώμεθα μέ τό αἷμα τῶν πτωχῶν καί νά πλουτίζουμε μέ τήν ξένη περιουσία.

Ὁ Θεός προστάζει νά λέγουμε τήν ἀλήθεια. Ὁ κόσμος μισεῖ περισσότερο ἀπό ὅλα τήν ἀλήθεια. Γι’ αὐτό θειότατα λέγει ὁ Χριστός: «τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὅ ὁ κόσμος οὐ δύναται λαβεῖν, ὅτι οὐ θεωρεῖ αὐτό, οὐδέ γινώσκει αὐτό» (Ἰωάν, ΙΔ΄ 17)· διότι ὁ κόσμος θέλει ἐπιβουλές, κολακεῖες καί ψεύδη.

Ὁ Θεός θέλει νά ἐπικρατεῖ ἡ δικαιοσύνη, νά τιμωρεῖται ἡ κακία, νά τιμᾶται ἡ ἀρετή, νά δοξάζεται ἡ τάξις καί ὁ καθένας νά ἔχει αὐτό πού τοῦ ἀξίζει, νά κρατᾶ τό κατά δύναμιν. Ὁ κόσμος θέλει νά βασιλεύει ἡ ἀδικία, νά ἔχει τόν θρόνον ἡ κακία, ἡ ἀρετή νά περιφρονεῖται ὡς ἀκαθαρσία, νά ὑπερισχύει ἡ φιλαυτία, νά κυβερνᾶ ἡ ἀταξία καί ἡ σύγχυσις.

Ὁ Θεός, μέ λίγα λόγια, θέλει ἀγάπη, ταπεινοφροσύνη, σωφροσύνη, πραότητα, ὑπομονή. Ὁ κόσμος ἐντελῶς τό ἀντίθετον, ὑπερηφάνεια, μίσος, ἀκολασία, ἀναισχυντία, καυγάδες καί σκάνδαλα. Γι’ αὐτό ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκείνη ἡ στενή ὁδός τῆς ἀρετῆς, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἐνῶ ὁ νόμος τοῦ κόσμου εἶναι ἐκείνη ἡ πλατεῖα ὁδός τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στήν αἰώνιο κόλασι…

Ποῖος λοιπόν ἠμπορεῖ νά φυλάττει δύο νόμους τόσο διαφορετικούς καί νά εἶναι δοῦλος σέ δύο κυρίους τόσον ἀντιθέτους; Κανείς, δέν ὑπάρχει μέση ὁδός. Νά εὐχαριστήσει κάποιος καί τούς δύο, εἶναι ἀδύνατον· ἤ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλον «ἤ γάρ τόν ἕνα μισήσει καί τόν ἕτερον ἀγαπήσει, ἤ τοῦ ἑνός ἀνθέξεται καί τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει». Δέν ἠμπορεῖ οὔτε ὁ μεγαλύτερος σοφός, οὔτε ὁ μεγαλύτερος Ἅγιος νά εὕρη τήν μέθοδο νά εὐχαριστήσει καί τούς δύο συγχρόνως.

Ἔτσι εἶναι, χριστιανοί, οἱ φροντίδες καί οἱ περισπασμοί τοῦ κόσμου πολύ μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπό τόν Θεόν. Εἶναι σάν τά πολύ μακρυά φορέματα, πού μᾶς ἐμποδίζουν στό βάδισμα. Εἶναι βάρη, τά ὁποῖα μᾶς κατεβάζουν στήν γῆ. «Ἐκεῖνοι πού ἔχουν καταληφθῆ πολύ ἀπό τίς μέριμνες τοῦ βίου, σύρονται στά χαμηλά σάν ὄρνιθες πολύσαρκοι μαζί μέ τά βοσκήματα, ἔχοντας τά πτερά ματαίως», λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος.

Τώρα, ἐμεῖς τί θά κάνουμε; Ποῖον αὐθέντη ἀπό τούς δύο θέλουμε νά ὑπηρετοῦμε; Τόν κόσμον ἤ τόν Θεόν; Ἀφῆστε, νά τό εἰπῶ μέ δύο λόγια. Ἐάν δέν πρόκειται νά ἀποθάνουμε ποτέ, ἀλλά πρόκειται νά ζήσουμε στόν κόσμον αἰωνίως, ἄς εἶναι, ἄς γίνουμε δοῦλοι ἰδικοί του, γιά νά τόν χαροῦμε. 

