Τρίτη 5 Μαρτίου 2024

ΣΕ ΑΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΤΑ ΝΕΡΑ Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ...

ΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΠΑΡΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΒΕΒΑΙΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΩΝ ΡΩΣΟΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ




Πριν το πρώτο ξέσπασμα της ουκρανικής κρίσης το 2013, οι σχέσεις Βερολίνου-Μόσχας αποτελούσαν πρώτιστο μέλημα της γερμανικής διπλωματίας, για γεωπολιτικούς και γεωοικονομικούς λόγους. 

Εξάλλου, η Ανατολική Ευρώπη είναι ο χώρος, με την πορεία του οποίου η Γερμανία έχει συνδέσει εδώ και δέκα αιώνες την ιστορική της ύπαρξη. Στον χώρο αυτό δοκιμάστηκαν όλες οι γεωπολιτικές θεωρίες περί ζωτικού χώρου που εκπονήθηκαν από τους Γερμανούς διαμορφωτές στρατηγικής.

Για το Βερολίνο οι γεωπολιτικές και γεωστρατηγικές αναγκαιότητες, αλλά και η μελέτη της Ιστορίας, μαρτυρούσε ότι τα ζωτικά-εθνικά συμφέροντα της υπαγόρευαν να διατηρεί καλό το επίπεδο των ρωσογερμανικών σχέσεων. 

Με αυτήν την πυξίδα πορευθέντες, ο Φρειδερίκος ο Μέγας της Πρωσίας, ο πρώτος Καγκελάριος της ενοποιημένης Γερμανίας Όθων φον Βίσμαρκ, οι Καγκελάριοι Βίλλυ Μπραντ και Χέλμουτ Σμιτ, αλλά και ο πρώτος Καγκελάριος της επανενωθείσης Γερμανίας Χέλμουτ Κολ επέτυχαν σημαντικά αποτελέσματα.

Οσάκις εγκαταλείφθηκε η πορεία αυτή, η Γερμανία στο μέσον της Ευρώπης γνώρισε μεν πρόσκαιρους ρωμαϊκούς θριάμβους, αλλά υπέστη τελικώς μεγάλα δεινά. 

Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, επήλθε βαθύ ρήγμα ανάμεσα στην Ομοσπονδιακή Γερμανία και στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου διακρίνουμε τις ακόλουθες περιόδους της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής:

Η πρώτη αφορά στην περίοδο 1945-1955. Η εξωτερική πολιτική του νέου κράτους ήταν έτσι απολύτως ετεροκαθοριζόμενη μέχρι το 1955, χρονιά που απέκτησε με τις δυτικές συμφωνίες την ανεξαρτησία της (Westvertrage).

Η δεύτερη ταυτίστηκε με την εξωτερική πολιτική του καγκελάριου Αντενάουερ (1949-1963), και καλύπτει την περίοδο 1955-1969. Θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε προσκόλληση στη Δύση. 

Η στρατηγική του Αντενάουερ (Westintegration) για ένταξη της χώρας στους διάφορους δυτικούς οργανισμούς και στις διαδικασίες ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η οποία ακολουθήθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε εθνοκεντρικό χαρακτήρα.

Η τρίτη ταυτίζεται με την περίοδο της Ostpolitik των καγκελαρίων Μπραντ και Σμιτ (1969-1980 περίπου). Η εξωτερική πολιτική του Μπραντ από το 1969 και μετά βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με τις αντιλήψεις της Westintegration, καθώς εδραζόταν στην πεποίθηση ότι μια νέα πραγματικότητα είχε διαμορφωθεί τόσο στη Γερμανία όσο και στην Ευρώπη και δεν ήταν δυνατό να αγνοηθεί. 

Αναφορικά με την Ανατολική Γερμανία, η πραγματικότητα αυτή αφορούσε στην ύπαρξη δύο κρατών στα εδάφη της Γερμανίας. Το βραχυπρόθεσμο όφελος της πολιτικής αυτής ήταν η οικονομική διείσδυση της Γερμανίας στον χώρο αυτό (το διαχρονικό ενδιαφέρον των Γερμανών συγκέντρωναν τα μεγάλα κοιτάσματα πρώτων υλών της Ρωσίας).

Η τέταρτη εντοπίζεται χρονικά στη δεκαετία του 1980, μέχρι και την πτώση των καθεστώτων του Ανατολικού Συνασπισμού και την ενοποίηση της Γερμανίας. Πρόκειται για μια περίοδο δημιουργίας στενών πολιτικών και οικονομικών επαφών με τις χώρες αυτές και συνεργασίας στο πλαίσιο διεθνών οργανισμών για την εμπέδωση της πολιτικής της ύφεσης.