Ἀλλά ἐάν εἴμεθα θνητοί, μία φούχτα χῶμα, καί σήμερα ἤ αὔριο ἀποθνήσκουμε καί διαλυόμεθα, ἄν ὁ κόσμος τοῦτος εἶναι πρόσκαιρος, καθώς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «παράγει γάρ τό σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου» (Α΄Κορ. Β΄31), ἄν λοιπόν ἐμεῖς ἐδῶ εἴμεθα διαβάτες, καί ἡ πατρίδα μας εἶναι στόν οὐρανό «οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν» (Ἑβρ.ΙΓ΄ 14), καί «τό πολίτευμα ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλιπ. Γ΄ 20), ἄν ἐμεῖς ἔχουμε αὐθέντη καί Πατέρα μόνον τόν Θεόν, ἄν στό ἅγιον Βάπτισμά μας ὑποσχεθήκαμε νά εἴμεθα πιστοί Του δοῦλοι, τότε τόν Θεόν ἄς ὑπηρετοῦμεν «ἐξ ὅλης τῆς διανοίας μας, ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς μας καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος μας».

Κόσμε πλάνε καί μάταιε! Ἄς σέ ὑπηρετεῖ καί ἄς σέ χαίρεται ὅποιος δέν ἐλπίζει ἄλλον Παράδεισο καί δέν πιστεύει στόν Ἐσταυρωμένον Χριστό. Ἐμεῖς Αὐτόν πιστεύουμε καί Αὐτόν ὑπηρετοῦμε, γιά νά βασιλεύσουμε μαζί μέ Αὐτόν, ὅπως μᾶς λέγει: «ζητεῖτε πρῶτον τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν». Ἀμήν, γένοιτο.

Επ. Αθαν.




7 σχόλια:

  1. ΔΕΙΤΕ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ Γ. ΒΟΛΟΥΔΑΚΗ:
    ΣΚΛΗΡΗ ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
    EΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΠΟΙΜΗΝ Ο ΚΑΛΟΣ
    ΠΟΙΜΕΝΕΣ ΘΑ ΑΚΟΥΣΕΤΕ ΤΙΣ ΦΩΝΕΣ ΤΩΝ ΑΜΝΩΝ ΣΑΣ ΘΡΗΝΟΥΝΤΩΝ; http://oimos-athina.blogspot.com/2017/08/blog-post_19.html

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. "Μαστίγιο" τα θεία λόγια αυτά για τη συνείδησή μου, η οποία σηκώνεται και με κατηγορεί ότι όχι μόνο δεν κάνω τίποτα στα πνευματικά, αλλά πρέπει να αλλάξω άμεσα τον τρόπο που ζω και σκέπτομαι, ο ανισόρροπος, αν θέλω να έχω ελπίδες ότι θα σωθώ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Μέσα στήν Ἐκκλησία, πού ἔχει τά μυστήρια πού σώζουν, δέν ὑπάρχει ἀπελπισία. Μπορεῖ νά εἴμαστε πολύ ἁμαρτωλοί. Ἐξομολογούμαστε, ὅμως μᾶς διαβάζει ὁ παπάς κι ἔτσι συγχωρούμαστε καί προχωροῦμε πρός τήν ἀθανασία, χωρίς καθόλου ἄγχος, χωρίς καθόλου φόβο.

      Άγιος Πορφύριος

      Διαγραφή
  3. «Στούς ἀδύναμους ταιριάζει νά ὁδηγοῦνται σιγά-σιγά στά ἔργα τῆς μετάνοιας»
    (Από το Γεροντικό)

    Ἕνας ἀδελφός πού ἔπεσε σέ πειρασμό, δηλαδή σέ ἁμαρτία, ἀπό τή θλίψη του παράτησε τόν μοναχικό κανόνα, καί θέλοντας νά τόν ξαναρχίσει, ἐμποδιζόταν ἀπό τή λύπη. Ἔλεγε μέσα του:

    «Πότε θά ξαναβρῶ τόν ἑαυτό μου, ὅπως ἤμουν κάποτε;»

    καί ἀποθαρρυμένος δέν μποροῦσε νά ἀρχίσει τή μοναχική ἐργασία. Πῆγε λοιπόν σέ κάποιον γέροντα καί τοῦ εἶπε ὅσα τοῦ συνέβαιναν. Ὁ γέροντας, ἀφοῦ ἄκουσε τήν αἰτία τῆς λύπης του, τοῦ ἔφερε ἕνα κατάλληλο παράδειγμα.