 Το γεγονός ότι σήμερα η Γερμανία αποτελεί τον σημαντικότερο εμπορικό εταίρο των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης αποδίδεται στη διείσδυση του γερμανικού κεφαλαίου εκεί κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Περίπου το 1/3 των εισαγωγών που πραγματοποιούσαν τα κράτη αυτά, πριν την αλλαγή, προερχόταν από την Γερμανία.

Η πέμπτη περίοδος αρχίζει με το ξέσπασμα της ουκρανικής κρίσης το 2013, με τα γεγονότα της πλατείας Μαϊντάν που οδήγησαν στην ανατροπή του φιλορώσου Γιανουκόβιτς.

Στην έκτη, που ξεκίνησε με την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, έχουμε την ρήξη στις σχέσεις Βερολίνου-Μόσχας, με τελευταίο επεισόδιο το σκάνδαλο με την υποκλοπή συνομιλιών Γερμανών στρατιωτικών για πλήγματα στην γέφυρα του Κερτς στην Κριμαία. 

Η γερμανική κυβέρνηση απέδωσε την υποκλοπή σε μία προσπάθεια της Ρωσίας να “διχάσει την χώρα”.

Το πρώτο αγκάθι των ρωσογερμανικών σχέσεων

Όμως, πολύ πριν την ρωσική εισβολή, η ουκρανική κρίση φαίνονταν να είχε μετατραπεί στο πρώτο σοβαρό αγκάθι των ρωσογερμανικών σχέσεων. 

 Ήταν η περίοδος που η Άγκελα Μέρκελ είχε καταστήσει σαφές στις γερμανικές επιχειρήσεις (και στα άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ) ότι πρέπει να αποδεχτούν τις κυρώσεις έναντι της Ρωσίας για την προσάρτηση της Κριμαίας. 

Το επιχείρημά της ήταν ότι η προσάρτηση της Κριμαίας και ο ασύμμετρος πόλεμος στην Ανατολική Ουκρανία υποσκάπτουν την ευρωπαϊκή ειρήνη.

Ομάδες συμφερόντων, όπως η Ομοσπονδία των Γερμανικών Επιχειρήσεων [Federation of German Industries (BDI)] καθώς και η Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων με την Ανατολική Ευρώπη [Committee on Eastern European Economic Relations (Ostausschuss)] δέχτηκαν (κατ’ αρχάς) αυτή τη στροφή. 

Ήταν η περίοδος που στις γερμανορωσικές σχέσεις πήγαν να αποκτήσουν το πάνω χέρι τα πολιτικά συμφέροντα, αντί των οικονομικών.

Το γεγονός ότι η Γερμανία είχε υποστηρίξει ενεργά τις αντιπολιτευόμενες ομάδες στην Ουκρανία και μάλιστα χωρίς να υφίστανται επιτακτικές στρατηγικές αναγκαιότητες για κάτι τέτοιο, ήταν ένα σημάδι πως κάτι άρχιζε να αλλάζει στις αντιλήψεις του Βερολίνου απέναντι στη Ρωσία. 

Βέβαια, η Γερμανία μετέπειτα δεν επέλεξε την οδό της σύγκρουσης με την Μόσχα, όπως έδειξε η πορεία υλοποίησης του Nord Stream και οι γενικότερες οικονομικές και ενεργειακές σχέσεις που εξακολουθούσε να διατηρεί με την Ρωσία. 

Σε αυτές έβαλε τέλος η απόλυτη στοίχιση του Βερολίνου υπό την Ουάσιγκτον, μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

Παγίως οι γερμανορωσικές σχέσεις βασίζονταν σε μια σχέση win-win, με συνεχή ανάπτυξη της εμπιστοσύνης και του αμοιβαίου συμφέροντος, κάτι που μεταβλήθηκε με την ουκρανική κρίση (ήδη από το 2013) όπου οι γερμανικές ηγεσίες θα έπρεπε να συνηθίσουν σε καταστάσεις, όπου κυριαρχούσαν οι πολιτικοί σκοποί, δηλαδή σκοποί κυριαρχίας. 

Μάλιστα με ένα παίκτη, ο οποίος είναι συνηθισμένος σε παρόμοια παίγνια και αποφασισμένος να τα οδηγήσει στα όρια τους, με ό,τι και αν αυτό σήμαινε για τα συμφέροντα των γερμανικών βιομηχανικών και ενεργειακών εταιρειών, καθώς και όλων εκείνων γενικώς των εταιρειών που είχαν επιλέξει να επενδύσουν στην Ρωσία (όπως οδυνηρά διαπιστώθηκε μετά την ρωσική εισβολή).

Αναφέρουμε παραδειγματικά: Το 2014 οι γερμανικές εξαγωγές στη Ρωσία, ήταν αξίας 29,3 δισ ευρώ και οι εισαγωγές από τη Ρωσία 38,5 δισ. ευρώ. Πρόκειται για σημαντικό εταίρο και ποσοτικά αλλά κυρίως ποιοτικά, δεδομένου ότι μεγάλο μέρος των γερμανικών εισαγωγών από τη Ρωσία αφορά σε ενέργεια. 