    «Κάποιος ἄνθρωπος», εἶπε, «εἶχε ἕνα χωράφι καί, ἐπειδή τό ἀμέλησε, ἐκεῖνο χέρσωσε καί γέμισε ἀγριόχορτα καί ἀγκάθια.Κάποτε ἀποφάσισε νά τό περιποιηθεῖ, καί εἶπε στόν γιό του· “Πήγαινε νά καθαρίσεις τό χωράφι”. Πῆγε ὁ γιός νά τό καθαρίσει, ἀλλά βλέποντας τά πολλά ἀγκάθια, ἀποθαρρύνθηκε καί σκέφτηκε· “Πότε θά ξεριζώσω ὅλα αὐτά, γιά νά καθαρίσω τό χωράφι;” Ἔπεσε λοιπόν καί κοιμήθηκε. Ὅταν ξύπνησε, ξανακοίταξε τά πολλά ἀγκάθια, ἔχασε κάθε διάθεση γιά δουλειά καί ἔμεινε ξαπλωμένος. Πότε λοιπόν κοιμόταν καί πότε γύριζε ἄσκοπα, σάν τήν πόρτα γύρω ἀπό τόν ἄξονά της. «

    »Στή συνέχεια ἦρθε ὁ πατέρας του νά δεῖ τί ἔκανε, καί τόν βρῆκε νά μήν κάνει τίποτε. Τόν ρώτησε λοιπόν· “Γιατί δέν ἔκανες τίποτε ὥς τώρα;” “Πατέρα”, ἀπάντησε ἐκεῖνος, “μόλις πήγαινα νά δουλέψω, ἔβλεπα τά πολλά ἀγριόχορτα καί ἀγκάθια καί μέ ἔπιανε ἀπελπισία, καί ἀπό τή λύπη μου ξάπλωνα καί κοιμόμουν. Γι᾿ αὐτό καί δέν ἔκανα τίποτε”. Τοῦ εἶπε ὁ πατέρας του· “παιδί μου, κάθε μέρα νά κάνεις ὅσον τόπο πιάνει τό στρῶμα σου, καί ἔτσι θά προχωρήσει ἡ δουλειά σου, χωρίς νά ἀποθαρρύνεσαι”. Ὁ νεαρός συμμορφώθηκε, καί σέ λίγον καιρό καθαρίστηκε τό χωράφι.«

    »Ἔτσι λοιπόν καί ἐσύ, ἀδελφέ· λίγο λίγο ἐργάσου καί δέν θά χάνεις τό θάρρος σου. Καί ὁ Θεός μέ τή χάρη του πάλι θά σέ ξαναφέρει στήν παλιά σου κατάσταση».

    Ἄκουσε ὁ ἀδελφός, κάθισε μέ ὑπομονή στό κελλί του καί ἔκανε ὅπως τόν συμβούλεψε ὁ γέροντας. Καί μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ βρῆκε ἀνάπαυση.

    Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

    Ἀμήν.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Άσε εμάς τα σκουπίδια και πιάσε τους Αποστόλους

      1) Ο Ιούδας πρόδωσε το Δάσκαλό του, μεταμελήθηκε επέστρεψε τα αργύρια, αλλά δε μετανόησε για να ζητήσεις συγγνώμη από τον Κύριο, αντίθετα τον βούτηξε ο σατανάς με την απελπισία και τον έβαλε να κρεμαστεί μόνος του. Δε θα τον συγχωρούσε ο Κύριος αν μετανοούσε; Μα και βέβαια, αλίμονο!!!

      2) Ο ένας από τους Πρωτοκορυφαίους, ο Παύλος, ήταν εχθρός των Χριστιανών. Ήξερε τι του επεφύλασσε το μέλλον;

      3) Ο έτερος των Πρωτοκορυφαίων, ο Πέτρος, τον αρνήθηκε 3 φορές πριν λαλήσει αλέκτωρ τρις. Κι όμως ... σε τι μέτρα Αγιοσύνης έφτασε, επειδή πρόσφερε άφθονα δάκρυα μετανοίας και ποτέ δεν εγκατέλειψε τον αγώνα του.
      2)

      Διαγραφή
    2. ...Εκείνος που αναζητεί τον Δεσπότη του Χριστό με την προσοχή στραμμένη συνέχεια στο σταυρό, ξεπερνά όλα τα εμπόδια που συναντά, μέχρις ότου να φθάση τον Εσταυρωμένο (Πατερικόν).

      Διαγραφή
  4. Το ΑΛΗΘΙΝΟ (ανόθευτο) κήρυγμα της Εκκλησίας, το οποίο (πρέπει να) ακολουθεί ΣΤΕΝΑ την Θεόπνευστη Αγία Γραφή και τους Αγίους της Εκκλησίας, προϋποθέτει ότι οι ποιμένες της Εκκλησίας (και γενικότερα οι Ιεροκήρυκες) είναι ΕΤΟΙΜΟΙ ακόμα και να ΠΕΘΑΝΟΥΝ (εάν χρειαστεί), για την αληθινή-πραγματική-ανυπόκριτη αγάπη τους προς τον αληθινό Θεό και προς τον λαό.

    ΑπάντησηΔιαγραφή