Παράλληλα μεγάλο ύψος γερμανικών κεφαλαίων επενδύθηκαν στη Ρωσία και αντιστρόφως ρωσικά κεφάλαια στην Γερμανία, προωθώντας την αλληλεξάρτηση των δύο χωρών. Το 2016 αντίστοιχα οι γερμανικές εξαγωγές μειώθηκαν σε 21, 5 δισ. ευρώ και οι εισαγωγές σε 26,5 δισ. ευρώ.

Αβέβαιο το μέλλον των ρωσογερμανικών σχέσεων

Η γερμανική πολιτική προς την Ρωσία προωθούσε πολιτικές αλλαγές, μέσω εμβάθυνσης των οικονομικών σχέσεων. Η εν λόγω πολιτική, όμως, είχε προ πολλού αποτύχει. 

Άλλωστε αυτές οι εξελίξεις αποτελούν κάτι το αναμενόμενο για όσους έχουν στέρεη γνώση της ιστορίας και δεν παρασύρονται από ανιστόρητα φληναφήματα. Ο σκληρός πυρήνας της πολιτικής εμφανίζεται με μεγαλοπρέπεια και παρασύρει τις όποιες οικονομικές δεσμεύσεις.

Την ίδια στιγμή, από την οικονομική κρίση και έπειτα άρχισε να επανέρχεται στο προσκήνιο το διαχρονικό γερμανικό ζήτημα που συνδέεται με τα παραδοσιακά γεωπολιτικά θέματα της Machtpolitik και του ζωτικού χώρου (καλυπτόμενα βέβαια από την οικονομική εξάπλωση). 

Τα θέματα αυτά υποτίθεται ότι είχαν βρει μια λύση με την ένταξη της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ και στο πολιτικοοικονομικό πλαίσιο της Ενωμένης Ευρώπης.

Η πορεία των πραγμάτων απέδειξε ότι τα κράτη στον προσδιορισμό των εθνικών συμφερόντων, μπορούν να αγνοήσουν ή να υποτιμήσουν τις άτεγκτες γεωπολιτικές αναγκαιότητες επί χρόνια, επί δεκαετίες, πλην όχι εσαεί. 

Ειδικά μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, όπου σε συνδυασμό και με τις έντονες αμερικανικές πιέσεις, η Γερμανία πλέον δίνει προτεραιότητα στα γεωπολιτικά συμφραζόμενα, με την επί χρόνια εξαρτημένη στην φτηνή ρωσική ενέργεια γερμανική οικονομία να πληρώνει, βεβαίως, βαρύ τίμημα και να έχει μετατραπεί στον “μεγάλο ασθενή” της Ευρώπης. 

Την ίδια στιγμή, η γερμανική κυβέρνηση και ΜΜΕ συντηρούν σενάρια πολέμου, με ένα 35% των Γερμανών να φοβούνται ακόμα και ρωσική εισβολή στην Γερμανία!

Η στρατηγική μεταστροφή

Όπως ήδη έχουμε αναφέρει από το τέλος του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου κι έπειτα, η Γερμανία επεδίωξε μια σχετικά ήρεμη εξωτερική πολιτική. Από την εκδήλωση της κρίσης στην Ουκρανία το 2013 (ίσως και νωρίτερα) το Βερολίνο φαίνεται πως είχε αρχίσει να αναγνωρίζει ανάγκη για μια αλλαγή. 

Το Βερολίνο, ήδη από την περίοδο που είχε συνταχθεί ανοιχτά με την τότε αντιπολίτευση της Ουκρανίας, είχε αποπειραθεί να βάλει ένα νέο πλαίσιο, αντίθετο προς την αυτοσυγκράτηση που παραδοσιακά επιδείκνυε, επιχειρώντας να αναλάβει μεγαλύτερο διεθνή ρόλο και να ενεργοποιηθεί περισσότερο πολιτικά και στρατιωτικά.

Να σημειωθεί πως παγίως η Γερμανία απέφευγε να προβάλει μια ισχυρή εξωτερική πολιτική και την ανοιχτή προώθηση των εθνικών συμφερόντων της, ώστε να μην αναβιώσουν οι φόβοι περί γερμανικού εθνικισμού. 

Οι Γερμανοί έχουν αποφασίσει ότι αυτή η θέση είναι πλέον ξεπερασμένη και ότι η προώθηση των εθνικών συμφερόντων τους δεν ενέχει τους κινδύνους που ενείχε κάποτε, με την ρωσική εισβολή να λειτουργεί ως καταλύτης των τάσεων που προϋπήρχαν.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου